Έγκλημα και λογοτεχνία

0
1200

Του Γιώργου  Νικολόπουλου (*). 

 

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η λογοτεχνία και οι λεγόμενες «ανθρωπιστικές επιστήμες» («sciences humaines») συνάπτουν μια, κατ’ αρχήν, προνομιακή και γόνιμη σχέση, αφού χρησιμοποιούν την ίδια «πρώτη ύλη» – το λόγο. Ειδικότερα, μάλιστα, επιστήμες όπως η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η εγκληματολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία κλπ, που μελετούν τις σχέσεις των ανθρώπων με νόμους και κανόνες (θείας ή ανθρώπινης προέλευσης), μοιράζονται με τη λογοτεχνία μια κοινή θεματολογία, αφού από το αρχαίο δράμα και τη Βίβλο μέχρι το σύγχρονο μυθιστόρημα η λογοτεχνία δεν παύει ν’ αναφέρεται σ’ εγκλήματα και παρεκκλίσεις, που η κάθαρσή τους επέρχεται, συχνά, με την αυτοκαταστροφή των ίδιων των δραστών. Άλλωστε – για να θυμηθούμε το γνωστό ειρωνικό σχόλιο του Κ. Μαρξ – «ο εγκληματίας … δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες»!

Εντούτοις, το λογοτεχνικό κείμενο δεν αποτελεί ένα αυτονόητο και ευκολοδιάβατο πεδίο επιστημονικής ανάλυσης, αφού απ’ τη μια παραμονεύει ο πειρασμός του ερευνητή να προβάλει πεισματικά τις μεθόδους και τα γνωστικά κεκτημένα της επιστήμης του πάνω στο σώμα του λογοτεχνικού κειμένου, ενώ απ’ την άλλη οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη τις αντιστάσεις που εκδηλώνει η ίδια η λογοτεχνία, μπροστά στον κίνδυνο να καταστεί απλό «υλικό για αναλύσεις», διακυβεύοντας, έτσι, την ίδια την ουσία της, δηλ. τη λογοτεχνικότητά της.

Αυτές οι παγίδες στήνονται, κατ’ αρχήν, από τις ίδιες τις λέξεις, που ακόμη κι αν ταυτίζονται μέσα στο λόγο της τέχνης και της επιστήμης (όπως π.χ. οι λέξεις «δίκη», «φυλακή», «φόνισσα», κλπ), εντούτοις η λογοτεχνική τους χρήση αναδεικνύει την πολυσημία, την αμφισημία, τη μεταφορική και συμβολική σημασία τους – δηλαδή ιδιότητες που, αν εκδηλωθούν μέσα σ’ ένα επιστημονικό εγχείρημα, προκαλούν, προφανώς, σύγχυση και υπονομεύουν την αξιοπιστία του.

Αλλά ούτε και οι διαχρονικές αναφορές της λογοτεχνικής θεματολογίας σε κανόνες, εγκλήματα και τιμωρίες καθιστούν αυτομάτως συμβατές τη λογοτεχνική και την επιστημονική αφήγηση, αφού η μεν πρώτη αναπτύσσεται προνομιακά στο πεδίο του φανταστικού – και μέσω αυτού μπορεί και δομεί τον «κόσμο» της – ενώ η δεύτερη ανα-δομεί την εμπειρική πραγματικότητα σε αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, γιατί μόνο έτσι μπορεί να την κατανοήσει, να την ερμηνεύσει και να παρέμβει σ’ αυτήν. Άλλωστε, ο επιστημονικός λόγος σημασιολογεί πάντοτε εκ των υστέρων τις κοινωνικές πράξεις, ενώ ο κόσμος της λογοτεχνικής αφήγησης συγκροτείται εξαρχής μέσα στην επικράτεια του λόγου και υφίσταται ταυτόχρονα ως πράξη και λόγος – όπως γράφει ο Έκο: «η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι μια κοσμολογική πράξη»!

Εν τέλει, η ποιοτική διάκριση ανάμεσα στην επιστημονική και τη λογοτεχνική αφήγηση έχει να κάνει με τον τρόπο που κάθε ιστορική περίοδος οριοθετεί το πεδίο της γνώσης, διαγράφοντας, κατ’ αντιδιαστολή, το πεδίο της μή-γνώσης. Πρόκειται, ουσιαστικά – σύμφωνα με τον Μ. Φουκώ – για τον τρόπο που εκδηλώνεται μέσα στην «τάξη του λόγου» η «βούληση της αλήθειας», «σαν ένα τεράστιο μηχανοστάσιο αποκλεισμού», που αποδυναμώνει όσες κατηγορίες λόγου κρίνονται αντίθετες με τους κανόνες της επιστημονικής αλήθειας κάθε εποχής. «Η δυτική λογοτεχνία – συνεχίζει ο Φουκώ – έψαχνε έρεισμα, εδώ κι αιώνες, στο φυσικό, στο αληθοφανές, στην ειλικρίνεια, ακόμη και στην επιστήμη – με λίγα λόγια στην αληθινή αγόρευση».

Αλλά και επιστήμες, όπως η εγκληματολογία, προσπαθούσαν να επιβεβαιώσουν τα πορίσματά τους μέσα στα πρόσωπα και τις καταστάσεις της λογοτεχνίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης συναντάμε, ήδη, από τις αρχές της θετικιστικής περιόδου της εγκληματολογίας, με τη μελέτη του E. Ferri “Oι εγκληματίες στην τέχνη και τη λογοτεχνία” (1895), όπου η λογοτεχνία αντιμετωπίζεται ως «ιριδίζουσα αντανάκλαση της ζωής» και «ανθρώπινο ντοκουμέντο», ενώ ελέγχονται οι συλλήψεις του καλλιτέχνη για την πιστότητά τους στα «θετικά δεδομένα» της επιστημονικής εμπειρίας και επικρίνεται ο συγγραφέας για την «προσοχή» και τη «συμπάθεια» που δείχνει προς τους εγκληματίες, ενώ έπρεπε – σύμφωνα με τα λόγια του Ferri – «να στραφεί πάνω στο ξεχασμένο πλήθος των τιμίων ανθρώπων που υποφέρουν».

Αυτή η υποβολή της λογοτεχνίας στον έλεγχο της «επιστημονικής αλήθειας» και η αναγωγή της σε αντικείμενο εγκληματολογικών αναλύσεων φτάνει μέχρι τις μέρες μας, όπως δείχνει χαρακτηριστικά η ψυχολογική – ψυχαναλυτική προσέγγιση του A.Verde στον «Ξένο» του Α. Καμύ (1991)· γράφει χαρακτηριστικά ο Verde: «μια από τις πιθανές λειτουργίες της χρήσης των λογοτεχνικών έργων στην εγκληματολογία και την ψυχολογία είναι να μας εφοδιάζει με ‘κλινικές περιπτώσεις’ για να τις χειριστούμε σα να ήταν αληθινές, με σκοπό να γεννήσουν και να επαληθεύσουν τις υποθέσεις μας. Αν η κλινική γνώση είναι αφήγηση, προκύπτει αυτομάτως το αντίθετο πρόβλημα: είναι δυνατόν να μετατρέψουμε την αφήγηση σε κλινική περίπτωση;» Η απάντηση του Verde σ’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα είναι καταφατική, εφόσον, «κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ήρωες αποκτούν μια διάσταση που τους καθιστά σχεδόν ‘αληθινά’ πρόσωπα. Αυτή ακριβώς η αφηγηματική τεχνική, … προσφέρεται με θαυμάσιο τρόπο για να χρησιμοποιηθεί ‘σαν να’ ήταν το μυθιστόρημα μια κλινική περίπτωση, σαν ο λόγος του ‘αφηγηματικού εγώ’ να ήταν ο λόγος του ασθενή».

Εντούτοις, αυτή η αναγωγή της λογοτεχνικής αφήγησης σε μια κλινική πραγματικότητα, περιορίζει δραστικά τις δυνατότητες για μια βαθύτερη αναζήτηση των νοημάτων της. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι ο Verde αγνοεί εντελώς στην ανάλυση του «Ξένου» το στοιχείο του «παραλόγου». Μπορούν, όμως, να αναδειχθούν τα νοήματα του έργου χωρίς αυτό; Και πώς θα κατανοήσουμε έναν φόνο που γίνεται «εξαιτίας του ήλιου», αν δεν τον προσεγγίσουμε με το «αίσθημα του παραλόγου» αντί για το βλέμμα του κλινικού; Η απάντηση έρχεται από έναν επίσης κλινικό εγκληματολόγο, τον R.Dufour, που γράφει ότι «Μια κλινική ‘περίπτωση’ δεν είναι μυθιστόρημα, ούτε φιλοσοφικό δοκίμιο ούτε κάποιο στατιστικό δεδομένο· είναι η ακριβέστερη δυνατή συγκέντρωση όλων των παραμέτρων που παρουσιάζονται, ο εντοπισμός όλων των μεθοδολογικών προβλημάτων που ανακύπτουν κατά τη συνάντησή τους, και η ενδεχόμενη λύση αυτών των προβλημάτων».

Την ίδια, όμως, αναγωγική προσέγγιση στις σχέσεις λογοτεχνίας και εγκληματολογίας παρατηρούμε κι απ’ τη μεριά της λογοτεχνίας,  η οποία φαίνεται να επιδίδεται συχνά – όπως γράφει η Τζ.Πολίτη – σε μια «προσπάθεια επιστημονικοποίησης … ως μέσο επικύρωσης της αξίας της». Πρόκειται για μια τάση, που εκφράζεται ιστορικά με το ρεαλισμό και το νατουραλισμό του 18ου και του 19ου αιώνα, προσπαθώντας έτσι – σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα – «να στηρίξει, μέσα από μια μεθοδολογία γραφής, την ‘αληθινότητα’ του μυθιστορηματικού περιεχομένου, καταφεύγοντας σ’ έναν επιστημονικό μιμητισμό που βασιζόταν στη θεωρία του βιολογικού ντετερμινισμού». Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της τάσης αποτελούν τα μυθιστορήματα του Ε.Zola, ο οποίος θέλησε να τα «τεκμηριώσει» με τον επιστημονικό θετικισμό της εποχής του και, ιδιαίτερα, με τις ανθρωπολογικές αναλύσεις του C. Lombroso, συναντώντας, όμως, την έντονη κριτική και αποδοκιμασία του τελευταίου

Τα αδιέξοδα αυτής της αναγωγικής ανάγνωσης της λογοτεχνίας μας οδηγούν στην αναγνώριση της λογοτεχνίας ως φορέα ενός λόγου που, αξιωματικά, δεν οφείλει να υπακούει στους κανόνες της επιστημονικότητας, ενός λόγου συχνά αιρετικού και επαναστατικού, που σκανδαλίζει, όμως, και κεντρίζει την περιέργεια των κοινωνικών επιστημών, αφού έρχεται «να δικαιώσει το απαγορευμένο» εκφέροντας τις δικές του αλήθειες. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο κοινωνιολόγος της λογοτεχνίας J.Leenhardt: «όταν ο επίσημος λόγος της κοινωνιολογίας αδυνατεί να δεχθεί ένα αντικείμενο, ένα βλέμμα ή μια προβληματική, η λογοτεχνία μπορεί να αποβεί καταφύγιο απαγορευμένων λόγων».

Μπορούμε, επομένως, να προσδιορίσουμε τον «τόπο» που η επιστήμη συναντά τη λογοτεχνία: στα όρια του επιστημονικού και του μη επιστημονικού, στο μεταίχμιο  της γνώσης και της μη γνώσης, εκεί που μπορεί να γίνει αντιληπτή – όπως γράφει ο Ο. Ελύτης – «των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη / το μικρό «γιατί» που έμεινε αναπάντητο». Σ’ αυτή την προοπτική, σύμφωνα με τον J.Hall, «η λογοτεχνία χρησιμεύει, γενικά, για να καθιστά την κοινωνιολογία πιο ευαίσθητη απέναντι στην κοινωνία και, ειδικότερα, στις αντιδράσεις των ατόμων απέναντι στην κοινωνία».

Βέβαια, η ανάδειξη της ψυχικής πολυπλοκότητας των λογοτεχνικών προσώπων και των αμφίσημων καταστάσεων που αντιμετωπίζουν, οδηγεί, πολλές φορές, στην αμφισβήτηση και την αντιστροφή του κοινά αποδεκτού νοήματος των κανόνων και των αξιών – όπως, φαίνεται, για παράδειγμα, στα λόγια της Φραγκογιαννούς, η οποία, μέσα από την ανατρεπτική της βιοθεωρία, εκλαμβάνει τα εγκλήματά της ως ευεργεσίες: «Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ότι φαίνεται, αλλά παν άλλον – μάλλον το εναντίον». Αυτή η «αναστροφή του κανόνα» – όπως την χαρακτηρίζει ο καθηγητής της ψυχολογικής εγκληματολογίας Ch.Debuyst – «προκύπτει απ’ το γεγονός ότι εισχωρούμε στη λογική εκείνων που δεν νοιώθουν να τους αφορά ο νόμος, εφόσον αυτός αγνοεί την πραγματική κατάσταση και τις αληθινές εμπειρίες τους· δεν λογαριάζει την άποψή τους και συνεπώς τον προσπερνούν ή παίρνουν θέση εναντίον του… Εδώ οφείλεται η αμφισημία του νόμου, διότι πέρα απ’ τον σχετικιστικό του χαρακτήρα, αποκτά διαφορετικές σημασίες για τους μεν και τους δε». Τα σχετικά λογοτεχνικά παραδείγματα αφθονούν:

Όταν ο Ρασκόλνικοβ επιτρέπει σε μια ορισμένη «εξαιρετική» κατηγορία ανθρώπων το έγκλημα, προκειμένου να πετύχουν την πραγμάτωση μιας μεγάλης ιδέας, αφήνει ουσιαστικά αναπάντητο το  ενδεχόμενο μιας καθολικής ηθικής αποδοκιμασίας του δράστη. Στην ερώτηση του Ραζουμίχιν «κείνοι που τους δόθηκε το δικαίωμα να σφάζουν, αυτοί δεν πρέπει να υποφέρουν καθόλου, ούτε για το αίμα που χύσανε;» ο Ρασκόλνικοβ αναγνωρίζει μεν ότι «κάθε πλατιά συνείδηση, κάθε βαθιά καρδιά δεν μπορεί παρά να υποφέρει και να πονέσει», χωρίς όμως να παραιτείται από την αρχική του τοποθέτηση: «Οι πραγματικά μεγάλοι άνθρωποι μου φαίνεται πως θα πρέπει να νοιώθουν σ’ αυτόν τον κόσμο μεγάλη θλίψη».

Αν στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι η χριστιανική αγάπη μπορεί να γαληνέψει αυτή τη «μεγάλη θλίψη», η σύγχρονη λογοτεχνία αναπτύχθηκε στον αστερισμό του ερωτήματος του Φιόντορ Καραμάζοβ: «ποιός λοιπόν κοροϊδέβει έτσι τον άνθρωπο;». Ο «θάνατος του θεού» ανέδειξε με τραγικό τρόπο την «οδυνηρή απορία μπροστά στην υποκειμενική ασυνέχεια των γεγονότων και στην αντικειμενική τους διαλεκτική» – όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δ. Μαρωνίτης για «Το κιβώτιο» του Α. Αλεξάνδρου.

Ταυτόχρονα, όμως, μεταβάλλεται και η μορφή της λογοτεχνίας, αφού δεν πλαισιώνει απλώς το περιεχόμενο αλλά συμμετέχει ουσιαστικά σ’ ό,τι αυτό επιχειρεί ν’ αποκαλύψει. Απ’ αυτή την άποψη, όπως γράφει ο M.Butor, η μορφή που προσλαμβάνει κάθε λογοτεχνικό έργο «εμφανίζεται σαν αντίδραση σε μία κατάσταση της συνείδησης»: «μια νέα αντίληψη των σχέσεων του μυθιστορήματος με την πραγματικότητα ανταποκρίνεται σε νέα περιεχόμενα και νέες μορφές σε κάθε επίπεδο: γλώσσα, ύφος, τεχνική, σύνθεση, δομή».

Μπορούμε, λοιπόν, να αντιληφθούμε τη σημασία που έχει η αισθητική διαμεσολάβηση της λογοτεχνίας στην αποκάλυψη της «αλήθειας» που κρύβει κάθε εγκληματική πράξη. Μας το επιβεβαιώνει το ανακριτικό τέχνασμα της θεατρικής παράστασης, που θέτει σ’ εφαρμογή ο Άμλετ, προκειμένου να φανερώσει την ενοχή του θείου του για τη δολοφονία του βασιλιά-πατέρα του. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Άμλετ είναι ότι πρέπει να επινοήσει ένα «θαυμαστό τρόπο» – όπως λέει – ώστε ο φόνος να «βρει φωνή». Σκαρφίζεται, λοιπόν, το τέχνασμα μιας θεατρικής παράστασης – παγίδας μπροστά στον ίδιο το δολοφόνο – σφετεριστή του θρόνου, για «να πιαστεί η συνείδησή του». Έτσι, «ο φόνος, κι ας μην έχει ο ίδιος γλώσσα, / με τρόπο θαυμαστό βρίσκει καμιά φορά φωνή».

Αν μπορούμε, λοιπόν, να καταλήξουμε, προσωρινά, σ’ ένα γενικό συμπέρασμα, είναι ότι ο επιστήμονας καλείται να παραμερίσει τις γνωστικές προβολές του πάνω στο σώμα της λογοτεχνίας, ώστε να καμφθούν οι αντιστάσεις της και ν’ ακουστεί ατόφια η «φωνή» της. Μετά, μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται επιστημονικά, δηλαδή να θέτει διαρκώς σε δοκιμασία τα όρια της γνώσης του…

 

 

(*)  Αναπληρωτής Καθηγητής Εγκληματολογίας

στο Τμήμα Κοινωνιολογίας

του Παντείου Πανεπιστημίου

genik59@yahoo.com

././.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΈρωτας vs Αγάπη: Επί σκηνής
Επόμενο άρθροΣτα ίχνη του αστυνόμου Μπέκα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ