του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Η 14η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, κατάφερε να κάνει την έκπληξη, δημιουργώντας ευοίωνες προοπτικές για τα επόμενα χρόνια και ιδίως για το 2018 που η Αθήνα θα είναι Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου. Δεν θα μιλήσω ούτε για την οργανωτική δομή της διοργάνωσης ούτε για τις επιμέρους πολλές αρετές και λίγες αδυναμίες της. Κατέγραψε τα πάντα πολύ ωραία τις προηγούμενες ημέρες στον Αναγνώστη ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος με ένα λίαν σφαιρικό και κατατοπιστικό άρθρο («Τι είδε ένας αναγνώστης στην Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη», 15 Μαΐου 2017). Θέλω να μείνω από τη δική μου πλευρά στον διεθνή προσανατολισμό της έκθεσης που αποκτά για πρώτη φορά σάρκα και οστά.
Παρά την επιμονή των διοργανωτών να ονομάζουν διεθνή την έκθεση της Θεσσαλονίκης από το 2004 (όταν εγκαινιάστηκε η λειτουργία της), ποτέ στη δεκαπενταετία που μεσολάβησε δεν επιβεβαιώθηκε κάτι τέτοιο εμπράκτως. Η όντως οραματική ιδέα Χρήστου Λάζου κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς της θητείας του ως διευθυντή του ΕΚΕΒΙ για έναν ελληνικό θεσμό του βιβλίου με διεθνείς προδιαγραφές έμεινε πάντοτε στα χαρτιά. Όχι πως έλειψαν οι ξένοι συγγραφείς, όχι πως δεν υπήρξαν αφιερώματα με εξωστρεφή διάθεση, όχι πως δεν καταβλήθηκαν γενικά προσπάθειες για προσέλκυση του ενδιαφέροντος από το εξωτερικό. Όλα αυτά, ωστόσο, σπανίως ξεπέρασαν το όριο του αποσπασματικού, του προσωρινού και του τυχαίου, και δεν κατόρθωσαν παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις να μεταδώσουν ένα θετικό μήνυμα για τη δημιουργία προϋποθέσεων ικανών να εγγυηθούν έστω και υποτυπωδώς μιαν ορισμένη συνέχεια. Και αυτό ακριβώς είναι που έκανε τη διαφορά στη φετινή έκθεση: η εστίαση στη διεθνή της διάσταση μέσα από την αριστοτεχνικά οργανωμένη επιλογή των ξένων συγγραφέων. Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι όσοι εκλήθησαν να επισκεφθούν τη Θεσσαλονίκη έχουν αναγνωριστεί όχι μόνο στη χώρα τους, αλλά και διεθνώς, με βιβλία τα οποία υπερβαίνουν ως εξ ορισμού τον εθνικό τους ορίζοντα.
Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή τον κόσμο που συνέρρεε στις διεθνείς εκδηλώσεις της έκθεσης. Είχα συχνά την αίσθηση ότι οι άνθρωποι που γέμιζαν τον χώρο (μένοντας πολλές φορές όρθιοι), το έκαναν είτε διότι κινητοποιήθηκαν από τα έργα συγγραφέων τούς οποίους είχαν διαβάσει πρόσφατα στα ελληνικά (σε εξαιρετικές κατά κανόνα μεταφράσεις) είτε διότι ενδιαφέρονταν για τα ζητήματα με τα οποία ήξεραν ότι θα καταπιαστεί η θεματολογία των προγραμματισμένων συζητήσεων. Και μια και δεν μένει τίποτε απαρατήρητο, είναι σίγουρο πως οι προσκεκλημένοι συγγραφείς θα μεταφέρουν επιστρέφοντας στις χώρες τους αυτή την εμπειρία, στήνοντας σιγά-σιγά τα κυκλώματα τα οποία είναι απαραίτητα προκειμένου να μονιμοποιηθεί, αν όχι και να πολλαπλασιαστεί, το φετινό αποτέλεσμα. Και επειδή αρχή άνδρα δείκνυσι, θα πρέπει αφειδώλευτα να διατυπωθεί ο έπαινος και για Μανώλη Πιμπλή, τον νέο διευθυντή της έκθεσης. Πρόσωπο που ξέρει εκ των ένδον τον χώρο του βιβλίου (τους έλληνες και τους ξένους συγγραφείς, τους εκδότες, όπως και τα προβλήματα ή τις δυνατότητες της αγοράς), έφερε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο τα πράγματα, ανεβάζοντας στο ζητούμενο ύψος τις προσδοκίες μας. Σε έναν χρόνο (ίσως και λιγότερο) από σήμερα θα έχουμε ασφαλώς να πούμε απείρως περισσότερα.