Άλμα 22, (Πρωτοχρονιάτικο της Αργυρώς Μαντόγλου)

0
465

 

της Αργυρώς Μαντόγλου

 

Ούτε που ξέρει πως έφθασε εδώ –σε αυτή την πόλη, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το πάρτι με όλους τους άγνωστους αυτούς ανθρώπους.

Βρέθηκε να ανεβαίνει μια περίλαμπρη σκάλα και στην είσοδο, όταν ένας κορδωμένος μπάτλερ του πήρε το παλτό και το καπέλο του, πληροφορήθηκε πως όλοι οι καλεσμένοι ήταν εδώ για να γιορτάσουν την άφιξη του νέου έτους -του 2020. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί το τι απέγιναν τα δυο έτη που είχαν μεσολαβήσει, το 2018 και το 2019, το λόγο που δεν είχε καμία ανάμνηση και ένας σερβιτόρος στάθηκε μπροστά του τείνοντας τον  δίσκο με τα ποτήρια της σαμπάνιας,  πήρε ένα στο δεξί του χέρι το περιεργάστηκε και τότε πρόσωπα άγνωστά του τον πλησίασαν και άρχισαν να του εύχονται για την «καλή χρονιά».  Μια γυναίκα ξανθιά και λαμπερή με πλούσιο μπούστο του έκλεισε το μάτι περιπαιχτικά, ήρθε κοντά του και του ευχήθηκε μια χρονιά δημιουργική, αλλά ο τρόπος που το είπε αυτό ήταν σαν να τον γνώριζε καλά, τσούγκρισε το ποτήρι του και τότε ήταν που είδε τη βέρα στο δεξί του χέρι, ξεροκατάπιε και για όσο παρέμεινε το βλέμμα του πάνω στο δάχτυλό του,  η ξανθιά είχε γίνει καπνός και κάποιος άλλος, ένας νευρώδης λιμοκόντορος, τον πλησίασε. «Επιτέλους» του φώναξε «αργήσατε…»  και κοιτάζοντας πίσω από την πλάτη του, ρώτησε: «Πού είναι η Τζούλια;»

Το κενό του βλέμμα από την απουσία αντίδρασης δεν φάνηκε να τον αποθαρρύνει και συνέχισε: «Μη μου πείτε πως δουλεύει και Πρωτοχρονιά; Εργασιομανής…» είπε και έκανε σαν να έφτυνε τον κόρφο του.

Έσκυψε και κοίταξε ξανά τη βέρα, έμοιαζε καλά εξοικειωμένη με το δάχτυλό του, έκανε να τη βγάλει και είδε πως είχε αφήσει σημάδι, πρέπει να την φορούσε καιρό, κοίταξε πιο χαμηλά και τότε ήταν που πρόσεξε τα ρούχα του, φορούσε φράγκο και παντελόνι στην πένα, παπούτσια μυτερά, λουστρίνια, και ναι, φορούσε και παπιγιόν, όπως οι περισσότεροι άντρες σε εκείνη την κατάφωτη αίθουσα. Είχε μόλις κάνει μερικά βήματα προς τα μέσα και  όλο και κάποιοι τον πλησίαζαν και κάτι του έλεγαν, σαν να γνώριζαν τη ζωή του ανθρώπου που είχε μόλις αφιχθεί εδώ, καλύτερα από τον ίδιο που τους κοιτούσε απορημένος.

Το παράδοξο ήταν πως όλοι αυτοί δεν του ήταν και απόλυτα άγνωστοι, όλοι κάτι του θύμιζαν, ήξερε περίπου τον ήχο της φωνής του, πριν του απευθυνθούν, ήξερε τι θα έκαναν όταν θα έμπαιναν στο διπλανό δωμάτιο, είχε μια γενική ιδέα για την οικογενειακή κατάσταση τους και τις ενασχολήσεις τους, σαν να είχε κάποια στιγμή ρίξει μια ματιά στα ημιτελή βιογραφικά τους. Το μόνο που αγνοούσε παντελώς ήταν το ποιος ήταν αυτός, αυτός που ήταν ο εαυτός του και είχε φθάσει σε αυτή την αίθουσα για να γιορτάσει την έλευση της καινούργιας χρονιάς.

Πήγε κοντά σε μια καστανή νέα κοπέλα που του χαμογελούσε εδώ και ώρα και της χαμογέλασε κι αυτός. «Καλησπέρα».

«Αχ και έλεγα κι εγώ πότε θα ’ρθείτε… αργήσατε. Εσείς μας λέγατε πάντα το πόσο σημαντικές είναι οι συνευρέσεις, τα πάρτι, οι γιορτές. Αυτό το πάρτι είναι μια μοναδική ευκαιρία για να βρεθούμε όλοι ξανά, να δούμε πως θα προχωρήσουμε».

«Μάλιστα».

«Λέγατε πως τα πάρτι είναι ιδανικά για παρατήρηση».

Ήθελε να τη ρωτήσει, ποιος ήταν αυτός που τους τα έλεγε όλα αυτά, αλλά δεν ήθελε να την ξαφνιάσει πριν της αποσπάσει περισσότερα.

«Σε ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι, μπορεί να δει κανείς τη σχέση των ανθρώπων με τον χρόνο, είναι ένα ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης, θέλατε να χωρέσει κι αυτό στο πλάνο σας».

Ανάθεμα και αν καταλάβαινε τι του έλεγε.

«Σημείο εκκίνησης για ποιο πράγμα;»

«Για τη μελέτη τους».

«Για την μελέτη ποιων;»

«Των χαρακτήρων, μα τι έχετε πάθει; Εσείς το οργανώσατε όλο αυτό!»

Ήπιε μια γουλιά απ’ τη σαμπάνια του και για να μην την τρομάξει είπε να αρχίσει με κάποιες απλούστερες ερωτήσεις.

«Τι είναι εδώ;» τη ρώτησε και κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της για να αποσπάσει την αντίδρασή της. Ήθελε επίσης να  ρωτήσει «Ποιοι είστε εσείς;» αλλά περίμενε.

«Εσείς μας καλέσατε, είναι το πάρτι της επανασύνδεσης μας, το 2020 είχατε πει θα συναντηθούμε όλοι για να ελέγξουμε την πρόοδο μας».

«Την πρόοδο μας σε ποιο πράγμα;»

«Χα χα χα!» η κοπέλα γέλασε δυνατά αποκαλύπτοντας μια αστραφτερή οδοντοστοιχία, όμως δεν είπε τίποτα περισσότερο, καθώς είχε ήδη στρίψει ολόκληρη προς το μέρος ενός νεαρού που την κοιτούσε εδώ και ώρα.

«Μα εσύ είσαι μια θεά!» της είπε αυτός μόλις την πλησίασε, περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση της και κοιτάζοντας την από την κορυφή έως τα νύχια. Κάτι άρχισαν να λένε και μάλλον τον ξέχασαν, οπότε απομακρύνθηκε αθόρυβα και προχώρησε προς την άλλη πλευρά της αίθουσας, αποφασισμένος να διαλευκάνει το μυστήριο: ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι γνωστοί του άγνωστοι, ποιο ήταν αυτό το σπίτι που έμοιαζε να έχει επισκεφτεί στο παρελθόν πολλές φορές γιατί ήξερε κάθε πίνακα, κάθε πολυθρόνα, ήξερε ακόμα και την κίνηση των σερβιτόρων, μάντευε ακόμα και τη ρωγμή στην άκρη μιας πόρτας, αόρατη στα μάτια όλων των άλλων.

«Κύριε!» του φώναξε μια ξανθιά κοπελίτσα από μια άλλη γωνιά της αίθουσας. Στάθηκε και περίμενε να έρθει κοντά του.

«Είδατε πως τελικά δεν απουσιάζει κανείς!»

«Α!» Κούνησε το κεφάλι και προσπάθησε να της χαμογελάσει.

«Όταν μας δίνατε αυτό το ραντεβού, τόσο καιρό πριν, ρισκάρατε, ρισκάρατε να ξεχαστούμε, να χαθούμε να ατονήσουμε, αλλά όχι, εμείς είμαστε όλοι εδώ, ελπίζω να είστε ευχαριστημένος και έτοιμος πια».

Την κοίταξε και για μια ακόμα φορά, αναρωτήθηκε που την είχε ξαναδεί, που είχε ξαναδεί αυτό το σφίξιμο των χειλιών μετά το πέρας της κάθε φράσης, αυτά τα μάτια που έμοιαζαν μονίμως ξαφνιασμένα λες και ο κόσμος ήταν μια επικράτεια που περίμενε να εξερευνηθεί.

«Πότε, πότε σας κάλεσα;» τόλμησε να ρωτήσει, αποφασισμένος να μπει κι αυτός στο παιχνίδι που του έπαιζαν αυτά τα μυστηριώδη όντα.

«Α ο χρόνος!» είπε και γέλασε πληθωρικά, πριν σφίξει μηχανικά τα χείλη της ξανά.

«Ο χρόνος!»

«Μάλιστα ο χρόνος, αυτό ήρθαμε να γιορτάσουμε εδώ! Γιορτάζουμε ένα σημείο στο χρόνο, το ορόσημό σας».

«Το δικό μου ορόσημο;»

«Εσείς μας λέγατε πως ο χρόνος δεν έχει και τόση σημασία,  πως μέσα σε μια στιγμή μπορεί να συμπυκνωθεί μια ολόκληρη ζωή και πως μπορεί να περάσουν χρόνια, να κυλήσουν μήνες, χωρίς να καταγραφούν πουθενά. Χρειάζεται, όμως, ένα ορόσημο κάπου στο βάθος…»

«Εγώ τα έλεγα αυτά; Πότε;»

«Πάντα τα λέγατε, απ’ όσο σας ξέρω… Είναι μέρος του πλάνου σας»

«Του πλάνου μου;»

«Ναι όλοι εμείς είμαστε μέρος του πλάνου σας, τι τρέχει μας ξεχάσατε;» ρώτησε και έσφιξε τα χείλη της ξανά, τώρα με μια έκφραση ανησυχίας στα μάτια.

Άφησε τη σαμπάνια του στο δίσκο ενός σερβιτόρου που περνούσε και τρέχοντας ανέβηκε τις σκάλες. Κάποιοι που κατέβαιναν σταμάτησαν και πήγαν να τον χαιρετίσουν, αλλά δεν στάθηκε, χαμογέλασε αμήχανα και τους φώναξε πως θα επιστρέψει σε ένα λεπτό, όχι δεν σκόπευε να χάσει το γύρισμα της χρονιάς.

Πάνω σε ένα δρύινο γραφείο ήταν απλωμένα τα χαρτιά του. Ήταν δικά του αυτά τα χαρτιά, δικά του πέραν πάσης αμφιβολίας, αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα, τους λεκέδες από καφέ αλλά και τις κρυπτογραφικές σημειώσεις στο περιθώριο. Έξω, ένας ημιτελής ιμπρεσιονιστικός πίνακας απλωνόταν το θολό νυχτερινό τοπίο, ένας καθεδρικός, ένα ποτάμι στο βάθος και το περίγραμμα ενός τρένου που περνούσε πάνω από μια μάλλον αδιαμόρφωτη γέφυρα, λίγες σταγόνες στο τζάμι στέκονταν ακίνητες, σαν να είχαν ανατρέψει τον νόμο της βαρύτητας.

Έσκυψε και διάβασε στην κορυφή της σελίδας: «22 -προσχέδιο» και κάπως ανυπόμονα άρχισε να ξεφυλλίζει  τις σελίδες. Σύντομα βιογραφικά και περιγράμματα χαρακτήρων, κρυπτογραφημένες περιλήψεις από σκηνές και διαλόγους.

 Η ιστορία δίνεται σε τρεις αιώνες, οι χαρακτήρες διανύουν τις εποχές και αλματωδώς υιοθετούν τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής,  ο κεντρικός αφηγητής παραμένει η μνήμη της ιστορίας, αυτός είναι που τους συνδέει, αν αυτός χαθεί, αυτοί θα παραδέρνουν ακυβέρνητοι, αναποφάσιστοι για τον ρόλο τους και τις σχέσεις τους, για αυτό και ο κεντρικός αφηγητής – εσύ δηλαδή-, πρέπει να μη ξεχάσει την ιστορία. Και όλα τελειώνουν το 2020 -μη ξεχνάς τα δυο δυάρια και τα δυο μηδενικά- εκτός και αν δοθεί κάποια παράταση.

«Ποια είναι η ιστορία;» είπε δυνατά και κάρφωσε στο βλέμμα του στο τζάμι και στις ασάλευτες σταγόνες της βροχής.

Η ιστορία γράφεται όσο εκείνοι ζουν και για να ζήσουν χρειάζεται δράση, συνευρέσεις, έρωτες και πάρτι αλλά κυρίως τη δική σου παρουσία! Αυτό μπορεί να το διάβασε ή μπορεί και να το ανέσυρε από τη μνήμη του ή από τη μνήμη της ιστορίας.

Πήρε ένα στυλό από τη μολυβοθήκη έσβησε τον τίτλο και σημείωσε: Άλμα 22, κοίταξε για λίγο τα απλωμένα χαρτιά και διόρθωσε την πρώτη παράγραφο πάνω στην οποία έπεσε το μάτι του.  

Ήταν η πρωτοχρονιά του 2020 όταν ανέβηκε την περίλαμπρη σκάλα, πήρε ένα ποτήρι σαμπάνιας από τον δίσκο που του έτεινε ο σερβιτόρος, ύψωσε το ποτήρι του και φώναξε «καλή χρονιά». Μια ψηλή μελαχρινή γυναίκα με εντυπωσιακό προφίλ σαν της Νεφερτίτης ήρθε δίπλα του κρατώντας το δικό της ποτήρι με σαμπάνια και του χαμογέλασε. «Καλή χρονιά Τζούλια» της είπε και έσκυψε να γευτεί τη σαμπάνια από τα χείλη της.  

 Αμέσως μετά ήχησαν οι καμπάνες του καθεδρικού, ακούστηκε ο συρμός του τρένου να περνάει ορμητικά πάνω από τη γέφυρα που φάνηκε να τρέμει σαν να ήταν μέρος σκηνικού,  στράφηκε στο παράθυρο και είδε τις σταγόνες της βροχής να κυλούν και να σχηματίζουν  ρυάκια πάνω στο τζάμι  που έμοιαζαν με τις διακλαδώσεις πολλών και ακανόνιστων δρόμων που εκκινούσαν από ένα σημείο που δεν ήταν σε θέση να διακρίνει.

Προηγούμενο άρθροΤα δάκρυα του μπαμπά (της Κατερίνας Ζαρόκωστα)
Επόμενο άρθροΠοια από κείνα τα παιδάκια του εξήντα (του Β. Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ