της Βαρβάρας Ρούσσου
Πέρασαν έξι χρόνια από την πρώτη συλλογή της Αντιγόνη Βουτσινά Το λάθος ποίημα (2012) όπου επιχείρησε να χαράξει την προσωπική της πορεία αποτυπώνοντας ως εναγώνια πάλη τη σχέση του ποιητή με τις λέξεις και το ποίημα. Η βασική ανάγκη που η Βουτσινά επιμένει να την διερευνήσει εξαντλητικά είναι η ανάγκη της γραφής, της ποίησης. Επιπλέον, η συγκρότηση της έμφυλης ποιητικής ταυτότητας με τη ρευστότητά της μέσα στο χρόνο, ιδίως στον οικογενειακό περίγυρο, ο συνδυασμός φύλου-γραφής, η σχέση με το άλλο φύλο ως Άλλον, η γλώσσα ως κώδικας σύγχυσης και παρανόησης μεταξύ των ανθρώπων, αλλά κυρίως ο πρωτεϊκός χαρακτήρας της γλώσσας και η λειτουργία της, επομένως η γένεση του ποιήματος παραμένουν ο κύριος άξονας και της δεύτερης συλλογής της.
Η Βουτσινά, ήδη από την πρώτη συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο, στέκεται με σκεπτικισμό, με απορία αλλά και με την ένταση του βιώματος απέναντι στην ποιητική δημιουργία, με στόχο να ανατάμει τη διαδικασία παραγωγής του ποιήματος και να εξετάσει τη λειτουργία του. Η σχέση αναγκαστικής σχεδόν έλξης και αντιρρητικής άπωσης έναντι στο δημιούργημα-ποίημα, ως αντικείμενο που αποχωρίζεται με οδυνηρό τρόπο τον δημιουργό του, προβάλλεται και σε αυτή τη δεύτερη συλλογή. Οι ποικίλοι «μύθοι» γύρω από την πράξη της γραφής και κυρίως γύρω από το δημιουργό (μοναχικός και παράξενος, αφοσιωμένος και αιθεροβάμων, μελαγχολικός έως την παράνοια) υπόκεινται και επαναδιαπραγματεύονται είτε άμεσα είτε υπόγεια σε αυτή τη συλλογή. Οι λέξεις και η αυτοδυναμία της δυναμικής τους, ακόμη και η εξουσία τους (που δηλώνεται με λέξεις πάλι, στο ίδιο το ποίημα, διότι αλλιώς μήπως είναι «χάρτινα ντουφέκια»;) το ποίημα in progress και ως γεγονός, ως αλήθεια και ως κατασκευή της αλήθειας (ποιας αλήθειας; ) βρίσκονται στο επίκεντρο της δημιουργίας της Βουτσινά. Ό,τι υπάρχει, ή συμβαίνει, βρίσκεται είτε μέσα στο ποίημα είτε σχετίζεται με αυτό οπότε, για τη Βουτσινά, η ίδια η ζωή είναι ταυτισμένη με το ποίημα, όπως εξάλλου δηλώνει αντί βιογραφικού: «Πιο βιογραφικό από το ποίημα, μάγκες μου, δεν έχω».
Όπως διαφαίνεται από το μότο, η Βουτσινά διατάσσει τα ποιήματά της πάνω στη γραμμή του «πατέρα» Σαχτούρη: αιχμηρό λεξιλόγιο, λόγος οξύς, που επίμονα αρνείται τη λυρική διάσταση, αλλά που με χαρακτηριστική λιτότητα σφυροκοπά το ίδιο και το ίδιο θέμα. Η εξπρεσσιονιστική σαχτουρική εικονοποιΐα είναι αυτή που απομακρύνει τη Βουτσινά από το «πρότυπό» της, αν και η τόλμη των εικόνων δεν απουσιάζει. Το ποίημα «Βαρέα και ανθυγιεινά», το πρώτο της συλλογής που δίνει και το στίγμα του βιβλίου, οικοδομείται με υλικά από το σαχτουρικό σύμπαν: λιτότητα, απόλυτα κάθετη οργάνωση του ποιήματος με εξαιρετικά ολιγοσύλλαβους στίχους, απροσδόκητες εικόνες «Βγάζει/το χελιδόνι/απ’ το συρτάρι/μαύρο/ψαλίδι/ τ’ ουρανού/ξεκοιλιάζει/ τη μέρα[…] κάποιοι/ μιλούν/ για φόνο//ένας// για ποίημα».
Η αποδομητική ρητορική γύρω από την οικογένεια γίνεται ταυτόχρονα λόγος αποκαλυπτικός για τον εαυτό, έτσι ώστε αναδύεται η διαδικασία έμφυλης αυτοσυνείδησης, πρώτα ως υποταγή και μετά ως αντίσταση στις καταπιεστικές συμβάσεις του φύλου («Επώδυνη συγκατοίκηση», «Ατόφια μερίδα», «Ετών 42», «Σάββατο απόγευμα στο σπίτι της γιαγιάς», «Δος ημιν σήμερον», όπου ο τελευταίος στίχος ονομάζει και τη συλλογή). Ιδιαίτερο θεωρώ το «Μέρες ανωφελούς ψυχοθεραπείας» όπου η ιδιότητα «ποιήτρια» υπερτονισμένα -που πάλι παραπέμπει σε ανάλογο Σαχτούρη-συνδυάζεται με το φύλο αλλά και με την παρέκκλιση: -είναι ποιήτρια είναι ποιήτρια/φωνάζουν οι πολλοί[…] είναι τρελή/τρελή, κραυγάζουν οι πολλοί»). Και γύρω από αυτή τη θεματική διαβλέπω ένα γόνιμο διάλογο με ξένες ποιήτριες, φανερό, νομίζω στο «Κυνήγι αγκαθωτού θηλαστικού» που τελειώνει: «σε σημαδεύει με στα μάτια ο κυνηγός.» και στο «Νηστικός δείπνος»: «Αντεστραμμένο το κορίτσι/σήμερα εδώ σερβίρεται/πλάι στην γκρι πιατέλα με τα φρούτα/ μη με/φάτε/…».
Η Βουτσινά αποτελεί παράδειγμα για την πολλαπλότητα με την οποία οι νεώτεροι ποιητές επιχειρούν αφενός να συνδεθούν με το ποιητικό παρελθόν, ελληνικό και ξένο, αφετέρου να παγιώσουν τη δική τους ποιητική ιδιοσυστασία και τον προσωπικό τους κώδικα επιχειρώντας ταυτόχρονα να ανανεώσουν την ποίηση, με την εκμετάλλευση και τον εμπλουτισμό του παρελθόντος αλλά και δουλεύοντας νέους τρόπους και δρόμους. Σε τέτοιες απόπειρες διαδραματίζει ισχυρό ρόλο η κοινωνική ιστορική συνθήκη που φορτίζει συναισθηματικά τους ποιητές, τους ενεργοποιεί πολιτικά και τους προβληματίζει για τον κοινωνικό τους ρόλο, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Νομίζω ότι η Βουτσινά ιχνηλατεί ένα πολύ δυναμικό τμήμα της ποιητικής παράδοσης, που διαθέτει ακόμη κοιτάσματα για εκμετάλλευση. Η σύνδεση με την κοινωνική πραγματικότητα είναι χαλαρή, η ποίηση ως φορέας αντιρρητικού λόγου ή διαμαρτυρίας δεν φαίνεται να κινητοποιεί ιδιαίτερα τη Βουτσινά, της οποίας το στίγμα, έως τώρα, αποτελεί η ποίηση ποιητικής, ποίηση που παρά τις εξώφθαλμες οφειλές της, προσπαθεί να ισορροπήσει υφολογικά και θεματικά.
info: Αντιγόνη Βουτσινά, Ένα παιδί σκέτο καταμεσήμερο, εκδόσεις Κουκκίδα 2018