της Δήμητρας Ρουμπούλα.
«Μερικές φορές σκέφτομαι πώς θα ήταν καλά να μουν κι εγώ άνεργος, δε θα χρειαζόταν πια να φοβάμαι πώς θα΄ ναι κι αν θα τ΄ αντέξουμε. Όμως τώρα ζει κανείς συνέχεια υπό τεράστια πίεση». Κι όμως τούτη η φράση για την δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης και της ανεργίας γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στο αποκορύφωμα της σαρωτικής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Θα μπορούσαν και σήμερα να γραφτούν ανάλογες φράσεις, όπως και να πρωταγωνιστούν σε μυθιστορήματα μικρομεσαίοι υπάλληλοι που σταδιακά προλεταριοποιούνται. Η διαφορά του τότε, όταν ο Χανς Φάλαντα έγραφε το συγκλονιστικό «Και τώρα, ανθρωπάκο;», με το τώρα είναι ότι ο ναζισμός ήταν προ των πυλών, ένα κάθε άλλο παρά αφηρημένο φαινόμενο.
Βρισκόμαστε στα τέλη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μέσα σε ένα περιβάλλον διάχυτης ανασφάλειας, επιταχυνόμενης ανεργίας και ένδειας, με την ένοχη για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανία να οφείλει τεράστιες αποζημιώσεις και συγχρόνως να απειλείται από την πιο μελανή σελίδα της ιστορίας της. Οι εθνικοσιαλιστές σε λίγο θα καταλάβουν την εξουσία. Η μόνη φιλοδοξία των απλών ανθρώπων μοιάζει να είναι η ωμή επιβίωση. Ο Φάλαντα απευθύνει στον ήρωά του το σπαρακτικό ερώτημα «Και τώρα, ανθρωπάκο;», όπως τιτλοφορεί και το αριστούργημά του (τέταρτο βιβλίο του) που τον έκανε γνωστό και πέρα από τα σύνορα της Γερμανίας και που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Gutenberg», στο πλαίσιο βέβαια της εξαιρετικής σειράς τους Orbis Literae. Ο τρόμος της απόλυσης και του καθημερινού αγωνιώδους ερωτήματος του «πώς θα τα βγάλουμε πέρα» κινούν την σκέψη του συγγραφέα και οργανώνουν την αφήγηση σε ένα βιβλίο ποταμό, με ολοζώντανους χαρακτήρες. Στο επίκεντρο ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ, ένας ασήμαντος υπάλληλος, ανυπεράσπιστος, χωρίς πατρογονική στήριξη, που πασχίζει να σταθεί στα πόδια του. Ένας «μικρός» άνθρωπος σε έναν άνισο και ζοφερό κόσμο. «Μικρό» τον αποκαλεί και η αγαπημένη του Έμα Μέρσελ, κι εκείνος αντίστοιχα την προσφωνεί χαϊδευτικά «Μανάρι», ενώ το νεογέννητο αγόρι τους ονομάζουν «Μπόμπιρα». Το «θράσος» τους είναι ότι διεκδικούν μια ήσυχη, έντιμη ζωή, μια δουλειά κι ένα σπιτικό. Αντ΄αυτών, συνθλίβονται, όπως και χιλιάδες άλλοι, στα γρανάζια μιας παράλογης εποχής.
Με έναν αδρό ρεαλισμό και μια σατιρική διάθεση, ίσως και λεπταίσθητη ειρωνεία, προκειμένου να μην διολισθήσει στο μελοδραματισμό, ο συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες στην καθημερινότητα του ερωτευμένου ζευγαριού, η οποία μέρα με τη μέρα παραπαίει ολοένα και περισσότερο μέσα στις δυσκολίες. Περιγράφει την πρώτη εργασία του ήρωα ως, χαμηλόμισθου πάντα, υπαλληλάκου σε μια μικρή επιχείρηση δημητριακών στην επαρχία και στην συνέχεια ως πωλητή ανδρικών ενδυμάτων στο κατάστημα Μέντελ στο Βερολίνο, όπου οι Πίνεμπεργκ μετακομίζουν. Είναι συναρπαστικός ο τρόπος που αφηγείται τις ταπεινώσεις τις οποίες υφίσταται ο «Μικρός» από τους ανωτέρους του, την ψυχολογική πίεση για την απαραίτητη νόρμα στις πωλήσεις, για την απειλή και τον φόβο της απόλυσης, την αναξιοπρεπή μεταχείριση από τα αφεντικά, την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ συναδέλφων – μικροϋπάλληλοι κι αυτοί, τον χαφιεδισμό και τα αλληλοκαρφώματα. Κι έπειτα, στο ολοένα και πιο άθλιο σπίτι όπου ζουν, τον υπολογισμό των χρημάτων, τα οποία ποτέ δεν επαρκούν ούτε για τα απαραίτητα. Τέλος, την απόλυτη κατάρρευση όταν ο «Μικρός» απολύεται για δεύτερη φορά, χάνοντας το λευκό κολάρο του υπαλλήλου που τον διαφοροποιεί από τους εργάτες και τους ανέργους και περνώντας έτσι στον προλεταριοποιημένο πληθυσμό. Τότε παίρνει τα ηνία στα χέρια της η υπομονετική, τρυφερή και πάντα αισιόδοξη Έμα, η οποία περιγράφεται ως γυναικείο πρότυπο που στηρίζει ηθικά τον σύζυγο και στα δύσκολα αναλαμβάνει τα βάρη, χωρίς όμως να αποδέχεται ιδεολογικά την αντιστροφή των ρόλων. Το «Μανάρι» εκφράζει την αισιόδοξη πλευρά της ζωής, λέγοντας στον Πίνεμπεργκ: «Ακόμα κι αν μείνουμε άνεργοι, υπάρχουν τέτοιοι χιλιάδες στις μέρες μας, θα τα βγάλουμε πέρα κι εμείς» ή όταν εκείνος επιστρέφει στο σπίτι, κτυπημένος από το όργανο της τάξης και τσακισμένος ψυχολογικά «Είσαι μαζί μου, έχουμε ο ένας τον άλλον. Είμαστε δύο!» Στην ίδια αισιόδοξη πλευρά ανήκει και ο συνάδελφος, ο μοντέρνος για την εποχή Χάιλμπουτ, γυμνιστής και οπαδός της επιστροφής στη φύση, ο οποίος συμπαρίσταται σε κάθε ευκαιρία στον «Μικρό», ενώ ο ίδιος δεν αφήνει τους άλλους να τον ποδοπατήσουν, παραμένει ο εαυτός του, καταφέρνει να περισώσει την αξιοπρέπειά του και στις χειρότερες συνθήκες. Ένας τύπος ο οποίος αποτελεί εκρηκτική εξαίρεση ανάμεσα στους υπολοίπους δευτερεύοντες ήρωες, που μπαινοβγαίνουν στον περίγυρο του Πίνεμπεργκ και της οικογένειάς του, από την προαγωγό μητέρα του μέχρι διάφορα άλλα χαρακτηριστικά ανθρωπάκια μιας κοινωνίας που καταρρέει.
Ο Χανς Φάλαντα δεν γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Το «Και τώρα, ανθρωπάκο;», με την «απεικόνιση της ζωής των χειρωνακτών και των μικροϋπαλλήλων και την αντιπαραβολή της με τον κόσμο των προϊσταμένων και των διευθυντών προϋποθέτει τη μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μυθιστορήματος», όπως επισημαίνει στην εισαγωγή ο Κώστας Κουτσουρέλης. Οι αναφορές του στο ναζισμό και στο επερχόμενο κακό ή στο θέμα των Εβραίων είναι υπαινικτικές. Στους τελευταίους αναφέρεται με συμπάθεια, σε αντίθεση με τον συνάδελφό του στην επαρχιακή επιχείρηση δημητριακών, τον Λάουτερμπαχ, τον οποίο περιγράφει με ειρωνεία: «δεν έπινε ποτέ σναπς, γιατί όφειλε να προστατεύσει την αρεία φυλή από τις εκφυλιστικές ναρκωτικές ουσίες» ή ότι «τους έλεγε τα πιο ωραία ανέκδοτα περί εβραίων για να τους προειδοποιήσει να είναι προσεκτικοί μ΄ αυτή τη φυλή» ή ακόμα «πήγε στους ναζί μόνο και μόνο επειδή σκυλοβαριόταν». Ο κεντρικός ήρωας, από την άλλη, δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, είναι άτολμος να αντισταθεί σε όσους και ότι ασκούν βία πάνω του. «Ήταν ένας ανθρωπάκος, δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος ή κάτι άλλο», διαβάζουμε. «Είναι κι αυτός ένας από τα εκατομμύρια των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται οι υπουργοί με τους λόγους που βγάζουν, που τους καλούν να ανασκουμπωθούν, να υπομείνουν τις στερήσεις, να κάνουν θυσίες…» Σε αντίθεση με την φύση αισιόδοξη αγαπημένη του, καταγόμενη από προλεταριακή οικογένεια, οι απόψεις της οποίας προσεγγίζουν τον κομμουνισμό.
Ωστόσο, ο καμβάς πάνω στον οποίο ο συγγραφέας βάζει τους ήρωές του, αντι-ήρωες σωστότερα, να κινούνται είναι ζωγραφισμένος με χρώματα που δείχνουν την τραυματισμένη ακμή της μεγαλούπολης λίγο πριν βουλιάξει στα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμη και οι σκηνές της διασκέδασης στα καταγώγια και τα καμπαρέ της εποχής, οι στιχομυθίες και τα δρώμενα, παρουσιάζουν μια κοινωνία που παραπαίει. Η επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα αναδύεται από την συνολική ατμόσφαιρα και παρότι ο Φάλαντα αποφεύγει τις ευθείς αναφορές μεταφέρει με ακρίβεια τα πρώτα στάδια της επώασης του αυγού του φιδιού. Η Έμα είναι σαφής: «…κάνοντας αυτό που κάνουν τώρα εδώ και χρόνια με τους εργάτες και τώρα με μας, γεννούν θηρία και θα το πληρώσουν, Μικρέ. Σ΄ το λέω!»
Σημειωτέον ότι αρκετά αποσπάσματα από το αρχικό κείμενο του βιβλίου, γύρω στις εκατό σελίδες, που μιλούν για την νυχτερινή ζωή στο Βερολίνο, τα καταγώγια, τους Εβραίους, τους γυμνιστές ή πολιτικού και σεξουαλικού περιεχομένου σκηνές, κόπηκαν από την πρώτη έκδοση του 1932, για το φόβο της αντίδρασης των ναζί. Η εξαιρετική μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου για την ελληνική έκδοση βασίζεται στην ολοκληρωμένη μορφή του βιβλίου που κυκλοφόρησε πέρυσι στη Γερμανία, δίνοντας στο έργο του Φάλαντα νέα πνοή. Η επιτυχία του αποκατεστημένου μυθιστορήματος ήταν σίγουρη αφού συνέπιπτε με την σημερινή οικονομική κρίση.
Η σταδιακή μετάβαση του κεντρικού ήρωα, και του περίγυρού του, προς την εξαθλίωση, με άλλα λόγια η προλεταριοποίησή του, αντικατοπτρίζεται και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί με περισσή δεξιοτεχνία ο Φάλαντα. Αρχικά ο Πίνεμπεργκ διατηρεί μια κόσμια, καθωσπρέπει γλώσσα, αλλά όσο υποβαθμίζεται κοινωνικά, όσο εξοντώνεται ψυχολογικά, τόσο εκπίπτει η επισημότητα και η ευπρέπεια του λόγου του, τόσο λιγότερο μιλά και μειώνονται οι διάλογοι στο κείμενο. Το μόνο που δεν εκπίπτει είναι η αγάπη του ζευγαριού και η ακατάβλητη στάση του «Μαναριού»: «Είναι τόσο ωραίο να έχεις κάποιον για τον οποίον να δουλεύεις και να νοιάζεσαι, τέλος πάντων, κατά τη γνώμη μου να νοιάζεσαι κι ας είσαι και άνεργος. Είναι τόσο ωραίο να έχεις κάποιον να τον παρηγορείς». Ένας ύμνος στην αγάπη.
Αν και το «Και τώρα, ανθρωπάκο;» απάλλαξε, όταν πρωτοεκδόθηκε, τον συγγραφέα του από τις οικονομικές έγνοιες, επιφέροντάς του σημαντικά κέρδη από τις πωλήσεις, ο ίδιος τυφλωμένος από την επιτυχία παραδόθηκε πάλι στα παλιά του πάθη, το αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες. Τη ζωή του ανθρωπάκου, που τον ταυτίζει σε ένα βαθμό με τον ήρωά του, ο Χανς Φάλαντα, ψευδώνυμο του Ρούντολφ Ντίτσεν, (1893-1947) βίωσε και ο ίδιος, έχοντας περάσει κατά καιρούς εξοντωτικά οικονομικά προβλήματα, αλλάξει επαγγέλματα, ζήσει σε φυλακές και ψυχιατρικά άσυλα, και καταναλωθεί από κάθε λογής εξαρτήσεις. Οι πολιτικές του απόψεις υπήρξαν θολές και η στάση του απέναντι στο ναζισμό όχι ξεκάθαρη – πολλοί τον κατηγορούν ως «νεροκουβαλητή των ναζί» κι άλλοι μιλούν για έναν άνθρωπο που δεν ήταν ναζί, ούτε όμως και αντιφασίστας (κατατοπιστικό σχετικά το Επίμετρο). Παρόλα αυτά είναι από τους λίγους που με τόση ενάργεια έχουν αποδώσει το κλίμα της εποχής, όπως στο αριστουργηματικό «Και τώρα, ανθρωπάκο;» Στα ελληνικά κυκλοφορούν δύο ακόμα αριστουργήματα του, «Ο πότης» (εκδ. Κίχλη) και «Μόνος στο Βερολίνο» (εκδ. Πόλις).
info: «Και τώρα, ανθρωπάκο;» Χανς Φάλαντα, εκδόσεις Guterberg, σελίδες 636