Άνταμ Σάιντλ: αναζητώντας ένα ψήγμα ελπίδας

0
448

 

Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη

Το έργο του Άνταμ Σάιντλ ‘Φοβάσαι;’ παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία πέρσυ στο Off Broadway Cherry Lane Studio Theatre, απέσπασε διάφορες διακρίσεις και αποτέλεσε επιλογή των κριτικών των New York Times.

Λίγο πριν την πανευρωπαϊή  πρεμιέρα του στο θέατρο Ιλίσσια-Βολανάκη,  ο συγγραφέας μιλάει αποκλειστικά στον Αναγνώστη για το έργο και τον τρόπο γραφής του και μας μύει στη νοσηρά οικεία απόπειρα ενός σήριαλ κίλερ, του Μπιλ,  και ενός υποψήφιου θυματός του, της Νάνσυ, να παίξουν το ευτυχισμένο ανδρόγυνο, πριν μια γειτόνισσα, η Τζοάν, ανατρέψει τον γυάλινο κόσμο τους.

ΕΡ:   Κανένας από τους δύο πρωταγωνιστές του έργου, ούτε ο Μπιλ, ο κατά συρροήν δολοφόνος, ούτε η Νάνσυ, το πρόθυμο θύμα του, δεν εντάσσονται στα αρχετυπικά προφίλ δολοφόνου/ θύματος.  Θα μπορούσε κανείς μάλιστα να ισχυριστεί το αντίθετο και μπορώ να σας ομολογήσω ότι πήρα την πρωτοβουλία να απαντήσω το τεστ του Hare (σ.σ. ενός ψυχολογικού εργαλείου αξιολόγησης των ψυχοπαθών) εκ μέρους και των δυο και η Νάνσυ πέτυχε μεγαλύτερο σκορ από τον Μπιλ. Ήταν αυτή η πρόθεση σας εξ αρχής ή η Νάνσυ σήκωσε μπαΐράκι;

ΑΠ:  Πριν ξεκινήσω, θα ήθελα να κάνω μια παρένθεση και να ομολογήσω με κάθε ειλικρίνεια ότι δε γνώριζα το τεστ του Hare και από περιέργεια το εκανα και εγώ. Πήρα ένα 7 (σ.σ οι ψυχοπαθείς σκοράρουν κοντά στο 40) και είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως δεν είμαι ψυχοπαθής. Τώρα όσον αφορά το έργο, ειλικρινά για κανέναν από τους δυο χαρακτήρες δεν είχα κατά νου ότι είναι τρελοί ή ψυχοπαθείς. Εννοείται πως με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, καθένας από αυτούς είναι, όμως εγώ τους προσέγγισα ως τραυματισμένα όντα που χρειάζονται κάτι που δε μπορούν να βρουν και η συμπεριφορά τους είναι απλά μια έκφραση αυτών των ανεκπλήρωτων αναγκών.  Φυσικά το 99,5% των ανθρώπων που δεν νιώθουν πληρότητα στη ζωή τους ούτε γίνονται δολοφόνοι, ούτε αποζητούν να δολοφονηθούν, όμως εδώ πρόκειται για θέατρο, οπότε επέλεξα ακραίες περιπτώσεις για να τις διερευνήσω.

ΕΡ:  Συμβουλεύτηκα μια εγκληματολογική ψυχολόγο για την άρνηση του Μπιλ να σκοτώσει τη Νάνσυ αφότου ανακάλυψε πως εκείνη ανυπομονεί να πεθάνει στα χέρια του και μου είπε πως η συμπεριφορά του είναι άκρως συνεπής.  Πείτε μας λίγο για τη δημιουργική διαδικασία.  Είναι οι χαρακτήρες στα έργα σας προϊόντα έρευνας ή αντλείτε έμπνευση από πραγματικά πρόσωπα;

ΑΠ: Οι χαρακτήρες δεν βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα. Πρωτού γράψω αυτό το έργο δεν έκανα καθόλου έρευνα για το πώς λειτουργεί το μυαλό ενός εγκληματία ή ενός ψυχοπαθούς.  Ξεκίνησα με την πρόθεση να γράψω ένα μονόπρακτο, με μόνη συνθήκη πως μια γυναίκα ήταν δεμένη σε ένα υπόγειο και ένας άνδρας την είχε απαγάγει και σκόπευε να τη σκοτώσει και η δική μου δουλειά, ως συγγραφέας, θα ήταν να βρω και να της παρέχω έναν πειστικό τρόπο να βγει από αυτή την κατάσταση μόνη της.  Όσο δούλευα την αρχική σκηνή όλες μου οι προσπάθειες κατέληγαν στην παρωδία ή σε στερεοτυπικές αντιδράσεις  και έσβησα αρκετές απόπειρες που ήταν βασισμένες σε ιδέες θνησιγενείς (σόρυ για το λογοπαίγνιο!). Το θέμα όμως με τη διαδικασία μου είναι πως ακόμη και αν πείσω τον ευατό μου να παρατήσει κάποιο έργο, αυτό συνεχίζει να στροβιλίζεται στο μυαλό μου, μέχρι να βρεθεί ένας τρόπος να γίνει ενδιαφέρον και συναρπαστικό και αληθινό.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μυαλό μου έφτασε στο συμπέρασμα πως το κλειδί δεν ήταν ο δολοφόνος αλλά το θύμα και αντί για θύμα που θέλει να φύγει, εκείνη ήθελε να μείνει. Μόλις το ανακάλυψα αυτό απλά βούτηξα στην ιστορία και την ακολούθησα. Είναι αστείο γιατί πολλοί θεωρούν πως η Νάνσυ θέλει να πεθάνει και δεν έχουν άδικο, δεδομένων των γεγονότων του έργου.  Μάλιστα σε ένα σημείο η ίδια λέει  «Και αν είναι να με σκοτώσεις, τι να κάνουμε.»  Εγώ όμως δε νομίζω πως η Νάνσυ θέλει να πεθάνει. Νομίζω πως όλο το έργο δεν είναι παρά η εξευρένηση της ώστε να βρει έναν τρόπο να νιώθει ζωντανή όπως κάποιος που κάνει extreme αθλήματα νιώθει πιο ζωντανός στο κατώφλι του θανάτου.

ΕΡ: Το βασικό χαρακτηριστικό των ψυχοπαθών είναι η παντελής τους αδιαφορία για τα αισθήματα, και σε ακραίες περιπτώσεις και για την ύπαρξη, των συνανθρώπων τους. Είναι η συγγραφή ψυχοπαθητική διαδικασία με την έννοια ότι συχνά πρέπει να φέρνετε τη δυστυχία στη ζωή των χαρακτήρων σας; Το ευχαριστιέστε; Τι συμβαίνει αν αρχίσετε να συμπαθείτε κάποιον ή, ακόμη χειρότερα, να τον λυπάστε;  Πώς μπορείτε να παραμένετε αντικειμενικός απέναντι στους χαρακτήρες σας όταν αντιπροσωπεύουν άκρως αντίθετες κοσμοθεωρίες;

ΑΠ:   Όπως προείπα δεν τους προσέγγισα ως ψυχοπαθείς, ούτε εξέφρασα κάποιο κρίση για τις πράξεις τους εκτός των τοίχων του σπιτιού- που από τη στιγμή που ανακαλύπτει ο ένας τον άλλον γίνεται ολόκληρός ο κόσμος τους. Για μένα το θέμα του έργου δεν είναι οι πράξεις του Μπιλ ως κατά συρροήν δολοφόνου, ούτε οι απεγνωσμένες και παράτολμες προσπάθειες της Νάνσυ να βρει κάποιο νόημα στη ζωή της με τίμημα την αυτοκαταστροφή. Νομίζω πως το έργο αφορά δυο ανθρώπους που βρίσκουν ο ένας στον άλλον ένα ψήγμα ελπίδας πως μπορούν να τα κατάφέρουν σε τούτο τον κόσμο και ίσως ακόμη και να αλλάξουν. Όχι πως αυτό δίνει άφεση αμαρτιών στον Μπιλ για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει- όλοι μας πρέπει να λογοδοτήσουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για τα λάθη μας. Δεν είχα καμία πρόθεση όμως να τιμωρήσω ούτε τον Μπιλ ούτε τη Νάνσυ.  Οι πράξεις τους είναι τερατώδεις, οι προθέσεις όμως πίσω από τις πράξεις τους είναι ανθρώπινες, ανησυχητικά ανθρώπινες.

ΕΡ:  Υπάρχει η παραμικρή ελπίδα επιτυχίας στο παιχνίδι τους να το λειτουργήσουν ως χαρούμενο ανδρόγυνο; Η Τζοάν λειτουργεί ως από μηχανής θεός βγάζοντας τους από μια στασιμότητα ή η καταστροφή είναι το μόνο πιθανό αποτέλεσμα και η εμφάνιση της Τζοάν απλά επισπεύδει τη διαδικασία;

ΑΠ:  Νομίζω πως η φαντασίωση ‘χαρούμενο ζευγάρι των ‘50’ που λαμβάνει χώρα στον πάνω όροφο είναι  εξ αρχής τελείως «γαμησέ τα» ( συγνώμη για την αγενή έκφραση). Νομίζω πως ξεκινά ως ένας τρόπος τόσο για τη Νάνσυ, όσο και τον Μπιλ να βρουν κάτι νέο και απαξ και εισέρχονται σε αυτό, ο Μπιλ βρίσκει αναζωογονητική την ‘κανονικότητα’, που είναι λίγο περίεργο για κάποιον που τεμαχίζει γυναίκες και τις πετάει στο ποτάμι. Νομίζω όμως πως ο λόγος που το βρίσκει αναζωογονητικό είναι επειδή έχει βρει κάποιον να καταλαβαίνει ένα κομμάτι του εαυτού του που κανείς άλλος δεν έχει καταλάβει και αυτό του επιτρέπει να γίνει ‘νορμάλ’. Όσο για τη Νάνσυ, νομίζω πως στον Μπιλ βρίσκει κάποιον που έχει απογοητευτεί από τον κόσμο όσο και η ίδια και τον βλέπει σαν το ταίρι της στην αναζήτηση ‘ του να νιώσει κάτι’και όταν συνειδητοποιεί πως ο Μπιλ είναι ικανοποιημένος να παραμείνει ο νορμάλ τύπος πέφτει από τα σύννεφα.  Η άφιξη της Τζοάν είναι κυριολεκτικά η πραγματικότητα που  χτυπά την πόρτα της Νάνσυ και την ενημερώνει πως αυτό που επιθυμεί είναι αδύνατον.  Η Νάνσυ βλέπει τον εαυτό της στην Τζοάν και ναι, η ύπαρξη της τελευταίας επιταχύνει την επικείμενη καταστροφή. Επέλεξα τη φαντασίωση των 50’s για δυο λόγους- πρώτον ο κόσμος αυτού του έργου είναι μια στρεβλή πραγματικότητα και δεύτερον- αυτή η ‘νορμάλ οικογενειακή ζωή’ των 50’s ποτέ δεν ήταν παρά μια φαντασίωση, ακόμη και τότε. Θυμάμαι τα ασπρόμαυρα σόου που έβλεπα παιδί μου έδιναν την εντύπωση πως η ζωή στις ΗΠΑ ήταν αγνή και τέλεια εκείνη την περίοδο ενώ δεν ήταν καθόλου έτσι και όταν είδα για πρώτη φορά κάτι έγχρωμο σκέφτηκα ‘αυτό μοιάζει με την πραγματικότητα’.

ΕΡ: Το ελληνικό κοινό μοιάζει πεινασμένο για μαύρες κωμωδίες. Μερικούς χειμώνες πριν ‘ο Πουπουλένιος’ του Μάρτιν Μακ Ντόνα ήταν το σουξέ της σεζόν και από τότε όσο πιο σκοτεινή είναι μια κωμωδία τόσο καλύτερα. Πιστεύετε πως έχει να κάνει με το μπρεχτικό Spass ( σ.σ. ότι μέσω του γέλιου σκεφτόμαστε) ή θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε αλλιώς αυτή την τάση;

ΑΠ:   Δεν ξέρω τι εξηγεί αυτή την τάση αλλά νομίζω πως αυτό που έλκυει τους ανθρώπους στις σκοτεινές ιστορίες δεν είναι το σκότος αλλά μάλλον οι λόγοι για συγκεκριμένες συμπεριφορές και η αντίδραση σε αυτό.  Βλέποντας κάποιον να κάνει κάτι αποτρόπαιο αλλά κατανοώντας το γιατί το κάνει είναι περίεργο επειδή κατά βάθος ταυτίζεσαι με τη λογική του και ίσως μυστικά εμμέσως να ζήσεις μέσω του χαρακτήρα.  Ένας φίλος μου έγραψε ένα σενάριο για ένα μαφιόζο στο Σικάγο του 70 και ένα θύμα του τον αποκαλεί ‘χοντρό γουρούνι’. Αργότερα τον βλέπουμε να ζυγίζεται στο μπάνιο του και να ντρέπεται για το βάρος του- ακόμη και οι γκάνγκστερ έχουν αισθήματα. Ίσως οι μαύρες κωμωδίες είναι πετυχημένες γιατί αποδεικνύουν πως και στο σκοτάδι υπάρχει φως και πως ακόμη και το πιο τρομακτικό τέρας έχει μέσα του ψήγματα ανθρωπιάς.  Νομίζω πως αυτό μας δίνει ελπίδα.

ΕΡ: Διάβασα πως γράφετε για παρεξηγημένους ανθρώπους ή ανθρώπους που παρεξηγούν τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι οι παρεξηγήσεις το κουτί της Πανδώρας απ’όπου πηγάζουν όλες οι συγκρούσεις;

ΑΠ:   Νομίζω πως ναι. Καλό είναι να ξέρεις ποιος είσαι, όταν όμως βυθίζεσαι στην ψυχή σου και προσπαθείς να κατανοήσεις τα βαθύτερα κομμάτια του εαυτού σου μπορεί να αναδυθούν πράγματα που επιφέρουν το χάος. Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας είναι ο Tony Soprano (σ. σ. βασικός χαρακτήρας στη σειρά της HBO ‘The Sopranos’) που πήγε για ψυχοθεραπεία επειδή είχε κρίσης πανικού και ανακάλυψε τους λόγους για τις επιλογές και τις συμπεριφορές του παρόλα αυτά όμως δεν επηρεάστηκε ως άτομο.  Παρέμεινε ο ίδιος, απλά ήξερε το γιατί και κατά κάποιο τρόπο η ψυχοθεραπεία απλά του έδωσε την άδεια να συμπεριφέρεται άσχημα.

ΕΡ:  Η βία στα έργα σας είναι αμυδρή και οι υπαινιγμοί της είναι πολύ πιο τρομακτικοί απ’όσα βλέπουμε στη σκηνή- με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν των αρχαιοελληνικών τραγωδιών. Είναι η βία απαραίτητη για την πρόοδο;  Είμαστε όλοι ικανοί να τη διαπράξουμε ή είστε αισιόδοξος για την ανθρώπινη φύση;

ΑΠ:  Η βία στα έργα μου πάντα έχει συγκεκριμένο νόημα ή λόγο ύπαρξης. Κάθε βίαια πράξη είναι σαν μια γραμμή διαλόγου.  Δεν τη θεωρώ απαραίτητη για την πρόοδο ούτε στην κοινωνία ούτε σε μια ιστορία αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί τον καλύτερο τρόπο- να δείχνεις κάτι αντί να το διηγείσαι. Είμαι αισιόδοξος για την ανθρώπινη φύση και το ‘Φοβάσαι’ αποτελεί δήλωση αισιοδοξίας και ελπίδας. Αν ο Μπιλ θέλει και προσπαθεί να αλλάξει- έστω και για λίγο- τότε υπάρχει ελπίδα για όλους μας. Βέβαια υπάρχει και η πραγματικότητα που δεν αναιρείται- ένας δολοφόνος όσο και να αλλάξει δε μπορεί να γλιτώσει από το γεγονός ότι έχει διαπράξει δολοφονίες.

ΕΡ:  Είστε άπιστος όσο γράφετε, δηλαδή ενώ είστε στη μέση ενός έργου σκέφτεστε το επόμενο;

ΑΠ:  Συνήθως έχω 2-3 ιδέες να χοροπηδάνε στο κεφάλι μου. Όσο βαθιά και να είμαι χωμένος σε ένα έργο, εξακολουθώ να σκέφτομαι μερικές ακόμη ιδέες- αυτές που επιμένουν είναι αυτές που αξίζει να γραφτούν.

ΕΡ: Πώς καταλαβαίνετε ότι ένας χαρακτήρας είναι κατάλληλος για τη σκηνή και όχι για πρόζα;

ΑΠ: Δύσκολη ερώτηση!  Ένας χαρακτήρας είναι αποτελεσματικός στη σκηνή όταν τον βλέπουμε να λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο χωρίς να έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις του. Μπορούμε να τον κρίνουμε μόνο από όσα λέει και κάνει. Υποθέτω πως το ίδιο ισχύει και με το γραπτό λόγο- η μαγεία της σκηνής όμως έγκειται στο ότι βλέπουμε το έργο να ξεδιπλώνεται ζωντανά μπροστά στα μάτια μας, αντί να το φανταζόμαστε. Μερικές φορές προτιμώ να διαβάζω μια ιστορία αντί να την βλέπω γιατί απολαμβάνω να την οπτικοποιώ μόνος μου.

ΕΡ:  Γιατί πηγαίνουμε στο θέατρο;

ΑΠ:  Ο καθένας από εμάς έχει διαφορετικούς λόγους. Προσωπικά απολαμβάνω την κοινωνία στο θέαμα- ένα κοινό απαρτίζεται από άτομα διαφορετικού υπόβαθρου που κάθονται όλα μαζί και μοιράζονται μια ζωντανή εμπειρία- το βρίσκω πολύ τέλειο! Πριν από ένα χρόνο στο Steppenwolf (θέατρο στο Σικάγο) ανέβηκε η παράσταση ‘Αυτή είναι η μοντέρνα τέχνη’ που αφορά κάτι καλλιτέχνες γκραφίτι που έκαναν ταγκιές (σ.σ.  υπογραφές γκραφιτάδων) έξω από ένα διάσημο μουσείο τέχνης προκειμένου να προβάλουν τη δική τους μορφή τέχνης. Οι κριτικοί το καταέθαψαν και το κοινό είχε αντικρουόμενες απόψεις, εμένα όμως με ξετρέλανε το γεγονός ότι πήγαιναν να δουν αυτό το έργο νέοι άνθρωποι που δεν είχαν ξαναπατήσει το πόδι τους στο θέατρο και τους άρεσε γιατί μιλούσε στη ζωή τους και τους ξεσήκωνε.  Μου φάνηκε εκπληκτικό να μετέχω σε αυτό. Και ας σημειωθεί πως και το έργο μου άρεσε πολύ.

 

Info:

‘Φοβάσαι;’ Του Άνταμ Σάιντλ

Σκηνοθεσία: Έλενα Καρακούλη

Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος και θίασος

Μπίλ:¨Νίκος Ψαρράς

Νάνσυ: Αλεξία Καλτσίκη

Τζοάν: Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη

Από 23/10 στο θέατρο Ιλίσσια- Βολανάκη

Προηγούμενο άρθρο“Θου” (διήγημα του Στρατή Χαβιαρά)
Επόμενο άρθροΟ Μπομπ Ντύλαν εντός κι εκτός λογοτεχνίας (του Β.Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ