Και τώρα δεν είναι αργά

0
147

 

Της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Ένα τραχύ χωριό κάπου στην Μάνη, η Τραχήλα. Βράχια με κοιλώματα όπου μαζεύεται το αλάτι, κάτοικοι λαξεμένοι στην πέτρα. Λιοτριβεία και μάζεμα ελιάς. Σπίτια δωρικά. Μία επιστολή. Μία αρχαία τραγωδία. Οι άντρες τρων στα τραπέζια και οι γυναίκες κατάχαμα. Υποταγή. Μία γυναίκα που ενώ μαζεύει ελιές τραγουδάει. Ένας ξένος λαδέμπορος που μαγεύεται από το τραγούδι και την ζητάει για γυναίκα του. Μία πρώτη νύχτα του γάμου που μένει αξημέρωτη. Ένα λευκό εσώρουχο, δείγμα ντροπής. Η άλλη γυναίκα, που ψαρεύει χταπόδια και σκοτώνει κροκοδείλια μόνο και μόνο για να δει αν κλαιν, ένα επιθετικό κορμί, γυναίκα αντίπαλος. Στην μέση του γάμου μία φράση, ακόμα δεν είναι αργά. Η αρχή του τέλους. Ένα αγόρι, μία αδικία, ζωές που συνθλίβονται. Μία κουρούνα ακέφαλη. Βεντέτα. Ένας φόνος. Η αθωότητα του παιδιού που σκοτώνει την αδελφή του. Που εκτελεί το χρέος του ανδρισμού. Η προσβολή και η ατίμωση. Γυναίκες που έφερναν την σφραγίδα του κτήτορα, που ανήκαν.

Ήρθε η ώρα να σου αποκαλύψω το όνομά μου. Εγώ είμαι ο Πότης Γερακέας. Αυτός που σκότωσε την αδελφή του. Στα δέκα πέντε του. Για να συνεχίσει την βουβή παράδοση της υποδούλωσης και του εγκλήματος της διακόρευσης των γυναικών την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ο θεσμός του ματωμένου εσώρουχου. Ο κόκορας που έσφαζαν. Η σφραγίδα της τιμής. Έψαξα για τους ενόχους. Τον λαδέμπορο και την άλλη γυναίκα, τους υπαίτιους. Όμως ερωτεύτηκα. Η γυναίκα φοράει το νυφικό της σκοτωμένης αδελφής. Ζούμε μαζί στον πύργο της Τραχήλας. Μία κουκουβάγια κουβαλάει έναν αρουραίο στο ράμφος της. Υπάρχει το χρέος, μαύρο και αρπακτικό που ίπταται από πάνω μας. Το παλιό άδικο αίμα ζητάει το καινούργιο. Η γυναίκα μου πεθαίνει. Η μοίρα τιμωρεί και τους ηθικούς αυτουργούς του φόνου της αδελφής μου. Ο λαδέμπορος και η άλλη γυναίκα βρίσκουν τραγικό θάνατο. Εγώ ο Πότης Γερακέας γράφω αυτή την επιστολή. Όπου όλα ξεκίνησαν από την φράση. Ακόμα δεν είναι αργά. Όμως ο κύκλος του αίματος δεν έχει κλείσει. Και τότε ένα παιδί. Καρπός του λαδέμπορου και της άλλης γυναίκας. Φυγαδευμένο στην Αμοργό. Εγώ ο Πότης Γερακέας επιτέλους έχω έναν αποδέκτη. Της επιστολής του χρέους.

Μία νουβέλα με γλώσσα κοφτή, ποιητική. Συμπαγής κι αυτή όπως το τοπίο. Τίποτε δεν περισσεύει. Ο ρυθμός της αφήγησης ασθματικός. Ο αναγνώστης μεταφέρεται σε έναν άλλο καμβά, τον σκληρό κόσμο του συγγραφέα όπου νιώθει το αλάτι στην γλώσσα του. Αυτή η νουβέλα τα έχει όλα, ατμόσφαιρα, την γεύση του παλιού, μαυρόρουχα σε σεντούκι, έρωτα, προδοσία, φόνο, αίμα, εκδίκηση και κυρίως μία λέξη χρέος.

Οι λέξεις που οι χαρακτήρες τους τονίζονται με μαύρο μελάνι στο βιβλίο. Βεντέτα, χέρι, «και τώρα δεν είναι αργά», δάκρυα, «ο γάμος ακυρώνεται», «τι ντροπή…, μίλα καθαρά, να ξεχνώ, «ήταν λάθος», τα χνάρια σου. Αμοργό, Σε ξέρω. Και τελικά η λέξη Χρέος. Ακολουθώντας τες ο αναγνώστης ξαναδιαβάζει την νουβέλα. Οι ξυλογραφίες ασπρόμαυρες, σαν υφαντά, έχουν τον ρόλο του χορού.

Και τώρα δεν είναι αργά είπε η άλλη γυναίκα στον άντρα. Και ήταν αργά όμως ήδη για όλους. Γιατί το αίμα στοιχειώνει. Γιατί η μοίρα είναι αναπόφευκτη. Γιατί η λύτρωση σ’ αυτή την τραγωδία, σ’ αυτό το λυρικό, άγριο ποίημα, που τόσο αριστοτεχνικά στήνει ο Κώστας Αρκουδέας έρχεται όταν κλείνει ο κύκλος. Που κάνει η κουκουβάγια που πετάει πάνω από την Μάνη και την Αμοργό.

INFO: Κώστας Αρκουδέας , Και τώρα δεν είναι αργά, εικονογράφηση: Νίκος Σταυρακαντωνάκης, εκδόσεις Κουκουνάρι

 

Προηγούμενο άρθροΟι «Βιβλίων Τόποι» στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη»
Επόμενο άρθροΣτιγμιότυπα του σώματος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ