« Χρυσά Λούπινα», μια τοιχογραφία (της Σόνιας Ζαχαράτου)

0
275

 της Σόνιας Ζαχαράτου

 

Τα « Χρυσά Λούπινα» της Λίνας Σόρογκα είναι μια τοιχογραφία. Μοιάζει να ανοίγουμε τον χάρτη της ψυχής ενός αγοριού που κλέβει βιβλία για να διαβάσει, καθώς στο σπίτι του δεν μπορεί να βρει αντίστοιχα ενδιαφέροντα. Αλλόκοτο, τρυφερό παιδί, «ήμουν αγαθούλης και ονειροπαρμένος» λέει, «τα αγόρια δεν με έκαναν παρέα».

«Πρέπει ο ήρωας να έχει αυστηρά οριοθετημένη περσόνα από την αρχή, πριν καταλήξει οριστικά ο συγγραφέας στο πως θα εξελιχθεί μέσα στην ιστορία;» αναρωτιέται ο ήρωας των «Χρυσών Λούπινων», καθηγητής και συγγραφέας Δημοσθένης Δοξαράς, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Αναρωτιέται, καθώς έχει γίνει διάσημος και το θεατρικό έργο του παίζεται σε σκηνή της Πράγας. Αυτός, ένας Έλληνας περιζήτητος πλέον, που ξεκίνησε από μα φτωχική οικογένεια του χωριού Βανίτσα, στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Και η Λίνα Σόρογκα, αυτή την αρχή έβαλε μπροστά της και δημιούργησε μια περσόνα αυστηρά οριοθετημένη, τον Δημοσθένη της, ο οποίος κινείται δαιμονιωδώς στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο διαρρηγνύοντας κοινωνικές τάξεις, ανατρέποντας υπάρχουσες καταστάσεις, εμπλουτίζοντας με τις τολμηρές εκπαιδευτικές προτάσεις του το πνεύμα των μαθητών και φοιτητών του, και παρακινώντας με τις φλογερές ιδέες του τα πλήθη εναντίον της χούντας. Έτσι η Λίνα Σόρογκα επιτυγχάνει να προσφέρει στους αναγνώστες της ένα μωσαϊκό γεγονότων και περιβαλλόντων. Από το χωριό του Γυθείου στις κοσμοπολίτικες συντροφιές και στις πανεπιστημιακές έδρες της Γαλλίας.

Αλλά ας πάρουμε τον μύθο από την αρχή.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει ο αναγνώστης την εξέλιξη του μικρού αγοριού να κρυφοβλέπει, μία άγρια νύχτα του χειμώνα, τον βιασμό της μάνας του από τους γερμανούς κατακτητές και τον έλληνα ταγματασφαλίτη, να αυτοτιμωρείται με σαδιστικό τρόπο, να παρακολουθεί ένα μακελειό στην εκκλησία, τον απαγχονισμό του ξαδέλφου του έπειτα από βασανιστήρια, να ακούει τον πατέρα του να λέει στην μητέρα του να σκοτώσει το φρεσκογεννημένο παιδί τους επειδή είναι μισακό και, από την άλλη, ο πατέρας, αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος με αυτή τη βιαιότητα, να βοηθά τους αντάρτες, να παίρνει ρίσκα, να παίζει τη ζωή του και τη ζωή της κόρης του κορώνα γράμματα, έχοντας μία ευαίσθητη πατριωτική χορδή. Και, ίσως, είναι αυτή η τρομακτική αντάρα μέσα στην ψυχή του πατέρα του που κληρονομεί και ο γιος, ο ήρωάς μας, ο Δημοσθένης, καθώς δεν τον χωρά ο μικρός τόπος της Μάνης, τα λιγοστά βιβλία, οι στραμπουληγμένες γνώσεις του σχολείου, τα κορίτσια γύρω του και οι δασκάλες, μία σύζυγος που του τη δώσανε χωρίς να τη θέλει, και φεύγει για μια καινούργια πατρίδα, εγκαταλείποντας ακόμη και το παιδί του, που στο μεταξύ έχει αποκτήσει.

Τα « Χρυσά Λούπινα» είναι μια τοιχογραφία. Μοιάζει να ανοίγουμε τον χάρτη της ψυχής ενός αγοριού που κλέβει βιβλία για να διαβάσει, καθώς στο σπίτι του δεν μπορεί να βρει αντίστοιχα ενδιαφέροντα. Αλλόκοτο, τρυφερό παιδί, «ήμουν αγαθούλης και ονειροπαρμένος» λέει, «τα αγόρια δεν με έκαναν παρέα». Και καθώς ο Δημοσθένης μεγαλώνει και η ανάγνωση του βιβλίου προχωρεί, τον βλέπουμε να κοιτά τις γυναίκες με το μάτι του αρσενικού που έχει το «πάνω χέρι». «Άρεσα στις γυναίκες, τις έκανα να νοιώθουν μοναδικές, τις είχα σαγηνεύσει όλες, αλλά όταν σοβάρευε μια σχέση, αποτραβιόμουν». Περίεργη σχέση τον διακατέχει με το γυναικείο φύλο, λοιπόν, δεν το νοιώθει ισότιμο, παρόλο που η αδελφή του παλεύει αντάρτισσα στα βουνά. Νοιώθει ενοχή για κάθε τι το ερωτικό, «την

αποχαιρέτησα», λέει, «φιλώντας την στο μάγουλο», θέλει να ξεφύγει από τον σαρκικό έρωτα, χωρίς βέβαια να το καταφέρνει, κι εδώ μπορούμε να δούμε τη συνέπεια του βιασμού της μητέρας στη δική του ψυχολογία. «Αφού ξεμάκρυνα λιγάκι, έφτυσα για να φύγει η αμαρτωλή γεύση». Ωστόσο, ο Δημοσθένης κάνει όνειρα για κόσμους ιδανικούς και δίκαιους, για ισότητα και αδελφοσύνη, και όταν εγκαταλείπει το χωριό, έρχεται στην Αθήνα, σπουδάζει, δραστηριοποιείται πολιτικά, εγγράφεται στην ΕΔΑ, αλλά ούτε και αυτό το πολιτικό σχήμα τον χωράει.

Μέσα από τις σκέψεις και τα λόγια του ήρωα, από εδώ και πέρα, στις σελίδες του βιβλίου περνά, με ταχύτητα κινηματογραφική, η ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας και οι κοινωνικές αλλαγές της. Αυτό το πλαίσιο που αναπτύσσει με γλαφυρότητα, με πολλές πληροφορίες και με πλούσιες εικόνες η Λίνα Σόρογκα, είναι απαραίτητο για να μπούμε ακόμη περισσότερο στην ψυχολογία του Δημοσθένη καθώς, στην εξιστόρησή του, δεν παρατάσσει μόνο πολιτικά γεγονότα, αλλά και ανθισμένες νότες του πολιτισμού της εποχής εκείνης. Τελειώνει ο ήρωάς μας το Πανεπιστήμιο για να επιστρέψει στο χωριό του, να γίνει δάσκαλος, να φέρει νέο αέρα, να οργανώσει μια βιβλιοθήκη, να δημιουργήσει πνευματικό κέντρο και λέσχη θεάτρου, να ιδρύσει την «Λακωνική Πολιτεία» κατά το πρότυπο της αρχαίας Σπάρτης. Είναι όμως το κάτι αλλιώτικο και το νεοφερμένο που ξενίζει τους ντόπιους ανθρώπους με τα κλισέ τους και κινεί υποψίες που, ωστόσο, δεν εδραιώνονται πουθενά∙ είναι ο νέος με το αμπέχονο, με τα άρβυλα, με τη γενειάδα, με τις επαναστατικές ιδέες, είναι αυτή η εικόνα και ο καινούργιος λόγος που δημιουργούν αναστάτωση στην κοινωνία, η οποία τον αποβάλλει από το κύτταρό της . Ο Δημοσθένης όμως είναι ένας φλογερός πατριώτης. Και είναι και τυχερός∙ γιατί μια παρέα γάλλων καθηγητών επισκέπτεται τη «Λακωνική πολιτεία» του, ενθουσιάζεται, και του προτείνει μία συνεργασία με ολάνθιστο και προκλητικό μέλλον.

Αν και παντού τον ακολουθεί κυρίως η εικόνα του βιασμού της μάνας του και δεν συγχωρεί ποτέ στον εαυτό του ότι δεν πρόβαλε την απαιτούμενη αντίσταση για να την προστατεύσει, ο Δημοσθένης, κουβαλώντας τις συνέπειες των παιδικών τραυμάτων τα οποία ποτέ δεν θα ξεπεράσει, αλλά και χωρίς καμία ενοχή και χωρίς κανένα κοίταγμα προς τα πίσω, εγκαταλείπει τον τόπο του και εισχωρεί στους κύκλους της ελληνικής μπουρζουαζίας, της εγκατεστημένης στη Μασσαλία. Δέχεται τις προσφορές της και τους όρους της, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του. Και θα μπορούσε να ήταν για τον αναγνώστη πραγματικά κατακριτέα μια τέτοια μεταστροφή, αν ο σκοπός αυτός δεν είχε ιδιαίτερο στόχο: τη διάδοση της ελληνικής σκέψης, την ακόμη ευρύτερη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού έξω από τα σύνορα. Αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι με την ψυχή του και με την καριέρα του, καθώς βαδίζει επί ξηρού ακμής, το γνωρίζει πολύ καλά ο Δημοσθένης, αλλά επιμένει στα ιδεολογικά του όνειρα: «Η πρότασή μου είναι – λέει- να υπερασπίσουμε την Ελλάδα, όχι μόνο με τη στενή τοπική έννοια, αλλά ως ένα κέντρο πολιτισμού, ελεύθερης έκφρασης και υψηλών ιδεωδών».

Γιατί δεν είναι τυχαία και η εποχή κατά την οποία ο ήρωάς μας φεύγει από την Ελλάδα. Είναι η δικτατορία που έχει ρίξει βαρύ πέπλο πάνω του, εξαιτίας της δραστηριότητάς του και της οικογενειακής ιστορίας του, ένα βαρύ πέπλο που σκεπάζει τον καθένα μας και δεν αφήνει ανάσες ελευθερίας.

Είναι εντυπωσιακό το πώς η Λίνα Σόρογκα ενδύεται τον αρσενικό ήρωά της, μπαίνει στη θέση του και στην ψυχή του και γράφει στο πρώτο πρόσωπο, σαν αρσενικό. Με τον τρόπο της καταδικάζει την υπερφίαλη στάση του και, σε κρίσεις αυτογνωσίας –δικής του υποτίθεται- και αυτοκριτικής, λέει: «στην αρχή είχα δώσει τη λανθασμένη εντύπωση ενός μωροφιλόδοξου πατριδολάτρη». Καταφέρνει όμως ο Δημοσθένης να μεταπείσει Γάλλους και Έλληνες της Γαλλίας και έτσι, ο ξένος Τύπος αναφέρεται σε αυτόν με πρωτοσέλιδα, αποκαλώντας τον «ποιητή της ελευθερίας». Δίνει διαλέξεις, ξεσηκώνει τον κόσμο εναντίον του καθεστώτος που φιμώνει την Ελλάδα, πρωτοστατεί σε διαδηλώσεις ενώ, συγχρόνως, δέχεται απειλές. Η φήμη του ξεπερνά τα σύνορα της Γαλλίας, ο Μάης του ’68 είναι εκεί, τα φοιτητικά κινήματα ανάβουν φωτιές από τη μία άκρη της Ευρώπης στην άλλη, αναταραχή μεγάλη, και ο Δημοσθένης Δοξαράς τραβά τον δοξασμένο δρόμο του.

Ακόμη ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου, είναι ότι μαθαίνουμε και εμείς τι συνέβαινε την εποχή εκείνη στη Μασσαλία και πώς οι Γάλλοι είχαν αγκαλιάσει το ελληνικό ζήτημα. Τι συμβαίνει, όμως, στην ψυχή του ήρωά μας; Πώς δέχεται τον έρωτα της ερωμένης του που γοητεύεται και τον βοηθά στο έργο του; Πώς βιώνει την ανακοίνωση του θανάτου του πατέρα του; Γιατί αργεί να γυρίσει στην πατρίδα και να δει τον γιό του; Πώς ανέχεται τα εις βάρος της προσωπικής ζωής του σχόλια; Και πώς αντιδρά όταν, ύστερα από τόσες ερωτικές περιπέτειες, ερωτεύεται πραγματικά; Πώς νιώθει, όταν το μοναχοπαίδι του σκοτώνεται; Πώς εξελίσσεται από εκεί και πέρα η ζωή του;

Δεν θα ήθελα να σας πω τι συμβαίνει. Τα βιβλία πρέπει να κρατούν τα μυστικά τους και οι αναγνώστες να τα τρυγούν μόνοι τους . Τα «Χρυσά Λούπινα» είναι ένα βιβλίο που τρέχει, διαβάζεται απνευστί, που εντυπωσιάζει και σαγηνεύει .

 

Προηγούμενο άρθροΤο τρομερό παιδί τού θεάτρου κατά την Επταετία (και όχι μόνον) (της Σταυρούλας Τσούπρου)
Επόμενο άρθροΟ Ρόθκο, η τέχνη, τα βιβλία για παιδιά  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ