της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Το εξώφυλλο στο κόκκινο της φωτιάς. Ένα έμβρυο τοποθετημένο πάνω σε χαρτί μιλιμετρέ, με τον κανόνα στα αριστερά του. Μετρήσεις!
*
Όταν πριν από χρόνια ρώτησα έναν ηλικιωμένο γερμανό φίλο γιατί είχε τόση μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέλφια του, η απάντησή του με άφησε εμβρόντητη: “Γεννήθηκα λίγο πριν τον πόλεμο. Κατά παραγγελία! Οι σωστοί Άριοι έπρεπε να γεννούν παιδιά για να ενισχύσουν το Ράιχ”.
*
Σήμερα, διαβάζουμε στην ιστορία Μαξ την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος.
“Έχουμε 19 Απριλίου 1936… Θα έπρεπε να έχω γεννηθεί από χτες, αλλά δεν ήθελα… Η επιθυμία μου, η πρώτη της προσεχούς ζωής μου που όπου να’ ναι θα ξεκινήσει, είναι να γεννηθώ στις 20 Απριλίου. Γιατί αυτή είναι η ημερομηνία των γενεθλίων του Φύρερ μας. Αν γεννηθώ στις 20 Απριλίου θα είμαι ευλογημένος από τους αρχαίους γερμανικούς θεούς και θα αναγνωρίσουν στο πρόσωπό μου τον πρωτότοκο της ανώτερης φυλής. Της Άριας φυλής…”
Ο Μαξ, όπως χιλιάδες άλλα παιδιά στην Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ήταν παιδί ‘κατασκευασμένο επί τούτου’.
Ήταν παιδί του Λέμπενσμπορν, του προγράμματος ευγονικής που είχε συλλάβει ο Χάινριχ Χίμλερ και εφάρμοσαν οι ναζί για να πετύχουν την καθαρότητα της Αρίας φυλής. Ακολουθώντας μια αυστηρή και περίπλοκη λογιστική, οι ναζί επέλεγαν κοπέλες, τις περνούσαν από εξαντλητικά τεστ και τις οδηγούσαν στο κρεβάτι αναθέτοντας σ’ έναν ΣΣ, κατά προτίμηση, να τις γονιμοποιήσει.
“Το ζευγάρωμα είναι ένα ΚΑΘΗΚΟΝ… Η σεξουαλική ζωή δεν είναι μια προσωπική υπόθεση, είναι μια υποχρέωση, ένα καθήκον αφιερωμένο σε υψηλούς σκοπούς” (σ. 19) όπως δηλώνει το έμβρυο Μαξ με ανατριχιαστική ωριμότητα.
Μόλις γεννιούνταν παιδιά όπως ο Μάξ, τα αναλάμβανε καθ’ ολοκληρία το κράτος και τα εκπαίδευε στα ιδανικά του με σκοπό να δημιουργηθεί ένας πραγματικός στρατός. “Πρέπει να χτίσουμε έναν καινούριο κόσμο! Ο Νεαρός Γερμανός του μέλλοντος πρέπει να είναι ευκίνητος και νευρώδης, γρήγορος σαν λαγωνικό, ανθεκτικός σαν να είναι φτιαγμένος από δέρμα και σκληρός σαν το ατσάλι των Κρουπ!” έλεγε ο Άντολφ Χίτλερ (σ. 11).
Ο Μαξ, που μετέπειτα βαφτίστηκε από τον Φύρερ και πήρε το όνομα Κονραντ, δημιουργήθηκε από άγνωστους σ’ αυτόν γονείς για να υπηρετήσει το Ράιχ. Ήταν παιδί με μηδενική παιδική ηλικία, χωρίς οικογένεια, με ρατσιστική ανατροφή, κατήχηση και στρατιωτική εκπαίδευση από τα γεννοφάσκια του, στερήσεις και σκληραγωγία το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως γρανάζι ενός μηχανισμού για την επίτευξη ενός προδιαγεγραμμένου σκοπού: αφενός την απόλυτη πίστη στο Ράιχ και αφετέρου να συμβάλει στον εκγερμανισμό* παιδιών της Πολωνίας και άλλων κατακτημένων χωρών ώστε να γίνουν φορείς μιας αντίστοιχης ιδεολογίας.
Έτσι πέρασε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του ο Κόνραντ και, αφού έπεισε με την στάση του τους ιθύνοντες του προγράμματος, ανέβηκε στην ιεραρχία των συνομηλίκων του καταλήγοντας να φοιτήσει στη Νάπολα, μια ακαδημία για νεαρούς ναζί.
Όμως η Ιστορία παίζει παιχνίδια που μπερδεύουν όλες τις ρυθμίσεις, όσο λεπτομερειακές και αν είναι. Ο Κόνραντ γνωρίζει τον Λούκας, έναν Πολωνό λίγο μεγαλύτερό του, έναν Εβραίο που ταίριαζε στις φυλετικές προδιαγραφές των ναζί. Ο Λούκας, παρά τις προκλητικές δηλώσεις του ότι είναι “το μίασμα”, καταλήγει να γίνει φίλος και οικογένεια για τον ήρωα, ο οποίος, μέσα από μια συνείδηση που σταδιακά αναδύεται, αναρωτιέται: “Πώς; Πώς τα βγάζει πέρα ο Λούκας όταν…”.
Και παραδέχεται παρακάτω ότι “Τα τρία πιο σημαντικά ατυχήματα που αναστάτωσαν την ζωή μου μέχρι σήμερα: Ο Λούκας που είναι Εβραίος, η συναισθηματική προσκόληση που έχω σ’ αυτόν ΠΑΡ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, η ήττα του Ράιχ, που διαφαίνεται στον ορίζοντα” (σ. 371)
Μετά την κατάρρευση του Ράιχ, η UNRRA περιμάζεψε το αγόρι στο πλαίσιο του προγράμματος Αποκατάστασης και Αρωγής. Τότε μόνον ο Κόνραντ συνειδητοποιεί ότι είναι μόνος και ότι το κράτος-γονιός είχε πλέον πεθάνει. “Η χώρα θα βρίθει από ορφανά” του είχε πει ο Λούκας (σ. 475) και αυτός, ο επονομαζόμενος Μαξ και Νεκροκεφαλή, ήταν ένα από αυτά.
Για τον Κόνραντ που φιλοξενείται στο χώρο της UNRRA όλα είναι ανάποδα: υπάρχει φαγητό, μαύροι άνθρωποι που γελούν, παιδιά που παίζουν, γυναίκες να τα φροντίζουν. Μια απίστευτη ελευθερία που δεν ταίριαζε με την μέχρι τότε ζωή του. Προσπαθεί συστηματικά να βρει αναλογίες με αυτά που έχει ζήσει. Αλλά δεν βρίσκει καμιά! Επιμένει ότι όλα είναι θέατρο με καλούς ηθοποιούς που τον κοροϊδεύουν.
Όταν δε τον καλούν για φωτογράφιση, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βρει τους γονείς του, ξεσπάει και τρομοκρατημένος αποκαλύπτει μια διαταραγμένη προσωπικότητα που δεν ταιριάζει σε παιδί: “Γιατί φωτογραφίζετε παιδιά; Κάνετε επιλογή; Τι κάνετε μ’ αυτά που δεν ανταποκρίνονται στα κριτήριά σας; Τα σκοτώνετε; Τα στέλνετε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης; Θα με σκοτώσετε;… Πουθενά δεν υπάρχουν όργανα μετρήσεων… Ο μόνος που τρέμει από το φόβο του είμαι εγώ…Νιώθω μπερδεμένος… ” .
Οι ιδέες που έχει εσωτερικεύσει δεν ανατρέπονται τόσο εύκολα.
Διηγούμενος την ιστορία του κλαίει για πρώτη φορά. “Μήπως αυτό σημαίνει πως έγινα κανονικό παιδί;” αναρωτιέται. Ήταν εννιάμισι χρονών, ναζί από κούνια.
Η Σάρα Κοέν-Σκαλί βασίστηκε σε ντοκουμέντα και έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα με στόχο τόσο την αποκάλυψη μίας από τις σκοτεινές σελίδες της δράσης των ναζί όσο και την καταγγελία αυτών των αποτρόπαιων πρακτικών. Το μυθιστόρημα, σκληρό και βίαιο στις λέξεις και στις περιγραφές, σοκάρει. Γι’ αυτό τον λόγο απευθύνεται σε νεαρούς ενηλίκους που έχουν την ωριμότητα αφενός να αντέξουν την ανάγνωσή του και αφετέρου να κρίνουν όσα διαβάζουν.
Ο αναγνώστης διερωτάται κάθε στιγμή για την δύναμη της πειθούς και της πλύσης εγκεφάλου που υπέστησαν εκατομμύρια άνθρωποι κάθε ηλικίας ώστε να αφεθούν στη σαγήνη των ναζιστικών ιδεωδών, διερωτάται για τα ψυχικά τραύματα και τις διαστροφές που δημιούργησε αυτή η ιδεολογία, για το τι είναι παιδική ζωή και εκπαίδευση, για το τι σημαίνει αποναζιστικοποίηση και επανένταξη στη φυσιολογική ζωή των διακοσίων χιλιάδων παιδιών περίπου που αποχωρίστηκαν βίαια από τις οικογένειές τους έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα.
Πολλά από τα πρόσωπα του βιβλίου πήραν ενεργό μέρος στην επιχείρηση της παραγωγής παιδιών και δικάστηκαν στη Νυρεμβέργη. Περιέργως, το Συμμαχικό δικαστήριο δεν αναγνώρισε τον ποινικό χαρακτήρα του προγράμματος Λέμπενσμπορν και οι υπεύθυνοι αφέθηκαν ελεύθεροι!
Αν και ο Κόνραντ δεν αναφέρεται σε κανένα πραγματικό άτομο, εν τούτοις συνοψίζει τα χαρακτηριστικά που επιθυμούσε να εμφυσήσει στα παιδιά του το πρόγραμμα Λέμπενσμπορν.
Ο Λούκας αντιθέτως, είναι υπαρκτό πρόσωπο με το όνομα Σόλομον Περέλ, ένας εβραίος έφηβος που το 1941 κατάφερε να ξεγελάσει τους ναζί και να εμφανιστεί ως Άριος, ο οποίος φοίτησε πράγματι στη σχολή της χιτλερικής νεολαίας και επέζησε.
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος είναι μια διαρκής πάλη με τα νεύρα, ένα ασταμάτητο γρονθοκόπημα. Είναι αδύνατον να συμπαθήσεις, να συμπονέσεις ή να λυπηθείς τον Κόνραντ και να υπερασπιστείς έστω και μια γραμμή από την ιστορία του. Είναι απερίγραπτος ο κυνισμός, απροκάλυπτη η αγριότητα και η βία, διάχυτος ο ρατσισμός. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσα εξιστορούνται τόσο προκλητικά από το μικρό αγόρι τραντάζουν τον αναγνώστη επειδή ακριβώς διατυπώνονται από ένα παιδί- μικρό τέρας σαν τον ήρωα.
Ο Μαξ, αν και δεν είναι τυπικό εφηβικό μυθιστόρημα, πήρε το Βραβείο Sorcières 2013 σ’ αυτή την κατηγορία.
—————————————————
*Η Wendy Lower στη μελέτη της με τίτλο Οι μαινάδες του Χίτλερ (εκδ. Μεταίχμιο) δίνει στοιχεία για τον ρόλο των Γερμανίδων στην απαγωγή παιδιών από κατακτημένες περιοχές και στον εκγερμανισμό τους. Στη μελέτη δεν αναφέρεται τίποτα περί της συμμετοχής ‘φυλετικά καθαρών’ παιδιών ως δολώματα για να προσελκύσουν τα ξένα παιδιά, όπως γράφει η Σάρα Κοέν-Σκαλί στο σχετικό κεφ. για τον Κόνραντ. Ίσως όμως τέτοια περιστατικά νε είχαν συμβεί.
info: Σάρα Κοέν- Σκαλί
Μαξ
Μετ. Άννα Κοντολέων
Εκδ. Πατάκη