Που είσαι Λούλα…

0
1285

 Της Βάσιας Τζανακάρη. 

Τη Λούλα τη διάβασα όταν ήμουν πρωτοετής στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, το 1998-99. Νομίζω πως την είχα ανακαλύψει, όπως γινόταν συνήθως, στη βιβλιοθήκη στο πατρικό μου, ή μπορεί και να μου την είχε δώσει η μαμά μου καθώς πάντα μας άρεσαν τα ίδια βιβλία και οι ίδιοι συγγραφείς – έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα βιβλία του Ραπτόπουλου. Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο του Ραπτόπουλου που διάβασα και μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που έκτοτε τον διαβάζω φανατικά. Θα επανέλθω στο τέλος για το πόσο με επηρέασε η Λούλα.

Παρότι τότε ήμουν αρκετά μικρή, δηλαδή γύρω στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά, δεν σοκαρίστηκα ούτε από τη θεματική ούτε από τη γλώσσα –άλλωστε ήμουν κι εγώ αρκετά αθυρόστομη σε εκείνη την ηλικία. Όσο για το σεξ, το σεξ τη δεκαετία του ’90, ιδίως στα τέλη της, οπότε και διάβασα το βιβλίο, φυσικά και δεν αποτελούσε πια ταμπού. Είχε κρεμαστεί στα μανταλάκια στα περίπτερα και τα lifestyle περιοδικά το πούλαγαν με την οκά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φράση του αδερφού μου στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μου είχε πει χαριτολογώντας «ο κόσμος χάλασε όταν το Max έδωσε δώρο βρακί στρινγκ». Κατά μία έννοια δεν είχε άδικο, γιατί έχω την αίσθηση ότι εκείνη την εποχή το σεξ μπήκε σε μια λογική κατανάλωσης και ως καταναλωτικό αγαθό πλασαριζόταν έτσι ώστε  ποτέ να μη φαίνεται αρκετό και ποτέ να μην ικανοποιεί πλήρως αυτούς που το κατανάλωναν. Σ’ αυτή τη λογική είναι παγιδευμένη και η Λούλα, σε μια λογική που βάζει στεγανά στην απόλαυση και την ορίζει σαν με μαθηματικό τύπο. Όλη της η ζωή περιστρέφεται γύρω από το αν και πότε θα έχει οργασμό χάνοντας έτσι την ουσία της απόλαυσης. Δείχνει να μην την ενδιαφέρει τίποτε άλλο, όπως λέει και ο ίδιος ο Ραπτόπουλος στο επίμετρό του, δεν υπάρχει κοινωνικό πλαίσιο στη Λούλα, υπάρχουν άτομα, μονάδες, και τα προβλήματα που τους απασχολούν. Η τέλεια ατομικιστική κοινωνία όπως αυτή δοξάστηκε τη δεκαετία του ’90.

Μιλώντας για τη δεκαετία του ’90, θα κάνω μια παρένθεση. Οφείλω να παρατηρήσω πως ο Βαγέλης Ραπτόπουλος έχει μια μοναδική ικανότητα ως συγγραφέας. Καταφέρνει να πιάνει και να μεταφέρει εξαιρετικά το κλίμα της κάθε εποχής. Αν δηλαδή θέλει κανείς να πάρει μια αίσθηση της κάθε δεκαετίας στην Ελλάδα, μπορεί να διαβάσει Ραπτόπουλο των ‘80s, Ραπτόπουλο των ‘90s, Ραπτόπουλο ων ‘00s και ούτω καθεξής. Αυτό το πετυχαίνει πρωτίστως μέσα από τις ιστορίες που καθρεφτίζουν κάθε φορά την εποχή αλλά και μέσα από τη γλώσσα –μου δίνει την αίσθηση ότι αντιλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό τις γλωσσικές αλλαγές και αποχρώσεις– καθώς χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία λαϊκής κουλτούρας. Για παράδειγμα, σε αρκετά σημεία της Λούλας αναφέρεται ένα τραγούδι του Σφακιανάκη ο οποίος στα ‘90s μεσουρανούσε, ή υπάρχει μια σκηνή όπου η Λούλα έχει ένα μπλουζάκι Levi’s 501, επίσης κλασικό της εποχής, ενώ υπάρχει και μια  αναφορά στην ταινία Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα κ.ο.κ. Στοιχεία φαινομενικά ήσσονος σημασίας που ωστόσο μεταφέρουν και αποδίδουν το κλίμα και την αίσθηση της εποχής.

Στη Λούλα  πέρα από το κομμάτι του σεξ και της ανοργασμίας της ηρωίδας υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία που με τράβηξαν ακόμα περισσότερο. Προσωπικά, τη Λούλα τη διάβασα σαν ένα μυθιστόρημα μεταφυσικού τρόμου και νομίζω ότι ο καθένας μπορει να τη χαρακτηρίσει διαφορετικά ανάλογα με το πού θα ρίξει το βάρος. Για μένα λοιπόν το κυρίως βιβλίο είναι το δεύτερο μισό, ενώ το πρώτο κομμάτι που εστιάζει στη σεξουαλικότητα της Λούλας, είναι η εισαγωγή και η αφορμή για να χτίσει ο συγγραφέας μια ιστορία τρόμου που αφορά τη λαγνεία. Ο τρόμος του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, είναι μια μίξη Στίβεν Κινγκ και Έντγκαρ Άλαν Πόε, με την έννοια ότι δένει το καθημερινό με το μεταφυσικό ενώ με έναν μαγικό σχεδόν τρόπο καταφέρνει να ενσωματώσει τις δυτικές αυτές αφηγήσεις στην ελληνική πραγματικότητα χωρίς να φαίνονται επιβεβλημένες, φορετές. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό παίζουν δύο στοιχεία: ο τόπος και ο καιρός.

Ο τρόπος που ο συγγραφέας αποτυπώνει την Αθήνα στη Λούλα έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Τοποθετεί τη δράση στο κέντρο της Αθήνας, και συγκεκριμένα στα Εξάρχεια, περιορίζοντας έτσι την πόλη, και κάνοντάς τη να θυμίζει τις ασφυκτικές μικρές πόλεις, φανταστικές και μη, της Αμερικής του Στίβεν Κινγκ. Φτιάχνει έναν ιδιότυπο λαβύρινθο που αποτελείται από τα στενά πέριξ των Εξαρχείων και η ηρωίδα μοιάζει παγιδευμένη στα όρια αυτά, όπως είναι παγιδευμένη στις εμμονές και στην ανοργασμία της. Ο Ραπτόπουλος φροντίζει να το καταστήσει σαφές αυτό, τοποθετώντας μια ζελατίνα στη Χαριλάου Τρικούπη την οποία η Λούλα όταν διαπερνά βρίσκεται εκτός Εξαρχείων και ταυτόχρονα εκτός του προβλήματός της.

Ο καιρός είναι το δεύτερο «πολύ ελληνικό» στοιχείο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας – η ιστορία διαδραματίζεται καλοκαίρι, σε περίοδο καύσωνα. Με αυτή την επιλογή πετυχαίνει δυο πράγματα. Από τη μια, καθώς η αποπνικτική ζέστη συνταιριάζεται απόλυτα με τη θεματική, εντείνει το κλίμα αισθησιασμού του βιβλίου. Από την άλλη ανατρέπει τελείως τη στερεοτυπική εικόνα ότι ένα σκηνικό τρόμου χρειάζεται βαρύ, σκοτεινό, καταθλιπτικό, βορειοευρωπαϊκό καιρό. Εγκλήματα και διαστροφές μπορούν να συμβαίνουν και συμβαίνουν κάτω από το πιο εκτυφλωτικό φως κι ένα σκηνικό τρόμου μπορεί να χτιστεί τόσο στους εφιαλτικούς 40 βαθμούς της Αθήνας όσο και στο βροχερό παγωμένο Λονδίνο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε και το Misery του Στίβεν Κινγκ, όπου ο απόλυτος τρόμος συναντά το απόλυτο λευκό του χιονιού το οποίο είναι ταυτισμένο με την αγνότητα.  O Ραπτόπουλος με άλλα λόγια αποδομεί το στερεότυπο ότι τα θρίλερ/αστυνομικά κλπ χρειάζονται την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο κακός καιρός.

Γενικά, βέβαια, θα έλεγα, ότι έχει μια διάθεση αποδόμησης σε αυτό το βιβλίο. Αποδομεί την αισθησιακή λογοτεχνία παρωδώντας την και σατιρίζοντάς την σε πολλά σημεία. Αποδομεί τους ήρωές του. Μας παρουσιάζει μια αιθέρια ύπαρξη, τη Λούλα, και αμέσως την αποδομεί, με την εμμονή της να φτάσει σε οργασμό, με την προσκόλλησή στον ανόητο φίλο της, με τη σεμνοτυφία της. Φτιάχνει επίσης, έναν πολύ γοητευτικό κακό, έναν άντρα που μοιάζει του Πολ Νιούμαν, έναν άντρα δαιμονικό, και στο τέλος τον αποδομεί κι αυτόν. Αποδομεί εν τέλει την ίδια του την αφήγηση, ξανά και ξανά, αναιρώντας κάθε φορά την προηγούμενη εξήγηση που μας έχει δώσει.

Και επανέρχομαι στο προσωπικό. Η Λούλα είναι από το βιβλία που με επηρέασαν πολύ. Όταν τη διάβασα για πρώτη φορά, για κάποιο παράδοξο λόγο μου γεννήθηκε η επιθυμία να ζήσω στην Αθήνα. Το σκηνικό τρόμου που έστησε ο Ραπτόπουλος δεν λειτούργησε προφανώς διόλου αποτρεπτικά, ίσα-ίσα μου άσκησε τεράστια γοητεία και επιθυμία να περπατήσω κι εγώ σ’ αυτά τα στενά των Εξαρχείων, καθώς μέσα στο μεταφυσικό του κλίμα ήταν απόλυτα ρεαλιστικό. Όταν ξαναδιάβασα το βιβλίο έχοντας πλέον ζήσει χρόνια στην Αθήνα, και δη τα τελευταία, και ενώ πλέον ξέρω καλά  αυτούς τους δρόμους, μου φάνηκε ότι στο μυθιστόρημα υπάρχει μια άλλη Αθήνα απ’ αυτή που ξέρουμε σήμερα. Σήμερα ο εφιάλτης δεν χρειάζεται διαβολικούς μυστηριώδεις αγνώστους. Ο εφιάλτης είναι γύρω μας, τον βλέπουμε καθημερινά. Πρόσφατα επίσης συνειδητοποίησα ότι στο πρώτο μου βιβλίο, έχω έναν ήρωα που μοιάζει τρομακτικά με τον ήρωα στη Λούλα, κάτι που δεν το έκανα συνειδητά. Αυτό φανερώνει την επίδραση που είχε πάνω μου το συγκεκριμένο έργο.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω μια ιστορία από το 2009. Το 2009, έκανα άλλη δουλειά, δούλευα σε ένα περιοδικό, και ένα πρωί, ενώ βρισκόμουν στο γραφείο μου, χτύπησε το τηλέφωνο και κάποιος με ζητούσε. Εγώ κακοδιάθετη φυσικά, καθότι πρωί, απάντησα κοφτά «Ναι, εγώ είμαι, ποιος είναι;» για να λάβω ως απάντηση «Είμαι ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος». Νομίζω για λίγη ώρα δεν πρέπει να είπα τίποτα από την έκπληξη, γιατί ο άνθρωπος ένιωσε την ανάγκη να συνεχίσει διστακτικά «ο… συγγραφέας». Για να μην μακρηγορώ, ο Βαγγέλης πρότεινε σε εμένα και σε άλλους 13 νομίζω νέους συγγραφείς να συμμετάσχουμε σε μια συλλογική έκδοση του Κέδρου, τα Ελληνικά Ονόματα, κι αυτό αποτέλεσε αφορμή να γνωριστούμε ορισμένοι νέοι συγγραφείς μεταξύ μας και να γίνουμε και καλοί φίλοι. Αυτό είναι κάτι που εκτιμώ απεριόριστα στον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, ότι είναι από τους λίγους της γενιάς του με πραγματικό ενδιαφέρον για νέους συγγραφείς και ότι τους βοηθάει έμπρακτα –είτε μέσω τέτοιων κινήσεων, είτε διαβάζοντας τα βιβλία τους και προβάλλοντας στη συνέχεια το έργο τους  με κάποια ανάρτηση στο αγαπημένο του facebook είτε καλώντας τους στην εκπομπή του στο Κόκκινο.

Για όλα αυτά, αλλά και για όλα τα βιβλία που μας έχει δώσει μέσα στα χρόνια, αισθάνομαι την ανάγκη να τον ευχαριστήσω.

 

Βάσια Τζανακάρη

 

Προηγούμενο άρθροWorking class hero
Επόμενο άρθροΤο μινόρε της λογοκρισίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ