Άσμα Ασμάτων, τραγούδια Ε΄ και ΣΤ΄

0
445

 

 

 

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Κώστας Καβανόζης

 

Της Βίκυς

 

 

 

Καλὴ εἶ, ἡ πλησίον μου, ὡς εὐδοκία,

 

ὡραία ὡς Ἱερουσαλήμ, θάμβος

ὡς τεταγμέναι.

ἀπόστρεψον ὀφθαλμούς σου ἀπεναντίον μου,

ὅτι αὐτοὶ ἀνεπτέρωσάν με.

τρίχωμά σου ὡς ἀγέλαι τῶν αἰγῶν,

αἳ ἀνεφάνησαν ἀπὸ τοῦ Γαλαάδ.

ὀδόντες σου ὡς ἀγέλαι τῶν κεκαρμένων,

αἳ ἀνέβησαν ἀπὸ τοῦ λουτροῦ,

αἱ πᾶσαι διδυμεύουσαι,

καὶ ἀτεκνοῦσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς.

ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου

καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία,

ὡς λέπυρον τῆς ροᾶς μῆλόν σου

ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου.

 

 

 

 

 

ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι, καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί,

καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου,

μία ἐστὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς, ἐκλεκτή ἐστι τῇ τεκούσῃ αὐτήν.

 

εἴδοσαν αὐτὴν θυγατέρες καὶ μακαριοῦσιν αὐτήν,

βασίλισσαι καί γε παλλακαὶ καὶ αἰνέσουσιν αὐτήν.

 

 

 

τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος,

καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος,

θάμβος ὡς τεταγμέναι;

 

 

Εἰς κῆπον καρύας κατέβην ἰδεῖν ἐν γεννήμασι τοῦ χειμάρρου,

ἰδεῖν εἰ ἤνθισεν ἡ ἄμπελος,

ἐξήνθησαν αἱ ροαί·

 

 

 

ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου σοί.

οὐκ ἔγνω ἡ ψυχή μου· ἔθετό με ἅρματα Ἀμιναδάβ.

 

 

 

 

 

Ἐπίστρεφε, ἐπίστρεφε, ἡ Σουλαμῖτις·

ἐπίστρεφε, ἐπίστρεφε, καὶ ὀψόμεθα ἐν σοί,

 

τί ὄψεσθε ἐν τῇ Σουλαμίτιδι;

ἡ ἐρχομένη ὡς χοροὶ τῶν παρεμβολῶν.

 

 

 

ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασί σου, θύγατερ Ναδάβ·

ρυθμοὶ μηρῶν ὅμοιοι ὁρμίσκοις,

ἔργον τεχνίτου·

ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς

μὴ ὑστερούμενος κράμα·

κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις·

δύο μαστοί σου, ὡς δύο νεβροὶ δίδυμοι δορκάδος·

ὁ τράχηλός σου ὡς πύργος ἐλεφάντινος·

οἱ ὀφθαλμοί σου ὡς λίμναι ἐν Ἐσεβών,

ἐν πύλαις θυγατρὸς πολλῶν·

 

μυκτήρ σου ὡς πύργος τοῦ Λιβάνου

σκοπεύων πρόσωπον Δαμασκοῦ·

 

κεφαλή σου ἐπὶ σὲ ὡς Κάρμηλος,

 

 

 

 

καὶ πλόκιον κεφαλῆς σου ὡς πορφύρα,

βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.

τί ὡραιώθης καὶ τὶ ἡδύνθης

ἀγάπη, ἐν τρυφαῖς σου;

τοῦτο μέγεθός σου,

 

 

 

 

 

 

 

ὡμοιώθης τῷ φοίνικι

καὶ οἱ μαστοί σου τοῖς βότρυσιν.

εἶπα· ἀναβήσομαι ἐπὶ τῷ φοίνικι,

κρατήσω τῶν ὕψεων αὐτοῦ,

καὶ ἔσονται δὴ μαστοί σου ὡς βότρυες τῆς ἀμπέλου

καὶ ὀσμὴ ρινός σου ὡς μῆλα

καὶ ὁ λάρυγξ σου ὡς οἶνος ὁ ἀγαθός,

 

 

πορευόμενος τῷ ἀδελφιδῷ μου εἰς εὐθύτητα,

ἱκανούμενος χείλεσί μου καὶ ὀδοῦσιν.

 

Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου,

καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ ἐπιστροφὴ αὐτοῦ.

ἐλθέ, ἀδελφιδέ μου, ἐξέλθωμεν εἰς ἀγρόν,

αὐλισθῶμεν ἐν κώμαις·

ὀρθρίσωμεν εἰς ἀμπελῶνας,

ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ ἄμπελος,

ἤνθησεν ὁ κυπρισμός,

ἤνθησαν αἱ ροαί·

ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου σοί.

οἱ μανδραγόραι ἔδωκαν ὀσμήν,

καὶ ἐπὶ θύραις ἡμῶν πάντα ἀκρόδρυα,

νέα πρὸς παλαιά, ἀδελφιδέ μου, ἐτήρησά σοι.

 

 

 

Τίς δῴη σε, ἀδελφιδέ μου, θηλάζοντα μαστούς μητρός σου;

 

εὑροῦσά σε ἔξω φιλήσω σε, καί γε

οὐκ ἐξουδενώσουσί μοι.

παραλήψομαί σε, εἰσάξω σε εἰς οἶκον μητρός μου

καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με·

ποτιῶ σε ἀπὸ οἴνου τοῦ μυρεψικοῦ,

ἀπὸ νάματος ροῶν μου.

 

 

εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου,

καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με.

ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,

ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ

ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐὰν ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως ἂν θελήσῃ.

 

 

 

 

 

 

 

Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη,

ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδόν αὐτῆς;

 

 

ὑπὸ μῆλον ἐξήγειρά σε·

ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ μήτηρ σου,

ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ τεκοῦσά σε.

θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου,

ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου·

 

ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,

σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος·

περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς·

ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην,

καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν.

 

 

 

 

 

 

 

 

ἀδελφὴ ἡμῶν μικρὰ καὶ μαστοὺς οὐκ ἔχει·

τί ποιήσωμεν τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν

ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν λαληθῇ ἐν αὐτῇ;

εἰ τεῖχός ἐστιν, οἰκοδομήσωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν ἐπάλξεις ἀργυρᾶς·

καὶ εἰ θύρα ἐστί, διαγράψωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν σανίδα κεδρίνην.

 

ἐγὼ τεῖχος, καὶ μαστοί μου ὡς πύργοι·

ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.

 

 

 

 

 

 

ἀμπελὼν ἐγενήθη τῷ Σαλωμὼν ἐν Βεελαμών·

ἔδωκε τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ τοῖς τηροῦσιν,

ἀνὴρ οἴσει ἐν καρπῷ αὐτοῦ χιλίους ἀργυρίου.

ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν μου·

οἱ χίλιοι Σαλωμὼν καὶ οἱ διακόσιοι

τοῖς τηροῦσι τὸν καρπὸν αὐτοῦ.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ Ε΄

Εκείνος

Όμορφη που είσαι, δίπλα μου, σαν τον πόθο σου,

ωραία σαν Πόλη Ιερή,

σαν της στρατιάς το πέρασμα με θαμπώνεις.

Πάρε τα μάτια σου από πάνω μου,

φτερά μου γίνονται.

Κοπάδι αγριοκάτσικα τα μαλλιά σου

στου βουνού την πλαγιά.

 

Κοπάδι αμνάδες τα δόντια σου

 

απ’ το λουτρό τους γυρίζοντας

δίδυμα όλες τους στην κοιλιά τους βαστώντας

κι ούτε μια δίχως γέννα.

 

 

Κατακόκκινος τα χείλη σου μίτος

 

κι ωραία η μιλιά σου.

 

Ροδιάς τα μάγουλά σου καρπός

μες στης σιωπής σου το πέπλο.

 

 

Εξήντα γυναίκες και φιλενάδες ογδόντα

και κοριτσόπουλα αμέτρητα είναι.

 

Ένα όμως εμένα το περιστέρι μου κι άπιαστο,

μονάκριβη της μάνας της κόρη, κείνης που τη γέννησε η διαλεχτή.

 

Την είδαν τα κοριτσόπουλα και τη ζήλεψαν

 

οι γυναίκες κι οι φιλενάδες και την παινέψαν.

Χορός

Ποια είναι αυτή σαν την αυγή που προβάλλει,

σαν τη σελήνη ωραία, σαν ήλιος πρωινός,

σαν της στρατιάς το πέρασμα που θαμπώνει;

 

Εκείνος

Σε κήπο με καρυδιές κατέβηκα του χείμαρρου το γέννημα να δω,

να δω του αμπελιού το ανθάκι,

της ροδιάς το μπουμπούκιασμα.

 

 

Εκείνη

 

Εκεί θα σου δώσω τα στήθη μου.

 

Άμαθη η ψυχή μου κι ανίδεη, σε άρματα με ανέβασε της πορφύρας.

 

Χορός

Γύρισε, γύρισε κατά δω, κόρη άπιαστη·

γύρισε, γύρισε κατά δω, να σε δούμε.

 

Χορός

Να δείτε τι στην άπιαστη την κόρη;

 

Ίδια στρατού χορός πριν απ’ τη μάχη που θα χορέψει.

Εκείνος

Όμορφα τόσο τα βήματά σου μες στα σανδάλια σου,

ακριβή μου!

 

Περιδέραιο οι μηροί σου ολοστρόγγυλο,

από τεχνίτη λες χέρια·

σμιλεμένο ο αφαλός σου κροντήρι

κι από κρασί ποτέ άδειο·

 

σιτάρι θημωνιά η κοιλιά σου και κρίνα από γύρω της φύλακες·

σαν δίδυμα τα δυο στήθη σου ζαρκαδάκια,

 

σαν πύργος όλος με φίλντισι ο

λαιμός σου·

 

λίμνες τα μάτια σου στην Πόλη που Αναβλύζει η Πηγή,

κοντά στην Πύλη με την Κρήνη των Κοριτσιών·

 

βουνού κορυφή κατάλευκη η μύτη σου,

την Πόλη της Όασης που αντικρίζει·

 

βουνού πλαγιά ανεμόδαρτη πάνω από ακτή το κεφάλι σου

και οι πορφυρένιες των μαλλιών σου οι πλεξούδες

βασιλέα δεσμώτη στο ανέμισμά τους κρατάνε.

Πώς ομορφαίνεις, πόσο ευφραίνεσαι,

αγάπη μου, στου γλυκασμού σου το χάρμα!

 

 

Φοίνικας ίδιο του κορμιού σου το ανάστημα

και τσαμπιά τα δυο στήθη σου από σταφύλια.

 

Θα ανέβω, είπα, θα σκαρφαλώσω στον φοίνικα,

στην κορφή του,

και αντίκρυ μου θα ’χω τα στήθη σου, του αμπελιού τα τσαμπιά,

και άρωμα την ανάσα σου από μήλα

και τη λαλιά σου σαν γλυκό κρασί

Εκείνη

μόνο για τον καλό μου που θα κυλάει

κι από τα χείλη μου μέσα κι από τα δόντια μου γλυκό μεθύσι του θα ’ναι.

 

Του καλού μου είμαι μόνο εγώ

και για μένα είναι εκείνου η λαχτάρα του μόνο.

Έλα, αγάπη μου, να βγούμε στα χωράφια,

μες στα χωριά να μας πάρει το βράδυ,

στους αμπελώνες να μας βρει το ξημέρωμα,

τα αμπέλια αν άνθισαν να δούμε,

αν άνθισαν τα κλήματα,

αν άνθισαν μαζί τους οι ροδιές·

 

εκεί θα σου δώσω τα στήθη μου.

Χύνουν οι μανδραγόρες το άρωμά τους

και μπρος στην πόρτα μας λογιών λογιών οι καρποί,

νέοι και παλιοί, αγάπη μου, που ’χω για σένα φυλάξει.

 

Αχ! αδελφός μου να ήσουν, της

μάνας μου να ’χες βυζάξει το βυζί!

 

Να σε φιλήσω έξω τότε άμα σε τύχαινα θα μπορούσα, και καταφρόνια καμιά.

Να σε πάρω, στο σπίτι της μάνας μου να σε βάλω,

στου έρωτά της, εκεί που μ’ έπιασε, τη γωνιά·

 

 

το μοσχάτο μου να σε ποτίσω κρασί,

των ροδιών μου το νάμα.

 

Στο αριστερό του χέρι το κεφάλι μου να πλαγιάζει

και το δεξί του ολόκληρη να με κλείνει.

 

Σας ορκίζω, της Ιερής Πόλης κόρες,

 

στη δύναμη τη ζωντανή των

χωραφιών,

μην τη σηκώνετε, μην τη σκοτίζετε

την αγάπη μου, όσο αυτή να θελήσει.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤ΄

Χορός

Ποια είναι εκείνη τα άνθη ντυμένη

 

τα λευκά που ανηφορίζει

στου αγαπημένου της γέρνοντας το πλευρό;

 

 

Εκείνος

Από μηλιά κάτω σε ξύπνησα·

εκεί που κοιλοπόνεσε για σένα η μάνα σου,

εκεί που κοιλοπόνεσε εκείνη στο φως που σε έφερε.

 

 

Σφράγισε την καρδιά σου με μένα,

στο μπράτσο σφραγίδα σου βάλε με·

γιατί είναι ανίκητη η αγάπη σαν θάνατος

σκληρός σαν τον Άδη ο πόθος·

 

φτερά είναι τα φτερά της, φωτιάς, φλόγες οι φλόγες της πύρινες·

δεν τη σβήνει το νερό την αγάπη,

τα ποτάμια να τη σκεπάσουν δεν γίνεται.

 

 

Χορός

Μικρή η αδερφή μας ακόμα, αγίνωτα τα ’χει τα στήθη της·

 

τι θα την κάνουμε την αδερφή μας,

να τη ζητήσουν άμα έρθει η ώρα;

 

Αν τείχος είναι, με επάλξεις να τη στολίσουμε ασημένιες·

κι αν πέρασμα είναι, με σανίδες να τη σφαλίσουμε κέδρινες.

 

Εκείνη

Ήμουν τείχος εγώ κι ήταν πύργοι τα στήθη μου·

 

και στα μάτια τους μέσα την ειρήνη ζητούσα.

 

Εκείνος

Αμπέλι απόκτησε ο Σοφός Βασιλιάς με κλήματα αμέτρητα·

το αμπέλι στους φύλακες

το ’δωσε,

 

για τον καρπό του ο καθένας τους χίλια αργυρά να του φέρνει. Όμως το αμπέλι το δικό μου εγώ, εδώ μπροστά μου το έχω·

Ας τα κρατήσει τα χίλια ο Σοφός Βασιλιάς και τα διακόσια τον καρπό του όποιοι φυλάνε ας τα πάρουν.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο Αρχιπέλαγος της Νέας Υόρκης
Επόμενο άρθροΟ Σαρλό και η ΚΟΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ