(επιμέλεια: Γιούλη Αναστασοπούλου).
Tι πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου για σένα και τους ηρωές σου;
Για μένα δεν χρειάζεται να ξέρουν απαραίτητα κάτι κι αυτό φροντίζω να το κάνω σαφές και στα βιογραφικά μου σημειώματα όπου ως πληροφορίες-σταθμό αναφέρω αοριστίες, επί παραδείγματι ότι δεν γνωρίζω λέξη φλαμανδικά, ότι δεν έχω δει ποτέ ελέφαντα, ότι δεν έχω πάει ποτέ στο Βερολίνο ή ότι δεν έχω αγοράσει ποτέ κάτι από τον φούρνο εδώ πιο πάνω. Για κάθε ήρωά μου, αφού διαβάσουν τα βιβλία μου, θέλω να λένε «Α, τον ξέρω αυτόν». Κάθε χαρακτήρας βιβλίου για μένα πρέπει να είναι γραμμένος σαν υπαρκτό πρόσωπο που σε μισή ώρα από τώρα θα σε πάρει τηλέφωνο.
Τι σε κινητοποίησε να γράψεις το 32 Δεκεμβρίου;
Δεν ξέρω ακριβώς. Όλα μου τα βιβλία μέχρι σήμερα δεν τα έχω αποφασίσει εγώ, έρχονται τόσο απρόσκλητα που, όταν ολοκληρώνονται, στην αρχή έχω πάντα την αίσθηση ότι τα έχει γράψει κάποιος άλλος την ώρα που εγώ έδενα τα κορδόνια μου. Αν και το 32 Δεκεμβρίου συγκεκριμένα γράφτηκε με περισσότερο κόπο και κάπως πιο συνειδητά, αν βγάζει νόημα αυτό. Είναι ένα βιβλίο κατά ένα σημαντικό μέρος του αυτοαναφορικό και ολοκληρώθηκε στο τέλος μιας χρονικής περιόδου στη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχε για μένα, συναισθηματικά μιλώντας πάντα, Δευτέρα πρωί, Τετάρτη απόγευμα ή Πέμπτη βράδυ, μα κάθε μου μέρα και κάθε μου στιγμή ήταν μια συνεχής Κυριακή βράδυ. Θα μπορούσα να πω ότι η χρονική περίοδος που προηγήθηκε της συγγραφής τού 32 Δεκεμβρίου ήταν σαν μια καμένη λάμπα – και ο τίτλος, ένας τίτλος που ποτέ δεν ξημερώνει,νομίζω πως το φωνάζει αυτό. Παρόλα αυτά κατάφερα, ή έτσι πιστεύω, να φυτέψω αρκετά φωτάκια διάσπαρτα στις σελίδες του ώστε το βιβλίο να έχει και τις «θεραπευτικές» του στιγμές και ίσως αυτό να ήταν τελικά και το ελατήριό μου. Η ανάγκη να αθωώσω το σκοτάδι που προηγήθηκε.
Με ποιο άλλο έργο συνομιλεί το βιβλίο σου;
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Καταρχάς τα βιβλία μου μιλάνε όλα μεταξύ τους. Μάλιστα πάντα νιώθω και λίγο σαν να εξαπατώ τον αναγνώστη γιατί παρότι δεν έχουν όλα μου τα διηγήματα το ίδιο θέμα, κατά έναν τρόπο, για μένα, είναι όλα το ίδιο διήγημα μιας και το κεντρικό «ερώτημα» σε ό,τι κι αν γράψω είναι πάντα ίδιο: η αγάπη και η απουσία της. Πιστεύω μάλιστα ότι όλα τα έργα έχουν αυτό το θέμα στον πυρήνα τους, τα υπαρξιακά τουλάχιστον. Στα βιβλία μου, νομίζω ότι αν το κάθε διήγημα ήταν ένα μαθηματικό πρόβλημα, τότε το προηγούμενό του ή το επόμενό του μέσα στο βιβλίο θα ήταν σίγουρα το λυσάρι. Πέραν αυτού, η δημιουργία για μένα είναι και λίγο σαν τη θάλασσα, αλλού καθαρή, αλλού βρώμικη, αλλού βαθιά, αλλού τρικυμιώδης αλλά σίγουρα πάντα εννιαία και νομίζω με αυτήν την έννοια ότι όλα τα έργα είναι απολύτως αυθύπαρκτα αλλά ταυτόχρονα απολύτως συνένοχα – και δεν μιλάω μόνο για τη λογοτεχνία. Θα έλεγα ότι αυτό μοιάζει ταυτόχρονα να είναι κι ένα ερώτημα περί επιρροής και, με αυτή την έννοια, θα ήθελα, και το λέω απολύτως ταπεινά, τα διηγήματά μου να συνομιλούν με τα κτήρια του Gaudi, τις ταινίες του Haneke ή τους πίνακες της Kahlo. Κατά έναν τρόπο ίσως τα πάντα στη δημιουργία να είναι παλίμψηστα.
Πώς γράφεις και πού;
Στο σπίτι, στο laptop, μονοκοντυλιά, και κατά κανόνα ξεκινώντας πρωινές ώρες. Αυτό είναι παράξενο γιατί η ώρα μου εμένα είναι η νύχτα, ποτέ όμως δεν θα ξεκινήσω νύχτα. Απομονώνομαι εντελώς για όσο χρειαστεί, συνήθως 2-3 εβδομάδες, χωρίς καμία διακοπή, γιατί είμαι τόσο επιρρεπής σε κάθε αντιπερισπασμό που δεν θα έγραφα τίποτα διαφορετικά. Κλείνω λοιπόν τηλέφωνα, ξεχνάω κάθε είδος δικτύωσης και γράφω ως αργά το απόγευμα. Σημειωτέον, δεν κρατάω ποτέ και για τίποτα σημειώσεις – είναι όλα προεγκατεστημένα στο κεφάλι μου, ενώ για όλο το διάστημα της συγγραφής, περιέργως, ποτέ δεν νυστάζω ή πεινάω ή κρυώνω ή διψάω. Δεν ξέρω γιατί, κάπως σαν να είμαι κι εγώ από χαρτί. Χωρίς ανάγκες.
Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε μια συγκεκριμένη γενιά δημιουργών;
Μπορεί. Δεν το έχω σκεφτεί αρκετά ίσως γιατί δεν μου αρέσει να σκέφτομαι ότι είμαι κάποιας μάρκας. Νομίζω ότι δεν ξέρω πως να απαντήσω στην ερώτηση, ίσως με μπερδεύει η λέξη γενιά, ίσως να ανήκω απλώς σ’ ένα «είδος» ή να έχω κάποια «φτιαξιά». Ακούγοντας τα σχόλια άλλων έχω να πω πως κάποιοι λένε ότι έχω αναγνωρίσιμη ταυτότητα, άλλοι, λίγο πιο συγκεκριμένα, μου λένε ότι γράφω με έναν τρόπο μάλλον εκκεντρικό ή «για λίγους». Έχω ακούσει πολλά, ότι είμαι λίγο αυθάδης με τη γραμματική και το συντακτικό λόγω ανυπακοής σε κανόνες, ότι παραγυαλίζω τα ασημικά της αλληγορίας, ή πως είμαι και λίγο στυλίστρια. Μπορεί. Ειδικά αυτό το τελευταίο πάντως δεν το καταλαβαίνω, γιατί δεν κάνω καμία προσπάθεια γράφοντας. Δεν στυλιζάρει κανείς την ταυτότητά του, την είναι. Η γραφή για μένα είναι σαν να πίνω νερό όταν διψάω.
Αν μπορούσες να αλλάξεις ένα αγαπημένο σου έργο ποια θα ήταν η παρέμβασή σου;
Μαρτύριο θα ήταν να με εξανάγκαζαν να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν θα άλλαζα λέξη σε κανένα βιβλίο άλλου συγγραφέα. Από την άλλη, στα πλαίσια σκανταλιάς, όταν ήμουν μικρή ζήταγα να μου λένε τα παραμύθια αλλάζοντας κάθε φορά το τέλος. Υποθέτω θα μου φαινόταν πολύ πληκτικό ο λύκος να μην τρώει ποτέ την Κοκκινοσκουφίτσα. Ξαναλέω πάντως ότι δεν θα πείραζα κάτι που ο δημιουργός του το θεωρεί ολοκληρωμένο, και δεν το λέω μόνο από σεβασμό στο πνευματικό δικαίωμα αλλά από άποψη. Με αφορμή αυτήν την ερώτηση, κάνω την τρομακτική και συνάμα διασκεδαστική σκέψη ότι αν κάθε έργο συνοδευόταν από ένα πεδίο για δημόσιο σχολιασμό, θα καταστρεφόταν η δημιουργία. Πώς ανεβάζεις ας πούμε κάτι στο facebook κι έρχεται ο Κύριος Καλύτερος ή η Κυρία Εξυπνότερου και στο τρολάρει; Ε, έτσι να γινόταν και με τα έργα τέχνης. Να πόσταρε ας πούμε ο Όμηρος την Οδύσσεια (κατ’εμέ το αριστουργηματικότερο βιβλίο) και να του έγραφαν από κάτω ρε φίλε κόψε κάτι.
Γράφεις κάτι τώρα;
Τελευταία γράφω ερωτικά γράμματα προς κάποιον που είμαι κρυφά τσιμπημένη (δεν θα τα λάβει φυσικά) και ποιήματα του συρταριού (κάποια τα δημοσιεύω, αν και σπάνια, στο blog μου). Τραβώντας το χαλί κάτω από αυτό που είπα νωρίτερα, ομολογώ ότι έχω μόλις συγκεντρώσει κάποιες σκέψεις, κάτι σαν σκελετό για το επόμενο βιβλίο, το οποίο σκέφτομαι να ξεκινήσω μέσα στον Οκτώβριο. Όπως προείπα, μέχρι σήμερα δεν κράτησα ποτέ σημειώσεις, τα διηγήματα έσταζαν από τα δάχτυλα μου αυτόματα. Αυτή τη φορά, όμως δεν ξέρω τι, αλλά κάτι έχει αλλάξει. Θα φανεί.
Tι σου λείπει από το Λογοτεχνικό τοπίο σήμερα.
Είμαι πολύ κακή αναγνώστης ώστε να αποτολμήσω να κοστολογήσω και να κρίνω το τοπίο και με πιάσατε στον ύπνο. Νιώθω σαν τα κορίτσια στα καλλιστεία που τα ρωτάνε τι θα έκαναν για να σώσουν την καρέτα-καρέτα κι αυτά δεν ξέρουν, δεν απαντούν. Με κίνδυνο να το βρείτε άσχετο με την ερώτησή σας, θα απαντήσω πως θα ήθελα α) οι συγγραφείς να ζουν από τη συγγραφή και β) να έμπαινε μάθημα λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής στα σχολεία (που θα το παρέδιδαν συγγραφείς). Μην ξεχάσω, βεβαίως, την παγκόσμια ειρήνη.
Απάντησε σε μια ερώτηση που δεν σου έχουν κάνει ακόμα.
Η απάντηση είναι με βεβαιότητα όχι! Δεν γωρίζω κανέναν Βέλγο κάτοικο Μαδρίτης που τη στιγμή που με ρωτάτε να κοιτάζει τη Guernica.
Ποιον νέο ποιητή ή συγγραφέα θα μας πρότεινες να φιλοξενήσουμε στις Συστατικές Επιστολές;
Τη Μέλπω Γρυπάρη; Την Ευτυχία Παναγιώτου;
Ευχαριστώ πολύ
Εγώ σας ευχαριστώ, αγαπητή Γιούλη και πολυαγαπημένε μου Αναγνώστη J
Μικρό Βιογραφικό:
Η Κατερίνα Έσσλιν δεν γεννήθηκε ούτε το ’85 ούτε το ’83. Έχουν εκδοθεί 65 διηγήματά της (γνωστά ως “μυθιστορήματα του ενός λεπτού”), όλα από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ, μοιρασμένα στα βιβλία της “Ο μισός βέσπα” – 2011, “Γαμ.” – 2013 και “32 Δεκεμβρίου” – 2014.) Κατά καιρούς δημοσιεύει κείμενά της στο blog της Έσσλιν Έσσλιν είσαι εδώ. Όταν ήταν μικρή πίστευε ότι το καλό και το κακό ήταν χρώματα. Το πιστεύει ακόμα.