Ένα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά(των Λένα Καλλέργη και Ειρήνη Μαργαρίτη)

0
472
Φωτό από την παράσταση "Βάκχες" του Ευριπίδη σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά

 

 Δύο κείμενα από την Ειρήνη Μαργαρίτη και την Λένα Καλλέργη για το βιβλίο της Ελένης Τζατζιμάκη, «Το παράδοξο των Διδύμων-ένα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά»(*)

Της Ειρήνης Μαργαρίτη

 «Ήταν ένας μεγάλος ηθοποιός κι έπαιζε κλασσικό θέατρο, Σαίξπηρ και Ρακίνα, κι είχε μεγάλη επιτυχία, όμως είχε μια παραξενιά. Αφού τελείωνε η παράσταση και σβήναν τα φώτα κι έφευγε ο κόσμος όλος κι άδειαζε το θέατρο, ξανανέβαινε πάνω στην σκηνή και μονάχος τώρα χωρίς κανέναν θεατή ζωντάνευε το ίδιο το πρόσωπο που είχε στο έργο, όμως την φορά αυτή το ζωντάνευε υπερβολικό και παράξενο, έλεγε τα λόγια του, που τα μπέρδευε και με δικά του λόγια, με ανάρμοστη φωνή και με άγαρμπους μορφασμούς κι έκαμνε μεγάλες, φοβερές κινήσεις σαν να σεληνιαζόταν και γενικά τον ίδιο τον ήρωα, που τον ζωντάνευε καταπώς έπρεπε πρωτύτερα, τώρα τον ζωντάνευε με άλλο τρόπο, ασυνάρτητο κι έξαλλο.» (Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, Εισαγωγή-επιμέλεια-χρονολόγιο Ευριπίδης Γαραντούδης, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2005, Πεισίστρατος σ. 46)

Αν υποθέσουμε πως η Ελένη Τζατζιμάκη είναι μια ηθοποιός που στο παρελθόν κλήθηκε να «ερμηνεύσει» κριτικά το έργο του Γ. Χειμωνά  ως αναγνώστρια ή ως φιλόλογος, η ποιητική της συλλογή Το Παράδοξο των Διδύμων, ένα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά, μοιάζει να είναι αυτό το δεύτερο ζωντάνεμα, το μπερδεμένο με δικά της λόγια, αυτή η εμμονή του ηθοποιού να τοποθετήσει τον εαυτό του απέναντι στα μεγάλα κείμενα που τον καθορίζουν.

Με τις “παραπανίσιες κινήσεις” της η Ελένη Τζατζιμάκη δημιουργεί μια ποιητική μεταγραφή, που στην περίπτωσή της αποκτά υφή εξομολόγησης. Το ποιητικό κύτταρο, επηρεασμένο και αλλοιωμένο παραδέχεται την ήττα του απέναντι στον συμπαντικό, σχεδόν, νόμο της ακούσιας αναφορικότητας. Ακραία ενικότητα δεν υπάρχει, μοιάζει να μας λέει η Τζατζιμάκη. Κανένα έργο δεν εμφανίζεται ως κεραυνός εν αιθρία, ούτε συγκροτείται ως έκλαμψη διανοητικής ακμής, αντίθετα επιτελείται αργά και αθόρυβα ως επίπονη και επίμονη δραστηριότητα της συνέχειας και της αξιοποίησης του έργου που έχει παραχθεί μέσα σε ένα ήδη συγκροτημένο πεδίο λόγου. Γράφει:

Δεν υπάρχει η απόλυτη ακινησία, ποιητή

Κι ώσπου να ορίσουμε

Τις σχετικές μας αφετηρίες

Δεν θα ‘χούμε καθόλου καταλάβει

Σε τι είχαμε στ’ αλήθεια συμφωνήσει ως τώρα.

Η ποίηση ως κυκλική πορεία στον χωροχρόνο. Παρελθόν και μέλλον όχι ως δυο σταθερές και αμετακίνητες οντότητες, αλλά ως δυο χρονικές διαστάσεις που προσδιορίζονται κάθε φορά εκ νέου από το εκάστοτε παρόν του υποκειμένου που τις στοχάζεται. Κι αυτό το υποκείμενο στην ποίηση της Τζατζιμάκη δεν είναι άλλο από το ποιητικό υποκείμενο που (δια)πραγματεύεται ξανά τα όρια του δημιουργού που πρέπει να σπάσει το κόκαλο της χελώνας που τον χώραγε ως τώρα, αυτού του κανονικού ανθρώπου, που ταξιδεύει μόνος του, ιδανικός και ξεπεσμένος, χωρίς ποτέ να καταφέρνει να κάνει το ταξίδι αυτό δικό του, αφού Οι λέξεις Οι λέξεις του/ Οι μεγαλύτεροι εχθροί του.

Η Ελένη Τζατζιμάκη χτίζει ένα διαλογικό σύμπαν, στο οποίο συνομιλεί με τον Γιώργο Χειμωνά και το έργο του για να αποκτήσει μέσω αυτού, έναν εκτεταμένο και πολυφωνικό εαυτό. Έναν εαυτό που έχει τη δυνατότητα να μετακινείται ανάμεσα σε διαφορετικές ή ακόμη και αντιτιθέμενες μεταξύ τους θέσεις, έναν εαυτό τριαδικό που περιλαμβάνει ένα κέντρο -τη δική της ποιητική πραγματικότητα-, ένα μη κέντρο -εκείνη του Χειμωνά- και τη μεταξύ τους σχέση.

Γίνεται έτσι όλα τα πρόσωπα, τα πράγματα και οι ιδέες που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο της. Είναι και ο γιατρός Ινεότης κι αυτή που ερωτεύτηκε ένα γιατρό Ινεότη, είναι η μνήμη που δεν έχει μνήμη, το θύμα και ο θύτης, αυτή που σκοτώνει με μέθοδο αλλά κι αυτή που το κάνει να φαίνεται έγκλημα πάθους. Είναι ένας άνθρωπος αρπαγμένος από μιαν άκρη και ταυτόχρονα το νέο είδος ανθρώπου που έρχεται. Είναι η Μαρία και το σώμα της. Ο παντογνώστης αφηγητής και ο καθρέφτης. Το τίποτα τελικά, με λίγη παραπάνω σημασία.

Στην ποιητική της κατασκευή επιλέγει μια ιδιάζουσα κίνηση και χωρίς να επαναλαμβάνει ή να στηρίζεται στην ομοιότητα με αυτό που προηγήθηκε, παγώνει σε ακίνητη φύση  ό,τι την ενδιαφέρει για να το αναπτύξει στη συνέχεια με την προσωπική της φωνή.

Εάν επρόκειτο να γίνω εχθρός του εαυτού μου

Θα έφτιαχνα ένα μύθο

Με εντάσεις και ανατροπές.

Κι όχι ανίκανος να παρατηρώ τη φύση μου

Να τρέχει να σωθεί.

Σκοτώνει έτσι θα λέγαμε συμβολικά τον πνευματικό της πατέρα, αφήνοντας τις φαντασιώσεις, τα αισθήματα και τις επιθυμίες που έχει απωθήσει στο ασυνείδητο της ως απαράδεκτες, να βγουν στην επιφάνεια.

Δεν θα ‘χε άλλωστε αξία μια ανολοκλήρωτη εκδίκηση.

Κι η Περσεφόνη πρέπει να απελευθερωθεί. Και να ξοδέψει τις ελεύθερες μέρες της ίσως στην Ευρώπη. Ψάχνοντας για δουλειά. Ένα Airbnb. Και μια πραγματική αγάπη.

Το κορίτσι είναι κορίτσι. Ζηλεύει τις λέξεις του πατέρα. Τον λόγο του Θεού. Στο μυαλό της κυριαρχεί η ιδέα ότι η γνώση μπορεί να κατασκευάσει μια ολότητα. Το σώμα όμως την προδίδει, το σώμα ζητά το επέκεινα του οργανωμένου κόσμου, ζητά την υπερ-απόλαυση. Το κορίτσι θέλει να γράψει ένα ποίημα με το σώμα του, να εκτοξευτεί σε τροχιά. Να πραγματοποιήσει επιτέλους το πιο ψηλό του άλμα. Ν’ αγαπήσει κάποιον άλλον.

«Η Ιουλία έγινε ποιήτρια γιατί όταν ήταν παιδί έπαθε φυματίωση κι άνοιγαν το πλευρό της να βάζουν αέρα έτσι θα κλείσει η τρυπίτσα στο πνευμόνι σου έλεγαν και φαντάζονταν το πνευμόνι της να έχει μια μεγάλη ματωμένη τρύπα που έβγαζε αίμα και πύο και πολύ καιρό ήταν άρρωστη» (Πεζογραφήματα).

Το τέλος θα έρθει με την απόλυτη βία της ομορφιάς. Η ποιήτρια Ιουλία θα πεθάνει είκοσι-έξι χρονών. Κι ίσως μετά θα συνεχίσει να ζει, μια άλλη δεύτερη ζωή, κρυφά απ’ τον κόσμο, αφού στην ποίηση της Τζατζιμάκη

Κάθε καινούρια μέρα

Παύει να υπάρχει η μέρα που πέρασε

Ξημερώνει

Ο καινούριος μου εαυτός

Που ζει μετά

Κι από εμένα

Μυστικός, σε μιαν αποστολή ενδελέχειας

Αφού η ποίηση της Τζατζιμάκη δεν αποδέχεται το τέλος. Επιστρέφει στις μεγάλες θεωρίες και δείχνει να πιστεύει στην αθωότητα της γλώσσας. Μπορεί να μην υπάρχουν εμβληματικοί φιλόσοφοι, ποιητές ή συγγραφείς σήμερα, αλλά ίσως τελικά αυτό να μην είναι και τόσο κακό. Ίσως τελικά να μην χρειάζονται τα μεγάλα αριστουργήματα, και τον κόσμο να μπορούμε να τον αλλάξουμε εμείς, αφήνοντας να κυκλοφορεί στο αίμα μας ένα αέναο τέλος που μαγνητίζεται μοιραία από την αρχή των πραγμάτων. Ένα τέλος που πλησιάζει το καθαρό οινόπνευμα της γλώσσας και του χρόνου την αθόρυβη βαρύτητα.

Κι ίσως το πλήθος να μην μας παραμονεύει γεμάτο κακία και σαρκασμό μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας, έτοιμο να μας κατασπαράξει στην παραμικρή κίνηση ή λέξη που θα είναι έξω από τον ρόλο, στην παραμικρή παραπανίσια κίνηση που θα μας ξεφύγει (Πεζογραφήματα), ίσως το πλήθος να έχει έρθει γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, γιατί ενδιαφέρεται να δει την δική μας ανεπανάληπτη χειρονομία, που εγγράφεται στα μεγάλα συγκείμενα. Τη δική μας ήττα που θα σώσει προσωρινά την ποίηση.

Της Λένας Καλλέργη

Το «Παράδοξο των Διδύμων-ένα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά» της Ελένης Τζατζιμάκη είναι ένα βιβλίο ποίησης συμπυκνωμένα πλούσιο, το οποίο απόλαυσα. Πρόκειται για το τέταρτό της βιβλίο ποίησης. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο θα επιστρέφω, το οποίο συνδυάζει τα πιο προσβάσιμά του μέρη με κομμάτια συμπυκνωμένης ομορφιάς και νοήματος, στα οποία θα γύριζε κανείς αμέσως, για να τα ξαναδιαβάσει, να τα κατανοήσει και να τα νιώσει. Δημιουργείται η επιθυμία να διαβαστεί ξανά ολόκληρο το ποίημα για να μην χαθεί τίποτα από τα πολύτιμα που έχει ενσταλάξει η Τζατζιμάκη στους στίχους της.

Ξεκινώντας λοιπόν από την αρχή, τον τίτλο, διακρίνω μια πρώτη ενασχόληση ή αγωνία σχετική με το πέρασμα του χρόνου, τη σχετικότητα της φύσης του και τα παράδοξά του, όπως δηλώνεται από την επιλογή της Τζατζιμάκη να χρησιμοποιήσει ως τίτλο το παράδοξο των διδύμων, γνωστό από την επιστήμη της Φυσικής. Πρόκειται για ένα υποθετικό πείραμα, στο οποίο ο χρόνος μετρά διαφορετικά για δύο δίδυμα αδέλφια, το ένα από τα οποία ταξίδεψε στο διάστημα ενώ το άλλο όχι. Κάτω από τον τίτλο αυτόν, το βιβλίο δηλώνει την πηγή του, ή μάλλον μία από τις πηγές του, τις αφορμές της ύπαρξής του: το έργο του Γιώργου Χειμωνά. Το βιβλίο είναι ένα ποιητικό transcription. Τι σημαίνει αυτό; Μια μεταγραφή, μια συνέχιση και αλλαγή γραφής, μια μεταμόρφωση της γραφής που ξεκινά (και) από τον Χειμωνά. Στην πραγματικότητα, είναι αφορμή η προφανής αγάπη και γνώση της Τζατζιμάκη για το έργο του Χειμωνά για να γράψει το βιβλίο αυτό, που είναι όμως δικό της. Ξεκινά από θέματα που βρήκε στον Χειμωνά και την άγγιξαν γιατί την απασχολούσαν ήδη. Ο Χειμωνάς είναι μια διευκόλυνση, μια αφορμή, για να μας πει αυτό που εκείνη γεννά. Όπως όλοι όσοι γράφουν ξεκινούν από κάτι που το δηλώνουν/αναγνωρίζουν λιγότερο ή περισσότερο. Αλλά εκείνη, εδώ, μας το δείχνει ξεκάθαρα. Αν, λοιπόν, τυχαίνει να είστε γνώστες του έργου του Γιώργου Χειμωνά, μπορείτε να χαρείτε άλλο ένα επίπεδο της ποίησης της Τζατζιμάκη. Αν όχι, ίσως να επιθυμήσετε να τον ανακαλύψετε. Αν πάλι όχι, θα απολαύσετε το βιβλίο αυτό που θα διακινήσει το μυαλό και τα συναισθήματά σας, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Στο βιβλίο περιέχονται 20 ποιήματα, αριθμημένα, και με τίτλους γοητευτικούς (παραδείγματα: Post-it στον τοίχο του γιατρού Ινεότη, Συνάντησα κάποτε έναν νικητή, Η Μαρία είπε, Έγραφα μέσα σε όνειρο). Κάθε ποίημα έχει μότο, ως δείκτη προς ένα άλλο έργο (του Χειμωνά κυρίως, υπάρχουν όμως και μικρά αποσπάσματα των Derrida και Ashberry, αλλά και του Μάνου Ελευθερίου, καθώς και μια αφιέρωση στον Χειμωνά). Το τελευταίο, ‘δίδυμο ποίημα’, είναι ξεκάθαρα και άμεσα συνδεδεμένο με τον τίτλο του εγχειρήματος, αφού μιλά για τέλος αέναο και αιώνιο, παράδοξο το ίδιο του χρόνου που περνά, τελειώνει συνεχώς και ποτέ δεν τελειώνει.

Τι λένε όμως τα ποιήματα, και πώς; Θα σας παρουσιάσω μερικά από τα βασικά θέματα που απασχολούν τα ποιήματα αυτά της Τζατζιμάκη, μέσα από τα δίδυμα ή δίπολα που διακρίνω σε αυτά.

Όλο το βιβλίο διακατέχεται από ένα αίσθημα επείγοντος, παραδόξως συνδεδεμένο με μια νηφάλια οπτική ενός παρατηρητή που γνωρίζει πολλά (αν όχι όλα), και στέκεται απέναντι στα πράγματα, σε μια θέση σχετικά αμετάβλητη ή και «αιώνια». Ήδη από το πρώτο ποίημα (Post-it στον τοίχο του γιατρού Ινεότη) παρακολουθούμε την ποιητική φωνή να είναι η μοναδική που δεν ανησυχεί, μέσα σε μια κατάσταση όπου όλοι οι άλλοι κάποιον περιμένουν, κάτι νομίζουν, φεύγουν κι έρχονται, και απέναντι σε ένα «εσύ» που επίσης έρχεται και φεύγει, γεμάτο ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και απουσίες.  Το επείγον της κίνησης και της μετακίνησης του «εσύ» και η αγωνία των υπόλοιπων έρχεται να εξισορροπηθεί από μια μη-ανησυχία, μια σταθερότητα θέσης. Οι δύο αυτές διαφορετικές καταστάσεις τροφοδοτούν και δικαιολογούν η μία την άλλη.

Έτσι και στο δεύτερο ποίημα, ο μητραλοίας επείγεται να βγει από το καβούκι του, να ξαναγεννηθεί, να αλλάξει για να υπάρξει, να σκοτώσει, να ξεχάσει, να πληγώσει το υπάρχον σώμα ώστε να μπορέσει να συνεχίσει· κάτι που έρχεται σε αντίστιξη με το ποίημα της απέναντι σελίδας, όπου περιγράφεται με ψυχρή, πυκνή νηφαλιότητα πώς θα συμπεριφερόταν η ποιητική φωνή αν αποφάσιζε να γίνει εχθρός του εαυτού της. Σε τέτοιο βαθμό φτάνει ο συναισθηματικός έλεγχος της φωνής εδώ, που, όπως λέει στους τελικούς στίχους:

 

Με μέθοδο θα με σκότωνα.

Και θα το έκανα να φανεί

Έγκλημα πάθους.

 

Ένα ακόμα δίπολο διακρίνεται στο ποίημα αυτό: πρόκειται για το δίπολο λογικήφαντασία, το οποίο υποβόσκει και σε ποιήματα που βρίσκουμε αργότερα στο βιβλίο. Εδώ όμως εκφράζεται ολοκάθαρα:

 

Η λογική

Έχει μια δόση φαντασίας

Και η φαντασία

Ένα ιστορικό ιδιοπάθειας.

 

Συνεχίζοντας, στο ποίημα  «Γνώρισα κάποτε έναν νικητή» παρατηρούμε άλλη μια επείγουσα, συνεχή, μη διαχωρισμένη κατάσταση. Πρόκειται για ένα πεζό ποίημα χωρίς σημεία στίξης, τα οποία, μεταξύ άλλων, χρησιμεύουν για να τοποθετούν και μετρούν τον χρόνο της ανάγνωσης. Το ποίημα οδηγείται στο αέναο αλλά και διαβάζεται βιαστικά, χωρίς ανάσα, αν έτσι επιλέξει ο αναγνώστης. Εδώ γίνεται σαφέστερο ένα άλλο διδυμικό και διπολικό (όχι με την έννοια της ασθένειας) θέμα του βιβλίου, η νίκη και η ήττα. Πόσο δύσκολο, επώδυνο, τρομακτικό, μοναχικό και μπερδεμένο πράγμα είναι η νίκη, όπως μοιάζει να λέει εδώ η Τζατζιμάκη. Οι ηττημένοι έχασαν και ξέρουν να ξαναχάσουν, ο νικητής όμως ξέρει να ξανακερδίσει; Και τελειώνει το ποίημα λέγοντας ότι, με το πέρασμα του χρόνου, αλλάζουν τα πράγματα και ξαναγίνονται, άλλο θα είναι η νίκη και άλλο η ήττα την επόμενη ημέρα.

Η νίκη και η ήττα ενυπάρχουν στο σύνολο του βιβλίου, από τα πρώτα ποιήματα μέχρι τα ποιήματα που αναρωτιούνται αν η ίδια η ποίηση θα ηττηθεί ή θα σωθεί,  μέχρι τη Μαρία που δεν θέλει άλλο στο ομώνυμο ποίημα, μέχρι τα χαμένα και ξανακερδισμένα του ποιήματος «Ερίτιμος» :

 

Όσα δεν έγιναν ποτέ.

Και τούτο από μόνο του

Τα κάνει

Αλήθεια.

 

Εκεί συναντάμε και την αγωνία που περπατά πάνω σε παλιά βήματα, και το θάρρος και τη νηφαλιότητα που επιτρέπει στο ποιητικό υποκείμενο να περάσει ξανά τον πόνο του ανεκπλήρωτου.  Και οδηγούμαστε σε ένα ακόμα δίδυμο-δίπολο που απασχολεί τη Τζατζιμάκη στο βιβλίο αυτό, δηλαδή την ομορφιά και την ασχήμια, ζευγάρι που γιορτάζεται στο ποίημα «Ο.Α.»:

 

Ομορφιά Ασχήμια

Ομορφιά Ασχημονούσα

Ομορφιά Άσχημη

 

Διδυμικό παράδοξο κι εδώ, όπου αλλάζοντας πάλι μορφές, όπως η νίκη και η ήττα, η αγωνία και η νηφαλιότητα, η ομορφιά και η ασχήμια ανταλλάσσουν χυμούς και μπαίνουν η μία στη θέση της άλλης. Το ποίημα άμεσα συνδεδεμένο και με τις «Διαθλάσεις», όπου βρίσκουμε μια κοπέλα να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη:

 

Η ομορφιά της θα παρέμενε στέρεη

Ωσότου

Να αποδειχθεί ψευδές το είδωλο

 

Και εδώ, το σώμα με το είδωλο θα συγγενέψουν. Θα ήθελα να συμπληρώσω, σχετικά με το σώμα, ότι είναι κι αυτό συνεχώς παρόν στο βιβλίο, και πότε βρίσκεται στη θέση του ψύχραιμου παρατηρητή, πότε στην αγωνία και στα όρια του θανάτου. Στο ποίημα «Το σώμα της» βλέπουμε τον ρόλο που παίζει στο βιβλίο, ή έναν από αυτούς:

 

Το σώμα της είναι

Ο αφηγητής παντογνώστης

Που χαιρετίζει από απόσταση

Την τελετή

Υποστολής του.

 

Και αλλού, το σώμα της Μαρίας, στο ποίημα «Η Μαρία είπε» βρίσκεται σε διάλογο με την πόλη:

 

Η μυρωδιά της πόλης

Εκτραχύνει

Τη μυρωδιά του κορμιού της.

 

Και αλλού, η ελιά ενός ανθρώπινου σώματος είναι μαζί θάνατος και ζωή:

 

Ακούμπησε

Τα χείλη μου

Απαλά

Σαν βάλσαμο

Και σάβανο μαζί.

 

Και προς τα τελευταία ποιήματα του βιβλίου το ‘’σώμα’’ φανερώνεται όλο και πιο καταλυτικό, αφού:

 

Αυτό θα είναι από εδώ και πέρα το πιο ψηλό σου άλμα

Το ύψος

Του σώματος

 

Αλλά και, σε επόμενο ποίημα, στο «Ξανά» :

 

Βλέπω το φως

Του σώματος που σβήνει

Βλέπω ξανά

Τα σώματα εκείνα που δεν άνθισαν

Κι ας σπαρταρούσαν

Για βοήθεια

Στα κάρβουνα

Της Αγάπης

 

 

Έχουμε λοιπόν, στα ποιήματα της Τζατζιμάκη, την ορμή, το βάθος, την ένταση και τη δύναμη που έρχεται από πολλές συγκρούσεις και ενώσεις, μέσα από τα παράδοξα, δυναμικά και εναλλασσόμενα δίπολα/δίδυμα που φέρνει στο προσκήνιο. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε την υπαρξιακή και ερωτική/ενωτική αγωνία και την ψύχραιμη νηφαλιότητα του αιώνιου παρατηρητή, την ανθρώπινη, οικεία ήττα και την άγνωστη, τρομακτική νίκη, τον εαυτό και «εσένα» ή τους άλλους, το σώμα της ζωής και της γέννας, του έρωτα και του βάσανου, και τον θάνατό του, το όνειρο και τον εφιάλτη, την ομορφιά και την ασχήμια, τη λογική και τη φαντασία, την αγάπη-σωτηρία και την αγάπη-τέρας (Αγάπη: Αυτό το δίποδο τέρας/που κοιμάται και ξυπνάει στο χαλί της εξώπορτας/και τρώει κάθε μέρα/ τις περιστροφές των βημάτων), τη γραφή και την πραγματικότητα, όπως την πραγματεύεται, κυρίως, στο ποίημα «Δεν καταλαβαίνω τα ποιήματα».

Στο τέλος, αν υπάρχει τέλος, και ως λύση σε αυτές τις μάχες, που δεν είναι τόσο μάχες όσο συγκρουσιακές μεταμορφώσεις, όπως και η ίδια η «μεταγραφή» τμημάτων του έργου του Χειμωνά που επιχειρεί με αυτό το βιβλίο η Τζατζιμάκη (άλλο ένα δίδυμο: το έργο του Χειμωνά και το βιβλίο της Τζατζιμάκη), προτείνεται η ποίηση με τον εξής τρόπο:

 

Η ποίηση είναι

Μια κυκλική πορεία στον χωροχρόνο

Με άλλα λόγια

Έρχεται με φόρα πριν από εσένα

Και σου κόβει τη λαλιά

Να τη δεχτείς

Αδιαμαρτύρητος

 

Μέσα, λοιπόν, σε όλες αυτές τις μεταμορφωτικές και παραμορφωτικές συγκρούσεις, υπάρχουν και πράγματα που έχει κανείς να δεχτεί – πράγματα μεγαλύτερα από τον εαυτό, που υπάρχουν πριν και μετά από την ύπαρξή μας. Έτσι είναι ο χρόνος. Έτσι είναι η ποίηση. Όλοι έτσι κάνουμε, κάποτε – αλλά εδώ, η Τζατζιμάκη μας το δείχνει, με γλώσσα εύστοχη, ακριβή, καίρια, υψηλής τέχνης και τεχνικής.

INFO: Ελένη Τζατζιμάκη, «Το παράδοξο των Διδύμων-ένα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά» (ΜΕΛΑΝΙ, 2018)

(*) ΣΗΜ: Κείμενα που διαβάστηκαν στην από κοινού παρουσίαση της ποιητικής συλλογής στο βιβλιοπωλείο ΕΠΙΚΕΝΤΡΟΝ (14/12/2018)

Προηγούμενο άρθροΤο Στάλκερ χωρίς θεολογία (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΗ Έπαρση της Μύτης (του Ελευθέριου Μακεδόνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ