της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Μιλώντας για τον Στόουνερ του John Williams, θα ξεκινήσω από κάτι που μοιάζει ήσσονος σημασίας: την εισαγωγή του οριστικού άρθρου στην ελληνική απόδοση του τίτλου, πράγμα στο οποίο δεν είμαστε συνηθισμένοι όταν οι τίτλοι λογοτεχνικών κειμένων συνίστανται σε κύρια ονόματα, και αποδεικνύεται εξαιρετικά εύστοχη επιλογή, απολύτως ταιριαστή στον έντονα ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα της συγκεκριμένης μυθοπλασίας.
«Στη γλώσσα που το λογοτεχνικό κείμενο ομιλούσε και ομιλεί», γράφει κάπου ο Στέφανος Ροζάνης, «ο ήρωας δεν είναι “όνομα αντικειμενικό”, υπερπραγματικότητα δηλαδή που αποκτά αντιπροσωπευτικότητα μέσω της τυπικότητος των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Αντίθετα, βρίσκεται διαρκώς στο σταυροδρόμι του κόσμου, μέσα σε έναν αγώνα να αναγνωρίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, να ερωτήσει περί του κόσμου μέσω της ατομικότητός του, μέσω των θραυσμάτων της εμπειρίας του, και όχι να δεχθεί ο ίδιος ένα ερώτημα περί του κόσμου μέσω της αναγωγής του σε καθολικότητα, σε συμβιβασμό δηλαδή με μιας απόδοση σημασιών στον κόσμο».[1]
Στο μυθιστόρημα του Williams, διατρέχουμε την αφήγηση μιας ολόκληρης ζωής, εκείνης του Γουίλιαμ Στόουνερ, από την ηλικία των έξι ετών, μέχρι τον θάνατό του στα εξήντα πέντε του, μετά από μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία ως καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μιζούρι. Αν ήθελε κάποιος να βάλει μια ταμπέλα στο εν λόγω αφήγημα, θα μπορούσε να το κατατάξει στο είδος του campus novel (ακαδημαϊκό μυθιστόρημα), στην πραγματικότητα όμως ξεφεύγει αρκετά από τον γενικευτικό αυτό προσδιορισμό, χρησιμοποιώντας τον μικρόκοσμο τού πανεπιστημίου ως μια εργαστηριακά ρεαλιστική αλληγορία σχετικά με τους κλυδωνισμούς της αμερικανικής κοινωνίας κατά την εποχή στην οποία αναφέρεται.
Γραμμένο το 1965, με την πλοκή του να τοποθετείται χρονικά μια γενιά πίσω, «Ο Στόουνερ» αποτυπώνει την κρίση της υποκειμενικότητας και του ουμανιστικού διαφωτιστικού ιδεώδους ως κληρονομιά της αμερικανικής διανόησης του 19ου αιώνα, τοποθετώντας στο επίκεντρο έναν ήρωα «που λέει την αλήθεια, που διακονεί μια τέχνη, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με την κουταμάρα ή την αδυναμία ή την ανεπάρκειά του ως άντρα».[2] Πρόκειται για έναν άνθρωπο που υποφέρει από μοναξιά, έναν διανοούμενο με μόνο του πάθος την εμμονή στο καθήκον (για το οποίο δεν τρέφει καν την αυταπάτη της ανωτερότητας ή της υπεροχής, έχοντας «επίγνωση του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτό που ένιωθε για το αντικείμενό του και σ’ αυτό που μετέφερε στην τάξη»[3]), έναν απροσάρμοστο στον αμερικανικό τρόπο ζωής, στην κοινωνική συνύπαρξη και στις σχέσεις με το άλλο φύλο, που μετεωρίζεται διαρκώς μεταξύ της αποδοχής και της απόρριψης των επιθυμιών του, χωρίς να διεκδικεί κανένα μερίδιο στην ευτυχία, παρά μόνο, μέσω ενός παράδοξου, ηττοπαθούς ναρκισσισμού, τον σχεδιασμό ενός εύληπτου προορισμού καθώς και, κυρίως, το δικαίωμα στην επιλογή και διεκπεραίωση τού εαυτού.
Η πορεία που διαγράφει ο Στόουνερ κινείται μεταξύ του αυτεπάγγελτου πρωταγωνιστή και του παρατηρητή της ζωής του, και σκιαγραφεί γι’ αυτόν εν τέλει ένα πορτρέτο που τον παγιδεύει αρχικά μέσα στην τυραννική συνθήκη της σκληρής δουλειάς στη γη, και στη συνέχεια μέσα σε μια ανικανοποίητη έως και περιθωριακή ακαδημαϊκή ζωή και έναν αδιέξοδο και θλιβερό γάμο. Τα πρόσωπα που ορίζουν τις αλληλεπιδράσεις του μέσα σε καθένα από αυτά τα περιβάλλοντα σκιαγραφούνται με έναν τρόπο διεισδυτικό αλλά εν μέρει ψυχρό, όπως ακριβώς περιγράφεται και η σχέση του μαζί τους, μέσω μιας συναισθηματικής ζωής που ταλαντεύεται μεταξύ βαθιάς εμπλοκής και αποστασιόποιησης, λες και ο ίδιος ο ήρωας επιχειρεί να περιγράψει τον εαυτό του ως βασικό χαρακτήρα του χρονικού της ζωής του. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και το έντονα αρνητικό πρόσημο που προσλαμβάνει σταδιακά η σύζυγός του Ίντιθ, ιδωμένη καθώς προβάλλει μέσα από το πρίσμα όλης της εμπάθειας ενός δυνητικά πραγματικού προσώπου που επενδύεται τον ρόλο του αφηγητή και επιχειρεί την ανασύστασή της.
«Η μόρφωσή της βασιζόταν στην προϋπόθεση ότι θα λειτουργούσε σαν προστασία στα μεγάλα εμπόδια που η ζωή ενδεχομένως να έσπερνε στο δρόμο της», επισημαίνει ο αφηγητής ή ο Στόουνερ ως μυθοπλαστικό Εγώ του, «όπως και στην προϋπόθεση ότι το μόνο καθήκον της Ίντιθ θα ήταν να είναι ένα χαριτωμένο και τέλειο εξάρτημα αυτής της προστασίας, εφόσον ανήκε σε μια οικονομική και κοινωνική τάξη στην οποία η προστασία ήταν σχεδόν ιερή υποχρέωση». Μέσω μιας στρατηγικής, λοιπόν, που φέρει το προσωπείο της αγάπης και της φροντίδας έναντι του οποίου ο Στόουνερ καθίσταται εντελώς ανίσχυρος, η συζυγική του καταδίκη τού αφαιρεί όχι μόνο την ενέργεια και τη διάθεση να διεκδικήσει την ερωτική ευδαιμονία από την παράνομη σχέση του με μια νεαρή καθηγήτρια που την υποσχόταν, αλλά και τις προϋποθέσεις για μια υγιή σχέση με την κόρη του. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ενδο-πανεπιστημιακούς ανταγωνισμούς, κυρίως εκείνον με τον άσπονδο εχθρό του Χόλις Λόμαξ (την πιο σκοτεινή και αμφιλεγόμενη φιγούρα της ιστορίας) όπως και με τον Γκόρντον Φιντς, που επιστρέφοντας παρασημοφορημένος από τον στρατό φτάνει μέχρι και τον βαθμό του κοσμήτορα της Σχολής, μια σχέση την οποία ο Στόουνερ βιώνει από τη μία ως μια ουσιαστική αν και χωρίς πνευματική συγγένεια επένδυση ζωής, και από την άλλη ως μια αναγκαία αλλά όχι δυσάρεστη κοινωνική συναναστροφή που στήνει γύρω του ένα προστατευτικό πλέγμα, βγάζοντάς τον ενίοτε από τον κύκλο του αυτισμού του.
Στο κείμενο του Στόουνερ, μέσω της λεπτομερειακής περιγραφής, της κοινωνικής ακρίβειας, της αφηγηματικής οικονομίας και της υφολογικής λιτότητας, ο Γουίλιαμς μοιάζει να πραγματοποιεί μια «υποψιασμένη» επιστροφή στην αναπαραστατική ιδιότητα της γραφής και στην προσκόλληση στην εντοπιότητα και την καθημερινότητα, τονίζοντας τις έννοιες της κληρονομικότητας και του περιβαλλοντολογικού ντετερμινισμού, προκειμένου να αποκαλύψει την κατάρρευση του κοινωνικού ιστού και την ψυχολογική αποξένωση του ήρωα, χρησιμοποιώντας τον μικρόκοσμο του πανεπιστημίου που ανοίγεται στον πόλεμο και στην πολιτική στα χρόνια της Ύφεσης, προκειμένου να μιλήσει για την αμετάκλητη ιστορικότητα και χρονικότητα του ατόμου.
Καλύπτοντας την απόσταση μεταξύ της συγκίνησης και της επιμονής στη λεπτομέρεια ενός Τόμας Γούλφ μέχρι την εμμονικά αυτοβιογραφική, εξομολογητική τάση ενός Φίλιπ Ροθ, ο συγγραφέας, χωρίς να θέλει να καινοτομήσει, να μοντερνίσει, να ξαφνιάσει, δείχνοντας να μην έχει καν την πρόθεση της εξουσίασης του κειμένου, προσφέρει μια ιστορία ειπωμένη με εντιμότητα και ενάργεια που δίνει στον αναγνώστη τη βεβαιότητα πως έχει να κάνει με ένα ήπια και διεισδυτικά σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, και έναν ήρωα που παραπέμπει σε μια εμπεδωμένη, βουβή έως και θετικά επενδυμένη σαρτρική, υπαρξιακή έννοια του υποκειμένου, το οποίο αντιλαμβάνεται την αυθεντικότητά του μέσα στο ίδιο του το μηδέν.
«Ήταν σαν να μπορούσε, κατά βούληση, να βγαίνει από το σώμα του και να παρακολουθεί τον εαυτό του σαν κάποιον περιέργως γνώριμο άγνωστο, ο οποίος έκανε τα περιέργως γνώριμα πράγματα που όφειλε να κάνει», διαβάζουμε στη σελίδα 267. «Όμως το μέλλον για τον Γουίλιαμ Στόουνερ διαγραφόταν λαμπρό, σίγουρο και χωρίς μεταβολές. Ο ίδιος το έβλεπε όχι σαν ροή γεγονότων, αλλαγών και προοπτικών, αλλά σαν μια περιοχή που ανοιγόταν μπροστά του και τον περίμενε να την εξερευνήσει. Το έβλεπε σαν τη μεγάλη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, στην οποία θα μπορούσαν να χτιστούν καινούργιες πτέρυγες, να προστεθούν καινούργια βιβλία, να αποσυρθούν ορισμένα παλιά, πάντως η αληθινή τους φύση θα έμενε αναλλοίωτη. Έβλεπε το μέλλον του στον θεσμό στον οποίο είχε αποφασίσει να αφοσιωθεί και τον οποί μόνο εν μέρει κατανοούσε· φανταζόταν ότι θα άλλαζε ως άνθρωπος μέσα σ’ αυτό το μέλλον, πάντως το μέλλον καθαυτό το έβλεπε μάλλον σαν εργαλείο της αλλαγής παρά σαν αντικείμενό της».[4]
info: John Williams «Ο Στόουνερ», μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg, σειρά Aldina)
[1] Στέφανος Ροζάνης, Το κείμενο και ο σωσίας του, Αθήνα: Ψυχογιός, 2003, σελ. 54.
[2] Σελ. 174.
[3] Σελ. 172.
[4] Σελ. 54.