της Μαρλένας Πολιτοπούλου
Στο Μεταίχμιο δυο βιβλία, συνομήλικα στην έκδοσή τους, συνομιλούν στα ράφια και στα χέρια μας και μαζί συμπληρώνουν την εικόνα μιας εποχής χωρίς να εστιάζουν στην ηρωική της κορύφωση αλλά φωτίζοντας τη μίζερη καθημερινότητα της επταετίας με το βήμα μιας εφηβείας που ασφυκτιά μέσα σε ένα γκρίζο τοπίο γεμάτο απαγορεύσεις.
Σαν να ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι οι συγγραφείς μόνο που στα “Δυο Καλοκαίρια Και Μισό Φθινόπωρο” τα κορίτσια δημιουργούν μια συμμαχία σε ένα κοινωνικό περιβάλλον “μεγαλομεγάλων όπου επιβίωνε και μια μικρομικρή” με στόχο να τελειώσουν το ιδιωτικό παρθεναγωγείο και να μπουν στο Πανεπιστήμιο ελπίζοντας ως τότε να έχουν χάσει και την παρθενιά τους. Ενώ, στην “Μπαλάντα των Ανίδεων και Καλών” τα αγόρια ενώνονται σε μια μπάντα, παθιασμένα με τη μουσική ζώντας μέσα από αυτήν την αθηναϊκή κατάσταση των πραγμάτων.
Από την πλευρά των κοριτσιών
Η Δαμιανίδη είναι όπως πάντα ευαίσθητη παρατηρήτρια της καθημερινότητας. Ξέρει να βλέπει τις φωτεινές και τις βασανιστικές στιγμές μιας δύσκολης ενηλικίωσης με μια διεισδυτική ελαφράδα. Είναι άκρως αναλυτική μέσα από ζωντανούς και ενίοτε μακροσκελείς διαλόγους στην προσπάθειά της να ολοκληρώσει την εικόνα της ελληνικής οικογένειας στο τρίγωνο Κολωνάκι, Κυψέλη Κηφισιά. Το κοινωνικό πλαίσιο διαγράφεται σαν σκηνικό που γίνεται καθοριστικό και καταπιεστικό αλλά το κέντρο του κόσμου της είναι η τετράδα των φιλενάδων> Δανάη, Λυδία, Μαργαρίτα και Αλίκη. Όλες μαζί και η κάθε μία μόνη κεντάνε ένα ακομπλεξάριστο γκομπλέν, κεντημένο σε ζουμερά ελληνικά με μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, μεγάλες εσωτερικές συγκρούσεις και υπαρξιακές αγωνίες. Και το Πολυτεχνείο είναι εκεί, και οι φίλοι που εμπλέκονται στην αντίσταση, αλλά τα κορίτσια βιώνουν την αντίσταση από εξοστρακισμό. Μαθήματα, Ιδιαίτερα, Πανελλαδικές, βιβλία του Γαλαξία, ραντεβού στο Ρωσικόν, οι αυστηρές μανάδες, ο σοφός γλυκός γυμνασιάρχης, τα ρούχα που δεν ήθελαν να φορούν τα τζιν που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν, το παρατηρητήριο αγοριών. Η πρώτη επαφή με την ποίηση έρχεται με τον στοίχο “Καίω τα νιάτα μου” του Εμπειρίκου. Από τις πιο όμορφες σελίδες του βιβλίου η πώληση της χρυσής λίρας που είχε κερδίσει η Μαργαρίτα κάποια πρωτοχρονιά για να πληρώσει την έκτρωση που δεν θα μάθει ούτε ο φίλος και πρώτος εραστής της μιας βραδιάς παρά μόνο η σύμβουλος φιλενάδα. Τότε που “τα προφυλακτικά δεν ήταν της μόδας”. Η εκκίνηση του βιβλίου πυροδοτείται με την εκδρομή-κοπάνα στο Σούνιο, αγόρια και κορίτσια επιτέλους μαζί για βουτιές στη θάλασσα, σαν σαρδέλες κολλημένοι τρεις μπροστά και πέντε πίσω στο αυτοκίνητο, σε 21 γλαφυρές σελίδες όπου και η φράση “ Τι σόι δημοκρατία είναι αυτή που έχουν κηρύξει τα πουλιά των αγοριών;”
Από την πλευρά των αγοριών
Αντίστοιχη εκδρομή περιγράφει και ο Μπασκόζος. Του φτάνουν τέσσερις σελίδες κι ένα σαράβαλο φιατάκι για βόλτα στο Λουτράκι με τα κορίτσια. Με τις νερατζιές που μοσκοβολάνε στο Παγκράτι ξεκινάει η εφηβική πορεία των “Ανίδεων και Καλών”, μες την έντονη μυρουδιά τους περνάνε και στην ενηλικίωση μετά από μια κηδεία. Πανελλαδικές θα δώσει μόνο ένας απο την παρέα. Όλοι κάνουν δουλειές του ποδαριού και παλεύουν να φτιάξουν τραγούδια. Η κοινωνική διαστρωμάτωση της παρέας πιο χαμηλά. Με μικρές πινελιές και γρήγορο συγγραφικό ρυθμό δημιουργούνται πατήματα, στους παλιούς για να θυμηθούν την εποχή των όχι τόσο ανέφελων νιάτων ,τους και στους νεώτερους να πάνε ως το Σύνταγμα την εποχή της χούντας, τότε που μόνο μια βόλτα φίλων στην πλατεία μπορούσε να σε στείλει στην Ασφάλεια. Η φιλία είναι κι εδώ ασπίδα αλλά γίνεται δόρυ και τραύμα όταν προδοθεί.
Οι Athens Pistols ξεκινάνε από το Άλσος Παγκρατίου όπου στο θεατράκι του θα έχουν την πρώτη αποτυχία τους. Οι φίλοι ακούνε Ολύμπιανς,, Φόρμιγξ, Μπιτλς, Σαββόπουλο και Μπουρμπούλια στην Πλατεία Βικτωρίας, κάνουν μπουρδελότσαρκες, τρώνε παγωτό Σικάγο, ξεφυλίζουν Πλειμπόι, Ρομάντσο και Γυναίκα, βλέπουν μπάλα αλλά και κατς με Αττίλα και Μεγαρίτη. Διαβάζουν Αννα Καρένινα. Γράφουν στο λεύκωμα της Έλενας, το άπιαστο κορίτσι. Τζιν φούστα και άσπρο φανελάκι, το ιδανικό ντύσιμο. Στο Πολυτεχνείο είναι μέσα, οι σφαίρες σφυρίζουν στα αυτιά τους. Ο Μπασκόζος ολοκληρώνει σε 158 σελίδες μια δυνατή ιστορία συμπεριλαμβάνοντας σβέλτα πολλά χαρακτηριστικά της εποχής και καταφέρνει να δημιουργήσει έναν ήρωα, τον Κώστα, που σταλάζει πίκρα και απογοήτευση για τους Καλούς που έχασαν το παιχνίδι. Το τραγικό ολοκληρώνει την ενηλικίωση.
Ενας από την παρέα των Ανίδεων θα πει:
“Τα κορίτσια πάντα με μπέρδευαν. Οι σκέψεις τους μοιάζανε πιο πολύπλοκες από τις δικές μου και των φίλων μου. Βάζανε συνέχεια ερωτήματα κυρίως προς τον εαυτό τους. Εμείς ρωτούσαμε συνήθως τους φίλους: “Να γίνω μηχανικός; Σου αρέσει το μπλουτζίν μου; Μ’ αγαπάει η Καίτη;”
Ίσως γι αυτό η Δαμιανίδη επιλέγει μια γραφή πιο αναλυτική με πολλές λεπτομέρειες και συζητήσεις διανθισμένες με την κριτική της που δανείζει στις ηρωίδες.
Και τα δυο βιβλία είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Η εξιστόρηση των κοριτσιών που μπήκαν και βγήκαν από το Γυμνάσιο στα χρόνια της χούντας έχει τέσσερις φωνές. Η εξιστόρηση της πορείας των αγοριών που ονειρεύτηκαν να κάνουν μια σπουδαία μπάντα ελληνικού ροκ έχει μια φωνή. Και τα δυο βιβλία κοιτάζουν με θάρρος μια εποχή βιωμένη από τους συγγραφείς, με άνεση αναπαριστούν εκείνα τα χρόνια και συνθέτουν το ατομικό με το κοινωνικό. Δίνουν παρέα μια πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική μελέτη για την αισθηματική αγωγή της γενιάς που είχε την μοίρα να τελειώνει το γυμνάσιο με το πουλί της χούντας να κρέμεται απειλητικό πάνω από τα κεφάλια τους. Και να μιλήσουν για την εφηβική αιώνια προσπάθεια να μετατοπισθεί το κοινωνικό πλαίσιο σε πιο ελεύθερα μονοπάτια.
Αννα Δαμιανίδη, Δυο καλοκαίρια και μισό φθινοπωρο, Μεταίχμιο
Γιάννης Μπασκόζος, Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών, Μεταίχμιο