Της Σωτηρίας Καλασαρίδου (*)
Θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μας ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ως θολή και τραυματική, ιστορική περίοδος για την ανθρωπότητα θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας καλοστημένης παρωδίας σε ένα μυθιστόρημα; Ο Τζόναθαν Κόου μας γνέφει καταφατικά στο προαναφερθέν ερώτημα μέσα από το καινούριο του μυθιστόρημα που φέρει τον τίτλο Expo 58 και εκδόθηκε πριν από μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Πόλις σε μια θαυμάσια φιλοτεχνημένη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Ο κεντρικός ήρωας του εν λόγω μυθιστορήματος, ο οποίος ακούει στο όνομα Τόμας Φόλεϊ και εργάζεται στην Κεντρική Διεύθυνση Πληροφοριών της Βρετανίας, αποστέλλεται για ένα εξάμηνο στο Βέλγιο και πιο συγκεκριμένα στις Βρυξέλλες, με αποστολή την εποπτεία της βρετανικής παμπ «Μπριτάνια», η οποία αποτελεί κομμάτι της βρετανικής παρουσίας στη διεθνή έκθεση του 1958. Η Expo 58 υπήρξε η πρώτη μεγάλη παγκόσμια έκθεση που πραγματοποιήθηκε μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου σε ένα ιστορικό momentum της παγκόσμιας κατασκοπίας, αφού οι πράκτορες αφθονούσαν τόσο στο μπλοκ των Ανατολικών όσο και στην απαστράπτουσα Δύση. Με άλλα λόγια, ας αναλογιστούμε το πολλαπλό ενδιαφέρον της συνύπαρξης, πολλώ δε μάλλον της γειτνίασης, των περιπτέρων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης μέσα στον χώρο μιας έκθεσης το 1958, όταν δηλαδή ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν ακόμη στο ζενίθ του.
Τα γεγονότα και τα πρόσωπα που πλέκουν και γεμίζουν τον μυθιστορηματικό ιστό του Expo 58 ανεβάζουν την αδρεναλίνη του αναγνώστη και του αποσπούν αβίαστα ένα ειλικρινές γέλιο, αποπνέοντας μια γοητεία παλιού, καλού σινεμά με «το άγγιγμα του Χίτσκοκ»: σαγηνευτικές και μη, γυναικείες και ανδρικές παρουσίες διαφορετικών εθνικοτήτων, λαμπερές δεξιώσεις και πάρτι, μποέμ ζωή, ρομαντικές αποδράσεις σε ηλιόλουστες εξοχές, πριβέ γεύματα σε ακριβά εστιατόρια, σασπένς, υφέρπων ερωτισμός αλλά και έρωτας, ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό ανθρώπων, παραδόσεων και ηθών αποτελούν τα βασικά συστατικά της πλοκής. Ως πινελιά συγγραφικής εκζήτησης που συμβάλλει στην εξέλιξη του μύθου μπορούμε να θεωρήσουμε και το γκροτέσκο σετ συμπληρωματικών χαρακτήρων, των Γουέιν και Ράντφορντ, που είναι βγαλμένοι από το σελιλόιντ της μεγάλης οθόνης· ποιος δεν αναγνωρίζει στα πρόσωπα των Βρετανών πρακτόρων, που γίνονται η σκιά του ταλαίπωρου Φόλεϊ, στοιχεία από τις κωμικές, κινηματογραφικές φιγούρες των Charters και Caldicott της ταινίας του Άλφρεντ Χίτσκοκ Η κυρία εξαφανίζεται (1938).
Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο διακειμενικών επιρροών μπορεί να ιδωθεί και ο ενοφθαλμισμός του σώματος του εν λόγω μυθιστορήματος με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ίαν Φλέμινγκ Από τη Ρωσία με αγάπη (1957) με πρωταγωνιστή τον πιο διάσημο κατάσκοπο ανά την υφήλιο, τη γνωστή σε όλους μας περσόνα του Βρετανού πράκτορα Τζέημς Μποντ. Πρέπει να σημειωθεί πως τη χρονιά της έκθεσης των Βρυξελλών ο Μποντ ήδη είχε πρωταγωνιστήσει σε έξι βιβλία του Φλέμινγκ, προκαλώντας αναγνωστική φρενίτιδα, στοιχείο που ο Κόου αξιοποιεί ευφυώς στο βιβλίο του τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε αυτό της φόρμας. Ο Κόου επομένως χαρτογραφεί ιδιότυπα την ψυχροπολεμική συμπεριφορά Δυτικών και Ανατολικών, αφού η ματιά που ρίχνει στα γεγονότα περνά μέσα από την παρωδία, τη λεπτή ειρωνεία, τις κωμικές εκφάνσεις, και τις σημαντικές δόσεις χιούμορ, το οποίο υπερέχει βεβαίως της διαφανούς μελαγχολίας που διακριτικά περιμένει στη γωνία στο τέλος του βιβλίου.
Μια ακόμη από τις ιδιοτυπίες του Expo 58 είναι πως αποτελεί ένα μυθιστόρημα που διαλέγεται με ένα αρκετά παλιότερο, έντονα δραματικού ύφους, μυθιστόρημα του Κόου που τιτλοφορείται Σαν τη βροχή πριν πέσει (Πόλις, 2007), καθώς κάποιοι από τους ήρωές του εμφανίζονται στο νέο του μυθιστόρημα. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο Τζόναθαν Κόου συνθέτει ένα μυθιστόρημα το οποίο συνομιλεί ανοιχτά με ένα προηγούμενό του· κάτι αντίστοιχο είχε πραγματοποιήσει με το σετ βιβλίων, Η Λέσχη των Τιποτένιων (Πόλις, 2001) και Ο Κλειστός κύκλος (Πόλις, 2005), το οποίο και υπήρξε η ακριβής συνέχεια της Λέσχης των Τιποτένιων. Η ιδιοτυπία στην καινούρια συνύπαρξη των μυθιστορημάτων του Κόου δεν εδράζεται στο ότι το Expo 58 και το Σαν τη βροχή πριν πέσει μοιράζονται από κοινού στις σελίδες τους κάποιους ήρωες, αλλά εντοπίζεται κυρίως στη διαφορετική αύρα που αναδύουν τα δύο προαναφερθέντα μυθιστορήματα, η οποία συμβάλλει στη θεμελίωση ενός διαλόγου με βάση το αντιθετικό δίπολο δράματος – κωμωδίας.
Ο Κόου όμως ταυτόχρονα πετυχαίνει με το παρόν μυθιστόρημα μία ακόμη ιδιοτυπία· με την εξιστόρηση των γεγονότων δεν αποτίνει μόνο φόρο τιμής στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά καταρρίπτει εντονότερα παρά ποτέ το στερεότυπο που θέλει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, το οποίο ενσωματώνει στοιχεία που του διασφαλίζουν εμπορικότητα, να βρίσκεται σε αντιστρόφως ανάλογη σχέση με την ποιότητα ― όπως κάτι αντίστοιχο πέτυχε στο επίπεδο του κινηματογράφου και ο συμπατριώτης του Άλφρεντ Χίτσκοκ ― απενοχοποιώντας έτσι την ανάγνωση της καλής λογοτεχνίας από το σύμπλεγμα που τη θέλει οπωσδήποτε προσκολλημένη στις βαρύγδουπα δοσμένες αξίες. Και με το παρόν του αναγνώστη «τι γίνεται;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Μα το εν λόγω βιβλίο δεν μπορεί να μην επιτελεί ταυτόχρονα, σκόπιμα βεβαίως, και μιαν άκρως ψυχαγωγική λειτουργία, καθώς αποτελεί ένα άριστο αντικαταθλιπτικό στον καιρό της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Είναι, μπορεί να ισχυριστεί κανείς, σαν ο Κόου να μας κλείνει το μάτι και να μας λέει: «Κρίση είναι, θα περάσει, όπως τόσες και τόσες άλλες!».
(*)
Η Σ. Καλασαρίδου είναι Δρ. Διδακτικής της Λογοτεχνίας