Ένα ωραίο βιβλίο για μια “άλλη” Αθήνα (του Κώστα Θ.Καλφόπουλου)

0
1257

 

 

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

 

Ο Νίκος Βατόπουλος είναι ο τελευταίος «αθηναιογράφος» (αν και ο όρος είναι αρκούντως ασαφής) στους σύγχρονους καιρούς της αθηναϊκής δυστοπίας. Οι περίπατοί του έχουν κάτι από την περιπλάνηση «ανά τας οδούς και τας ρύμας» μιας πόλης που επί τριάντα χρόνια καρκινοβατεί, (αυτό)τραυματίζεται, παρουσιάζει παροδικές εκλάμψεις και βυθίζεται όλο και πιο πολύ σε ένα melting pot, που προσιδιάζει περισσότερο στο  «άξενο των πόλεων» της ύστερης νεοτερικότητας. Το βλέμμα του αλλού εκτείνεται και αλλού επικεντρώνεται, όπως ο φακός που καδράρει την εικόνα, άλλοτε πανοραμικά κι άλλοτε σε γκρο πλαν, κι είναι ταυτόχρονα διεισδυτικό και διαισθητικό. Τα κείμενά του στην Καθημερινή μαρτυρούν, και επιβεβαιώνουν, έναν δημοσιογράφο «παλιάς κοπής», με αστική καλλιέργεια, ήθος, αλλά και ανησυχίες που υπερβαίνουν την ανιαρή δημοσιότητα, στην οποία συνθλίβονται οι περισσότεροι αρθρογράφοι. Το θέμα του δεν είναι απλώς η πόλη, χτες και σήμερα. Είναι η γενέτειρα Αθήνα, όπως την έζησε (και την έζησαν οι συνομήλικοί του) και όπως έχει γίνει αγνώριστη στις μέρες μας: άξενη, απρόσιτη, ακαλαίσθητη, στα όρια του αβίωτου.

Κατά μία έννοια, ο Νίκος Βατόπουλος δεν είναι (μόνο) «αθηναιογράφος», κατ’ ουσίαν είναι αθηνοκεντρικός, κλείνοντας στην καρδιά και τη μνήμη του την πρωτεύουσα. Καταφέρνει, χάρις στη διεισδυτικότητα του βλέμματος και την έκκεντρη πρόσληψη του αστεακού τοπίου, να επεξεργάζεται τις εικόνες που αποτυπώνει με συναισθησία, ό,τι ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «αστική συγκίνηση», την εμπειρία με τη μνήμη, την αίσθηση με την επίγνωση. Το βλέμμα του, καθώς συμβαδίζει με τη γραφή, είναι ευρετικό, σε διαρκή αναζήτηση και ανεύρεση του στοιχείου εκείνου που υπήρχε και εκείνου που έχει απομείνει στην ανάγλυφη χαρτογράφηση του αστικού (αθηναϊκού) λαβύρινθου, που,στα πρώτα χρόνια των ευρωπαϊκών και αμερικανικών μητροπόλεων, μετασχηματιζόταν με τους όρους του πλάνητα (flâneur) είτε σε δάσος είτε, με τις φωτοσκιάσεις του νουάρ, σε σύγχρονη «ζούγκλα της ασφάλτου».

Η ποιητικότητα του χώρου, τον οποίο αναζητεί, ανιχνεύει και εν-τοπίζει σαν ιχνηλάτης ο Βατόπουλος, εμφιλοχωρεί ήδη στους τίτλους των, συχνά ελεγειακών, κειμένων του. Τα ερωτήματά του, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα διατυπωμένα, κεντρίζουν αμέσως τη μνήμη και ανακαλούν την ανάμνηση, όσο κι αν παραμένουν συχνά αναπάντητα, ακόμα και μετά την ανάγνωση του θέματος. «Θυμάται κανείς τον ‘‘Κάουφμαν’’ στην οδό Σταδίου;», αναρωτιέται, κι ήδη ο αναγνώστης επαναφέρει «το τρίξιμο σε εκείνη τη σκάλα από το μικροσκοπικό ισόγειο μέχρι τον πρώτο όροφο» κι είναι σα να βρίσκεται, θραυσματικά έστω, μπροστά στα ράφια από σκουροκόκκινο ξύλο του πάνω ορόφου του ιστορικού βιβλιοπωλείου, με τους χιλιάδες γαλλικούς τίτλους των βιβλίων και τους καταρτισμένους γαλλομαθείς και Γάλλους υπαλλήλους του.

Αστική παράδοση και αστική παιδεία (γαλλόφωνη στον «Κάουφμαν», γερμανόφωνη στον «Πανίτογλου», αγγλόφωνη στον «Παντελίδη») άλλης εποχής, που την παρέσυραν θανάσιμα τα οχήματα της επίπλαστης ευμάρειας μετά τη δεκαετία του ’80 και την αποτελείωσαν τα «χρόνια της κρίσης και της αγανάκτησης», που στόχευαν ακριβώς στην καρδιά της πόλης, με τα απομεινάρια-αποκαΐδια του πυρπολημένου κτήριου που στέγαζε τους ιστορικούς κινηματογράφους, «Απόλλων» και «Αττικόν» να στέκει σαν μνημείο-ικρίωμα.

Αρκεί να διαβάσει κανείς το θέμα για μία στάση στο σταυροδρόμι της οδού Πειραιώς με την Ιερά οδό, με τον τίτλο «Βιοτεχνία υαλικών», και αμέσως μεταφέρεται στον κόσμο της Μπέμπας Ταντή, που «Σάββατο βράδυ κατηφόριζε την Πειραιώς φορτωμένη τιμολόγια και αποδείξεις», φέρνοντας την εικόνα της περιοχής σαν από τον χρωστήρα του Τσαρούχη, για ένα Ημερολόγιο της ΑΓΕΤ, τη δεκαετία του ’60, ακριβώς όπως θυμάται ο Βατόπουλος, ανατρέχοντας στο αρχείο του, κυρίως όμως μέσα από τις σελίδες του ομότιτλου μυθιστορήματος, από έναν μάστορα του μελαγχολικού νατουραλισμού.

Μέσα από τις «φωτισμένες εισόδους της οδού Σκουφά», ο συγγραφέας δεν διακρίνει μόνο τις σκιές του παρελθόντος, όπως στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες ο θεατής βλέπει δύο μαύρα προφίλ πίσω από τις λεπτές κουρτίνες σ’ ένα φωτισμένο παράθυρο, αλλά ανασυνθέτει την «πυκνή μυσταγωγία» μιας ολόκληρης εποχής, που στεγάστηκε, εργάστηκε, ερωτεύτηκε, εξαπάτησε και διασκέδασε στις αστικές πολυκατοικίες («θερμοκοιτίδες» τις χαρακτηρίζει ο Βατόπουλος) του Κολωνακίου, κυρίως την εποχή του Μαρή («Έγκλημα στο Κολωνάκι»), αλλά και όπως το τραγούδησαν ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα στην ταινία «Λαός και Κολωνάκι».

Ο Νίκος Βατόπουλος κινείται μέσα στην πόλη ως ακαταπόνητος περιπατητής και ως οιονεί πλάνης, συνδυάζοντας εξαιρετικά τις δύο διαφορετικές τέχνες -όχι τεχνικές- (η πρώτη είναι περισσότερο μπαλζακική, αναφορικά με την τέχνη του βαδίσματος, η δεύτερη περισσότερο μπενγιαμινική, ως προς την τέχνη να χάνεσαι στην πόλη) και συνδέοντας τις με την τέχνη του λόγου, στα δημοσιογραφικά κείμενα που συγγενεύουν με τη λογοτεχνία (της πόλης), με εκείνη της εικόνας, στις εξαιρετικές φωτογραφίες που τα συνοδεύουν, όπου αναδεικνύεται η «διαλεκτική του βλέμματος». Σ’ αυτές ειδικά τις φωτογραφίες (η ημιφωτισμένη πρόσοψη μιας πολυκατοικίας, ένα γλυπτό κοριτσιού κρυμμένο στο πάρκο, ένα ερείπιο που περιμένει υπομονετικά την κατεδάφισή του), ο προσεκτικός παρατηρητής δεν γίνεται μόνο κοινωνός του βλέμματος του συγγραφέα, αλλά αναζητεί συστηματικά το μπαρτικό punctum και stadium, αναγνωρίζοντας στη συνέχεια τις προθέσεις του φωτογράφου, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αναπολήσει τη δική του Αθήνα, που συγγενεύει με εκείνη του συγγραφέα. Μαζί του περπατήσαμε, και συνεχίζουμε να περπατάμε, σε αναζήτηση της χαμένης αίγλης και του «παλίμψηστου» που ανέδειξε εκ νέου το βλέμμα και η γραφή του συγγραφέα.

Η Αθήνα του Νίκου Βατόπουλου είναι η Αθήνα του αυτόχθονα πρωτίστως, ήγουν, «η πόλη που μας μεγάλωσε», όπως εύστοχα επισημαίνει στον πρόλογό του. Ταυτόχρονα, είναι η Αθήνα του Ροΐδή, του Μητσάκη, του Μαρή, του Κουμανταρέα, του Καιροφύλλα, ακόμα, ίσως, και η Αθήνα της «Χαμένης άνοιξης», του Στρατή Τσίρκα, που σιγά-σιγά παραμερίζει τη θέση της στην άξενη «μητρόπολη του Νότου» (Μ. Ρασούλης). Ο βίαιος μετασχηματισμός της πόλης, υπό καθεστώς πολεοδομικής αναρχίας και εσωτερικών κοινωνικών συγκρούσεων, άλλοτε μετωπικών και άλλοτε υπογείων, σε ένα αρχιτεκτονικό patchwork αναδεικνύεται ουσιαστικά αφ’ ότου ο αναγνώστης-περιπατητής έχει κλείσει το βιβλίο, αναλογιζόμενος την κυρίαρχη αισθητική της βίας και της ασχήμιας που κυριαρχεί σε σχέση με την απώλεια της αύρας από το παρελθόν που αναδύεται μέσα από τα κείμενα και της φωτογραφίες του Νίκου Βατόπουλου. Στις σελίδες του «κρύβεται» το παιδί, που πρωτοαντίκρυσε «μια κατεδάφιση στην οδό Πατησίων, στο ύψος της Αγίου Μελετίου», και, ταυτόχρονα φανερώνεται ένας τεχνίτης του λόγου και της γραφής, όπως τον γνωρίζουμε μέσα από τα δημοσιογραφικά κείμενα στην «Καθημερινή», στις πολιτιστικές σελίδες της ιστορικής εφημερίδας.

Το «Περπατώντας στην Αθήνα» είναι ένα βιβλίο-οδηγός για το «παρελθόν-μέσα-από-το-παρόν», αλλά κυρίως η ελεγεία για μια πρωτεύουσα που κάποτε διεκδικούσε ισότιμα μια θέση ανάμεσα στις ιστορικές πρωτεύουσες και τις μεγαλουπόλεις της νοτιοδυτικής Ευρώπης.

 

info: Νίκος Βατόπουλος, Περπατώντας στην Αθήνα, Μεταίχμιο

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΣτον σκοτεινό κόσμο της «Γενιάς των Ερειπίων» (της Δέσποινας Παπαστάθη)
Επόμενο άρθροΑυτές που τις λέγαν τρελές (της Λουίζας Αρκουμανέα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ