Του Παναγιώτη Γαβριήλογλου.
Ας ξεκινήσω με τη δική μου κατάρα: λένε ότι στην Ελλάδα δεν γράφονται αξιόλογα μεταμοντέρνα βιβλία. Αυτό είναι ένα χυδαίο ψέμα κι όποιος το διαδίδει το μυαλό του να αγκυλώσει για πάντα και να μπορεί να διαβάσει μόνο τους Άρχοντες των Μέτριων.
(και κανείς να μην απαιτήσει πονηρά να τους κατονομάσω (τους Άρχοντες)· ξέρουν αυτοί ποιοι είναι)
Απόδειξη είναι ο Θανάσης Τριαρίδης και το βιβλίο του, τα Χλωρά Διαμάντια * το δειλινό των γκαβλωμένων ανθρώπων,(εκδόσεις δήγμα) που όπως κάθε σημαντικό βιβλίο, δεν είναι πολύ εύκολο να περιγραφεί. Αλλά κάποιος πρέπει να προσπαθήσει. Τα παρακάτω είναι μια απόπειρα εξήγησης, αλλά και μετριασμού, της αξίας του βιβλίου. Και οι δύο απόπειρες είναι καταδικασμένες εκ των προτέρων σε αποτυχία. Ανορθόδοξα βιβλία σαν του Τριαρίδη δεν γράφονται συχνά, και σπάνια εκτελούνται με τέτοια πυγμή. Οπότε όποιος προχωρήσει πέρα από αυτήν την παράγραφο ας κρατάει κι ένα μεγάλο καλάθι.
Ας πούμε: τα Χλωρά Διαμάντια είναι μία σειρά τριακοσίων τριάντα τριών Δειλινών που ποικίλλουν σε μέγεθος από λίγες γραμμές μέχρι έξι σελίδες. Αυτά, ένα-ένα αλλά και όλα μαζί, διαστρέφουν την ένδοξη ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, ξεκινώντας από τα Ομηρικά έπη και προβλέποντας τι θα γίνει μέχρι το μακρινό μέλλον. Μαθαίνουμε λοιπόν την αληθινή ιστορία του Τρωικού πολέμου μέσω της αληθινής ιστορίας του Αχιλλέα. Πληροφορούμαστε για τα δημιουργήματα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, για την τελευταία κατοικία του αθάνατου Δάντη Αλιγκιέρι, και τι έτρεχε τελικά με τον Σίγκμουντ Φρόυντ. Οι ιστορίες του Τριαρίδη πλέκονται σαν μια περίπλοκη πλεξούδα στα μαλλιά μιας πλανητικών διαστάσεων γυναίκας. Όσο κι αν προσπαθήσει ο αναγνώστης να τα ξεπλέξει για να πέσουν τα μαλλιά και να σκεπάσουν τη γύμνια της, δεν θα τα καταφέρει αφού η αρχή και το τέλος αυτού του αφηγήματος έχουν για πάντα ενταφιαστεί μέσα του. Μέσα σε αυτόν τον συρφετό ιστοριών και εξηγήσεων παρελαύνουν πλήθος πρωτοτεράτων και μεγατεράτων, για τη δημιουργία, την απελευθέρωση ή την εκπαίδευση των οποίων ευθύνονται διάφορες ιστορικές προσωπικότητες που πρωταγωνιστούν σε αυτήν την κρυφή ιστορία του κόσμου, σε αυτήν την αληθινή ιστορία του κόσμου, που διαφέρει ακόμη και από τον ίδιο της τον εαυτό, πόσο μάλλον από αυτήν που μας έμαθαν για σωστή. Και να φανταστείτε ότι τα Χλωρά Διαμάντια είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που θα αποτελείται από εννιακόσια ενενήντα εννιά Δειλινά. Η χιλιοστή ψηφίδα αυτού του έργου ίσως να μην είναι ένα ακόμη Δειλινό, αλλά μια φριχτή ανατολή που θα διαλύσει μια και καλή τις δεκάδες αμφισημίες που έχει σπείρει ο Τριαρίδης μέσα σε αυτό το πορνογράφημα
(αυτό βέβαια είναι μια εικασία που μάλλον θα αποδειχθεί λανθασμένη)
Γιατί περί πορνογραφήματος πρόκειται. Νομίζω το είπα και πιο πάνω. Σιγά τη διαστροφή της Ιστορίας. Η Ιστορία είναι μία και μοναδική, δεν διαστρέφεται. Αρκεί να ανοίξεις ένα βιβλίο. Ποιος μπορεί να αλλάξει ένα τυπωμένο βιβλίο;
(τι γίνεται όμως με όλα όσα συμβαίνουν πριν την εκτύπωση;)
Ο Τριαρίδης δεν είναι κρυπτοϊστοριογράφος. Πολύ του πάει αυτός ο τίτλος. Ένας κοινός πορνογράφος είναι. Στις σελίδες του παρελαύνουν λογής-λογής γυναίκες που συνήθως τρώνε ή καταπίνουν άντρες, γυναίκες που γονιμοποιούνται από κάθε είδους τέρατα, πλοκάμια και κινούμενα νερά, γυναίκες που καταστρέφουν τους άντρες
(τον κόσμο των αντρών)
με όπλο τον οργασμό τους, γυναίκες που καταλήγουν να περιέχουν ολόκληρο τον κόσμο μέσα τους. Το κακό με το πορνογράφημα του Τριαρίδη είναι ότι του λείπουν οι απαραίτητες λεπτομέρειες, νομίζω από ξεκάθαρη ανικανότητα του δημιουργού του. Η πορνογραφία του δεν έχει σκοπό να ερεθίσει και μετά να καταλαγιάσει την αεικίνητη φωτιά που καίει ανάμεσα στα πόδια του κάθε ανθρώπου. Αντιθέτως θέλει να ξεσηκώσει, να κεντρίσει, να κάνει τα πόδια να καλπάσουν αντί να ανοίξουν, τα στόματα να κραυγάσουν αντί να ρουφήξουν, τα χέρια να υψωθούν σε γροθιές αντί να χώσουν τα δάχτυλά τους μέσα σε τρύπες. Το καλό με το πορνογράφημα του Τριαρίδη είναι ότι διορθώνει κάποιες από τις σοβαρές παραλείψεις στις οποίες έχει υποπέσει η χριστιανική εκκλησία. Μία από αυτές, η πιο σημαντική ίσως, είναι η αξία της γυναίκας. Στα Χλωρά Διαμάντια οι γυναίκες εξυψώνονται σε θέσεις που ίσως να μην έχουν συνηθίσει. Αντί για αντανακλάσεις των αντρών, οι γυναίκες γίνονται οι ίδιοι οι καθρέφτες. Αντί για λάφυρα, τρόπαια, ή παράπλευρες απώλειες, γίνονται θηρευτές και καταστροφείς. Το αιδοίο περιγράφεται σαν το αντίστροφό του: δεν είναι πια η έξοδος όλου του κόσμου, του κόσμου των ανθρώπων, αλλά μια «Ιερή Σχισμή», μια χοάνη μέσα στην οποία εξαφανίζεται ολόκληρο το σύμπαν.
(αν και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως ο χειρισμός αυτός να μην είναι αντιστροφή, αφού το αιδοίο όντως καταπίνει αδυσώπητα τον κόσμο, τον κόσμο μου, τον κόσμο των αντρών)
Η μοναδική οπή που δεν χρησιμοποιείται τακτικά σαν είσοδος, αλλά κυρίως σαν έξοδος, είναι το μάτι του μονόφθαλμου φιδιού, η τρύπα στην άκρη του πέους, η έξοδος του σπέρματος. Η κλειτορίδα και κατά προέκταση ο γυναικείος οργασμός, αυτό το υπέρτατο πλεονέκτημα που έχουν οι γυναίκες απέναντι στους άντρες, μετουσιώνεται σε κάτι πολύτιμο και ταυτόχρονα καταστροφικό.
Τώρα όμως που ανέφερα την Εκκλησία και τις παραλείψεις της (ας τις ονομάσουμε ευγενικά, γιατί όχι;) όσον αφορά τις γυναίκες, σκέφτομαι ότι αυτό που υπερισχύει στα τριακόσια τριάντα τρία Δειλινά των Χλωρών Διαμαντιών δεν είναι η προστυχιά ή η χυδαιότητά τους, αλλά η βλασφημία τους. Υποπτεύομαι πως ο Τριαρίδης αποσκοπώντας στο γρήγορο και εύκολο χρήμα που θα του εξασφάλιζε ένας αφορισμός, ανασκουμπώθηκε, έστυψε το κεφάλι του και μέτρησε σε πόσα ρουθούνια τελικά μπορεί να χωρέσει η νοσηρή φαντασία του. Εμβληματικά στοιχεία της χριστιανικής πίστεως χρησιμοποιούνται σε πορνογραφικά καρέ. Ο κανιβαλισμός και η αυτοφαγία λογίζονται ως σημαντικότερα της προσευχής. Ο μεσσίας γίνεται άλλοτε ανδρόγυνος που γονιμοποιεί τον εαυτό του και άλλοτε κοινός σφάχτης. Τα Χλωρά Διαμάντια είναι ένα βιβλίο τόσο βλάσφημο που προδίδει έναν άνθρωπο που πολύ θα ήθελε να είναι εξοπλισμένος με τη θεμελιώδη βλακεία που απαιτεί η πίστη, που πολύ θα ήθελε να έχει για στρώμα και μαξιλάρι ένα πάνθεον αγγέλων, αγίων και οσιομάρτυρων που μια να τον βοηθούν και μια να τον σαμποτάρουν στην πορεία προς τον τάφο του, έτσι ώστε η ζωή αντί για μοναχική πορεία να γίνεται μια ενάρετη προσκοπική εκδρομή, με ξεκάθαρο σκοπό στο επουράνιο σχέδιο και προδιαγεγραμμένο χαρμόσυνο τέλος.
(γιατί που αλλού προσβλέπει ύπουλα ο κάθε πιστός όταν με μετριοπάθεια σκύβει το κεφάλι λέγοντας ότι «και αυτός» είναι αμαρτωλός, λες και αμφέβαλλε κανείς, παρά σε μια ολόδική του θεσούλα στον Παράδεισο, κι ας είναι και σε ακάνθινο σκαμνί)
Ο Τριαρίδης πολύ θα ήθελε να χρειάζεται ένα μόνο βιβλίο για να ζήσει τη ζωή του, να έχει και χώρο στο σπίτι του να κρεμάσει καμιά εικόνα, ένα καντήλι, ενώ τώρα έχουν γεμίσει τα δωμάτια με μπελαλίδικες βιβλιοθήκες, όμως του λείπει η απαραίτητη νοητική αναπηρία. Οπότε αρέσκεται να δείχνει τη δυσαρέσκειά του κατεδαφίζοντας κάθε τι ιερό -όχι ότι χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια, αφού κάθε τι ιερό είναι ταυτόχρονα και σαθρό, αυτά τα δύο είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος- στήνοντας ένα όργιο ιδεών που ακολουθούν η μία την άλλη μόνο και μόνο για να τσεκουρώσουν τα πόδια της μπροστινής τους. Κι αυτό γιατί, σαν όλους τους αριστοτέχνες ψευδολόγους -με πρωτομάστορες αυτούς της Καλύμνου-, ο Τριαρίδης αναιρεί συνεχώς τον εαυτό του. Αραδιάζει εκδοχές του ίδιου μύθου, κοσμογονικές διαδικασίες, βίους έκπτωτων αγίων, καταδικασμένων βασιλέων και εγκιβωτισμένων ανθρώπων, μόνο και μόνο για να τους αναιρέσει πέντε ή τριάντα ή πενήντα Δειλινά πιο κάτω. Σα να μην υπάρχει μια συγγραφική φωνή, αλλά πολλές, και μάλιστα σε κακή συνεννόηση, που το μόνο που ψάχνουν είναι πώς να υπονομεύσουν η μία την άλλη. Μια καινοφανής Διαθήκη της οποίας η οριστική Σύνοδος δεν έχει γίνει ακόμη. Η διαρκής αναίρεση του βιβλίου επεκτείνεται -μολύνει θα έλεγε κανείς- και κάθε τι άλλο μέσα του. Υπάρχει μια ανθυγιεινή μεν, μόνιμη δε ενασχόληση με τη φύση του θεού και του ανθρώπου (που στην ουσία ταυτίζονται, αφού ο ένας είναι δημιούργημα του άλλου και μην αρχίσουμε τώρα να ψάχνουμε ποιος είναι ποιανού, αυτά τα κάνουν τα μωρά ή οι φιλόσοφοι), καθώς βέβαια και με το αίνιγμα της ύπαρξης αυτής καθαυτής.
Υπάρχουμε τελικά ή όχι; Μήπως είμαστε απλά ιστορίες στο μυαλό κάποιου άλλου;
(στο πάνθεον του Τριαρίδη προεξάρχουσα θέση έχουν οι αγαπημένοι του συγγραφείς -ο Πόε, ο Λάβκραφτ, ο Μπόρχες, ο Κάφκα- και μέσα τους δημιουργείται και υπάρχει ολόκληρος ο κόσμος, αν και κατά καιρούς αποδεικνύεται ότι και αυτοί είναι δημιούργημα κάποιου άλλου)
Σημαντική παρένθεση: ένα βιβλίο σαν τα Χλωρά Διαμάντια δεν θα μπορούσε να βγει από έναν συμβατικό εκδοτικό οίκο. Κυρίως επειδή οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν το καλό το πράμα ακόμη κι αν αυτό ερχόταν και τους δάγκωνε στο πρόσωπο
(όπως κάνει κάθε καλό βιβλίο)
αλλά και επειδή η συντριπτική πλειοψηφία κατατρύχεται από ακατάσχετη δειλία. Ευτυχώς που οι τυπογράφοι δεν έχουν τέτοιους ενδοιασμούς. Τα Χλωρά Διαμάντια τυπώθηκαν σε περιορισμένη, πανέμορφη, εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση τριακοσίων αντιτύπων από τις Εκδόσεις Δήγμα του ίδιου του γνωστού συγγραφέα. Αυτό, πιστέψτε με σε αυτήν την περίπτωση κι ας μην πιστέψετε τίποτε άλλο από αυτά που έχω γράψει εδώ, δεν είναι μειονέκτημα. Αντιθέτως, είναι αυτό που κάνει το βιβλίο πραγματικά μεγάλο, πραγματικά σημαντικό. Ένας επιμελητής άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα θα είχε ξεκινήσει τις δολιοφθορές: «Μήπως να αφαιρούσαμε εκεί που λέτε για τον Χριστό ότι–», «Το Δειλινό #43 μου φαίνεται κάπως υπερβολικό», «Πράγματι, τι νόημα έχουν τα βλάσφημα βιβλία σε αυτούς τους ελεύθερους καιρούς;»
(και το κερασάκι στην τούρτα «Μα δεν έχει πλοκή!», με τη φωνή του εν απογνώσει επιμελητού να υψώνεται σε αγωνιώδες κλαψούρισμα, γιατί ως γνωστόν αν ένα βιβλίο δεν έχει πλοκή, τότε πάει και τελείωσε, δεν είναι βιβλίο)
Πριν κάποιος αποφασίσει να αγοράσει τα Χλωρά Διαμάντια πρέπει να ξέρει το εξής: Ο ιδανικός αναγνώστης του Τριαρίδη είναι ο ίδιος ο Τριαρίδης. Ο συγγραφέας που τρώει τον εαυτό του ή που τρώγεται από αυτόν. Όποιος αγοράσει το βιβλίο να ξέρει ότι γίνεται ευκαιριακά παρών σε μία πράξη αυτοφαγίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας το έχει πει καλύτερα απ’ όλους: αυνανίζεται, εκσπερματώνει στη χούφτα του και τρώει το σπέρμα του.
Μόνο έτσι προχωρά μια φοβισμένη λογοτεχνία, μαστιγωμένη από μυαλά που μέσα τους κυοφορούν «κάτι σαν βλέμμα δίχως μάτια, κάτι που ήταν ακριβώς το αντίθετο από τη λάμψη, πηχτό και αξεδιάλυτο, σαν σκοτάδι που ξαναράβει την παρθενιά του…» (σελ. 438), που περιφρονούν όσους περπατούν στον χαραγμένο δρόμο, από συγγραφείς σαν τον Τριαρίδη, αυτόν τον πρόστυχο αντιΜπόρχες που αντί να επιδιώκει την απόσταξη του κόσμου, τον σπάει σε θραύσματα με αποτέλεσμα τον αέναο πολλαπλασιασμό του. Μια λογοτεχνία που έχει λουφάξει στα αβαθή νερά της χλιαρής ηθογραφίας θα θεριέψει με ηγήτορες συγγραφείς σαν τον Τριαρίδη, αυτόν τον βλάσφημο αντιΜπόρχες, κάτι σαν οδοστρωτήρα και εκσκαφέα ταυτόχρονα, που πρώτα ισοπεδώνει το μυαλό του αναγνώστη και μετά το καταβροχθίζει. Βλάσφημος όχι τόσο γιατί γίνεται χυδαίος -αν και το κάνει-, όχι γιατί δηλώνει με κάθε ευκαιρία ότι ο θεός είναι επινόηση των ανθρώπων -αν και το κάνει-, αλλά γιατί παραδέχεται ότι αμφιβάλλει για την ύπαρξη των ανθρώπων και εν τέλει του ίδιου του του εαυτού.
Εσείς πόσο σίγουροι είστε ότι διαβάζετε αυτό το άρθρο; Γιατί εγώ δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το έχω γράψει.