Της Ελένης Χοντολίδου
Το βιβλίο στηρίζεται στην ιδέα κάποιας συγγραφέως που δεν πρόλαβε να το γράψει γιατί πέθανε νωρίς, της Σοβόν Ντάουτ. Η ιδέα της πραγματοποιήθηκε από τον Πάτρικ Νες με θαυμαστό τρόπο και εικονογραφήθηκε από τον Τζιμ Κέυ με εξαιρετική ευαισθησία, διεισδυτικότητα και καλλιτεχνική μαεστρία (βραβευμένοι και οι δύο, ο συγγραφέας με το Carnegie Medal και ο εικονογράφος με το Kate Greenaway Medal). Για την ακρίβεια, οι ζωγραφιές του βιβλίου θα μπορούσαν να εκτεθούν ανεξάρτητα από αυτό, παρ’ ότι επιτυγχάνουν να το συνοδεύσουν διακριτικά χωρίς να το υπονομεύσουν, ένα πρόβλημα που πολλές φορές έχουμε στα βιβλία με εικονογράφηση για μικρά παιδιά όταν η εικονογράφηση επιβάλλεται και καταδυναστεύει το κείμενο. Στην περίπτωσή μας κείμενο και εικονογράφηση είναι συμπληρωματικά το ένα του άλλου. Όπως οι καλές ενορχηστρώσεις.
Το βιβλίο μας όμως δεν είναι για μικρά παιδιά. Προσωπικά, δεν θα το συνιστούσα σε παιδιά μικρότερα των 10 και θα το συνιστούσα ανεπιφύλακτα σε όλα τα μεγαλύτερα παιδιά και τους γονείς τους, τους δασκάλους, τους ψυχολόγους και το ευρύτερο περιβάλλον τους.
Η υπόθεση του βιβλίου: Ο καρκίνος της μητέρας ενός δεκατριάχρονου αγοριού στο Λονδίνο, του Κόνορ Ο’ Μάλεϊ, ενώ οι γονείς είναι χωρισμένοι και ο πατέρας με την καινούρια του οικογένεια ζει στην Αμερική. Η μητέρα της άρρωστης και γιαγιά του ήρωά μας δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τον εγγονό της. Το αγόρι δυσκολεύεται στο σχολείο, δεν κάνει «αποδοχή» της κατάστασής του. Δυσκολεύεται με την γιαγιά του, με τον πατέρα του, αλλά κυρίως δυσκολεύεται στις κουβέντες με την ετοιμοθάνατη μητέρα του.
Η νουβέλα απαρτίζεται από 32 κεφάλαια τα οποία θα μπορούσαν να χωριστούν σε αυτά που διαδραματίζονται στο σχολείο (ο μικρός μας ήρωας γίνεται θύμα παρενόχλησης από τους «νταήδες» του σχολείου για την άρρωστη μητέρα του, είναι ανόρεχτος, δεν θέλει ή δεν μπορεί να μιλήσει στους καθηγητές του, απομακρύνει την παιδική του φίλη, νομίζει ότι είναι «αόρατος» στο σχολείο, επιτίθεται σε έναν συμμαθητή του), στο σπίτι φροντίζοντας την μητέρα του, στο νοσοκομείο όταν την επισκέπτεται, στο σπίτι της γιαγιάς, με τον πατέρα όταν έρχεται να τους δει από την Αμερική.
«Και μετά, με κάποιον τρόπο, βρέθηκε πάλι στο σχολείο. Όσο απίστευτο και αν ήταν, για τον υπόλοιπο κόσμο ο χρόνος συνέχιζε να κυλάει. Για τον υπόλοιπο κόσμο που δεν περίμενε». Τι περίμενε ο Κόνορ; Τι περιμένει αυτός που είναι κοντά σε έναν ετοιμοθάνατο; Να έρθει το τέλος και η λύτρωση από την αγωνία της αναμονής. Κάτι που πολύ σπάνια παραδεχόμαστε, ενώ ταυτοχρόνως σε επίπεδο συνειδητό ευχόμαστε και λέμε ότι «όλα θα πάνε καλά» και άλλες τέτοιες επικίνδυνες για την ψυχική μας υγεία ανειλικρινείς κουβέντες, που, σε τελευταία, ανάλυση, δεν κάνουν σε κανέναν καλό: ούτε σ’ αυτόν που φεύγει ούτε σ’ αυτούς που μένουν. Η μητέρα του Κόνορ προσπαθεί να τον απαλλάξει από τις ενοχές: «Να θυμώνεις όσο έχεις ανάγκη να θυμώνεις» και «ξέρω όλα όσα θέλεις να μου πεις, χωρίς να πρέπει να μου τα πεις δυνατά… Εντάξει;»
Τα πιο σημαντικά κεφάλαια όμως είναι τα μη-ρεαλιστικά, αυτά με το «τέρας» που έρχεται στους εφιάλτες του μικρού και τον βοηθά να διοχετεύσει τον τρόμο, την οργή και τη λύπη του καθώς του αφηγείται τρεις ιστορίες. Την τέταρτη θα την πει ό ίδιος ο ήρωας, που δεν θα είναι άλλη από την αλήθεια του: Η αποδοχή του επικείμενου θανάτου. Το τέρας: «Εσύ απλώς ήθελες να πάψει ο πόνος. Ο δικός σου πόνος. Να πάψει να σε απομονώνει. Είναι η πιο ανθρώπινη επιθυμία του κόσμου». Και ο Κόνορ λίγο πιο κάτω: «Πώς μπορείς να πολεμήσεις όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα που έχεις μέσα σου;» «Λέγοντας την αλήθεια» απάντησε το τέρας.
Ο Νες καταφέρνει να γράψει μία νουβέλα πάνω σε ένα δύσκολο θέμα, αυτό του τρόμου που μας προκαλεί ο επερχόμενος θάνατος αγαπημένων προσώπων και της ενοχής μας για την κούραση που νιώθουμε από την παρατεταμένη κατάσταση της αρρώστιας τους. Στο σπίτι με βαριά άρρωστο δεν είναι κανείς ψυχικά υγιής.
Το βιβλίο δεν είναι ευχάριστο και δεν έχει happy end με την κλασική έννοια του όρου. Ο Κόνορ πρέπει να χωνέψει διάφορα δύσκολα πράγματα εκτός από την απώλεια: Δεν θα ξαναζήσει στο σπίτι του, θα υποχρεωθεί να ζήσει με μία γιαγιά που δεν πολυ-χωνεύει (πού όμως έχουν κάτι κοινό όπως του δηλώνει η ίδια: Την μητέρα του) και δεν θα ζήσει με τον πατέρα του γιατί προφανώς η μητριά του δεν τον θέλει. Η δικαιολογία είναι ότι το σπίτι είναι μικρό! Το τέλος του όμως αποζημιώνει γιατί είναι αληθινό. Όπως αληθινός είναι και ο θάνατος και ο καρκίνος με όλες τις βαριές και ασήκωτες για τις πλάτες ενός μικρού παιδιού καταστάσεις. Πολύ συχνά στις περιπτώσεις μονογονεϊκών οικογενειών με άρρωστους ενήλικες τα παιδιά παίρνουν τη θέση των ενηλίκων φροντίζοντας τον άρρωστο γονιό με πολύ αρνητικές συνέπειες για την ψυχοσύνθεσή τους. Στο βιβλίο αυτό γίνεται ξεκάθαρο. Ξεκάθαρο γίνεται, επίσης, ότι μετά από την κατάληξη ο Κόνορ δεν θα είναι πια παιδί. Με τον σκληρό τρόπο που δεν είναι πια παιδιά όσοι νέοι αναγκάζονται να βιώσουν τον θάνατο δικών τους προσώπων.
Το βιβλίο του Πάτρικ Νες είναι δύσκολο και βαθύ, επιχειρεί όμως να πάρει από την πλάτη των παιδιών με αντίστοιχο πρόβλημα το βάρος της ενοχής. Και ταυτοχρόνως τα οδηγεί στον δύσκολο δρόμο της ενηλικίωσης μέσα από όνειρα, εφιάλτες και τρεις ιστορίες που τις αφηγείται ένα «δέντρο φάντασμα» που επισκέπτεται τον μικρό μας ήρωα κάθε φορά την ίδια ώρα, 12.07, την ώρα που αργότερα όταν είναι έτοιμος θα «αφήσει» τη μητέρα του να φύγει.
«Νέος, λένε, είσαι μόνο μία φορά. Αλλά κάπως πολύ δε διαρκεί; Κάπως πιο πολλά χρόνια από όσα αντέχεις», βάζει ως προμετωπίδα στο βιβλίο του ο συγγραφέας. Πόσο δίκιο έχει. Ειδικά στην ελληνική κοινωνία που στα ζητήματα αρρώστιας και πένθους σε σχέση με τα παιδιά –και όχι μόνο– κρατούμε ακόμη μία οπισθοδρομική και εντελώς αντι-παιδαγωγική στάση, επιλέγοντας το ψεύδος και την απόκρυψη.
Το τέρας έρχεται απέσπασε το Βραβείο Μετάφρασης 2012 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.
INFO: Πάτρικ Νες (2012). Το τέρας έρχεται/βασισμένο σε μία ιδέα της Σοβόν Ντάουτ, εικονογράφηση Τζιμ Κέυ/μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου. Αθήνα: εκδ. Πατάκη
[…] http://www.oanagnostis.gr/%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CE%BE%CE%AD%CF%87%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%84… […]