Η Λέσχη των Γάτων (της Λουκίας Δέρβη)

0
992

 

της Λουκίας Δέρβη.

        Στον Γιώργο Συμπάρδη

 

 

Κοιτάξτε να δείτε, εγώ το περιστατικό το άκουσα από μακριά.  Δεν ξέρω λεπτομέρειες.  Αν ήξερα θα τις έλεγα, μα τον Δία.  Απλά άκουσα, απ’ το καλό αυτί μου, αυτήν να φωνάζει και τρόμαξα.  Δεν την είχα για έτσι.  Πήρε το αυτί μου, το καλό μου αυτί, σκόρπιες λέξεις «εγώ», «νοικοκυρά», «τζουτζούκο», «Παναγίτσα», «Ολυμπιακός» κι έναν μεγάλο θόρυβο σαν κάτι να είχε μόλις σπάσει.  Αυτός δεν ακουγόταν – δεν ήταν περίεργο, τόσα χρόνια στη γειτονιά σπάνια τον ακούγαμε.  Όσο να’ ναι μου’ κανε εντύπωση το περιστατικό, ήσυχη η γειτονιά μας, κι αυτή ήσυχο κορίτσι φαινόταν τον περασμένο χειμώνα που μας την πρωτοκουβάλησε αλλά τα φαινόμενα απατούν, αυτό το ξέρουν κι οι κότες παραδίπλα.  Οπότε, δεν έδωσα σημασία, συμβαίνουν αυτά στους νιόπαντρους, καλά είσαι, έχουνε δει τα μάτια μου εμένα.  Το καλό μου μάτι δηλαδή.

Η Τζίτζι, η κουτσομπόλα, ισχυρίστηκε λίγο αργότερα πως την είχε καταλάβει την σιγανοπαπαδίτσα.  «Η Μάρη θα μας γδάρει» είπε και τίναξε με αηδία το κατακόκκινο πόδι της.  Επενέβη ο Ντίνος, ο νέος της γειτονιάς, ο τιγρέ με τα άσπρα σοσόνια.  Αυτός έδωσε της Μάρης ψήφο εμπιστοσύνης.  Καλά τώρα, σε τα μας;  Αφού αυτή τον βρήκε και μας τον κότσαρε εδώ, μας ρώτησε εμάς δηλαδή; Δεν λέω καλό παιδί σε γενικές γραμμές ο Ντίνος αλλά πολύ μπούρου μπούρου βρε παιδάκι μου.  Μου παίρνει τ’ αυτιά, το καλό μου αυτί δηλαδή.  Ο Τίμος, ο κατάμαυρος, τον έχει υπό την προστασία του και κάθεται και τον ακούει, τον φουμάρει να πούμε, και γλείφει τα μουστάκια του κάθε τόσο, είναι της καθαριότητας αυτός.

Τέλος πάντων, με τους νιόπαντρους είχαμε όλοι γενικά καλή σχέση.  Αυτή μας ταΐζε, μας πότιζε, μας στείρωσε και μας έκοψε λίγο και το αυτί να πούμε, εμένα το καλό μου αυτί, για να μην μας ξαναστειρώσουν λέει, αλλά το δικό μου αυτί μεθυσμένος, μα τον Δία, θα ήταν ο γιατρός που το’ κοψε στην άκρη, δεν το’ κοψε ίσια, άφησε μια μυτούλα να προεξέχει.  Εκτός από την Τζίτζι, την κόκκινη, και την Παρδάλω με τα παρδαλά χρώματα, ούτε η Ψηλή, που έμοιαζε του Ντίνου –  αλλά στο ψηλό – τη συμπαθούσε την Μάρη πολύ.  Και βέβαια υπήρχε και η Μύτη, η κάτασπρη με την καφέ μύτη που ήταν μεγάλο κλεφτρόνι και την μισούσε γιατί η Μάρη την είχε μπουγελώσει.  Και η Φουζίτσου, η μαύρη με τις ανταύγειες της σκουριάς η οποία την λάτρευε.  Καλά, ο Ντίνος είπαμε.  Ο Τίμος ήταν υποχείριο του Ντίνου, ο Κούκλος ήθελε να τα πηγαίνει καλά με όλους, η Γκριζούλα είχε υιοθετηθεί από τους δίπλα και το έπαιζε υπεράνω και ο Άλεξ, ο ασπροκόκκινος με τα γαλανά μάτια  την είχε καψουρευτεί, ήθελε να τον υιοθετήσει η νιόπαντρη, γνωστό αυτό, δηλαδή της κόλλαγε σε βαθμό βλακείας.

Ψηφίσαμε λοιπόν να την παρακολουθήσουμε.  Οι ψήφοι ήταν 5 υπέρ, 4 κατά, και 2 λευκές.  Έπρεπε να προστατεύσουμε την γαλήνη του σπιτιού, εκείνον και τον χώρο μας.  Δεν θα μας έκανε η Αθηναία όλους άνω-κάτω.  Θα την διώχναμε εμείς – με τον τρόπο μας.  Το θέμα ήταν να βρούμε την αφορμή και η παρακολούθηση σε αυτό θα βοηθούσε.  Και ανέλαβα να την παρακολουθώ εγώ – με το καλό μου μάτι.

Έκανα πως κοιμόμουν στο περβάζι του βορεινού παραθύρου του σπιτιού, γυρνούσα κι ανάσκελα δήθεν σαν για να τονίσω πως ήμουν απόλυτα χαλαρός εντούτοις δεν μου ξέφευγε κόμμα από τις συνομιλίες τους.  Απ’ ότι μπόρεσα να συμπεράνω η αιτία των καυγάδων ήταν η διακόσμηση του σπιτιού.  Μάλιστα κυρίες και κύριοι, η διακόσμηση του σπιτιού! Είχε βαλθεί να αλλάξει στα καλά καθούμενα τα μέσα και τα έξω του λες και επρόκειτο να κάνει καμία δεξίωση στο τέλος του μήνα και έπρεπε όλα να είναι τζιτζί.  Αθηναία.  Το’ παμε, να μην το ξαναλέμε.

Στο δεύτερο περιστατικό ήμουν αυτήκοος μάρτυρας.  Ήθελε να αλλάξει την θέση σε κάποιους από τους πίνακες κι εκείνος δεν συμφωνούσε.  Και με το δίκιο του ο άνθρωπος .  ξέρεις τι είναι σαράντα χρόνια να βλέπεις ένα πράγμα σε μια θέση στο σπίτι σου και ξαφνικά, με το έτσι θέλω, να’ ρχεται κάποιος, τσουπ, να σου το αλλάζει; Τέλος πάντων, άρχισε πάλι αυτή το ποίημα «εγώ», «νοικοκυρά», «τζουτζούκο» και όσο πήγαινε φώναζε πιο πολύ, «Παναγίτσα», «Ολυμπιακός» και τέτοια τρελά έλεγε.  Τα είχε χάσει ο χριστιανός, ψέλλιζε μόνο «όχι, όχι και όχι» και μετά αυτή καθόταν στον καναπέ δίπλα στο βορεινό παράθυρο που ήμουν εγώ και με χάιδευε και με τσίμπαγε και’ γω τι να κάνω γουργούριζα, τι να κάνω, άνθρωπος είμαι κι εγώ, αφού μου άρεσε.

Το’ χε σύστημα λοιπόν αυτή όταν εκείνος δεν της έκανε τα χατίρια να κατεβάζει μούτρα και να ασχολείται μαζί μας, δεν μπορώ να πω, μας ταΐζε, μας πότιζε, μην είμαστε κι αχάριστοι, χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις, αυτό το ξέρουν κι οι κότες παραδίπλα.  Αλλά να, είναι που του είχαμε αδυναμία εκείνου και όσο να’ ναι δεν θέλαμε να έχει κακοπέσει.

Κύλησαν δυο τρεις μέρες έτσι με μούτρα ώσπου είδα τους πίνακες ένα απόγευμα σε άλλη θέση.  Να’ τα μας, σκέφτηκα, πέρασε το δικό της.  Έχουν γνώσιν οι φύλακες είπα από μέσα μου και ξαναέστησα καραούλι.

Επειδή στη ζωή πρώτα σου βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι, την άκουσα εκείνη την μέρα να του ζητάει να πετάξουν τα παλιά σεντόνια και τις πετσέτες και κάποια «άχρηστα» αντικείμενα, λέει, να τα δώσουν στους φτωχούς.

«Μα ποιους φτωχούς; Δεν έχει στο νησί φτωχούς» της λέει αυτός.

Προς στιγμήν το βούλωσε εκείνη, φαίνεται την αποστόμωσε αλλά μετά του πρότεινε να τα πάρουν στην Αθήνα να τα δώσουν στους εκεί φτωχούς κι αυτός απάντησε «όχι, όχι και όχι».  Και πάλι μούτρα.  Και πάλι χάδια στις γάτες.  Το είπα στην συνάντηση και ο Ντίνος, όπως ήταν αναμενόμενο, πήρε το μέρος της.

«Δίκιο έχει το κορίτσι.  Παλιατσούρες…» είπε και λίμαρε δήθεν ανέμελα τα νύχια του στον κορμό του πεύκου.  Μου’ ρθε να του δώσω μια που θα ήταν όλη δική του αλλά με κατάλαβε φαίνεται ο Τίμος και ήρθε προς το μέρος μου απειλητικός και λούφαξα.  Όχι πως φοβάμαι τον Τίμο, μα τον Δία, αλλά βαριέμαι τις διενέξεις.  Πλακωθείτε εσείς, εμείς πλακωνόμαστε κάθε μέρα, που έλεγε κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου.

Να μην τα πολυλογώ, γυρνάω και λέω στην Φουζίτσου και τον Άλεξ: «Να δείτε που θα τον τουμπάρει.  Είναι ικανή στο τέλος να διώξει κι αυτόν!».  Ναι μεν το είπα για πλάκα αλλά αυτοί δεν γέλασαν.  Εντούτοις είχα δίκιο.  Λίγες ώρες μετά, είχε βάλει όλα τα σεντόνια, τις πετσέτες και τα παλαιά ρούχα σε σακούλες σκουπιδιών «για να τα δώσει στην Φιλοζωική που τα χρειάζεται για τα χειρουργεία» είπε.  Άκου άκου!  Άμα θέλαμε την πιστεύαμε.

Το βιολί αυτό συνεχίστηκε κάμποσο.  Είχα πιαστεί κιόλας να κάθομαι στο ίδιο σημείο, είμαι νευρικός εγώ, ήθελα ν’ αλλάξω παραστάσεις αλλά έκανα υπομονή.  Και μια ωραία πρωία σκάει η βόμπα.

«Τα πιάτα πρέπει να φύγουν!» την άκουσα να λέει.

«Όχι, όχι και όχι!» είπε εκείνος.

Και μα τον Δία, μα την Ήρα και όλο το Δωδεκάθεο, την είδα με τα μάτια μου να σπάει τα πιάτα – καμιά ντουζίνα θα’ τανε.

Σηκώνεται ο χριστιανός, «Τι έγινε;» την ρώτησε τρομαγμένος.

«Μου γλίστρησαν από τα χέρια την ώρα που τα έπλενα», «νοικοκυρά», «τζουτζούκο» μετά είπε «Παναγίτσα», «Ολυμπιακός» αυτά άκουσα.  Το έπαιξε και θυμωμένη από πάνω.  Εκείνος έκανε τον σταυρό του.

Δεν πάμε καλά.  Δεν πάμε καθόλου καλά, σκέφτηκα.

Την άλλη μέρα, έσπασε τα ποτήρια.  Επίτηδες – εννοείται.  Στη συνάντηση, ο Ντίνος, η Φουζίτσου, ο Τίμος και ο Άλεξ είχαν ξεκαρδιστεί.  Οι άλλοι; Τι να λέμε τώρα.  Τον χριστιανό λυπόμασταν που είχε πέσει στα νύχια της, νύχια πιο επικίνδυνα από τα δικά μας.

Να μην τα πολυλογώ, αφού έσπασε – δήθεν κατά λάθος την ώρα που τα έπλενε – και τα τασάκια, ένα παλαιό σετ τσαγιού και ένα κινέζικο βάζο, δώρο του γάμου, εκείνος το πήρε πια απόφαση και σήκωσε τα χέρια ψηλά.

Τον λυπήθηκα από τα βάθη της καρδιάς μου.

Ακόμα και ο Ντίνος ήταν σκεφτικός εκείνο το βράδι στη συνάντηση.  «Μήπως πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας;» ρώτησε προβληματισμένος.

Την επόμενη κιόλας μέρα η Τζίτζι, εγώ, η Παρδάλω, η Ψηλή, η Μύτη, ο Κούκλος, η Γκριζούλα αλλά και ο Ντίνος, ο Τίμος, η Φουζίτσου και ο Άλεξ κηρύξαμε απεργία πείνας.  Τουτέστιν δεν ακουμπούσαμε το φαγητό που μας έβαζε παρά μόνο πίναμε που και που λίγο νεράκι.  Παραξενεύτηκε εκείνη αλλά δεν πήγε το μυαλό της.  Την άλλη μέρα τα ίδια, την παράλλη και πάει λέγοντας.

Μόλις έβγαιναν οι νιόπαντροι στην αυλή τόσο ο Άλεξ όσο κι η Φουζίτσου τρίβονταν μόνο στα πόδια εκείνου και απέφευγαν κάθε επαφή με την Μάρη.

Αυτή πήγαινε να μας πιάσει να μας χαϊδέψει, εμείς όπου φύγει-φύγει.  Μας κοίταζε όλους ανήσυχη κι έλεγε στον άντρα της πως θα’ χουμε αρρωστήσει.

Ώσπου μετά από μια βδομάδα βαρέσαμε όλοι εξαφάνιση.

Πού μυαλό για ντεκορασιόν η Μάρη.  Σπάραζε η καρδιά μας που σκεφτόμασταν εκείνον λυπημένο αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα που λένε.

Μια μέρα βγήκε η νιόπαντρη στην γειτονιά κι άρχισε σαν τρελή να φωνάζει τον Ντίνο που του είχε αδυναμία.

«Ψιψιψι Ντίνο, ψιψιψι Ντίνο, ψιψιψι Ντίνο!»

Βγήκε ο Ντίνος από την κρυψώνα του, ένα λευκό πιθάρι και της κάνει:

«Χχχχχχχχχχχχ!» και φουντώνει την ουρά και της δείχνει τα νύχια του που μόλις τα είχε λιμάρει.

Γυρνάει άρον-άρον σπίτι η Μάρη, πιάνει εκείνον και του λέει τα καθέκαστα.

«Σε πήραν χαμπάρι και οι γάτες» της απαντάει και της γυρίζει την πλάτη.

Ούτε «εγώ», «νοικοκυρά», ούτε «τζουτζούκο», ούτε «Παναγίτσα», «Ολυμπιακός», με τίποτα δεν μπορούσε να τον τουμπάρει.

Της έκανε μούτρα δυο μέρες.  Μας τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα η δεκαοχτούρα απέναντι.  Το βράδι της δεύτερης μέρας φιλιώσανε.  Γυρίσαμε και μεις.  Εκείνη δεν ξανάλλαξε τίποτα στο σπίτι.  Εκείνος έσπασε μόνο μια κούπα του Ολυμπιακού αλλά η Μάρη γέλασε.  Εντάξει, επίτηδες το έκανε, αυτό το ξέρουν κι οι κότες παραδίπλα.

Συμπέρασμα; Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει, που να μην με λένε Τραμπούκο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροEdward Luce: Ελευθερία σημαίνει επαγρύπνηση (της Κατερίνας Σχινά)
Επόμενο άρθροΤο χρήμα ως μορφή τέχνης (του Κώστα Λαπαβίτσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ