Ένα ταξίδι ζωής στην κόψη του μηδενός (της Ειρήνης Σταματοπούλου)

0
361

 

Της Ειρήνης Σταματοπούλου.

            «Τρελός σημαίνει μόνο να είσαι τρελός, όχι και βλαμμένος. Γιατί ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι οι τρελοί είναι θεόχαζοι, μόνο και μόνο επειδή περπατάνε αλλόκοτα, βγάζουν κραυγές, τα κάνουν στο πεζοδρόμιο και όλα αυτά. Και όντως έτσι συμβαίνει. Όμως δεν είναι αυτό που νιώθεις, τουλάχιστον όχι βαθιά μέσα σου, τουλάχιστον όχι πάντα».

Με αυτές τις φράσεις ξεκινά η αφήγηση της Ίζα, του άγριου, μυστηριώδους αγοροκόριτσου που συναντήσαμε για λίγο στο Βερολίνο, γεια,[1] του «κοριτσιού του σκουπιδότοπου», που εδώ, στη νουβέλα Εικόνες της μεγάλης σου αγάπης, το σκάει από το τρελάδικο, σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του συγγραφέα, και ξεκινάει να πάει να επισκεφθεί τον τάφο του μαθηματικού Γκέοργκ Κάντορ στην πόλη Χάλε με μόνη αποσκευή το ημερολόγιό της.

Η ιστορία της Ίζα, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως το alter ego του Herrndorf στην τελική ευθεία της σύντομης ζωής του, γράφεται την εποχή που ο συγγραφέας παλεύει με έναν όγκο στον εγκέφαλο, μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία γνωρίζοντας πως δεν έχει ελπίδα να κερδίσει τη μάχη, και παραδίδεται στους εκδότες του σε μορφή λίγο ως πολύ αποσπασματική μόλις μία εβδομάδα προτού ο Herrndorf αυτοπυροβοληθεί στην όχθη του καναλιού Χοελτσόλερν στο Βερολίνο, στην ηλικία των 48 ετών.[2]

Πρόκειται στην ουσία για ένα «road novel με τα πόδια», για την περιπλάνηση μιας αρχετυπικά περιθωριακής ηρωίδας σε έναν κόσμο όπου η ίδια η ζωή μοιάζει πιο παράλογη από τις πιο αλλόκοτες φαντασιώσεις της, και όπου η αναληθοφάνεια των εκδοχών του εαυτού της ανταγωνίζεται την αληθοφάνεια της εξιστόρησης των αναμνήσεων του παρελθόντος της, με πιο χαρακτηριστική εκείνη που έχει να κάνει με τον πατέρα της· τον πατέρα της που τον χτύπησε μετεωρίτης («γράφτηκε σε όλες τις εφημερίδες»), για τον οποίο η Ίζα φοβάται πως τώρα θα ανησυχεί με την απουσία της, ενώ την πιο ζωηρή της μνήμη από κείνον την περιγράφει έτσι:

«Στη στάση του λεωφορείου στέκεται ο πατέρας μου. Τον αναγνωρίζω από το μακρύ πράσινο πτυσσόμενο τηλεσκόπιο που κουβαλάει στην πλάτη του, όπως οι κυνηγοί τις καραμπίνες τους. Μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Στο χέρι κρατάει δύο εισιτήρια, αλλά δεν θέλω να πάω μαζί του. Σκίζω γρήγορα το εισιτήριο σε μικροσκοπικά κομματάκια. Απεγνωσμένος ο πατέρας μου τα μαζεύει και προσπαθεί να τα ξανακολλήσει με σελοτέιπ όσο πιο γρήγορα μπορεί. Όταν όμως το λεωφορείο φτάνει, δεν έχει τελειώσει και ο οδηγός επιτρέπει μόνο σ’ εκείνον να επιβιβαστεί. Τον αποχαιρετώ κουνώντας το χέρι για πολλά ώρα».[3]

«Προσπαθώ πραγματικά, όσο κρατούν οι συνειρμοί των αναμνήσεών μου», γράφει ο Αλτουσέρ στην αυτοβιογραφία του Το μέλλον διαρκεί πολύ, «να κρατηθώ μόνο στα γεγονότα: οι παραισθήσεις όμως είναι κι αυτές γεγονότα».[4] Και η ηρωίδα του Herrndorf, ταξιδεύοντας πάνω σε μια μαούνα με τη φαντασίωση ότι παίζει σε ταινία ή προσπαθώντας να φανταστεί πώς θα προχωρούσε η ζωή της εάν ήταν μυθιστόρημα, παρασύρει τον αναγνώστη στην εξισορρόπηση πάνω σε ένα μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και ονειρικού, αλήθειας και ψέματος, αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας, σε έναν μυθοπλαστικό στοχασμό σχετικά με τα όρια κανονικότητας και μη κανονικότητας, υγείας και αρρώστιας.

Η τρέλα, μας λέει ο Herrndorf, η ψυχική διαταραχή, είναι μια μορφή παντοδυναμίας που προκύπτει μέσω μιας σιωπηρά βίαιης απόδρασης από τον επιφαινόμενο κόσμο και μιας ναρκισσιστικά μυστικής εξόδου προς την αλήθεια του· όμοια με εκείνη της Ίζα μετά από τη σύντομη διαμονή της σε ένα φιλόξενο σπίτι: «Μια δυνατή φωνή ακούγεται από κάτω. Επιστρέφω στο παιδικό δωμάτιο και πετάω τη σχολική τσάντα από το παράθυρο. Θα μπορούσα βέβαια να φύγω περπατώντας μπροστά από τον άντρα, αλλά, όπως και να ’χει, προτιμώ να το σκάω από τα παράθυρα. Όταν βγαίνεις από την πόρτα, σε υποδέχεται η καθημερινή πραγματικότητα με όλη της τη ρουτίνα και όλη της τη βρομιά. Όταν βγαίνεις από το παράθυρο, αποδράς σ’ έναν τόπο όμοιο με τον δικό σου εσωτερικό κόσμο».[5]

«Η σκέψη μου αποκτά διαύγεια», αναλογίζεται σε κάποιο σημείο η Ίζα· «πλημμυρίζει από το διαυγές φως της μέρας. Το σύμπαν, η Ίζα, όλα είναι εκεί που ανήκουν. Δεν σκέφτομαι. Κοιμάμαι».[6] Και ο συγγραφέας μοιάζει να θέτει για τον αναγνώστη του, μέσα από τον δαιδαλώδη μονόλογο της ηρωίδας του, τα εξής ερωτήματα: Πώς μπορεί η σκέψη να ακουμπάει στην τρέλα χωρίς να γίνεται όμηρός της; Πώς ένας άνθρωπος ενοικεί την τρέλα του; Με ποιο τρόπο μπορεί να σκεφτεί κανείς τον συγγραφέα ως αφηγητή ενός τέτοιου εγχειρήματος;

Ο Herrndorf ασφαλώς δεν προσφέρει έτοιμες απαντήσεις, αλλά ένα σκοτεινά ελκυστικό κείμενο όπου ακόμη και οι μικρές ατέλειες στους αρμούς της αφήγησης συνεισφέρουν στη γοητεία της αποδέσμευσης από τις ανάγκες της ρητορικής απεύθυνσης σε κάποιον αναγνώστη, επιτείνοντας τον ποιητικό ρεαλισμό του λόγου.

Ως αποτέλεσμα, γινόμαστε μάρτυρες της ιστορίας ενός κοριτσιού, των πιο μύχιων εξομολογήσεών του, χωρίς ουσιαστικά να το γνωρίζουμε ποτέ. Συμμέτοχοι σε μια αλλόκοτη αυτοβιογραφία, που θα μπορούσε να είναι η ανέκδοτη, δυνητική βιογραφία του υπερβατικού εαυτού μας και περιγράφεται μέσα από την Ίζα κάπως έτσι:

«Το γρασίδι έχει κρατήσει τη θερμότητα της μέρας. Είμαι ξαπλωμένη ανάσκελα. Σύννεφα με λευκό περίγραμμα περνούν μπροστά από το φεγγάρι και φεύγουν μακριά. Φαντάζομαι πως κάποιος με βλέπει από ψηλά, αλλά κανένας δεν με βλέπει. Κρίμα, και είμαι σαν ζωγραφιά. Το πιστεύω αυτό και νιώθω τόσο καλά και τόσο πεθαμένη, σαν αποξηραμένο ποτάμι που τις νύχτες το δέρνει αδιάκοπα ο άνεμος […] Την ίδια στιγμή μου είναι ξαφνικά ξεκάθαρο ότι αυτή η σκέψη δεν είναι προϊόν ανάμνησης ούτε ανάμνηση παλιότερου βιώματος ούτε βέβαια déjà vu, αλλά ότι είναι απλά αυτό που συμβαίνει, είναι η ζωή μου».[7]

Εκτιθέμενη στην ακατανοησία του κόσμου, η Ίζα, συνδέοντας πόνο και ομορφιά, εκμηδένιση και βίωμα εισβάλλει εν τέλει σε ένα σύμπαν που δεν είναι εκείνο της φαντασίας αλλά ίσως της πιο απαγορευμένης πραγματικότητας. Και η εγγενώς αυθόρμητα εμμονική τάση της να ερμηνεύει την εμπειρία σε μια επικράτεια πέραν του ορθολογικού φαίνεται έτσι να είναι αυτό που την κάνει βιώσιμη, ανεκτή, κάποτε ηδονική και γόνιμη, με έναν τρόπο παράξενο, απροσδόκητο, κυνικό και θλιβερό κάποιες φορές, που μοιάζει να επαναμαγεύει τον κόσμο· τόσο για την ίδια όσο και για τον αναγνώστη.

                                                            info: Wolfgang Herrndorf, «Εικόνες της μεγάλης σου αγάπης», μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική

 

[1] Wolfgang Herrndorf, Βερολίνο, γεια, μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, Αθήνα: Κριτική, 2015.

[2] Βλέπε Επίμετρο, Απόστολος Στραγαλινός.

[3] Σελ. 23.

[4] Λουί Αλτουσέρ, Το μέλλον διαρκεί πολύ – Τα γεγονότα, μτφρ. Άγγελος Ελεφάντης, Ρούλα Κυλιντηρέα, Αθήνα: Πολίτης, 1992, σελ. 16.

[5] Σελ. 107.

[6] Σελ. 18.

[7] Σ.σ., 66, 142.

Προηγούμενο άρθροΔύο τρία πράγματα που ξέρουμε για τη λογοτεχνία στο διαδίκτυο (ανταπόκριση από Μανχαταν του Χρ. Τσιάμη)
Επόμενο άρθροH απειλή (του Θεοδόση Πυλαρινού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ