Άννα Κουππάνου (*)
1.
Πέτρα.
Ευχαριστώ τον Θεό που έφτιαξε την πέτρα.
Την πέτρα που κάθεται.
Την πέτρα που δεν κινείται.
Που κοιτάζει νωχελικά και που στοχάζεται.
Την πέτρα που διδάσκεται.
Μέσα από το κοίταγμα.
Χωρίς τη λέξη.
«Κλείσε τα μάτια. Μέσα έξω η αναπνοή. Όλα έρχονται χωρίς εσένα.»
Πέτρα, ψαλίδι.
Ευχαριστώ τον Θεό που έφτιαξε το ψαλίδι.
Το ψαλίδι που χωρίζει και χωρίζεται.
Που σου μαθαίνει ότι από τα δύο γίνονται πολλά.
Από το ένα γίνονται δύο.
«Πρόσεξε, δίπλα στα χρηστικά είναι ο θάνατος, δίπλα από τη φλέβα ο δρόμος που δεν ξεκινά και δεν χάνεται».
Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί.
Χαρτί σε σένα χρωστάω τη ζωή μου.
Εσύ με έφτιαξες με γέννησες από ξύλινες μήτρες.
Χωρίς εσένα δεν υπήρξα πουθενά.
Σε κανέναν χώρο.
Σε κανέναν χρόνο.
«Γράψε, σβήσε, διάβασε με. Πάρε με, κι αν χρειάζεται γύρω από τους καρπούς σου τύλιξε με.»
Πέτρα. Ψαλίδι. Χαρτί.
Πέτρα. Ψαλίδι. Χαρτί.
Χαρ-τί.
Τι;
Τι.
η φίλη μου
με πήρε στο τηλέφωνο γελώντας
έφευγε από μια κηδεία και είχε κέφι
και σκόνες στα σγουρά της τα μαλλιά
– σπάνιο για μια γυναίκα
να υπηρετεί αυτό το επάγγελμα –
μα δίπλα της αιμορραγούσε η πιθανότητα
κι εκείνη την κτύπησε στο κεφάλι με ένα φτυάρι
κι ύστερα την έθαψε με ενδιαφέρον και επιμέλεια
τυπώθηκε στο πρόσωπο
το δάκρυ χίλιες φορές
χωρίς πόνο
χωρίς αρχή και τέλος
φυσική διαδικασία;
ποιος ξέρει;
μόνο εσύ
γλυκό μου στοιχειό
άνοιγες τους κόσμους μας
στα φωτεινά σου μάτια
και έγνεφες ιστορίες παράλληλες
στους δίδυμους μας δρόμους
όταν θα βρεθούμε πάλι
εκεί που τελειώνει το νήμα που κεντούσες
θυμήσου να με δέσεις κόμπο γερό
στο φουστάνι σου
Θα έρθει μια μέρα
Που θα σου πω
Δεύτερη μου όψη
Πώς αν θαύμαζα ανθρώπους
Ίσως να μου προκαλούσες θαυμασμό
Κι αν αγαπούσα ανθρώπους
Ίσως σ’ αγαπώ
Μα δεν θα πω λέξη
Έτσι όπως έχω εκπαιδευτεί
Από σένα και από όλους
Μόνο θα σηκώσω το δάχτυλο
Για να σε υποδείξω
Σε αυτούς που συμμαζεύουν
Τις ανωμαλίες και τα συναισθήματα
Και με άθικτο εγωισμό
Θα σε εγκαταλείψω
Όπως με εγκαταλείπεις εσύ
Κάθε μέρα και κατ’ επανάληψη
Κοντά στα δέκα διαπίστωσα
πώς η καρδιά μου κτυπούσε παράξενα
– σχεδόν παραβατικά.
Η μητέρα είπε πώς δεν ήταν δική μου
– ανήκε στον πατέρα –
και ήταν απορίας άξιο
που εκείνη η εκκεντρική αρσενική καρδιά
βρισκόταν σε λάθος στήθος.
Όταν την έβαλε στο πορτοφόλι της το κεντητό
με τα γατάκια των Βρυξελλών
και το βελόνι για τις έκτακτες ανάγκες
ένιωσα μεγάλη μοναξιά,
αλλά με διαβεβαίωσε,
πώς η Επιστήμη ξέρει τι να την κάνει.
Εκείνη την τοποθέτησε στο φως το τεχνητό
και τη φορμόλη
και αφού πέρασαν τα χρόνια
και πειράματα χίλια
μου την επέστρεψε δεμένη σε ραφές.
Εγώ πήρα το βελόνι της μαμάς
και τη φρόντισα, της μίλησα και την κέντησα
μέχρι που κτύπησε ξανά,
παράξενα
– σχεδόν παραβατικά.
Βιογραφικό (*)
Η Άννα Κουππάνου είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός με διδακτορικές σπουδές στη Φιλοσοφία της Παιδείας και πλούσιο ερευνητικό έργο. Τα βιβλία της Οι Αργοναύτες του Χρόνου και Η Απίστευτη Αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε (Εκδόσεις Κέδρος) έχουν βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου το 2010 και το 2015 αντίστοιχα. Η Απίστευτη Αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε έχει επίσης τιμηθεί με το Α’ βραβείο του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ Κύπρου), το βραβείο για Λογοτεχνικό Βιβλίο για Παιδιά του λογοτεχνικού περιοδικού Ο Αναγνώστης, ενώ έχει αναγραφεί στον τιμητικό κατάλογο της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (IBBY Honour List 2018).