Λιποτάχτες και εθελοντές στην Άνδρο (του Γ.Ν.Μπασκόζου)

1
644

 

του Γ.Ν.Μπασκόζου.

 

Στο μυθιστόρημα “Λιποτάχτες και εθελοντές” του Κώστα Γαρύφαλλου εμπεριέχεται (αν δεν είναι η αφορμή) η πολυσχιδής αγάπη του συγγραφέα για το νησί της Άνδρου. Ένα βιβλίο ύμνος για το νησί και ακτινογραφίας για τους ανθρώπους του. Και τους καλούς και τους κακούς.

Η αφήγηση του Κώστα Γαρύφαλλου απλώνεται σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και έχει  διακριτά κεφάλαια. «Χορός»- ένα πρελούδιο που μας εισάγει στο επόμενο κεφάλαιο «Παρατηρώντας μια πυρκαγιά» , η οποία εκτυλίσσεται σε παροντικό χρόνο, «Λιποτάχτης» – που αποτελεί τον βασικό κορμό του έργου και αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας και «Χορωδιακό» που μας επαναφέρει στο σήμερα και σε απαντήσεις ερωτηματικών που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της ανάγνωσης.

Η αρχή του έργου είναι μια πυρκαγιά.  Ένας περιηγητής έρχεται για λίγες μέρες απομόνωσης στο χωριό και πέφτει στην τρομερή πυρκαγιά. Παρατηρεί του αδιάφορους κατοίκους, τους δήθεν ανησυχούντες, τους προσβλέποντας ακόμα και σε οφέλη από αυτήν.  Σε αυτές τις σελίδες γνωρίζουμε τη δύναμη της εικόνας που κατέχει ο Κ.Γ.   Όσο συγκλονιστικό είναι το θέαμα τόσο δυνατή και η περιγραφή του. Ο Κ. Γ. μας εισάγει στον τρόπο που αντιμετωπίζει τον κόσμο : η φύση πέρα και πάνω από τους ανθρώπους. «Μόνον η ίδια η φύση ξεφεύγει από τους νόμους της», λέει κάπου δείχνοντας την αδυναμία των ανθρώπινων νόμων, από τους οποίους το πιο εύκολο είναι  να τους παραβλέψεις .

Ο κορμός του έργου είναι η ιστορία ενός λιποτάχτη. Του Παναή που όταν φτάνει σε στρατεύσιμη ηλικία ξεσπά ο εμφύλιος και οι δικοί του αποφασίζουν να τον φυγαδεύσουν σε ένα απάτητο μέρος στο νησί ενώ στους συγχωριανούς τους λένε ότι μετανάστευσε στην Αμερική, όπου ζουν δύο αδέλφια του.  Την απόφαση την λαμβάνει ο ισχυρός παππούς και συμφωνούν ο πατέρας, η μητέρα και τα άλλα δύο παιδιά, ο μεγάλος- το βόιδι, ο κουτσός και η σαλεμένη αδελφή του.  Φυσικά τα χρόνια περνάνε ο Παναής (που τον τροφοδοτούν με τρόφιμα τα αρσενικά μέλη της οικογένειας) ζει ως ερημίτης, μέσα στην βρώμα και την αναμονή. Το μυαλό του ξαναγυρνά στα παλιά καθώς ο συγγραφέας βρίσκει τρόπο να μας αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας. Όχι όμως μόνον της οικογένειας αλλά και όλου του χωριού, των συνηθειών και των εθίμων.

Το τέλος  της ιστορίας θα παιχτεί και πάλι στην πλατεία του χωριού. Ο Κ.Γ. το έχει στήσει ως χορωδιακό μιας τραγωδίας. Τα χρόνια έχουν περάσει, από την ισχυρή οικογένεια ζει μόνον ο κουτσός, επονομαζόμενος και χορευτής, ο τρελός πια του χωριού. Ο Παναής έχει εξαφανιστεί , ο μεγάλος αδελφός έχει πεθάνει όπως και η σαλεμένη αδελφή του. Όπου οι θαμώνες της πλατείας, ο τρελός, ένα ζευγάρι περιπατητών αμερικανών και ένας πρώην συμμαθητής του Παναή θα δώσουν ένα προσωρινό (;) τέλος στην αφήγηση.

Τι σημείωσα:

α. Η φύση, η αφηγηματική περιγραφή είναι εντυπωσιακή, ο Κ.Γ. περιγράφει ως ζωγράφος, εικόνες υψηλής διαύγειας και έντασης ειδικά όταν αναφέρεται στη φωτιά, στο νερό, στα απάτητα φαράγγια ή τη θάλασσα.

β. Ο πολιτισμός του νησιού, ο υλικός καταγράφεται με την υπομονή του λαογράφου και την αγάπη του κατοίκου. Αναλυτικές αναφορές  για τις ελιές, το ψάρεμα, τα γλυκά του κουταλιού, τα εσπεριδοειδή, τις πέτρες, τα κτισίματα, τις πόρτες, τα κουφώματα και ό,τι άλλο συνιστά την καθημερινή σχέση του ανθρώπου με ό,τι μας χαρίζει η φύση ή ΄,οτι προκύπτει από την επεξεργασία των υλικών της φύσης με στόχο την επιβίωση.

γ. άλλα και η δύναμη του  άυλου πολιτισμού: οι συνήθειες, τα πανηγύρια, οι προλήψεις, τα μαγικά, οι αρχέγονοι επιβιώσαντες μύθοι, η πατριαρχία και ο ρόλος των γυναικών, το στάτους των παιδιών σε μια οικογένεια, οι δεισιδαιμονίες των χωρικών κ.ά

δ. Οι αναφορές στον σημερινό πολιτισμό:  οι κακές συνέπειες της υλικής ευμάρειας, η αλλαγή των συνηθειών των ανθρώπων της επαρχίας, η ευκολία του κέρδους και η προσαρμοστικότητα των ανθρώπων σε αυτήν, η διπλοπροσωπία των δήθεν ηθικών , ο κυνισμός της εξουσίας κ.ά

ε. Ξεχωριστό είναι το ερωτικό στοιχείο σε όλη την αφήγηση που εκπροσωπείται από την ξαδέλφη της οικογένειας, που έρχεται να μείνει με την οικογένεια του Παναή και να γίνει ο πειρασμός που θα εξιτάρει κυρίως τον κουτσό – δηλώνει ερωτευμένος μαζί της – και τον Παναή με τον οποίο θα παίξει το παιχνίδι της αφελούς ή και καθόλου  αφελούς πρόκλησης.

στ. Από τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος  είναι οι συμβολικές μεγάλες εικόνες που απλώνονται σε αρκετές σελίδες ως τοιχογραφία. Πολλές από αυτές τις εικόνες – αφηγήσεις  του Παναή είναι κατασκευάσματα της ταραγμένης του ψυχής . Παράδειγμα η μάχη των ποντικών. Ο Παναής , ο οποίος ζει μέσα στο κρησφύγετό του σε άθλια κατάσταση συμβιώνει με πολλά  ποντίκια. Έθισμένος στην παρουσία τους τα έχει βαφτίσει με ονόματα, παρακολουθεί τις κινήσεις, τις έχθρες και τις αψιμαχίες τους. Μια μεγάλη μάχη μεταξύ δύο ομάδων θα αποδοθεί με εξαιρετική δύναμη ως μια αλληγορία για τον εμφύλιο.

Μια άλλη τέτοια συμβολική εικόνα είναι  μια φανταστική  παρτίδα ξερή που παίζεται με αντίπαλα ζευγάρια Βορράς – Νότος και Ανατολή – Δύση. Ο Παναής κατέχει τη θέση του Νότου. Ο Γαρύφαλλος βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει με ένα δικό του τρόπο τη διελκυστίνδα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όσον αφορά τη δική μας θέση ως χώρα σε αυτήν.

Πρόκειται για  ένα βιβλία αυτογνωσίας και αναμέτρησης του συγγραφέα με τον εαυτό του, το νησί του, τον κόσμο του.  Το λέει προς το τέλος ο θαλασσινός ταξιδιώτης που συνομιλεί με αυτόν και τον πατέρα του:

«Δεν  νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που να έχει δει από κοντά πλήρως τον τόπο που υπήρξε μέρος του. Από μακριά έχει τη δυνατότητα να τον δει καλύτερα, να τον περιγράψει ακριβέστερα, όμως τότε συμβαίνει κάποιου είδους αποκάλυψη, κάτι καταχωνιασμένο , ως δια μαγείας εμφανίζεται: οι ρίζες του δέντρου σε έδαφος ρευστοποιημένο (….).  Γιατί αυτό που βλέπει ο περαστικός ταξιδιώτης από έναν τόπο , νομίζω ότι του δημιουργούν μια σχετικά αντικειμενική εικόνα για τον τόπο αυτό. Πρόκειται για την πρώτη εικόνα την αθώα. Δες τώρα τη δεύτερη, την εικόνα που έχει κάποιος για τον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει μόνιμα. Αυτή είναι παραφορτωμένη. Η πληρέστερη κι αντικειμενικότερη εικόνα από τον τόπο, η πιο ανεξίτηλη στη μνήμη μου , είναι αυτή που έχω από την πρώτη αναχώρησή μου από εδώ. Βρισκόμουν στο καράβι που μάκρυνε. Παρατηρούσε τον βράχο μας από μακριά και τότε μόνον είδα μέσα του τα ουσιώδη και τα πραγματικά. Κάποιες φορές από μακριά ανιχνεύονται πράγματα που από κοντά είναι αδύνατον να ανιχνευτούν. Ανιχνεύονται αλλά ορατά δεν γίνονται. Απομακρυνόμουν ,λοιπόν, κι έβλεπα τον τόπο μας όπως ακριβώς είναι. Κοιτούσα κι αναρωτιόμουν. Πρίν από λίγο βρισκόμουν εκεί που υπάρχουν οι γνωστοί, οι φίλοι, οι συγγενείς, η οικογένεια μου, η περιουσία μου, το σπίτι μου, τα ζώα που έχω ταίσει, τα δέντρα που έσω κλαδέψει, το χώμα που έχω σκάψει, οι ακτές που χω ψαρέψει. Υπήρχα εκεί μα η θέση μου δεν έμεινε κενή μετά την αναχώρησή μου. Αυτό το «κάτι» που εντόπισα από μακριά , είχε καταλάβει τη θέση μου κι άλλαζε θέση μόλις επέστρεφα. Αυτό το κάτι, πίστεψέ με φίλε μου όσο κι αν προσπάθησα να το συναντήσω , να το δω από κοντά, ποτέ μου δεν τα κατάφερα».

Αυτό το κάτι στην περίπτωσή μας τιτλοφορείται «Εθελοντές και λιποτάχτες» είναι η προσπάθεια του Κ.Γ. να μιλήσει για τον τόπο του σήμερα, παρακαταθήκη στα παιδιά του, τους φίλους και τους ανδριώτες για το αύριο.

 

info: Κώστας Γαρύφαλλος, Εθελοντές και λιποτάχτες, Θερμαικός, 2017

(*) Τμήμα της ομιλίας που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου το καλοκαίρι 2017 στην Άνδρο.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΡοΐδης και Ροΐδης (του Θανάση Καράβατου)
Επόμενο άρθροΑθήνα και πάλι Αθήνα… (του Σπ.Κακουριώτη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ