Του Γιώργου Αριστηνού.
Το θέμα του βιβλίου είναι γνωστό, τόσο από τις κριτικές των εφημερίδων όσο και από τα δελτία τύπου και το οπισθόφυλλο. Έτσι κι αλλιώς οι περισσότερες απ’ αυτές είναι φλύαρη ανάπτυξη της ιστορίας και της μυθοπλασίας του, καρυκευμένη με στερεότυπες προτάσεις για τη συνοχή και την οικονομία της αφήγησης για το σφρίγος ή ακόμη και για την ευελιξία της πλοκής. Οι εξαιρέσεις είναι ευάριθμες και γι’ αυτό γνωστές. Προσωπικά θα μ’ ενδιέφερε ένας διάλογος με το κείμενο όχι για να το κάνω εύληπτο και ευανάγνωστο αλλά για να εντοπίσω κάποια σημεία των λογοτεχνικών του αρετών. Η λογοτεχνικότητα – έννοια που δύσκολα ανιχνεύεται, και δυσκολότερα αποδεικνύεται – δεν συνδέεται υποχρεωτικά με την αξία του, αλλά με τη δομή και τους όρους που το διέπουν. Αν για παράδειγμα στο πρωτόκολλο της παρωχημένης πια δομολογίας η λογική-οργάνωση των αναλογιών, η συμμετρία των αντιθέσεων ή η σύζευξη των αντιφατικών ζευγών κατέχουν πρωταγωνιστική θέση τότε η Άγρια Δύση μπορεί να τροφοδοτήσει με πλούσιο υλικό τις έννοιες αυτές και να τεκμηριώσει την προσήκουσα ερμηνεία. Κι αυτό γιατί οι αντιθέσεις είναι πρόδηλες και τυπικές και μπορούν άνετα να παρασταθούν σ’ έναν πίνακα στρουκτουραλιστικής γενεαλογίας.
Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: Έλληνας – Αμερικανοί, Άγρια Δύση – ευρωπαϊκή ιστορία, οικολογία –οικονομική ανάπτυξη, κείμενο – διακείμενο, κεντρικός ήρωας – περιφερειακά πρόσωπα, καθώς και μια σειρά ακόμη από δυαδικές σχέσεις και υφάνσεις που αφορούν όμως τον ειδικό.
Η Άγρια Δύση που παραπέμπει ειρωνικά στην Άγρια σκέψη του Λεβί Στρος ή με μια διάθεση παρωδίας στα γουέστερν, είναι ένα ολικό έργο. Το επίθετο άγρια δηλώνει πως είναι μακριά από το ανθρωποκεντρικό και ουμανιστικό βάθος της ευρωπαϊκής ηθικής. Και είναι ολικό γιατί φιλοδοξεί να μιλήσει για τα πάντα, για το περιβάλλον που καταρρακώθηκε, για την εκμετάλλευση που αποχαλινώθηκε, για τον πόλεμο που εξαχρειώθηκε, για το αίσθημα που αποστειρώθηκε κυρίως όμως για τη γραφή καθ’ εαυτήν – εξού και οι πυκνές συστάδες από αυτοαναφορικές παραπομπές στους μυθιστορηματικούς μηχανισμούς – αδυνατεί πλέον να μιλήσει σοβαρά (επιλέγοντας έτσι την ειρωνεία και τον σαρκασμό) για έναν κόσμο που είναι εσωτερικά υπονομευμένος και κατακερματισμένος από τις αντιφάσεις του. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι δεν υπάρχει μια κεντρική θέση ή μια ιδεολογική φωνή που κανοναρχεί και μοιράζει τους ρόλους και τις σημασίες σ’ όλη την έκταση του κειμένου. Δεν υπάρχει να το πω αλλιώς, μια προαποφασισμένη αρμονία, μια ηθική αρχή, ένας κυρίαρχος κανόνας που ενορχηστρώνει τις επί μέρους τάσεις σε μια ενότητα. Αντίθετα τα πρόσωπα εκφράζονται χωρίς καμία χειραγώγηση με μια δόση κυνικού δανδισμού οπωσδήποτε, και ίσως περίλυπου αμοραλισμού, σ’ ένα κλίμα πολυφωνικής ουδετερότητας. Ακούμε: «Για πρώτη φορά την άκουσα να μνημονεύει τον Θεό. Τον εφεύραμε και αυτός μας εγκατέλειψε. Εκεί εντοπίζει το παράδοξο της ύπαρξής μας ο Ντοστογέφσκι (είπα για να πω κάτι). Δεν αντέχω άλλο τις ενοχές της Δύσης, αυτή την παρακμιακή μελαγχολία». Και πιο κάτω «η ανάπτυξη δεν είναι πια πειστική ως η μεγάλη αφήγηση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Καιρός να ασχοληθούμε με τα ερείπιά της». Στο ίδιο πνεύμα ο Στάινερ θα μιλήσει για τον μαζοχισμό της μεταμέλειας του δυτικού ανθρώπου και της ελίτ που αποτελεί την ακρώρεια της συνείδησής του. Για την ενοχή και την αυτομομφή, εξαιτίας της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Κυρίως όμως για την ήττα της λογικής και την κάμψη της ηθικής ευαισθησίας που έκανε τους αριστερούς Γάλλους διανοούμενους να στοιχηματίζουν για την τριτοκοσμική άνοιξη, για την Κούβα του Κάστρο, την Ουγκάντα του Ίντι Αμίν, το Ζαΐρ του Μομπούτου και την Αϊτή του Ντιβαλιέ.
Σ’ αυτό το τόξο του σκεπτικισμού και της ιδεολογικής απολύμανσης κινούνται τα κύρια πρόσωπα στην Άγρια Δύση του Μοδινού χωρίς να αποδεκατίζεται η αυτονομία τους από κανενός είδους αυτολογοκρισία. Όμως, πόσο ανεξάρτητα από την ενοχλητική παρέμβασης του παντογνώστη αφηγητή είναι τα πρόσωπα αυτά, πόσο ανόθευτη διατηρείται η φωνή τους και κυρίως αυτεξούσια; Στη σελίδα 378 ακούμε τον συγγραφέα Ντε Λίλο να απευθύνεται στον αφηγητή. «Σε ό,τι αφορά το λογοτεχνικό σου μέλλον δεν θέλω να σε παραμυθιάσω παροτρύνοντας σε να μείνεις στα τυπικά δεδομένα – στη θεματική της Αντίστασης, της Μικρασιατικής καταστροφής και της γενιάς του Πολυτεχνείου και τα σχετικά – αν και πρέπει να ’σαι προετοιμασμένος για το ότι πολλές μετριότητες θα κάνουν εύκολη καριέρα μ’ όλα τούτα. Εξαίρεση ίσως ο Άρης Αλεξάνδρου – σπουδαίο βιβλίο το Κιβώτιο». Εδώ είναι σαφές πως οι φωνές του Αμερικανού μυθιστοριογράφου και του επίδοξου Έλληνα συναδέλφου δεν διαφοροποιούνται ούτε εξατομικεύονται κατά το γλωσσικό ήθος, την ιδιοσυγκρασία και τις προσλαμβάνουσες του καθενός. Αλλά εξισώνονται περνώντας μέσα από ένα ουδέτερο ηχείο. Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε καταστρατηγείται το λίγο ή πολύ απαράγραπτο αξίωμα του Φλωμπέρ για τη διττή προσωπικότητα του συγγραφέα: να είναι δηλαδή πανταχού παρών αλλά αόρατος ώστε να ελέγχει τους ήρωές του, χωρίς όμως να τους ακυρώνει. Ο Μοδινός δεν αγνοεί τον κίνδυνο αυτό μόνο που τον παρακάμπτει. Ο Ντε Λίλο ωστόσο δεν έχει μυθιστορηματική υπόσταση, με σάρκα και οστά, είναι ένας παρεμβατικός τύπος, ένα εμβόλιμο ή παρείσακτο επιχείρημα που νομιμοποιεί τις αφηγηματικές ντρίπλες και τακτικές, είναι το προσωπείο του για να μιλήσει με το κύρος της αυθεντίας μέσα στα πλαίσια της μεταμοντερνιστικής ρητορικής που ξέρει από ελιγμούς και ειρωνικές προσαρμογές. Στην ίδια γραμμή της αίρεσης που καλλιεργήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και που εντάσσει το μυθιστόρημα στην αέναη ιστορία της γραφής βρίσκουν τη θέση τους και οι ασίγαστες (όχι όμως ασύστατες) φιλολογικές αναφορές στον Φώκνερ τον Ντελίλο τον Χεμινγουέι τον Μπολάνιο, κ.λπ. πρόγονοι και απόγονοι μιας μυθοπλαστικής ευρηματικότητας και ευρυμάθειας που θα επιστρατευθούν για να παρασταθούν στο προσκλητήριο της γραφής. Θα κατηγορούσε λοιπόν κάποιος ενδεδυμένος με τα ετοιμοπαράδοτα άμφια μιας αισθητικής που δίνει έμφαση στην οργανικότητα του λογοτεχνικού έργου, στην αξία της μορφολογικής διάπλασης και κυρίως της λειτουργικής συνοχής του, πως οι φιλολογικές αναφορές (τα λίπη σύμφωνα με τον Μπόρχες που παστώνουν τις σελίδες του κειμένου) είναι τεχνητές, διεμβολίζουν το σώμα του, δεν το εμπλουτίζουν με αποτέλεσμα να χάνει τον ρυθμό και την ευαισθησία υπέρ μιας νεοπλουτίστικης επίδειξης.
Είναι σχεδόν γελοίο. Πάντως δεν πρόκειται εδώ να ανοίξω το θεωρητικό αυτό κεφάλαιο, που κάποιες πτυχές του έχω σχολιάσει αλλού και με άλλες αφορμές, αλλά θα περιοριστώ μόνο σε μια βασική αρχή της λογοτεχνικής θεωρίας, πως ο σημαίνων ρόλος μιας ορισμένης χρήσης του συγγραφικού υλικού εξαρτάται από το πλαίσιο της αναφοράς του. Αυτό υπαγορεύει ως μια δεσπόζουσα (dominante) αρχή, αν θα επικαλύψω με δοκιμιακό επίχρισμα ένα καθαρά λογοτεχνικό είδος (Μπόρχες), αν θα επιστρατεύσω ένα βουνό από επιστημονικά ή θρησκευτικά παραθέματα στην υπηρεσία μιας μπουφόνικης φαρσοκωμωδίας (Ραμπελαί), αν θα κατεβάσω έναν ορυμαγδό από πληροφορίες, σημειώσεις, υποσημειώσεις και καταλόγους στο όνομα της λεγόμενης επαύξησης της έντασης (Έκο), αν θα χτίσω πάνω σε ένα κλασικό έργο και στην ανεκδοτολογία του μια αλληγορία για την βιογραφία και τα αδιέξοδά της (Τζούλιαν Μπαρνς), αν τέλος, για να θυμηθώ έναν σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα τον Ν. Γ. Πεντζίκη, πατήσω πάνω σ’ ένα αφελές διήγημα του Δροσίνη για να βάλω μπρος τη μηχανή της γραφής. Οι παρεκκλίσεις από τον κανόνα, οι υπερβάσεις, οι ανοικονόμητες δαψίλειες του υλικού μας, είναι απόλυτα νόμιμες και θεμιτές λύσεις για μια γραφή που έχει οριοθετήσει με ασφάλεια τον χώρο της και έχει καθορίσει τα κριτήρια για τον αυτοέλεγχό της.
Άλλωστε οφείλουμε να δούμε το μυθιστόρημα αυτό στα πλαίσια της κρίσης ενός πολιτισμού της εντροπίας και μιας υπονομευμένης ή εξαντλημένης γραφής που μόνο ως ειρωνεία ή μιμητική παρώδηση μπορεί να λειτουργήσει και να επιδώσει ευσεβάστως τα διαπιστευτήριά της στην προεδρία της μυθοπλασίας για να επικαλεστώ εδώ μια παμπάλαιη μεταφορική υπερβολή. Αν εκτός των άλλων με τέρπει αυτός ο τρόπος γραφής του Μοδινού – ένα είδος παραλυτικού μπλαζεδισμού που κάνει το ύφος να μην παίρνεις στα σοβαρά τη θρυλική φράση «l’ home est style meme» – είναι ο αφομοιωμένος κοσμοπολιτισμός του που δεν κρύβει ούτε λεπτό την προπέτεια, την αυθάδεια και προκλητικότητά του και που ξέρει να χλευάζει την αστική ηθογραφία, τον προσφυγικό νεορεαλισμό με τα παχύρευστα πολιτικά του επιμύθια και τέλος τον εμφυλιοπολεμικό βαμπιρισμό ως αποφύσεις ενός αυτοάνοσου επαρχιωτισμού. Μίλησα για έναν μπλαζεδισμό που σε ατονεί με την εσκεμμένη επιτήδευσή του, και που λιπαίνεται από τη λεπτομέρεια, το κέντημα της λεπτομέρειας και της παρατήρησης από τους στιλιζαρισμένους διαλόγους στο πνεύμα της «Νύχτας» ή της «Περιπέτειας» του Αντονιόνι. Ο Μοδινός σνομπάρει, στην κυριολεξία του όρου τη σοβαροφάνεια με όπλο την ειρωνική δολιοφθορά, τη μίμηση και την παρωδιακή αναπαραγωγή της. Με ενδιαφέρει συνεπώς όχι το καλό μυθιστόρημα με τις τέλειες αναλογίες του συγγραφικού μοντέλου, την οργάνωση και την συνοχή του, με την αρχιτεκτονική αρτιότητα, την ορθολογική κατανομή των μερών, την εναλλαγή του κιαροσκούρο, τη λειασμένη έκφραση και τις μεταξωτές φράσεις, όπως θα ‘λεγε ο Σελίν, αλλά αυτό που μέσα από τη σύμβαση και τους κανόνες της ανοίγει ένα όρυγμα για την υπονόμευσή του όχι από την κεκτημένη ταχύτητα της μόδας ή από μια τάση υπακοής και υποταγής στο political correct, αλλά γιατί η ανορθοδοξία είναι μέσα στον μόνιμο και σταθερό σφυγμό της τέχνης.
Για τη στροφή προς τον δημιουργικό κοσμοπολιτισμό έχει μιλήσει διεξοδικά ο μετρ της κριτικής Δημήτρης Ραυτόπουλος. Θα πρόσθετα την ιδιαίτερη θέση της φύσης, όχι τόσο στην οικολογικής της εκδοχή αλλά στην καθαρά λογοτεχνική. Εδώ η φύση δεν είναι απρόσωπη ή ένας κόσμος έξω από την ιστορία, που έκανε κάποτε τον Σαρτρ να δηλώσει ότι ο άνθρωπος είναι αντι-φύση. Στον Μοδινό, ο φυσικός κόσμος είναι με κάποια έννοια ενανθρωπισμένος, γιατί συμμετέχει στο συναίσθημα και στην κλιμάκωση της έντασης του, προσθέτει στην έλλογη σκέψη τους τρόπους για την αναρρίχησή της σε λεπτότερες αποχρώσεις και τη συγκίνηση σε βαθύτερους κραδασμούς. Με άλλα λόγια δεν είναι ένα αδρανές που σε γειώνει σε μια άχρονη ύλη χωρίς συνείδηση, αλλά αντίθετα η διάνοιξή της, και μάλιστα η ηθικής επιλογή. «Αλλά δεν την άκουγα, αφοσιωμένος στη μεταλλική λάμψη του απομεσήμερου που τύλιγε τα δάση, στο θρόισμα μιας φτελιάς, στα φύλλα της που έλαμπαν σαν πολυκαιρισμένα νομίσματα, στη μυρωδιά από καμένο άχυρο και μούστο και κοπριά, στο πηγάδι της αυλής ζωσμένο από σφυρήλατο μέταλλο, στις απαλές πνοές της γης, στο βουητό μιας χρυσόμυγας, στο πρασινωπό φως που τρεμουλιάζει στη διεπιφάνεια δασωμένων εκτάσεων και καμπύλων λιβαδιών, στη σιγή του δάσους πάνω στις πλαγιές, στα έντομα που έκαναν τον γαλάζιο αιθέρα να ριγεί σαν διάφανο νερό, στον φλεγόμενο κισσό εκεί στη μάντρα, στους οπωρώνες όπου η φύση μετατρέπεται στον επί γης παράδεισο, στα μήλα που παγιδεύουν τον ήλιο, στη ζωή που αποστρέφεται την εντροπία, στο μουρμουρητό του χρόνου. Η ύπαρξή μου αιωρείτο πάνω από το τοπίο, σαν επιθεωρούσε τον χρόνο της ζωής μου συμπυκνωμένο στον χώρο». Αυτό δεν είναι φυσιολατρία, διακοσμητική παρένθεση που εντείνει μια συγκίνηση ή συμπληρώνει ένα συναίσθημα. Είναι υπαρξιακός αυτοσχολιασμός, αναφορά «εις εαυτόν», που ανακαλεί τον φόβο της σύγκρισης τον καλύτερο Ζέμπαλντ.
Το μυθιστόρημα βγαίνει ή μπορεί να βγει από τον θεματογραφικό τοπικισμό από την εγχώρια αναμόχλευση ενδημικών τραυμάτων που διαιωνίζονται, αφού αποτελούν πρόσφορο υλικό για μικρομεσαίους συγγραφείς ή και τυμβωρύχους ακόμη. Να βγει προς τα πού; Μα ασφαλώς προς έναν κοσμοπολιτισμό διανθισμένο από μια ελληνική οπτική. Η εσωστρέφεια, και η τριβή με μια άγονη θεματική περιορίζει την προοπτική, μας κάνει να αισθανόμαστε για να θυμηθώ εδώ τον Καίσλερ σαν τους μεγαλύτερους βάτραχους του μικρότερου βάλτου. Ο Μιχάλης Μοδινός με όλες τις ουλές – και χάρη σ’ αυτές – που εμφανίζουν παρόμοια εγχειρήματα, νεύει προς την κατεύθυνση αυτή.
Μιχάλης Μοδινός, Άγρια Δύση, μια ερωτική ιστορία, σελ. 448, Καστανιώτης 2013
(κείμενο του Γιώργου Αριστηνού από την παρουσίαση του βιβλίου στις 31/10/2013)