Της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Η φυγή: να περιορίσεις τα πιστεύω σου στις ουσιαστικές αρχές, να πετάξεις ό,τι είναι προσωρινό και καιροσκοπικό και στη συνέχεια να παραμείνεις εκεί που είσαι και να υποφέρεις αν πρέπει να υποφέρεις.
Χέρμπερτ Ριντ, «Ποίηση και αναρχία»
Με σκληρή γλώσσα, νουάρ φαντασία, ρεαλιστικούς διαλόγους και ιδιοσυγκρασιακό βλέμμα στους χώρους και τα πρόσωπα, στο μυθιστόρημά του Βαλκάνια εξπρές που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κριτική», ο Κωσταντής Σταυρόπουλος αναδεικνύεται σε έναν ποιητή της περιπλάνησης και έναν ρομαντικό ανθρωπιστή, απολογητή της δυστοπικής συνθήκης του σύγχρονου υποκειμένου.
Οι ήρωές του, αποκομμένοι από τον κόσμο κι από το κοινωνικό μέλλον, πλάνητες σε ένα σύμπαν χωρίς συντεταγμένες, τυχοδιώκτες χωρίς πρόγραμμα, ξένοι προς οποιαδήποτε υφιστάμενη ηθική, χαράσσουν την πορεία τους μέσα από Ελλάδα, Λιθουανία, Εσθονία, Πολωνία, Σερβία, Ουγγαρία, και χωρίς να τους συμβαίνει τίποτα εξαιρετικό παραμένουν ενδιαφέροντες, ακόμη κι εκθαμβωτικοί, γιατί αποκαλύπτουν τη δική μας αγωνία, το δικό μας άγχος: είναι η ανάποδη πλευρά των ονείρων μας και η κρυμμένη πλευρά της μυστικής μας απελπισίας. Πρωταγωνιστές ενός πεπρωμένου που δεν είναι το δικό τους, υπάρχουν έξω από την Ιστορία και η ζωή τους δεν έχει σκοπό ούτε νόημα. Έχουν τη γαλήνια σιγουριά εκείνων που έφτασα στο τέλος του δρόμου, διεκδικώντας το μερίδιό τους σε έναν απαγορευμένο κόσμο ή δημιουργώντας μια αντι-κοινωνία με τους δικούς της κώδικες, τις δικές της αξίες και εξουσίες. Δεν εμπιστεύονται πια το νόημα της ανθρώπινης Ιστορίας, και μπροστά στη χρεοκοπία του υπερ-ανθρώπινου Λόγου, ο τρόπος που αντιδρούν και αισθάνονται συνδέεται όλο και περισσότερο με τα αντικείμενα και τους νεωτερισμούς της τεχνολογίας: GPS, οθόνες, υπολογιστές, φωτογραφικές μηχανές, καθρέφτες. Αντικείμενα που προδίδουν τόσο την αναγκαστική πίστη στην αυτονομία όσο και την απεγνωσμένη προσμονή της επικοινωνίας.
Ο Λάσλο, εγκλωβισμένος μέσα στο μαύρο κουτί ενός GPS: «Όταν άνοιξε τα μάτια, ήταν καθισμένος στην πολυθρόνα. Τα αόρατα φώτα του δωματίου είχαν δώσει πνοή στον άψυχο χώρο. Το δέρμα του τσιτωμένο και λαμπερό. Μια εσωτερική δύναμη τον γέμιζε απ’ άκρη σ’ άκρη. Την ένιωθε να κυλά στις φλέβες του. Να τον διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Η όρασή του πιο καθαρή και κοφτερή. Επικεντρώθηκε στις οθόνες που έλαμπαν μπρος του. Το ίδιο κόκκινο στίγμα που είχε δει. Η κίνησή του αργή και διακεκομμένη. Στην αριστερή οθόνη εναλλάσσονταν χάρτες, ενώ στη δεξιά υπήρχαν πληροφορίες γραμμένες σε μορφή εντολών προγραμματισμού. Με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε πως μπορούσε να καταλάβει τα πάντα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Δεν μπορεί να ήταν όνειρο. Τόσο μακρύ και επαναλαμβανόμενο… Βασικό ήταν να προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο».[1] Παγιδευμένος μέσα σ’ αυτή τη δυσοίωνη μοίρα, ο ήρωας του Σταυρόπουλου αναρωτιέται: «Και πριν από τα GPS; Τι διάολο γίνονταν οι ψυχές πριν από αυτή την ηλεκτρονική φυλακή; Ή μήπως ήταν η εξέλιξη της μετενσάρκωσής; Τι διάολο, τέλειωσαν τα ζωντανά και πήραν σειρά τα αντικείμενα; Ή μήπως ήταν μονάχα αυτός, και άλλοι είχαν καλύτερη μεταθανάτια μοίρα;»[2]
Στην άλλη άκρη της «ηλεκτρονικής διαδρομής» ο Λάσλο συνομιλεί με την Έλλη. Εκείνη, από τη μεριά της, «δεν είχε βάλει τη ζωή της στον αυτόματο πιλότο. Όχι. Αυτό θα σήμαινε προγραμματισμό διαδρομής. Και κάποιον τελικό προορισμό. Τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε τώρα. Απλά συνυπήρχε με το περιβάλλον γύρω της. Χωρίς να προσπαθεί να το αλλάξει, να το καθορίσει ή να επιλέξει τις προβολές του πάνω της. Παραδομένη στο τυχαίο και το ασήμαντο. Με καμία ελπίδα, ούτε προσμονή… Όμως το αμάξι ήταν για εκείνη το μοναδικό μέσο που θα μπορούσε να την οδηγήσει προς μια ουτοπική ελευθερία».[3]
Ο Λάσλο, η Έλλη, όπως και ο Άαμπελ που είναι εθισμένος στις ηδονές του πληρωμένου έρωτα, δεν σκιαγραφούνται μέσω εύκολων ψυχολογισμών, αδειάζουν σχεδόν από κάθε εσωτερικότητα και μετατρέπονται σε απλούς φορείς της δράσης – σε μια ανθρώπινη δραστηριότητα που δεν είναι πια συντελεστής της νοηματοδότησης του κόσμου αφού ο ίδιος ο κόσμος έχει χάσει πλέον τη συνοχή του και την υπαγωγή του σε έναν τυπικό, εγκόσμιο ή υπερκόσμιο κώδικα.
Υποκατάστατο ενός τέτοιου κώδικα αποτελεί η έμφαση στην έννοια του χωρικού στοιχείου. «Η αναφορά στον λογοτεχνικό χώρο», επισημαίνει ο Έκο, «σημαίνει προσέγγιση του ρεπερτορίου της τέχνης, μέσω της μνήμης, με σκοπό τον δανεισμό μορφών και καταστάσεων και την εισαγωγή τους σε έναν λόγο κριτικό, περιληπτικό, συναισθηματικό […] Η αναφορά στον χώρο μας οδηγεί να εντοπίσουμε στον ήρωα έναν ηθικό τύπο […] Για τον παρακμιακό, η αναδρομή στο τυπικό εξισούται με την αναδρομή στο τοπικό. Οι χώροι χάνουν τη μοναδικότητά τους και γίνονται τρόποι ενός ενιαίου στοχαστικού τόνου, με σκοπό τον εγκλωβισμό της πραγματικότητας σε ένα τερπνό σχέδιο».[4]
Αυτό το σχέδιο του Σταυρόπουλου περιλαμβάνει ένα μυθιστορηματικό σύμπαν που μυθολογεί τον κόσμο, την ιστορία και τον άνθρωπο κατά τέτοιο τρόπο που να υποδηλώνει μιαν άλλη πραγματικότητα, έναν άλλο κόσμο που έχει στα χέρια του τις ζωές των ανθρώπων και καθορίζει τη μοίρα και την ιστορία του. Από τη δύναμη και την εξουσία αυτού του «άλλου» δεν υπάρχει σωτηρία ούτε διαφυγή. Οι ήρωες του εν λόγω μυθιστορήματος, υποταγμένοι στην ακατανίκητη επιθυμία τους για οριστικές απαντήσεις, τελικές αλήθειες και απόλυτες ταυτότητες, καταφεύγουν στη λύση του υπαρξιακού προβλήματος ουσιαστικά μέσω της υπέρβασής του, της κατάργησης της διαφοράς του «είτε/είτε». Τελική απάντηση δεν υπάρχει, το δίλημμα παραμένει άλυτο, ο λόγος αμφίσημος, ο κόσμος άγνωστος, και τα ανθρώπινα υποκείμενα της ιστορίας μας , σε κάθε όνειρο, εφιάλτη ή συναίσθημα, προστρέχουν στον εφησυχαστικό εναγκαλισμό της άλλη πλευράς του «είτε», στο σκοτεινό και άγνωστο βασίλειο της ετερότητας, του «άλλου». «Η απάντηση είναι ο άνθρωπος, όποια κι αν είναι η ερώτηση», γράφει ο Σταυρόπουλος «προλογίζοντας» το κείμενό του με ένα παράθεμα του Μπρετόν. Και έτσι όπως κάθε άνθρωπος καταλήγει τελικά να έχει το πρόσωπο που του αξίζει, οι εναλλασσόμενοι, διαφορετικοί και αδιαφοροποίητοι τόποι αποκτούν το πρόσωπο που έπρεπε να έχουν, που ο κάθε ήρωας λαξεύει μόνος του κατάσαρκα.
Ο Μάρτιν Μπούμπερ διαβεβαιώνει πως η προβληματική γύρω από τον άνθρωπο επανατοποθετείται κάθε φορά που μοιάζει να αναιρείται η πρωταρχική συνθήκη με τον κόσμο, σε καιρούς που το ανθρώπινο ον πορεύεται στο σύμπαν σαν ένας μοναχικός και απροστάτευτος ξένος.[5] Και ο Σταυρόπουλος, ξεγυμνώνοντας τη σημειωτική του κυνισμού, αφουγκράζεται τα μεγάλα και έσχατα ερωτηματικά αυτής της περίεργης και μεταφυσικής ύπαρξης που είναι ο άνθρωπος οποιασδήποτε εποχής και οποιασδήποτε γωνιάς του κόσμου, με τρόπο που ενδείκνυται μόνο για κάποιους, λίγους ή πολλούς, τολμηρούς αναγνώστες – για κείνους που αντέχουν να αναλάβουν το ρίσκο να αντικρίσουν το είδωλό τους στον (παραμορφωτικό?) καθρέφτη της επιφάνειας του σύγχρονου αναποδογυρισμένου κόσμου.
ΙNFO: Κωσταντής Σταυρόπουλος, «Βαλκάνια εξπρές», εκδόσεις «Κριτική»
[1] Βαλκάνια εξπρές, σσ. 42, 44.
[2] Ό.π. σελ. 136.
[3] Ό.π, σσ. 67, 68, 120.
[4] Ουμπέρτο Έκο, Κήνσορες και θεράποντες, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα: Γνώση, 1994, σσ. 239, 242, 269, 270.
[5] Παρατίθεται στο: Ernesto Sabato, Μια πολύπλοκη ύπαρξη, μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αθήνα: Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, 2001, σελ. 66.