Συνέντευξη του Ευθύμιου Νικολαΐδη(*) στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο.
Πώς διαμορφώθηκαν οι σχέσεις επιστημών και θρησκείας ; Αυτό ήταν το ερευνητικό αντικείμενο του έργου NARSES που χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Αριστεία-ΕΣΠΑ και εκπονήθηκε στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Διερευνήθηκαν οι σχέσεις επιστημών και θρησκείας από τον 4ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τον 20ό αιώνα στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου. Συγκεκριμένα, το έργο μελέτησε τις σχέσεις αυτές σε κοινωνικοπολιτικά μορφώματα όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν, κατά περιόδους, είτε κυρίαρχο είτε μείζον δόγμα. Η ιστορική μελέτη των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης είναι απαραίτητη για την κατανόηση των σχέσεων κοινωνίας και επιστήμης. Το «ερώτημα του Needham» (γιατί κάποιες κοινωνίες αναπτύσσουν μια συγκεκριμένη επιστημονική πρακτική) είναι στενά δεμένο με αυτές τις σχέσεις.Για το πρόγραμμα NARSES μιλήσαμε με τον κ. Ευθύμιο Νικολαΐδη, επικεφαλής της έρευνας.
Αρχικά θα ήθελα να μας μιλήσετε για το Έργο NARSES: τους στόχους του, τους συντελεστές του, τη χρηματοδότησή του.
Ο στόχος του έργου είναι να μελετηθούν, με σκοπό να χαρτογραφηθούν, οι σχέσεις της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας με τις επιστήμες, από την πρώτη συνάντηση τους με αυτές τον 4ο αιώνα έως τον 20ο. Πόσο επηρέασε ο ορθόδοξος χριστιανισμός τις επιστήμες, πόσο οι επιστήμες επηρέασαν την ορθόδοξη θεολογία, ποιες οι σχέσεις και απόψεις της ορθοδοξίας για την ορθολογική γνώση για τον κόσμο που προσέφερε η φιλοσοφία; Το έργο μελετά τα σχετικά κείμενα στην ελληνική γλώσσα, από τα Εξαήμερα των Πατέρων της Εκκλησίας (τα οποία έχουν ως σκοπό να εξηγήσουν τις έξη ημέρες της δημιουργίας) ως τα επιστημονικά άρθρα του χριστιανικού περιοδικού Ακτίνες τη δεκαετία του 1950. Το έργο εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με χρηματοδότηση του προγράμματος ΕΣΠΑ-Αριστεία.
Το NARSES επικεντρώνεται στη μελέτη της σχέσης θρησκείας-επιστήμης στο δυτικό και το ανατολικό ημισφαίριο, τεκμηριώνοντας και καταγράφοντας σημαντικές διαφορές. Πόσο καθοριστικές ήταν οι διαφορές αυτές για την μετέπειτα εξέλιξη των δύο κόσμων;
Ένας από τους σκοπούς του έργου είναι η συγκριτική μελέτη των σχέσεων επιστημών – θρησκείας στον ανατολικό και δυτικό χριστιανισμό. Η βασική διαφορά των σχέσεων αυτών είναι ότι ενώ στη δυτική εκκλησία από τον 13ο αιώνα και μετά, οι επιστήμες διαμεσολαβούν μεταξύ Θεού και κόσμου, δηλαδή αποτελούν το εργαλείο των πιστών για να κατανοήσουν και να θαυμάσουν τη δημιουργία, στον ανατολικό χριστιανισμό η διαμεσολάβηση αυτή δεν είναι πάντα προφανής. Κατά περιόδους, διάφορα θεολογικά ρεύματα, όπως π.χ. αυτό του Ησυχασμού, αρνούνται αυτή τη διαμεσολάβηση και ως εκ τούτου δεν προωθούν την επιστημονική αναζήτηση. Το γεγονός ότι η νέα επιστήμη, η οποία διαμορφώθηκε από τον 16ο αιώνα και μετά είναι ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδέα της διαμεσολάβησης των επιστημών για την κατανόηση της δημιουργίας του θεού από τους χριστιανούς.
Η σχέση ορθοδοξίας και επιστημών δεν είναι γραμμική. Βλέπουμε ότι από τον 8ο αιώνα και μετά, παραγκωνίζονται τα φιλοσοφικά εργαλεία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ως μέσα κατανόησης του κόσμου και η ορθοδοξία μετατοπίζει το ενδιαφέρον της από τη μελέτη του κόσμου ως δημιουργήματος του Θεού στη μελέτη της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου ως εικόνας του Θεού. Ποιοι οι λόγοι για αυτή τη στροφή και κυρίως ποια τα αποτελέσματα;
Ο παραγκωνισμός αυτός είναι περιοδικός, άρα παροδικός. Οι λόγοι αυτού του περιοδικού παραγκωνισμού είναι η άμεση σχέση την οποία αποζητά κατά καιρούς η ορθοδοξία με το θείο, η θέωση. Οι λόγοι σχετίζονται με την πολιτική, πολιτιστική και εκκλησιαστική ιστορία, με ρεύματα όπως αυτά της εικονομαχίας ή του ησυχασμού το οποίο προαναφέραμε. Οι επιπτώσεις αυτών των ρευμάτων δεν είναι πάντα σαφείς και άμεσες, διότι οι σχέσεις επιστημών και θρησκείας είναι πολύ πιο πολύπλοκες από μια άμεση επίδραση των θεολογικών ρευμάτων και διαμαχών στην ανάπτυξη της κοσμικής παιδείας. Για παράδειγμα, την τελευταία περίοδο της εικονομαχίας έχουμε μια σημαντική ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης και της μελέτης των αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων, άρα και των επιστημονικών κειμένων. Οσο για την περίοδο της ησυχαστικής διαμάχης τον 14ο αιώνα, αυτή συμπίπτει με την βυζαντινή επιστημονική αναγέννηση. Παρόλα αυτά όμως, η επίδραση του ρεύματος αυτού άφησε βαθιά σημάδια στις σχέσεις επιστημών και ορθοδοξίας, κυρίως μάλιστα στη Ρωσία.
Η μη συμμετοχή των ορθόδοξων λαών στο κίνημα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού οφείλεται στην οθωμανική κατάκτηση ή και σε λόγους που έχουν να κάνουν με την αντιπαλότητα που είχε γεννηθεί μεταξύ της Ανατολικής Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής;
Οι ελληνόφωνες κοινότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των ενετικών κτήσεων μετείχαν στο κίνημα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Σημαντικός αριθμός των ορθόδοξων λογίων, οι οποίοι σημειωτέον ήταν κληρικοί, μετέφεραν το διαφωτιστικό πνεύμα στις κοινότητες αυτές. Στη Ρωσία ο διαφωτισμός δεν εισάγεται από τους ίδιους τους ορθοδόξους αλλά από τα ξένα μέλη της Ακαδημίας επιστημών την οποία ίδρυσε ο Μέγας Πέτρος και για το λόγο αυτό δεν εισχωρεί στη ρωσική κοινωνία. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει ενεργή συμμετοχή των Ελλήνων στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού παρά μόνο στη μεταλαμπάδευσή του, αλλά αυτό μάλλον οφείλεται στην περιφερειακή σχέση του ελληνισμού σχετικά με την Ευρώπη λόγω οθωμανικής κατάκτησης, και όχι στις ιδιαίτερες σχέσεις της ορθοδοξίας με τις επιστήμες .
Τα αποτελέσματα του εξοβελισμού της επιστήμης και του ορθού λόγου στην κατανόηση του κόσμου, ανιχνεύονται και πώς στη σημερινή ελληνική κοινωνία;
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εξοβελισμό, αλλά για πολυπλοκότητα των σχέσεων ορθοδοξίας και επιστημών. Ο ορθός λόγος κατά καιρούς μάλιστα γίνεται σημαντικός θεολογικός λόγος για την ορθόδοξη εκκλησία. Ο Θεόδωρος Β Λάσκαρις τον 13ο αιώνα αποκαλεί τους θεολόγους φιλοσόφους και αντιμετωπίζει τη θεολογία με φιλοσοφικά μέσα. Η πολυπλοκότητα αυτή καθώς και η κατά καιρούς σχετική άρνηση του ορθού λόγου από την ορθοδοξία έχει φυσικά επιπτώσεις στη σημερινή ελληνική κοινωνία και στις σχέσεις της με την επιστημονική έρευνα. Κύρια επίπτωση, ότι στην Ελλάδα δεν είναι προφανές ότι το βασικό εργαλείο της ανάπτυξής της χώρας είναι η επιστημονική έρευνα, και αυτό την καθιστά και θα συνεχίσει να την καθιστά μέρος της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σε αντίθεση με άλλα μικρά ευρωπαϊκά κράτη όπως το Βέλγιο ή η Ολλανδία.
Μέσα από το NARSES τίθεται εκ νέου το αναπόφευκτο ερώτημα για το πού ανήκουμε: στην ασιατική Ανατολή ή την ευρωπαϊκή Δύση. Οι μελέτες και τα συμπεράσματα που προέκυψαν, βοηθούν στο να δοθεί μια απάντηση;
Σκοπός του έργου δεν είναι να δώσει μια απάντηση σε ένα τέτοιου είδους πολιτιστικό ερώτημα. Φυσικά, από την ιστορική πλευρά, οι μελέτες του NARSES οι οποίες βασίστηκαν σε πηγές μπορούν να χρησιμεύσουν ως πραγματική βάση για τη τρέχουσα συζήτηση, η οποία πολλές φορές γίνεται χωρίς να στηρίζεται σε κανένα πραγματικό τεκμήριο. Η συζήτηση περί πολιτιστικών καταβολών της Ελλάδας γίνεται τις περισσότερες φορές βάσει ιδεολογικών κατασκευών, χωρίς απολύτως καμία επιστημονική τεκμηρίωση. Το NARSES φιλοδοξεί να προσφέρει ένα τμήμα αυτής της τεκμηρίωσης.
Πώς θα έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενος στα αποτελέσματα του NARSES; Θα υπάρξει συνέχεια με κάποιο επόμενο πρόγραμμα;
Τα αποτελέσματα του NARSES είναι προσβάσιμα στο δικτυακό τόπο http://narses.hpdst.gr Φιλοδοξούμε να συνεχίσουμε τη σχετική έρευνα και να τη διευρύνουμε και στον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο, γιατί μέχρι τώρα η έρευνά μας βασίστηκε αποκλειστικά σε πηγές στην ελληνική γλώσσα.
Θυμιος Νικολαιδης,
(*) Ο Ευθύμιος Νικολαϊδης είναι Διευθυντής ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών