Η σούφικη γοητεία του Κιαροστάμι (ανταπόκριση 4 του Ελ. Μακεδόνα)

0
673

Ο  Ελευθέριος Μακεδόνας (*) είδε δύο ντοκιμαντέρ του Αμπας Κιαροστάμι και ένα του Στίβεν Οκαζάκι για τον ηθοποιό του Κουροσάβα Τοσίρο Μιφούνε και βυθίζεται στην κουλτούρα της ανατολής.Πραγματικότητα, Μη Πραγματικότητα και Αληθοφάνεια (συνέχεια)

 

Πήγαινέ με σπίτι (Abbas Kiarostami, 2016). Στις ταινίες του, ο μεγάλος Ιρανός σκηνοθέτης Abbas Kiarostami (1940-2016), δεν επιδιώκει απλά την αληθοφάνεια, αλλά επιχειρεί το ακατόρθωτο: να συλλάβει το Πραγματικό, χρησιμοποιώντας στο μέγιστο τις τεχνικές δυνατότητες που του προσφέρει το μέσο που ονομάζεται κινηματογράφος.

Το Πήγαινε με σπίτι (2016), η τελευταία ταινία τού Kiarostami, είναι ένα μικρό αριστούργημα, διάρκειας δεκαέξι μόλις λεπτών. Βλέποντάς το, έχει κανείς μπροστά του έναν περιεκτικό ορισμό τού Κινηματογράφου και της υψηλής Τέχνης. Ένα μικρό παιδί επιστρέφει στο σπίτι του και αφήνει μία μπάλα έξω από την πόρτα, στις σκάλες. Η πόρτα κλείνει κι η μπάλα αρχίζει να κατρακυλάει, πρώτα από τις σκάλες τού σπιτιού και στη συνέχεια, στα αναρίθμητα σκαλιά και σοκάκια ενός πανέμορφου, αμφιθεατρικά χτισμένου χωριού τής Νότιας Ιταλίας.

Καθώς η μπάλα κυλάει αργά, αφήνοντας στο πέρασμά της μία βαθιά, σχεδόν ονειρική αντήχηση στους φαγωμένους από την υγρασία και πολυκαιρία τοίχους των σπιτιών τού χωριού, ο Kiarostami επιδίδεται σε μία επίδειξη τεχνικών ικανοτήτων κινηματογράφησης και φωτογραφίας. Η κάμερά του, ως συνήθως, είναι σταθερή, χωρίς πολλές νευρικές κινήσεις. Ωστόσο, οι γωνίες λήψης του δημιουργούν αναρίθμητες στιγμές ποίησης κι εκρηκτικής ομορφιάς, παρότι το υλικό του είναι όπως πάντα το ελάχιστο δυνατό. Και, με εξαίρεση το μικρό παιδί, που εμφανίζεται αναλογικά λίγο, οι υπόλοιποι ‘πρωταγωνιστές’ τής ταινίας – πλην της μπάλας – είναι τα σπίτια, τα σοκάκια, τα σκαλοπάτια του χωριού, το φως, ο γαλανός ουρανός και τα ζώα που συναντά στο διάβα της η μπάλα: γάτες και πουλιά κυρίως, τα οποία αντιδρούν με διαφορετικούς τρόπους, μόλις αυτή εμφανίζεται χοροπηδώντας μπροστά τους.

Ο στόχος του κινηματογράφου τού Kiarostami είναι η παγίδευση της πραγματικότητας στο φακό του˙ μίας πραγματικότητας, που, σε συνθήκες καθημερινής ζωής, ξεγλιστρά από την αντίληψή μας, με την ιλιγγιώδη για τις αισθήσεις μας ταχύτητά της, καθιστώντας πολύ δύσκολη – αν όχι αδύνατη – την άμεση επαφή μας μαζί της.

Ο Kiarostami είναι ένας σύγχρονος Σούφι. Ένας Πέρσης μύστης τού κινηματογράφου. Ο ίδιος υπήρξε και ποιητής και φωτογράφος εξαιρετικού επιπέδου. Πιστός στο πνεύμα των δασκάλων Σούφι, έχει ως αρχή του τον πιο απόλυτο μινιμαλισμό στα χρησιμοποιούμενα μέσα και την εκφραστική λιτότητα. Δεν χρειάζεται μία μεγάλη και δαιδαλώδης πλοκή, ένα πολυπληθές cast, μηχανήματα της τελευταίας τεχνολογίας, ούτε ένας βερμπαλισμός εικόνων και λέξεων, για να δημιουργηθεί ένα μεγάλο έργο Τέχνης. Μία μπάλα, ένα μικρό παιδί, ένα γραφικό, έρημο χωριό, ο ουρανός κι ορισμένα ζώα, μπορούν να μετασχηματισθούν στην υψηλότερη μορφή Τέχνης, με την προϋπόθεση, ότι το βλέμμα τού κινηματογραφιστή πίσω από την κάμερα είναι το κατάλληλο. Και τότε, το φευγαλέο και συνάμα μεγαλειώδες φαινόμενο της ζωής έχει ήδη παγιδευτεί για πάντα στο φακό τής κάμερας, προσφέροντάς μας την πρόσθετη δυνατότητα να το αναπαράξουμε πανομοιότυπο, όποτε εμείς το θελήσουμε, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει με τον αμφιβληστροειδή μας. Η προσπάθεια σύλληψης της αιωνιότητας, του νοήματος του κόσμου και της ύπαρξης στο απλό και στο στιγμιαίο, σ’ αυτό που ποτέ δεν προσέχουμε κι απορρίπτουμε ως ασήμαντο κι επουσιώδες, διατρέχει τον κινηματογράφο, τη φωτογραφία και την ποίηση του Abbas Kiarostami. Απόδειξη,  το παρακάτω χαϊκού του:

Το χιόνι

Λιώνει γρήγορα

Σύντομα θα χαθούν

Κι εκείνα τα ίχνη των περαστικών

Μικρά και μεγάλα.[1]

76 Λεπτά και 15 Δευτερόλεπτα με τον Αμπάς Κιαροστάμι (Abbas Kiarostami, 2016). Η ταινία παρακολουθεί από κοντά τον Kiarostami, σε διάφορες καλλιτεχνικές του δραστηριότητες και στην καθημερινή του ζωή.

Ο Kiarostami αναζητά την ιδανική φωτογραφική λήψη μέσα στο άγριο, χιονισμένο τοπίο τής ιρανικής υπαίθρου. Κάποια στιγμή, η κάμερα εστιάζει σε ένα κομμάτι πάγου και στα λαμπυρίσματα και τους αντικατοπτρισμούς που δημιουργεί το έντονο φως τής χιονισμένης ημέρας πάνω του. Η κάμερα απομακρύνεται και μπορούμε να δούμε, ότι το κομμάτι τού πάγου βρίσκεται πάνω στο καπό τού τζιπ τού Kiarostami. Παραμένει ωστόσο για λίγο ακόμη σταθερά εστιασμένη στο καπό, όπου αντανακλάται η σκιά ενός ανθρώπου που περπατάει. Τότε, αργά, η κάμερα μετακινείται προς τα δεξιά και βλέπουμε, ότι η σκιά αυτή είναι του Kiarostami, ο οποίος πλησιάζει προς το αυτοκίνητό του γελαστός.

Αυτή είναι η Τέχνη τού Kiarostami: ακραίος μινιμαλισμός στα χρησιμοποιούμενα υλικά και στα εκφραστικά μέσα, θεματολογία δανεισμένη από τη Φύση και την καθημερινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, επίμονη αναζήτηση της Στιγμής που θα μας αποκαλύψει το μυστήριο, στα απλά πράγματα της ζωής και του κόσμου. Πρόκειται για μία Τέχνη που δεν έχει αποξενωθεί από το Πραγματικό, που δεν έχει μολυνθεί από το τεχνητό και το αφηρημένο, στοιχεία τόσο απόλυτα συνδεδεμένα με τη σύγχρονη Δυτική Τέχνη.

Ωστόσο, η Τέχνη τού Kiarostami δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί κι ως αμιγώς Ρεαλιστική. Σε άλλο σημείο τής ταινίας, ο Ιρανός σκηνοθέτης δεν φείδεται κόπων, μέχρις ότου καταφέρει να αναγκάσει ένα τσούρμο πάπιες, που δροσίζονται σε κάποιο ακρογιάλι, να κινηθούν με τον τρόπο που αυτός θέλει. Για να επιτύχει τις κατάλληλες λήψεις, κυλιέται κι ο ίδιος στη λάσπη με τις πάπιες και τις ταΐζει ενίοτε με μεγάλα κομμάτια φρούτων. Όταν επιστρέφει στο στούντιο, χρησιμοποιεί φυσικά μέσα – όπως άμμο, ρύζι, το μπουφάν του κλπ., – ώστε να επιτύχει ήχους που να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με ήχους φτερουγίσματος ή βαδίσματος πάπιας πάνω σε άμμο. Τους μεγεθύνει κατάλληλα κι αφού έχει ολοκληρωθεί το μοντάζ, το αποτέλεσμα είναι μία ομάδα πάπιες να προχωρούν σε slow motion πάνω στην άμμο και να παράγουν κωμικά μεγεθυμένους ήχους, κάθε φορά που φτερουγίζουν ή τρέχουν πάνω στην άμμο.

Χρησιμοποιώντας υλικό από τη Φύση, αλλά και τα ελάχιστα δυνατά μέσα, ο Kiarostami έχει παράξει Τέχνη. Βεβαίως έχει επέμβει πάνω στο Πραγματικό, έχει τονίσει ιδιαίτερες πλευρές του, έχει τροποποιήσει άλλες κι έχει χρησιμοποιήσει τα τεχνικά μέσα που του προσφέρει η τεχνολογία του κινηματογράφου – ευτυχώς όχι τα χολυγουντιανά. Ωστόσο, έχει αντλήσει την έμπνευσή του από το ίδιο το Πραγματικό κι αυτό το Πραγματικό και μόνο έχει θελήσει να αναδείξει, σε λεπτομέρειες και εκφάνσεις του, που ίσως μας είναι δύσκολο να αντιληφθούμε και να παρατηρήσουμε σε πραγματικό χρόνο, μέσα στην παραζάλη της καθημερινής μας ζωής, με την ιλιγγιώδους ταχύτητας εναλλαγή των εντυπώσεων που δεχόμαστε.

Όχι τυχαία: ο Kiarostami είναι ένας επίγονος – καθόλου υποδεέστερος, αλλά αναμφισβήτητα ισότιμος – των μεγάλων Σούφι ποιητών, της κλασσικής Περσικής ποίησης ˙ του Omar Khayyám (1048-1131), του Hakim Sanā’ī (? – 1131/1141), του Ḥāfeẓ-e Shīrāzī (1325/26–1389/90), του Farīd ud-Dīn Aṭṭār (c. 1145 – c. 1221). Αλλά και της νεότερης, όπως αυτής του Nimā Yushij (1895-1960), του οποίου ποιήματα διαβάζει συχνά στην ταινία ο Kiarostami.

Είναι γνωστή άλλωστε η αγάπη του για την πραγματικά μεγαλειώδη ποίηση της πατρίδας του κι αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα σε όλες του τις ταινίες κι ειδικά στις δύο που σχολιάζουμε εδώ: αδιαπραγμάτευτη, ολική δέσμευση με την Πραγματικότητα, έμπνευση από αυτήν, προσπάθεια διείσδυσης στην αιωνιότητα του Πραγματικού, διαμέσου των απλών, καθημερινών πραγμάτων, στις στιγμιαίες τους εκδηλώσεις˙ ελπίζοντας, ότι ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο αποκαλυφθεί τελικά το Απόλυτο.

Κι επειδή το θέμα μας είναι το πραγματικό, το μη-πραγματικό – ή, ισοδύναμα, το φυσικό και το τεχνητό – και το αληθοφανές στην Τέχνη, κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης του Kiarostami με τον Kurosawa, ο πρώτος, αναφερόμενος κάποια στιγμή στις επικρίσεις που δέχεται για τη ‘φυσικότητα’ που αποπνέουν οι ταινίες του, λέει στον Kurosawa: ‘Οι κριτικοί πιστεύουν ότι η σκηνή και η οθόνη είναι κάτι απόλυτα ιερό και κανείς δεν έχει δικαίωμα να δείξει κάτι συνηθισμένο. Στα μάτια τους, ο νατουραλισμός είναι απλή κοινοτοπία. Υποστηρίζουν ότι όλα πρέπει να είναι υπερβολικά, όπως πιστεύουν ότι συμβαίνει στις ταινίες σας’. Κι ο Kurosawa, έκπληκτος, του απαντά: ‘Μπορεί στη χώρα σας το παίξιμο ορισμένων ηθοποιών μου να φαίνεται υπερβολικό, αλλά, πιστέψτε με, είναι τελείως φυσικό’.[2]

Μιφούνε, ο τελευταίος σαμουράι (Steven Okazaki, 2016). Γιατί και ο Kurosawa υπήρξε ένας ακόμη τελειομανής κυνηγός τής φυσικότητας και της αληθοφάνεια στην Τέχνη. Η συγκεκριμένη ταινία, όπως μαρτυρά ο τίτλος της, αναφέρεται στη ζωή και στο έργο τού επί πολλά έτη συνεργάτη και φίλου τού Kurosawa, Toshiro Mifune (1920-1997). Το φιλμ προβάλλει έναν Mifune παρορμητικό, ικανό να κυριαρχεί επί της οθόνης με την τεράστια ενέργειά του, εργατικό σε βαθμό μανίας, ο οποίος, την ίδια στιγμή, διαθέτει και μία απαράμιλλη φυσικότητα στην ερμηνεία του, σε βαθμό τέτοιο, ώστε να έχει κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη τού ακόμη πιο τελειομανή και λάτρη της φυσικότητας Kurosawa.

Το πιο χαρακτηριστικό σημείο τής ταινίας – και το πιο ενδιαφέρον από την άποψη του θέματος που μας απασχολεί εδώ – είναι ίσως η εξιστόρηση ενός Ιάπωνα ηθοποιού, της πρώτης του συνεργασίας με τον Kurosawa: σε μία εποχή γενικευμένης φτώχειας και οικονομικών δυσκολιών για τη μεταπολεμική Ιαπωνία, αλλά και μεγάλης άνθισης του Ιαπωνικού σινεμά, τότε που όνειρο μεγάλης μερίδας των Ιαπώνων ήταν με έναν οποιονδήποτε τρόπο να καταφέρουν να εργασθούν στο χώρο τής κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο συγκεκριμένος ηθοποιός είχε την τύχη να κληθεί να συμμετάσχει στα γυρίσματα μίας ταινίας chanbara[3] του Kurosawa, ως κομπάρσος. Μην γνωρίζοντας πολλά για το ταπεραμέντο του Kurosawa, ο άτυχος επίδοξος ηθοποιός έπαιξε το σύντομο ρόλο του με το γνωστό πομπώδη, εντελώς αφύσικο τρόπο, που ήταν μέχρι τότε ο συνηθισμένος στις ταινίες του είδους. Ο Kurosawa τον σταμάτησε αμέσως, με το γνωστό απότομο τρόπο του, φωνάζοντας του: ‘μπορεί σε όποιες ταινίες έχεις παίξει μέχρι τώρα, να σου έχουν πει να το κάνεις σαν η ξιφομαχία να ήταν ψεύτικη, όμως αυτή η ξιφομαχία πρέπει να φαίνεται σαν αληθινή’!

Ο Kurosawa ανήκει κι αυτός – όπως κι ο Kiarostami – στην Ασιατική κουλτούρα, η οποία διαθέτει μία εντελώς διαφορετική από τη Δυτική, ευαισθησία και εκλέπτυνση. Όπως το σημερινό Ιράν είναι αναγκαστικά εμποτισμένο από την παράδοση των Σούφι μυστών, έτσι και η Ιαπωνία του Kurosawa φέρει μέσα της – έστω κι εν υπνώσει – πολλά από τα στοιχεία τής Ζεν παράδοσής της. Κι όπως διακρίναμε τους τρόπους με τους οποίους η σούφικη παράδοση αντανακλάται, αιώνες μετά, στον κινηματογράφο τού Kiarostami, έτσι και η Ζεν παράδοση διακρίνεται – αν και ίσως λίγο πιο δύσκολα – στο σινεμά τού Kurosawa. Ένα σινεμά, που επίσης δεν μπορεί να κρύψει το απαραμείωτο κυνήγι τής τελειότητας, μέσα από την άσκηση της απλότητας και της φυσικότητας. Και το θαύμα συμβαίνει: μέσα από ένα φαινομενικά επιφανειακό κι άνευ ουσίας εμπορικό είδος κινηματογράφου – τις ταινίες chanbara – οι Kurosawa και Mifune κατάφεραν να μεταδώσουν σε ευρείες μάζες, σε Ανατολή και Δύση, μία ποιητική ματιά στις πιο λεπτές αποχρώσεις τού ανθρώπινου ψυχισμού και στο παράδοξο φαινόμενο της ζωής της ίδιας.

Το ντοκιμαντέρ τού Okazaki καταφέρνει να αναδείξει και τέτοιου είδους στοιχεία – πέραν των πιο επιφανειακών, αμιγώς βιογραφικών στοιχείων για το Mifune – κι εκεί έγκειται η επιτυχία του.

Βιβλιο-προτάσεις με αφορμή τις ταινίες

– Η συλλογή ποιημάτων του Kiarostami Πηγαίνοντας με τον άνεμο, με ποιήματα τρομακτικής απλότητας και εκλέπτυνσης. Εκδόσεις Ταξιδευτής (Αθήνα, 2009).

– Ο τόμος-αφιέρωμα για τον Kiarostami, πού εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, για λογαριασμό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το 2004.

– Μερικά βιβλία περσικής σούφικης ποίησης:

  1. Χακίμ Σανάι, Ο Τειχισμένος Κήπος της Αλήθειας, Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1996.
  2. Φαρίντ Ουντ-ντίν Αττάρ, Το Συνέδριο των Πουλιών, Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1987.
  3. Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2015.

 

(*) Ο Ελευθέριος Μακεδόνας έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων, Οικονομικά και Ισπανόφωνες Σπουδές. Άρθρα του στους τομείς των Οικονομικών και της Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου έχουν δημοσιευθεί από διεθνή ακαδημαϊκά περιοδικά.

 

 

[1] Αμπάς Κιαροστάμι, Πηγαίνοντας με τον άνεμο, Αθήνα, Ταξιδευτής, 2009, σ. 16.

[2] Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Abba Kiarostami, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σ. 112.

[3] Οι γιαπωνέζικες ταινίες εποχής με ξιφομαχίες. Η λέξη προέρχεται από το ήχο που κάνουν τα ξίφη, όταν έρχονται σε επαφή σε μία μάχη.

Προηγούμενο άρθροΤι θα κρατήσω από τη δεκαετία του ΄80 (της Έλενας Χουζούρη)
Επόμενο άρθροΟι πονηριές του Βιβλιοπώλη (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη από Λονδίνο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ