Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Με το πρώτο του βιβλίο ο Γιάννης Τσίρμπας (γεν. 1974) επιβεβαιώνει κάτι που υποστηρίζω εδώ και αρκετό καιρό: ότι η κρίση καθ’ εαυτήν δεν αποτελεί απαγορευτικό μέγεθος για τη λογοτεχνία και πως σε καιρούς σαν κι αυτούς που ζούμε δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από τον συγγραφέα να μην εμπλακεί στην επικαιρότητα επειδή υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επικαιρότητα να απειλήσει την τέχνη του με τον ρευστό και προσωρινό της χαρακτήρα. Με την ολιγοσέλιδη νουβέλα του ο Τσίρμπας αποδεικνύει ότι η τέχνη είναι σε θέση να αποσπάσει από το επικαιρικό έναν βαθύτερο πυρήνα, μιαν επικράτεια που θα αποτυπώσει την ανθρωπολογία της κρίσης απαλλαγμένη ευθύς εξαρχής από τη δυναστεία τόσο της πολιτικολογίας όσο και του κοινωνικού ρεπορτάζ.
Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει στη νουβέλα του Τσίρμπα; Ο μίτος της πλοκής αρχίζει να ξετυλίγεται in medias res, με μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει από ώρα ανάμεσα σε δύο συνεπιβάτες μιας αμαξοστοιχίας η οποία έχει προορισμό της την Αθήνα. Ο ένας μιλάει συνεχώς και είναι εξοργισμένος με τα πλήθη των μεταναστών τα οποία έχουν κατακλύσει την περιοχή της πλατείας Βικτωρίας, εκτοπίζοντας τους γηγενείς όπως ο ίδιος. Ο άλλος θα παραμείνει κατά το μεγαλύτερο διάστημα σιωπηλός, δυσφορώντας με τη φλυαρία του συνομιλητή του, ο οποίος τον έχει εγκλωβίσει στον μονόλογό του. Η κουβέντα των δύο συνεπιβατών διακόπτεται κατά τόπους από άλλους μονολόγους: από διάφορες αντρικές ή γυναικείες φωνές που ξεδιπλώνουν σύντομες ιστορίες από την τωρινή και την αλλοτινή ζωή στη Βικτώρια. Πρόκειται για ιστορίες μιας οδυνηρής προσωπικής καθημερινότητας, που περιλαμβάνουν από σεξουαλικές αναπηρίες και καταπιεσμένα παιδικά χρόνια μέχρι μικροκλοπές, ξυλοδαρμούς και καταστάσεις ακραίας φτώχειας.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, κι όσο το τραίνο των δύο συνομιλητών πλησιάζει προς τον Σταθμό Λαρίσσης, ο άνθρωπος που θρηνεί απαρηγόρητος για την άλωση της Βικτώριας από τους ξένους θα αποκαλύψει στον διπλανό του τη λύση η οποία θα επαναφέρει την τάξη: εξόντωση των μεταναστών με τη μορφή ανθρωπιστικής δωρεάς – εγκαταλείπουμε ένα πακέτο με δηλητηριασμένο φαγητό στη μέση του δρόμου και αφού βεβαιωθούμε πως αυτός που πάει να το πάρει είναι ξένος αφήνουμε το δηλητήριο να κάνει τη δουλειά του. Τη δουλειά του, ωστόσο, θα συνεχίσει να κάνει και ο σοκαρισμένος στην αρχή συνεπιβάτης, που μόλις απομακρυνθεί από τον έξαλλο της Βικτώριας, με το τραίνο να έχει φτάσει πια στην Αθήνα, θα επιστρέψει εκεί όπου βρισκόταν πάντοτε: στη μακαριότητα της αδιαφορίας του.
Η πόλη θα αναλάβει στην αφήγηση του Τσίρμπα πρωταγωνιστικό ρόλο, καταβροχθίζοντας τους ατομικούς χαρακτήρες, που θα υποχρεωθούν να ζήσουν σ’ ένα χρονίως έκπτωτο περιβάλλον: η Βικτώρια θα συντρίψει όχι μόνο τον επιβάτη του τραίνου, που θα οραματιστεί μια γενοκτονία προκειμένου να τη σώσει από τη μεταναστευτική λαίλαπα, αλλά και τους κατοίκους της προ της κρίσεως: πολίτες που όπως μας δείχνουν οι παρένθετες ιστορίες θα μετατραπούν σε θύματα ενός κοινωνικού περιθωρίου το οποίο θα διαμελίσει μπροστά στα μάτια μας τον οποιονδήποτε μύθο φυλετικής υπεροχής.
Με γρήγορους ρυθμούς, πυκνή δράση και έκτυπα αφηγηματικά πρόσωπα, ο Τσίρμπας θα τα βγάλει πέρα με το καυτό θέμα του σαν έτοιμος από καιρό. Εικονογραφώντας ένα εσωτερικό χρονικό της κρίσης, ο συγγραφέας θα υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο η εξωτερική καταστροφή διαβρώνει και τρώει το μεδούλι της ψυχής, για να στείλει περίπατο και τα τελευταία υπολείμματα ακεραιότητας, σ’ έναν κόσμο όπου το εσωτερικό θα ξαναγίνει εξωτερικό διαμέσου του τοπίου της πόλης, που θα λειτουργήσει όπως και ο λόγος του παρανοϊκού υπερασπιστή της: σαν ένα ακατάσχετο, ασθματικό παραλήρημα.
Γιάννης Τσίρμπας: Η Βικτώρια δεν υπάρχει. Νουβέλα. Νεφέλη. Σελ. 61.