του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (*)
ΣΤ΄
Νύχτα μ’ ευφρόσυνου χορού ανασύσταση σταματημένου έξω από τον κύκλο των βημάτων που άλλοτε τον συγκρατούσαν είδος μετέωρου θόλου με τη μουσική ν’ ακούγεται από μνήμης στων χορευτών τη διάτρητη ακοή και με όπου δάκρυ ο ρυθμός να διαλύεται πρόσχαρης μέρας σαθρό αποτύπωμα όσο. Εγώ δεινός υποβρύχιος κολυμβητής υποτελής μιας βιαστικά κρατημένης ανάσας πυρπολημένης από φως ιλαρό πετρωμάτων ασύνταχτων στο πρώτο άπλωμα του χεριού χώμα βυθού αναδεύεται με συνοδεία ατμών τιτάνιας δύναμης μα και πειθήνιας τρυφερότητας γδαρμένης όμως από βλέμματα νυχτόβιων φόβων βλοσυρά. Στου ποδιού το ελάχιστο προωθητικό τίναγμα σπάει ο μηρός γίνεται θρύψαλα η κραυγή σκορπάει το σμάλτο των δοντιών και κλέφτη αβέβαια βήματα σέρνονται στην επιφάνεια βίαια διακόπτοντας το τέντωμα των χορδών το θαύμα της διάρκειας μεμονωμένων κρουστών ήχων με αδιαφορία προκλητική για το αύριο που και να ’ρθει κενό θα ηχήσει αλλοπρόσαλλης νεότητας κύμβαλο επειδή συμμαχίας ανίερης προϊόν είναι το όνειρο και σταμάτημα φόβου στην άκρη ακριβώς μετέωρης εξέδρας.
Θ΄
Στους λευκούς κροτάφους της λύπης θροΐζει εφτασφράγιστο πένθος Φταίει η βοσκή που απλώνεται μεσίστιο χόρτο και βελάζουν τα άσπρα βλέμματα γαλάζιους ύμνους με θρήνου ανταύγεια σε άκαμπτου γόνατος το αθέατο σημείο. Διαφάνεια δέρματος καλύπτει των αποδημητικών σκέψεων τα περάσματα μπορεί επειδή με τον καιρό μαλακώνει ο φόβος και μεγαλώνει το θράσος των λουλουδιών της γύρης τους η έπαρση.
[Στο παγωμένο μέτωπο έκπτωτος πυρετός σε σκόρπιες γραμμές υδραργύρου θροΐζει μνήμες φύλλων φθινοπωρινών και συλλαβές ονομάτων. Καθημερινός διανομέας της λύπης ο ήλιος αν και κανείς τώρα πια δεν θυμάται το φοβερό ράμφος της δικαιοσύνης και άρα εκείνο το άστρο του πρωινού αδίκως καίει χαρμόσυνα επειδή όλα σημαίνουν ουρανού αυστηρότητα και χαμήλωμα λίγο της στάθμης του τόσο που ακούς του γαλάζιου το ράγισμα και ύστερα οι ώρες να σκάνε φουσκάλες αφρού εκτεθειμένου στο διάφανο δέρμα του αέρα. Όλα τα προμηνούσε το κλάμα σκύλου αθέατου το τριχωτό στήθος της νέας μητέρας και το γάλα χυμένο σε ξερό χόρτο ν’ αχνίζει αγάπης δροσιά και αδέξια να γέρνει κατά τη θηλή τυφλό κεφάλι ολόξανθο από φως.]
ΙΗ΄
Η ευπάθεια του κίτρινου μπορεί επειδή της πτώσης του η μνήμη διατηρεί το ρίγος σε διαρκή ετοιμότητα ή μπορεί να οφείλεται στου χώματος τη διαρκή επαγρύπνηση παρά την άσκοπη εναλλαγή των εποχών που αδιαφορούν προκλητικά για τη σταθερότητα των αποχρώσεων όσο το λευκό δεν ελαφραίνει τον ίσκιο απλώς τον διαιρεί μ’ επιδέσμους αθόρυβα εντελώς. Το γάλα της νύχτας εξάλλου πάντα θα διεκδικεί τη λευκότητά του μέχρις εσχάτων. Η μουσική το ξέρει αυτό και κρατάει σταθερές τις αποστάσεις της από το ρευστό μέταλλο της σιωπής επειδή το θαύμα το θαύμα του θανάτου απλώνεται χωρίς αξιώσεις φήμης ή έστω απλής αποδοχής εμφανίζεται στις πιο ταπεινές διασταυρώσεις των ωρών και ολοφύρεται στη θέα θαυμαστικών επιφωνημάτων επειδή το θαύμα του θανάτου δεν είναι παρά το γυμνό σώμα μιας μέρας ξαπλωμένης σε ολόλευκο μάρμαρο.
ΙΘ΄
Ψίθυροι ακαλλιέργητοι και συρίγματα φιλιών αναρτημένων κατά μήκος των λεωφόρων τ’ ουρανού όπου οι εξατμίσεις εκβάλλουν γαλάζια αιωνιότητα και οι συνοικίες ονειρεύονται μελλοντικούς πρωτοπλάστους με όλα τα σύνεργα της αμαρτίας παρατημένα βιαστικά σε μέρος απροσάρμοστο στο φως κι όπου ένα βάρος ίσκιου ανθεί νοερού μετάλλου ρινίσματα και χνούδι απρόσβλητο στην αλλαγή των εποχών σαν μια παλάμη ολάνοιχτη που αδιάντροπα επαιτεί και αδιαφορεί για όσους ποτέ δεν καθρεφτίστηκαν γιατί απλούστατα δεν χώρεσαν ποτέ στο υπερούσιο πλαίσιο μιας ματιάς εκτεθειμένοι στο κυμάτισμα του επάργυρου γυαλιού παλιού καθρέφτη. Βέβαια οι κυλιόμενες αποστάσεις των ποταμών είναι γνωστό ότι αντιστέκονται στη φαινομενική αδιαφορία μιας όχθης προορισμένης για συνεχείς αποχωρισμούς κι εξάλλου εγώ δεν είμαι παρά η αφανής προέκταση των αποστάσεων που διάνυσα μαζί και η άγονη διασταύρωσή τους και το βουβό σημείο συνάντησης αυτουργών ζωής που αμήχανα ορίζεται όπως όταν αιφνίδια παγώνει η λίμνη του μαξιλαριού και το κεφάλι αγέρωχα προτάσσει μέτωπο αρυτίδωτο ή νερό που μονίμως ακροβατεί απλησίαστο από τη μια μορφή του στην άλλη. [Άγουρες μέρες της παραφοράς γυμνές καμπύλες παρανάλωμα ηδονής πόσο ανενδοίαστα γίνεστε απλές αρθρώσεις του καιρού και αδέξιες κινήσεις του όρθρου.]
ΚΓ΄
Του άστεγου η πρωινή προσευχή της γνάθου ταπεινά οράματα που ας ήταν να υψωθούν ως της τροφής το ουράνιο μάσημα ή εκεί που η πείνα γδέρνει το γαλάζιο και ονειρεύεται στρατιές αγγέλων να εφορμούν σε κάδους με απαστράπτοντα κομμάτια φεγγαριού και περισσεύματα ηχηρά πλούσιων δείπνων. Της γνάθου η αιώνια προσταγή ας μαλάκωνε για λίγο όπως μαλάκωσε η πέτρα και προσκέφαλο έγινε άστρου που ξεστράτισε ή νερό πριν γίνει σκέψη ο ήχος του σε ρυάκια του μυαλού προτού χυθεί και λέω ας όψεται του φόβου η διαφάνεια και της έπαρσης το κούφιο ανέβασμα μπροστά στον κίνδυνο ενός αφανισμού ευμετάβλητου με άλλοτε νύχτας μίμηση και άλλοτε φωτιάς πυρπολημένης από τις φλόγες της.
[Ψίθυροι σκέψης και φτερά διάφανου βουητού κομπόδεμα φιλιών σε λόγια ανάμεσα και άχραντη σιωπή μπορεί επειδή ισχύουν κι εδώ τα αδέκαστα μόρια μιας δικαιοσύνης τυφλής πισθάγκωνα δεμένης ιέρειας της ανάγκης κι επειδή το υδαρές βλέφαρο του ονείρου ανοίγοντας δεν άφησε τοπίο να μπει αλλά ένας ήχος πισωπάτησε τρικλίζοντας και μετέτρεψε σε κλάμα την καταγωγή του γέλιου αγέννητου παιδιού κυνηγημένου από ανάερους φόβους και ίσκιους επιρρεπείς σε επιχειρήματα έωλα σκαρφαλωμένους σε υπερώα κοιλώματα νύχτας αμέτοχης στων άστρων τον επιούσιο ορυμαγδό.]
ΚΗ΄
[…παρά η απόσταση να αιμορραγεί καλύτερα η θερμοκρασία της μήτρας και τα υγρά του τέλους να κρατούν των κυττάρων το ίσο και ίσως καλύτερα χέρια επαιτείας διάσπαρτα να πλέκουν το εγκώμιο της φιλανθρωπίας παρά να περιφέρονται αγκαλιές του άδειου εμβλήματα.] Αποκαλώ επιδημία της πέτρας το τέλειο βλέφαρο ενός βάρους κοιμισμένου στην καρδιά του αυτό το αδέκαστο σύμβολο ουρανού συννεφιασμένου από διαρκείς εκκλήσεις βοήθειας όσο απλώνονται κατά μήκος οδών ακυβέρνητων παραδομένων στην αχαλίνωτη ορμή του μετάλλου στη νυσταλέα γοητεία της χυμένης βενζίνης που στους αδιόρατους ατμούς της αιωρούνται μόρια και ονόματα προς το παρόν ακατέργαστα επειδή και τ’ αγάλματα μπορεί να είναι ακίνητα και αγέλαστα στην όψη αλλά το μάρμαρο φρικιά παραδομένο ακόμη στα χτυπήματα της σμίλης και αθόρυβα εντελώς χαμογελάει από του βάθρου του τη σαθρή αιωνιότητα υπερασπίζοντας τα ισχνά δικαιώματα μιας αράχνης και παραβλέποντας την επιμονή των φτερών ασύστολα να εκμεταλλεύονται τα κύματα και τα κενά του αέρα όσο η σιωπή ισοδυναμεί με την ισχύ ενός αποξηραμένου λουλουδιού.
ΛΖ΄
[Έλα να σου δείξω πώς η μέρα διδάσκει τους αρχάριους του πένθους πώς παίρνει τα μέτρα της σιωπής του καθενός με τη μεταλλική μεζούρα της λύπης όσο ακόμα είναι αράγιστη μετά μετράει τα πέλματα τα σχηματίζει στην επιφάνεια ηχηρού χαρτιού με κάρβουνο βραδυφλεγούς φωτιάς ώστε άφοβα να περπατούν στους κήπους του εφιάλτη.]
( *) Προδημοσίευση αποσπασμάτων από την ποιητική σύνθεση Έκτακτο δελτίο καιρού που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι.