Του Αριστοτέλη Σαίνη.
(φωτό: Γιάννης Πρίφτης).
«Η μουσική που μεταχειρίστηκα στους Βατράχους είναι,
βασικά, μουσική της καθημερινής ζωής. Θέλω να πω πως
χρησιμοποίησα στοιχεία τζαζ, ξένης και ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Με δυο λόγια ό,τι θα μπορούσε να ακούσει κανείς ανοίγοντας
σήμερα το ραδιόφωνό του. Θέλησα να υπηρετήσω το θέατρο,
ένα συγκεκριμένο έργο, κάνοντας δική μου την πεποίθηση
του Βέρντι ότι για τη σκηνή είναι προτιμότερη μια κακή
αλλά θεατρική μουσική από μια ωραία, αλλά μη θεατρική.
Ύστερα, η μουσική έχει βγει πια από τα πλαίσια
όπου ήταν κλεισμένη τόσους αιώνες: λέγοντας μουσική
ο συνθέτης της εποχής μας εννοεί ακόμη και τους ήχους
ή τα βήματα του ανθρώπου του δρόμου…»
Γιάννης Χρήστου.
Αίθουσα διδασκαλίας στο Ωδείο Αθηνών. Ξύλινο γυαλιστερό πάτωμα. Ένα μαύρο πιάνο στο κέντρο με σκόρπιες τσαλακωμένες παρτιτούρες στην ουρά του. Στο ημίφως νεαροί ηθοποιοί και σπουδαστές μπαίνουν και κάθονται οκλαδόν γύρω γύρω. Όταν ανάβουν τα φώτα άσπρα κουρέλια και θαμπά αλευρωμένα πρόσωπα έχουν κατακλύσει τη σκηνή. Ο μουσικός, συνθέτης και δάσκαλός τους εμφανίζεται ξυπόλητος, με το ίδιο άσπρο πρόσωπο, με τα ίδια κουρελιασμένα ρούχα. Η φωνή ήδη κλεισμένη από τις πολύωρες πρόβες. Μιλάει ασταμάτητα για περισσότερο από μισή ώρα και κανείς δεν κουράζεται, κανείς δεν κινείται. Ο χρόνος γυρίζει πίσω. Η βαριά σκιά του Θεάτρου Τέχνης πάνω του και μπροστά μας. Μισός αιώνας ιστορία διασχίζεται σε λίγα λεπτά. Το αρχαίο θέατρο και η ανανεωτική προσέγγιση του Θεάτρου Τέχνης, εκεί στη μακρινή δεκαετία του ‘60, ο Αριστοφάνης με τα μάτια του Καρόλου Κουν, ο Μίμης Κουγιουμτζής (στη μνήμη του οποίου αφιερώνεται η παράσταση) και η μουσική της πρόωρα χαμένης μουσικής ιδιοφυίας του Γιάννη Χρήστου (1926-1970) ζωντανεύει στο πιάνο. Από την αξεπέραστη μουσική των «Περσών» (1965) στη νέα συνεργασία, και μάλιστα σε μια κωμωδία, που μπορεί «από μουσική πλευρά» να μην ενδιέφερε πολύ τον συνθέτη, το θέμα όμως (τα «πάθη» του Διονύσου και η αναπαράσταση των Ελευσίνιων Μυστηρίων) τον οδήγησε σε εξαιρετικές μουσικές εμπνεύσεις με «συγκλονιστικές φιλοσοφικές προεκτάσεις». Στον στοχαστικό συνθέτη Φίλιππο Τσαλαχούρη (Κονγκό, 1969), για τον οποίο τα πάντα είναι μουσική, ή μάλλον καλύτερα «Η Μουσική είναι ένα πάντα», και το ήδη μεγάλο έργο του οποίου περιέχει συμφωνίες, κοντσέρτα και έργα για ορχήστρα και μικρά σύνολα, έργα φωνητικά, τραγούδια, λιμπρέτα, όπερες και μουσική για θέατρο και κινηματογράφο, ο μαθητής του Βιτγκενστάιν και του Ράσσελ, ο συνθέτης-φιλόσοφος Γιάννης Χρήστου (Κάιρο, 1926) που έσβησε τραγικά σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1970, θα βρει μετά από χρόνια τον ιδανικό αναγνώστη του.
Στον τελευταίο εξάλλου ανήκουν οι τσαλακωμένες και δυσανάγνωστες, γεμάτες διαγραφές, προσθήκες και σχόλια παρτιτούρες που ο Φίλιππος Τσαλαχούρης μελετά με ακούραστη ευσυνειδησία και αμέριστη αγάπη χρόνια τώρα. Αν ο ίδιος δεν πετά, όπως σημειώνει κάπου, όχι μόνο ένα γραμμένο πεντάγραμμο, μια μελωδική φράση που δεν έχει βρει τη θέση της σε ένα ολοκληρωμένο έργο, αλλά ούτε ένα άγραφο πεντάγραμμο, τότε καταλαβαίνουμε με τι ευσυνειδησία έχει συγκεντρώσει κάθε σπάραγμα πληροφορίας για τη μουσική του Χρήστου. Δείγματα αυτών των τεράστιων διαστάσεων (35χ50) δελτίων που απεικονίζουν ανάγλυφα την προσπάθεια ανασύνθεσης και αποκατάστασης της παλίμψηστης παρτιτούρας του Χρήστου, είδαμε κατά τη διάρκεια της εισαγωγικής παρουσίασης.
Από το 1992 (όταν σε ηλικία είκοσι ενός ετών αναλαμβάνει τη μουσική διδασκαλία στη νέα σκηνοθεσία του Μίμη Κουγιουμτζή) μέχρι σήμερα, ο Τσαλαχούρης ξανα-διαβάζει, ξανα-επεξεργάζεται και προσπαθεί να ανασυνθέτει νότα-νότα, μουσική φράση-μουσική φράση, τραγούδι το τραγούδι αρχικά τη μουσική πρόθεση, να την εντάξει έπειτα στη μουσική αντίληψη του Γιάννη Χρήστου ελέγχοντάς την, και τέλος να πλησιάσει διαισθητικά όσο γίνεται στα θεατρικά ηχοχρώματα της πραγμάτωσής της, σε αυτές τις ιστορικές και για πάντα χαμένες παραστάσεις της καταδικασμένης στο θνήσκειν εν τη γενέσει της πολύπλαγκτης τέχνης του θεάτρου. Παράδειγμα με παράδειγμα, αυτοσχεδιασμό στον αυτοσχεδιασμό και με τη συμμετοχή του χορού αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε πώς χτίζεται, με πολύ κόπο και πολύ χρόνο, κάθε φράση, κάθε τραγούδι, κάθε μουσικό θέμα αυτής της συγκλονιστικής μουσικής που δεν μπαίνει σε καλούπια, κινείται ελεύθερα και πολυσυλλεκτικά, και αρδεύεται από παντού, μεταπηδώντας με απίστευτη ευκολία από τις τζαζ μελωδικές γραμμές σε δημοτικές λαϊκότροπες φόρμουλες και από τον Βέρντι σε ακαθόριστους ήχους, προερχόμενες από κάθε είδους όργανο… Στις σωζόμενες παρτιτούρες η τελευταία λέξη, η ύστατη μουσική οδηγία, νότα, είναι η λέξη: «ΧΑΟΣ».
Αλλά πώς βρίσκεις τις σωστές ανάσες; Πώς λαχανιάζεις, αλλά ταυτόχρονα όταν μιλάς, αρθρώνεις καθαρά όλους τους φθόγγους; Πώς μπορεί να σε βοηθήσει ένας ομαδικός αυτοσχεδιασμός για να προφέρεις μια λέξη… σαν τα τραβάς απότομα ένα σχοινί από το πηγάδι; (για παράδειγμα, το πνεύμα του Δαρείου από τον Κάτω Κόσμο στους Πέρσες). Πώς εν-σωματώνεις κυριολεκτικά τον ρυθμό του κειμένου για να μπορέσεις μετά να το προφέρεις; Πόσες πρόβες χρειάζονται, σύμφωνα με τις οδηγίες του Χρήστου, για να προφέρεις την κλητική «Ίακχε» στην «Επίκληση» των Βατράχων;
Και η παρουσίαση αρχίζει. Είναι 405 π.Χ και η Αθήνα βαδίζει ολοταχώς στην καταστροφή. Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης έφυγαν τον προηγούμενο χρόνο να συναντήσουν τον τρίτο της παρέας στον Άδη. Εκεί κατεβαίνει ο λιπόψυχος Διόνυσος, ντυμένος Ηρακλής, για να φέρει πίσω τον Ευριπίδη… αν και θα γυρίσει με τον Αισχύλο! Κι η αίθουσα γεμίζει με τον λόγο του Αριστοφάνη και τις μουσικές του Χρήστου:
«Ίακχε, πολυτίμητε, που εδώ θρονιάζεις,
Ίακχε, ε, Ίακχε,
κατέβα στο λιβάδι να χορέψεις
ανάμεσα στον άγιο θίασό σου»
Και από την «Επίκληση», στην «Πάροδο» και την «Αποστροφή προς τους αμύητους» σε εξαιρετική, ακόμα σκηνικά ζωντανή, μετάφραση του Κώστα Σταματίου, που φυσικά και δεν χρειάζεται ανάλγητες στο κείμενο και πρόστυχες επικαιροποιήσεις σαν αυτές που συνηθίζονται στις καλοκαιρινές περιοδείες.
«όποιος, αντί να πολεμάει τη διχόνοια, και νάναι βολικός με τον λαό,
πιότερο λάδι ρίχνει στη φωτιά ποθώντας το δικό του κέρδος
Ή όντας της συφοριασμένης πόλης άρχοντας, λαδώνεται απ΄όλους,
όποιος καράβ΄ή κάστρο παραδίνει, ή κλέβει το δημόσιο
Όπως ο Θορυκίωνας, ο άτιμος της Αίγινας τελώνης,
Όποιος αρματωσιές πουλά στα εχθρικά καράβια,
ή της Εκάτης τα ιερά στους δρόμους μαγαρίζει,
όποιος πολιτικός, την αμοιβή των ποιητών με ρητορείες τρώει,
γιατί τον σατιρίσανε στο περσινό του Διόνυσου γιορτάδι.
Σ΄ όλους αυτούς το λέω μια, το λέω δυο κι ακόμα μια, πιο δυνατά
απ’ των μυστών τους ιερούς χορούς μακριά…
Και ακολουθεί η συγκλονιστική «Παράβαση» που μάλλον χάρισε στον Αριστοφάνη τη νίκη στους αγώνες εκείνης της χρονιάς. Λέγεται ότι στις παραστάσεις του Λονδίνου όλοι οι συντελεστές έκλαιγαν:
«Κι απ’ τους πολίτες, όσους είν΄από φαμίλια,
άντρες σοφούς και δίκαιους και τίμιους και καλούς
που αναθρέψαν η μουσική κι η ποίηση κι ο στίβος
αυτούς περιφρονούμε και φέρνουμε στα πράγματα
τους μπακιρένιους, τους ξανθούς και τους ξενομερίτες,
κατεργαρέους, γιους κατεργαρέων, νιοφερμένους,
που άλλοτε η πόλη μας δε θα καταδεχόταν
ούτε σφαχτάρια στις θυσίες, να τους κάνει.
Αλλά και τώρ΄ακόμη, ξυπνήστε, ανόητοι, μυαλά αλλάξτε,
βάλτε και πάλι τους καλούς στα πόστα
Κι αν τύχει και πετύχετε, σεις θάστ’ ευλογημένοι.
Αν πάλι πέσετε έξω, άξια πως πασχίσατε
κάτι καλό να κάνετε, θα πουν οι μυαλωμένοι.»
Σπύρος Καλογήρου ο Γιώργος Ρουσσάκης (Αιακός), Δημήτρης Χατζημάρκος ο Γιάννης Χαρμπάτσης (Διόνυσος), Θύμιος Καρακατσάνης ο Χρύσανθος Παύλου (Ξανθίας, δούλος του Διονύσου) στο εξαιρετικά κωμικό επεισόδιο «δοκιμασίας-αναγνώρισης» του Θεού που χαλαρώνει την ατμόσφαιρα… Κορυφαίες του χορού οι Ελευθερία Λεωνιδάκη, Ευανθία Κουρμούλη, Ματίνα Νικολάου, Μάγια Ανδρέου, Δανάη Ρούσσου, και όλο το δεύτερο έτος της σχολής του Ωδείου Αθηνών στον χορό των βατράχων και των μυστών, που στην ιστορική παράσταση του 1966 κοσμούσαν με την παρουσία τους οι Γιάννης Δεγαίτης, Ηλίας Λογοθέτης, Εύα Κοταμανίδου, Ρέννη Πιττακή, Κάτια Δανδουλάκη κ.ά. Ιεροφάντης ο Μίμης Κουγιουμτζής, Αισχύλος ο Γιώργος Λαζάνης, Ευριπίδης ο Γιώργος Μοσχίδης, και ο Γιάννης Μόρτζος τραγουδούσε επικεφαλής του χορού των Βατράχων, για να αναφέρω μόνο μερικούς από τους συντελεστές της αδιανόητης εκείνης διανομής του 1966. Όσοι σημάδεψαν το Ελληνικό Θέατρο για τα επόμενα πενήντα χρόνια μαζεμένοι σε μια σκηνή.
Αναρωτιέμαι πόσο τυχεροί είναι οι νέοι αυτοί ηθοποιοί που συνόδευσαν τον Τσαλαχούρη σε αυτή την έξοχη παρουσίαση και αν ποτέ καταφέρουν στις λιπόψυχες σημερινές θεατρικές συνθήκες να βιώσουν μιαν αντίστοιχη πραγματική θεατρική εμπειρία. Παρακολούθησα την ίδια παρουσίαση και πριν από δύο χρόνια, μια βραδιά στο Μουσείο Μπενάκη σε μεγάλη αμφιθεατρική αίθουσα και με παράλληλη προβολή φωτογραφικού υλικού. Ωστόσο, τίποτε δεν συγκρίνεται με την μυσταγωγική εμπειρία μιας αίθουσας διδασκαλίας.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια παράσταση-μάθημα για τους σπουδαστές και τους ηθοποιούς, και ένα μεγάλο σεμινάριο εισαγωγής στην πολύτεχνη γλώσσα του θεάτρου (λόγος, κίνηση, μουσική όχι κατ’ ανάγκη με αυτήν τη σειρά) για μας τους θεατές. Εύχομαι κάποια στιγμή να βρεθεί παραγωγός ώστε να αναβιώσει ολόκληρη αυτή η συγκλονιστική παράσταση. Μέχρι τότε η ανάγνωση και η ερμηνεία των μουσικών θεμάτων του Χρήστου από το ακούραστο αυτί και την καρδιά του Φίλιππου Τσαλαχούρη θα συνεχίζεται.
* Πρώτη παρουσίαση 19 Ιουλίου 1966. Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Μετάφραση Κώστα Σταματίου. Σκηνοθεσία Κάρολος Κουν. Σκηνογραφία και ενδυμασία Χλόη Γεωργάκη. Μουσική σύνθεση και διεύθυνση Γιάννης Χρήστου. Η παράσταση επαναλήφθηκε στο Ηρώδειο στις 20 και 21 Ιουλίου, στις 26 και 28 στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη, και στις 14 Αυγούστου στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας, όπου τα κοστούμια και τα σκηνικά καταστράφηκαν σε πυρκαγιά που ξέσπασε μετά το τέλος της παράστασης. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς το Θέατρο Τέχνης αναγγέλλει μετά από επίσημη πρόσκληση της Παγκόσμιας Εβδομάδας Θεάτρου του Λονδίνου, τη συμμετοχή του με τα έργα Πέρσες, Όρνιθες και Βάτραχοι. Η δικτατορία της 21ηςΑπριλίου απαγορεύει την έξοδο του θιάσου, για να συναινέσει μόνο μετά από τις πιέσεις και τις επίσημες διαβεβαιώσεις του βρετανικού υπουργείου Πολιτισμού για την επιστροφή του θιάσου στην Ελλάδα μετά το τέλος των παραστάσεων. Οι παραστάσεις δόθηκαν στο Θέατρο Ώλντριτς του Λονδίνου στο διάστημα από 8 μέχρι 20 Μαΐου του 1967 και στις 24 του ίδιου μήνα δόθηκε άλλη μια παράσταση στο διεθνές φεστιβάλ Ζυρίχης. Παραστάσεις δόθηκαν και μεταξύ 9 και 24 Σεπτεμβρίου του 1967 στη Θεσσαλονίκη. Οι Βάτραχοι δεν ξαναπαίχτηκαν από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν (1908- 1987). Το 1992 ο Μίμης Κουγιουμτζής παρουσίασε τους Βατράχους σε νέα, δική του σκηνοθεσία, με σκηνικά και κοστούμια της Ιωάννας Παπαντωνίου. Στην παράσταση «Μισός αιώνας Αριστοφάνης» (2004) το πρώτο μέρος των Βατράχων παρουσιάζεται με ρούχα πρόβας, αφού δεν ήταν δυνατό να αποκατασταθούν τα κοστούμια του 1966, ενώ το δεύτερο μέρος με τα κοστούμια του 1992.
INFO:
Μισός αιώνας Αριστοφάνης. Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, Πολιτιστική Ολυμπιάδα, Υπουργείο Πολιτισμού, 2004.
Πλάτων Μαυρομούστακος, «Βάτραχοι: Παραστασιογραφία» στο Αριστοφάνης, Βάτραχοι, μτφρ. Εισαγ., σχόλια Κώστας Τοπούζης, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1997, σσ. 185-201.
Φίλιππος Τσαλαχουρης, Σκέψεις για τη Λύπη του Χρόνου, με αφορμή την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του ομώνυμου έργου «Συμφωνία αρ. 3, opus 45», Εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα, 2005.
Kyklos Ensemble
Αριστοφάνης
Β ά τ ρ α χ ο ι
Μουσική: Γιάννης Χρήστου
Διδασκαλία: Φίλιππος Τσαλαχούρης
Ωδείο Αθηνών 17 & 18 Μαρτίου 2014
Φωτογραφίες από τη σελίδα: