του Χρίστου Κυθρεώτη
Το καλοκαίρι του 1993, η ελληνική κυβέρνηση εκπόνησε και εκτέλεσε το σχέδιο «Χρυσόμαλλο Δέρας», με στόχο των απεγκλωβισμό πολλών εκατοντάδων Ποντίων που είχαν βρεθεί παγιδευμένοι στον πόλεμο μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων, στο χαοτικό γεωπολιτικό περιβάλλον της πρόσφατα διαλυμένης Σοβιετικής Ένωσης. Υπό την εποπτεία της τότε υπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού, σημειώθηκε διπλωματική κινητοποίηση και επιτεύχθηκε τελικά, εν μέσω σύντομης εκεχειρίας, η μεταφορά από την επικίνδυνη ζώνη στην Ελλάδα διά θαλάσσης άνω των χιλίων προσφύγων – ενώ βέβαια πολλοί άλλοι, που δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να φύγουν από τα γενέθλια εδάφη τους με εκείνη την αποστολή, εξακολούθησαν να συρρέουν τα επόμενα χρόνια στη χώρα. Ανάμεσά τους βρισκόταν και η δεκάχρονη Σοφία Αλεξανιάν, που σήμερα είναι ηθοποιός και στην πρώτη της πεζογραφική απόπειρα («Η ζωή αύριο, η ζωή χτες, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 339) καταγράφει, από την οπτική γωνία ενός παιδιού, τη δική της σχετική μαρτυρία.
Το βιβλίο εστιάζει κατά βάση στην τριετία από το 1992, όταν η συγγραφέας αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι και τη μητέρα της για να ζήσει με την παντρεμένη αδερφή της μακριά από την πόλη, μέχρι το 1995, χρονιά κατά την οποία η οικογένεια εγκατέλειψε τελικά την εμπόλεμη ζώνη προς αναζήτηση ασφαλέστερης και καλύτερης ζωής στην Ελλάδα – μια Ελλάδα που ζούσε τότε σε εντελώς διαφορετικό κλίμα και τείνει σήμερα να καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως παράδεισος οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Η μαρτυρία της Αλεξανιάν γίνεται ισχυρότερη αν διαβαστεί μέσα από αυτό το φίλτρο, αν δηλαδή ο αναγνώστης εναλλάσσει στο μυαλό του τις στερεότυπες εικόνες εκείνης της Ελλάδας με τις σκηνές της αγριότητας και του φόβου που κατακλύζουν τις σελίδες του βιβλίου και φωτίζουν μια σχετικά άγνωστη πτυχή της πρόσφατης ιστορίας μας, προσφέροντας πολύτιμες ψηφίδες στο μωσαϊκό της βαθιά αντιφατικής ελληνικής δεκαετίας του ενενήντα.
Πέρα από την αξία του ως μαρτυρία, το βιβλίο δεν στερείται λογοτεχνικών αρετών. Η συγγραφέας οργανώνει με στοιχειώδη αλλά εναργή τρόπο το υλικό της, αναδεικνύοντας διακριτικά τη δύναμή του, ενώ στις συγκλονιστικότερες ή ωμότερες σκηνές αποφεύγει την παγίδα της δραματοποίησης ή του λυρισμού, φανερώνοντας συγγραφική ευαισθησία και τριβή με τη λογοτεχνία. Κάποια κλισέ δεν λείπουν και είναι σαφές πως υπήρχε μεγαλύτερο περιθώριο για ανάπτυξη της αφηγήτριας ως λογοτεχνικού χαρακτήρα, καθώς και για πιο συστηματική αναπαράσταση του κοινωνικού και ιστορικού περίγυρου, ωστόσο η αφηγηματική ευχέρεια της Αλεξανιάν αμβλύνει αυτές τις αδυναμίες. Ίσως η συγγραφέας ήθελε να αποφύγει τον κίνδυνο να νοθεύσει τη δυναμική του υλικού της, προτιμώντας να επικεντρωθεί στα γυμνά γεγονότα και να αφήσει να διαγραφεί η ψυχολογία της αφηγήτριας πάνω σε δύο κυρίως άξονες: την αγάπη της για τα βιβλία και την επιθυμία να ξανασυναντήσει τη μητέρα της.
Τα δύο αυτά μοτίβα επιτρέπουν την ανάγνωση του μυθιστορήματος και στη βάση έμφυλων προβληματισμών, καθώς η επιθυμία της αφηγήτριας να μορφωθεί αντιμετωπίζεται εχθρικά τόσο από το συντηρητικό οικογενειακό της περιβάλλον (που βλέπει επιφυλακτικά γενικότερα τη μόρφωση και ειδικότερα τη γυναικεία μόρφωση) όσο και αργότερα, στην Ελλάδα, από την τοπική επαρχιακή κοινωνία στην οποία εγκαθίσταται. Έτσι η μαρτυρία της Αλεξανιάν μπορεί να διαβαστεί και ως η προσπάθεια μιας γυναικείας φωνής να διαμορφωθεί και να ακουστεί μέσα σε κατεξοχήν αφιλόξενα περιβάλλοντα. Στην κατεύθυνση αυτή πάντως, θα ήταν ενδιαφέρουσα μια εκτενέστερη εξιστόρηση των πρώτων χρόνων της ζωής της στην Ελλάδα, που σηματοδότησαν ταυτόχρονα το πέρασμα από την παιδική ηλικία της στην εφηβεία και την ενηλικίωση, μέσα στις πνιγηρές συνθήκες της ελληνικής επαρχίας. Κάτι τέτοιο θα αλλοίωνε ίσως τον χαρακτήρα του βιβλίου ως μιας κατά βάση πολεμικής μαρτυρίας, θα μπορούσε να αναδείξει ωστόσο πιο καθαρά την ιστορία της συγκεκριμένης γυναίκας ως μια πορεία επιβίωσης ανάμεσα σε διαφορετικά είδη αγριότητας.
info: Σοφία Αλεξανιάν, Η ζωή αύριο, η ζωή χτες, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 339