του Γιώργου Λίλλη
Διαβάζοντας τα Άγρια χόρτα της πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας Βάλιας Τσαϊτά Τσιλιμένη το πρώτο που διαπιστώνω είναι πως η ποιήτρια δεν καταθέτει ένα πρωτόλειο έργο, γεγονός που φανερώνει πως πριν φτάσει στο να εκδώσει την δουλειά της πέρασε από εκείνο το πρώτο στάδιο της αναζήτησης που πολλές φορές οδηγεί τους φερέλπιδες ποιητές σε παγίδες, όπως η μίμηση αγαπημένων συγγραφέων, ή στο να μην μπορούν να ελέγξουν το υλικό τους, λες και το πρώτο βιβλίο τους θα είναι και το τελευταίο.
Τα Άγρια χόρτα όμως είναι ένα βιβλίο που έχει έναν συγκεκριμένο στόχο, με αρχή μέση και τέλος, σαν μυθιστόρημα, όπου εκτυλίσσεται η προσωπική μυθολογία της ποιήτριας, με μια φωνή ξέχωρη, δική της, γεγονός που φανερώνει πως έχει δουλέψει πολύ πριν ολοκληρωθούν αυτά τα ποιήματα, δοκίμασε, επεξεργάστηκε, έσκισε και πέταξε, ένιωσε την αποτυχία αλλά και τον μικρό θρίαμβο μιας τέχνης απαιτητικής που δεν σου παραδίδεται εύκολα.
Σε όλα σχεδόν τα ποιήματά της η Τσιλιμένη υπάρχει ένα τοπίο ως σκηνικό για να ξεδιπλωθούν οι μικρές της ιστορίες. Είτε πρόκειται για “τον ήλιο του δωματίου που δαγκώνει τους ενοίκους προκαλώντας τους εγκαύματα”, είτε “όταν ακούγαμε τους θορύβους των μπουμπουκιών και δαγκώναμε τα ακροδάχτυλά μας σαν από μνήμη“, η φύση σε αυτά τα ποιήματα υπηρετεί την υπέρβαση, ενώνει την στιβαρή πραγματικότητα με το θαύμα της στιγμής, εκεί όπου ” ΄σκασε μέχρι και στο ξύλινο τραπεζάκι της εισόδου μπουμπούκι παπαρούνας ανυπεράσπιστο“.
Ένας μαγικός κόσμος, μια αθώα ματιά που έρχεται να επιβληθεί σε έναν ρεαλιστικό κόσμο όπου τα χέρια περισσεύουνε, τον καθρέφτη που στο βάθος είχε μια ρωγμή, “χιλιάδες μικρότητες στα συρτάρια. Γωνίες παντού, ώρα πέντε και πενήντα ένα πρώτα λεπτά/ καλωσήρθατε εκεί όπου όλα μοιάζουν επείγοντα“. Η μνήμη παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίηση της Τσιλιμένη. Δεν είναι όμως νοσταλγική, αλλά επιστροφή στις ρίζες της αθωότητας, στον πρώτο εκείνο εαυτό όπου μπορούσες, είχες το θάρρος να αγγίξεις το θαύμα χωρίς να κάψεις τα χέρια σου. Με λυρικές αποχρώσεις, με δεινή αφηγηματική οικονομία η ποιήτρια καταγράφει την προσωπική της διαδρομή προς την ενηλικίωση. Δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τον κόσμο της, έναν κόσμο που συρρικνώνεται, αφήνει απέξω το θαύμα και σε κάνει να αισθάνεσαι αμήχανος μπροστά στις ραδιουργίες του χρόνου:
Στη θάλασσα που του απέμεινε άναψε μια φωτιά
Έστεκαν αιωρούμενα τα πουλιά κοιτάζοντας από ψηλά
τα φλεγόμενα φτερά τους, φύσαγε ο άνεμος κι έφερνε
άμμο πυκνή και θρύψαλα δευτερολέπτων
Κανείς δεν είχε πια κορμί, μονάχα τα είδωλα τρύπωναν
απ΄τους καθρέφτες κι άγγιζαν τον εαυτό τους
με θυμάρι κι άγριο τριαντάφυλλο, να υπάρξουν
Μύριζε ουρανός, η Νέα Πολιτεία
δεν ήταν όνειρο: Πάνω σε στάχτες υγρές γυάλιζαν
οι πρώτες φωνές, τα πρώτα χαμόγελα των παιδιών,
κι οι μνήμες
Στο ποίημα που μόλις παρέθεσα, με τίτλο Αναγέννηση παρατηρεί κάποιος ξεκάθαρα με ποιο τρόπο χρησιμοποιεί τα υλικά της η ποιήτρια, με ποιο τρόπο οι ισχυρές εικόνες αντικατοπτρίζουν την ψυχή της, πως μεταγλωττίζεται το αίσθημα σε ένα απτό γνώριμο τοπίο, με πουλιά που αιωρούνται πάνω από την φωτιά που άναψε, στην έρημη αμμουδιά, τα είδωλα να τρυπώνουν από τους καθρέφτες, και που χρειάζονται θυμάρι και άγριο τριαντάφυλλο για να υπάρξουν. Σουρεαλισμός; Μπορεί. Αλλά το πιο σημαντικό κατά την γνώμη μου, μια ανατροπή, μια ποιητική κοσμογονία έτοιμη να μας παρασταθεί σε ότι χάνουμε μια για πάντα. Η επιτυχία αυτών των ποιημάτων βρίσκεται στην δύναμή τους να μας εντάσσουν σαν μάρτυρες όχι απλά σαν παρατηρητές στον κόσμο τους:
Το διπλό σου κρεβάτι και οι ψίθυροι στο χολ
Το κουρδισμένο ρολόι στο σαλόνι κι ο δρόμος
Οι φωνές των άλλων παιδιών περασμένες στις αλυσίδες
των ποδηλάτων και τα ρούχα με ναφλαλίνη στο πέρασμα
των καιρών. Το χέρι που τρύπωνε στην ξύλινη τρύπα
της ντουλάπας κι έπαιζε με το φως. Οι μυρωδιές
της κουζίνας κι εκείνο το όνειρο, το βαθύ γαλανό,
που ξημέρωνε πάνω στα βλέφαρα και στην κοιλιά μας,
που πότιζε τα ρείθρα των δρόμων, που έσταζε
στην τσίγκινη σκεπή, που άστραφτε, αργότερα,
μέσα στη νύχτα, πάνω στα φώτα των αυτοκινήτων
Τ΄ όνειρο που έκλεβε απ΄ τον κόσμο λίγα μονάχα γράμματα
για να χαράξει στα πλευρά μας τ΄ όνομά του
με υλικό ανεξίτηλο
και φως
Να με ποιο τρόπο η ποίηση εξαγνίζει. Να με ποιο τρόπο ανατρέπει. Με τα πιο απλά υλικά, η γλώσσα ξετρυπώνει το αίσθημα κάτω από κάθε λέξη που χρησιμοποιεί. Η Τσιλιμένη αφήνει να εκτεθεί το εύθραυστο, δεν φοβάται την πληγή, αγγίξει με λέξεις τις ευαίσθητες χορδές ενός συναισθηματικού κόσμου που έχει ανάγκη να μιλήσει με ειλικρίνεια χωρίς να κρατά αποστάσεις από τα γεγονότα. Η ποίησή της αποκαθιστά το σθένος εκείνο που ανατρέπει όσα μας οδηγούν στο να βολευόμαστε στα γνωστά κεκτημένα.
info: Βάλια Τσάιτα – Τσιλιμένη, Άγρια Χόρτα, εκδ. Κίχλη