Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων

0
533

 

Τίτος Πατρίκιος .

 

Με το θέμα που «έμπλεξα» υπήρχαν δύο τρόποι να το αντιμετωπίσω: ένας εύκολος και ένας δύσκολος. Ο εύκολος θα ήταν να κλειστώ επί τέσσερα-πέντε χρόνια, να τα μελετήσω όλα από την αρχή, να κάνω μια διατριβή οκτακοσίων σελίδων και, ύστερα από τα πέντε αυτά χρόνια, να έλθω να τα παρουσιάσω. Ο δύσκολος τρόπος ήταν με αυτά που ξέρω να αυτοσχεδιάσω, μήπως και βρω κάτι καινούργιο. Και εγώ διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Αλλά ο δύσκολος δρόμος σε οδηγεί από το ένα στο άλλο. Έτσι, από τα μη λεχθέντα ή κυρίως από τα λεχθέντα, μοιραία πας στην πηγή τους που, όπως όλα, είναι και αυτή διπλή: είναι η ομιλία, είναι η σκέψη.

Η σκέψη σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι η νόηση, η νόηση σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι ο νους, και όλα αυτά σε φέρνουν στο πρόβλημα της συνείδησης: τι είναι η συνείδηση, πώς λειτουργεί, και αν ο νους είναι η λειτουργία των διαδικασιών εκείνων που σου επιτρέπουν να συλλαμβάνεις τα πράγματα, να τα καταλαβαίνεις. Αλλά και η συνείδηση είναι και αυτή διπλή. Είναι είτε η ηθική συνείδηση που σε οδηγεί σε κρίσεις σχετικά με την αξία των πράξεών σου, σύμφωνα με κάποιους ηθικούς κανόνες που έχεις αποδεχθεί, είτε η γνωσιολογική της λειτουργία, δηλαδή η συνείδηση που σου επιτρέπει να εποπτεύσεις και να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση στην οποία ζεις αλλά και τις πράξεις τις οποίες κάνεις.

Βλέπουμε όλοι –και όλοι έχουμε είτε ασχοληθεί είτε επηρεαστεί από αυτά– ότι δύο είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα στον χώρο του πνεύματος αλλά και της καθημερινής κοινωνικής ζωής, από τον 19ο αιώνα και πέρα, σχετικά με τη συνείδηση. Το ένα ήταν με τον Marx, που έφερε μια τροποποίηση στον τρόπο που βλέπουμε τη συνείδηση, και το άλλο ήταν με τον Freud.

Ο Marx είδε τη συνείδηση ως μια διπλή λειτουργία: είτε ως σύλληψη της φαινομενικότητας των πραγμάτων, η οποία οδηγεί σε αυτό που ο νέος Marx έλεγε ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση (αυτόν τον όρο, νομίζω, τον διατύπωσε αργότερα ο Georg Luka΄cs, αλλά και ο Marx αυτό εννοούσε, διότι ο μαρξικός όρος ιδεολογία έχει αρνητική σημασία), είτε ως ορθή συνείδηση, η οποία είναι η γνώση τού πώς κινείται η κοινωνία αλλά και του ρόλου που έχουν να παίξουν μέσα σε αυτήν τα άτομα και οι κοινωνικές τάξεις.

Ο νέος Marx έδινε μεγάλη σημασία στον ρόλο της συνείδησης. Υπάρχει μια –όχι πολύ γνωστή– επιστολή του προς τον Arnold Ruge, έναν Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο της εποχής, του 1843, στην οποία μιλάει για την καταπιεσμένη ανθρωπότητα –δεν μιλάει ακόμη για κοινωνικές τάξεις· το Κομμουνιστικό μανιφέστο είναι του 1848– και λέει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, συνείδηση της υπόστασής της, για να αποτινάξει την καταπίεση, και ότι «αυτή τη συνείδηση θα της την εισαγάγουμε, είτε το θέλει είτε όχι». Το 1843, δηλαδή, ο Marx βλέπει τον διανοούμενο, που έχει συλλάβει την ορθή συνείδηση, ως κάποιον που θα «μπάσει» τη συνείδηση αυτή στην καταπιεζόμενη ανθρωπότητα, έστω και διά της βίας. Ίσως εδώ να βρίσκεται η απαρχή αυτού που είπε αργότερα ο Μαρξ, δηλαδή πως «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».

Τα λέω όλα αυτά, διότι, κάθε τόσο που τα σκέφτομαι, βλέπω πόσο τα πράγματα είναι διπλά. Το 1845 ο Marx, στο περίφημο έργο του Αγία Οικογένεια, υποστηρίζει σχεδόν το αντίθετο. Μιλάει, πλέον, για το προλεταριάτο και λέει ότι αυτό από μόνο του θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο του. Και βλέπετε ότι, από τότε, στην ιστορία των ιδεών και στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων λειτουργούν και οι δύο απόψεις: είτε μία ομάδα ή ένας συγκεκριμένος διανοητής θα εισαγάγει σε μια κοινωνική τάξη αυτό που θεωρεί ότι είναι η συνείδησή της, την οποία, όμως, η ίδια δεν έχει συλλάβει, είτε το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, η συγκεκριμένη κοινωνική τάξη από μόνη της θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο της. Και αυτό το διπλό πράγμα πάντα συνεχίζεται.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, έχουμε τον Marx, ο οποίος μίλησε για την ιδεολογία ή την ψευδή συνείδηση και αντιθετικά για την ορθή συνείδηση, και από την άλλη έχουμε τον Freud, ο οποίος βλέπει τη συνείδηση σαν να έχει δύο τουλάχιστον επίπεδα, και το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Κατά τον Freud, δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο η εν επιγνώσει συνείδηση. Είναι και τα πράγματα τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος κρατά σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτά για τα οποία δεν έχει ή δεν θέλει να έχει άμεση επίγνωση. Και εδώ, δηλαδή, έχουμε κάτι το διπλό. Αλλά εδώ πρόκειται για έναν άλλο διπλασιασμό. Έναν διπλασιασμό, θα έλεγα, εσωτερικό της συνείδησης. Στον Marx, αντίθετα, είναι ένας διπλασιασμός εξωτερικός –κοινωνικός– της συνείδησης. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο διπλασιασμούς μιας έννοιας, ίσως και μιας κατάστασης, που, μέχρι τότε, οι στοχαστές την αντιμετώπιζαν ως κάτι το ενιαίο.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι, όταν ανακαλύπτεται κάτι, τότε και υπάρχει αυτό το κάτι. Το διπλό υπήρχε πάντα. Απλώς, η ανακάλυψη του διπλού είναι καινούργια. Η καινοτομία, επομένως, είναι η εξής: μέχρι τότε, ως συνείδηση εθεωρείτο η επίγνωση, η σαφής επίγνωση του πώς ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση και του πώς ενεργεί μέσα στην κατάσταση αυτή. Ο Marx, όμως, είπε ότι η επίγνωση αυτή, ενώ εμφανίζεται ως συνείδηση, πολλές φορές στέκεται στην επιφάνεια των φαινομενικοτήτων και δεν συλλαμβάνει την ουσία. Έτσι, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην ψευδή και την ουσιαστική συνείδηση, την αναλυτική συνείδηση, για να έλθει μετά ο Freud και να πει ότι υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το υποσυνείδητο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, βοηθά, κυρίως, στο να συλλαμβάνονται όσο το δυνατόν πληρέστερα τα πράγματα, διότι σε αυτό δεν λειτουργεί το ελεγκτικό φίλτρο της γνώσης και των συνεπειών των πράξεων ή των λόγων μας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη. Ο Marx είχε πει μια καταπληκτική κουβέντα. Την πρωτοείπε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 1843, αλλά την επανέλαβε και τη διατύπωσε επιγραμματικά, θα λέγαμε, στον πρόλογο του έργου του Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας: «Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ανθρώπου αλλά το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση». Αυτή τη σκέψη, προσωπικά, την είχα αποδεχθεί ως την απόλυτη αλήθεια. Αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχω αρχίσει να σκέπτομαι ότι η συνείδηση παίζει κάποιο κοινωνικό ρόλο, ότι μπορεί κάποτε να επηρεάζει το κοινωνικό είναι, να μην είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κοινωνική μας κατάσταση. Μήπως ο ίδιος ο Marx δεν άλλαξε την κοινωνική του κατάσταση, λόγω της συνείδησης που ανέπτυξε για τα κοινωνικά πράγματα; Διότι ο Marx δεν ήταν προλετάριος. Ανήκε στη μικροευγενή αστική τάξη της Γερμανίας και συντηρήθηκε όχι ως μισθωτός αλλά χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Friedrich Engels, ο οποίος ήταν βιομήχανος, αλλά που διέθετε, εντούτοις, επαναστατική συνείδηση.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι αν η συνείδηση τροποποιεί ώς έναν βαθμό την κοινωνική μας κατάσταση και, από εκεί και πέρα, αν το ίδιο το υποσυνείδητο τροποποιεί ώς έναν βαθμό τη συνείδηση, άρα τη συμπεριφορά μας, άρα την κοινωνική μας κατάσταση, και αν, τελικά, όλα αυτά αλληλοδιαπλέκονται και δεν είναι τόσο απλά, όσο εγώ τουλάχιστον νόμιζα για χρόνια.

Μια άλλη σκέψη είναι μήπως εδώ υπάρχει η παλαιότερη σύγκρουση, η οποία συνεχίζεται με διάφορες μορφές, ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό. Στον χώρο του στοχασμού υπήρχε μια τάση να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τους βιολογικούς παράγοντες. Πράγμα που οδήγησε στον ρατσισμό με όλες τις καταστροφικές του συνέπειες, αυτόν τον ρατσισμό που τον βλέπουμε να επανεμφανίζεται στις μέρες μας. Και από την άλλη μεριά υπήρχε η τάση να εξηγηθούν τα βιολογικά φαινόμενα με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις. Εδώ ίσως κάποιοι να θυμούνται τις θεωρίες και την πρακτική του Trofim Lysenko, του σοβιετικού βιολόγου, ο οποίος θέλησε να επιβάλει στη βιολογία κοινωνικές αντιλήψεις και νόρμες, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλο πλήγμα η σοβιετική –τότε– γεωργία.

Ανέφερα όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στα λεχθέντα και μη λεχθέντα. Διότι και εδώ έχουμε μια έκφραση του διπλού ή μάλλον του πολλαπλού της συνείδησης. Τα λεχθέντα απορρέουν από τη συνείδηση, είτε την ορθή, είτε την ελλιπή, είτε και την ψευδή. Τα μη λεχθέντα οφείλονται είτε στον κοινωνικό έλεγχο που επηρεάζει τη συνείδηση, είτε στον αυτοέλεγχο που πηγάζει από τη συνείδηση, είτε στη μη ανάδυσή τους στο συνειδητό από το υποσυνείδητο.

 

Η πολλαπλότητα της λογοκρισίας στα λεχθέντα

και η αναγκαιότητα των μη λεχθέντων

Νομίζω λοιπόν ότι το κατά πόσον τα μη λεχθέντα γίνονται λεχθέντα εξαρτάται από τη σχέση του υποκειμένου τους με τρεις παράγοντες: με τον κοινωνικοπολιτικό έλεγχο, με τον αυτοέλεγχο και τις εσωτερικές αναστολές, κάποτε με βιολογικούς ή παθολογικούς παράγοντες που όμως δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Πάντως το μη λεχθέν πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί εσωτερικά σ’ ένα από τα επίπεδα της συνείδησης. Με τη συνειδητοποίηση του κοινωνικοπολιτικού ελέγχου ή του εσωτερικού αυτοελέγχου είτε υποκύπτει σ’ αυτόν και παραμένει μη λεχθέν, είτε τον υπερβαίνει, αποκτά εξωτερική υπόσταση, προφορική ή γραπτή, και γίνεται λεχθέν.

Αν σε αυτό το σημείο μπούμε στον χώρο της λογοτεχνίας, θα δούμε ότι εκεί τα μη λεχθέντα εξαρτώνται και από έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον κοινωνικό έλεγχο: πρόκειται για την αντίληψη που επικρατεί σε κάθε λογοτεχνική σχολή. Για παράδειγμα, το ρομαντικό και το σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που και τα δύο εξιδανικεύουν κάτι. Ο μεν σοσιαλιστικός ρεαλισμός εξιδανίκευε τον θετικό ήρωα, ο οποίος, υποχρεωτικά, έπρεπε να είναι ο τελειότερος των ανθρώπων, και η αισιοδοξία έπρεπε να είναι κάτι το επιβεβλημένο, το δε ρομαντικό μυθιστόρημα εξιδανίκευε τον παθολογικό, τον άρρωστο ψυχολογικά ήρωα, και η απαισιοδοξία έπρεπε εξίσου να είναι επιβεβλημένη.

Κατά την άποψή μου, πάντως, τα μεγάλα μυθιστορήματα, ανεξαρτήτως εποχής και σχολής, είναι στο βάθος όλα ρεαλιστικά. Μόνο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα φτιάχνει ήρωες που εκφράζουν τις αντιφατικότητες της ζωής, τις οποίες ούτε ο ακραιφνής ρομαντισμός ούτε και ο δογματικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός τις ήθελαν. Και ο ένας και ο άλλος ήθελαν τα πράγματα να είναι ενιαία, σύμφωνα με την αντίληψή του ο καθένας. Γι’ αυτό και κανείς δεν διαβάζει πια αυτά τα μυθιστορήματα. Στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αντιθέτως, θα δείτε ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι είναι ισοδύναμοι. Δεν είναι μόνο ο καλός και ο κακός. Όλοι έχουν την υπόστασή τους, γι’ αυτό και οι συγκρούσεις τους έχουν σημασία.

Ας δούμε ως παράδειγμα ένα μυθιστόρημα που το ξέρουν όλοι, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Εδώ ο πρίγκιπας Μίσκιν και ο Ραγκόζιν δεν είναι ούτε ο απόλυτος καλός ο ένας ούτε ο απόλυτος κακός ο άλλος. Η σύγκρουσή τους είναι η σύγκρουση δύο πολύπλευρων υποστάσεων και όχι δύο μονόπλευρων, όπως είναι σε ένα σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα που θυμάμαι, όπου οι φοιτητές οι οποίοι παρελαύνουν στην Κόκκινη Πλατεία μπροστά στον Στάλιν και κλαίνε, επειδή έχουν αυτή την τιμή, είναι οι απόλυτα καλοί.

Στη λογοτεχνία, δηλαδή, αυτά που δεν λες δεν τα λες, είτε για να έχεις ηρεμία με τον εαυτό σου είτε για να έχεις ηρεμία με τους άλλους. Για το θέμα αυτό, όμως, θα μιλήσω και στη συνέχεια. Εδώ, απλώς, θα ήθελα να παραθέσω μια εμβόλιμη ιστορία, η οποία, σε ό,τι με αφορά, με έκανε για πρώτη φορά να σκεφτώ και –αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκα– να καταλάβω ποια σημασία έχουν τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα και πόσο τα μη λεχθέντα, κάποιες φορές, σώζουν, ενώ τα λεχθέντα καταστρέφουν. Ή το αντίθετο. Αλλά, κυρίως, το πρώτο.

Όταν ήμουν μικρός, είχα τη μανία να διαβάζω τις εφημερίδες και τα περιοδικά που παίρναμε στο σπίτι. Πρέπει να σας πω, επειδή στην αίθουσα αυτή είμαι ο πρεσβύτερος, ότι αναφέρομαι σε ιστορίες προ, αρκετά προ του Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια μέρα, λοιπόν, διαβάζω στην εφημερίδα –τότε οι εφημερίδες έβαζαν και διηγηματάκια∙δεν ήταν τόσο «σοβαρές», ώστε να μη διαβάζονται– την εξής ιστορία: Ο μικρός, ταπεινός και φοβισμένος υπάλληλος μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και του λέει, «Είσαι ένας παλιάνθρωπος, ένα κάθαρμα, ένας ελεεινός». Παίρνει το ψαλίδι και του κόβει τη γραβάτα. Παίρνει τον κάλαθο των αχρήστων και του τον φορά καπέλο. Και φεύγει. Ύστερα από λίγο, ο σεμνός και ταπεινός υπάλληλος χτυπά την πόρτα του διευθυντή, μπαίνει μέσα δειλά δειλά και λέει, «Κύριε Διευθυντά, με συγχωρείτε. Το ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ήταν φάρσα των συναδέλφων μου!»

Αυτό το θυμάμαι από τότε. Και όσο το έφερνα στο μυαλό μου τόσο έβλεπα τι επικίνδυνο πράγμα είναι τα λεχθέντα, αυτά τα οποία υπάρχουν μέσα μας και τα λέμε, και τι σωτηρία μπορεί να είναι τα μη λεχθέντα. Από την άλλη μεριά –εδώ δεν έχω να σας πω ένα αφηγηματικό παράδειγμα, αλλά όλοι το ξέρουμε–, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μπορούν να μας οδηγήσουν σε αντίστοιχες καταστροφές. Το να μην εκφράσεις, κάποτε, για χίλιους δυο αυτολογοκριτικούς ή έξω από εσένα λογοκριτικούς λόγους, τα αισθήματα ή τις σκέψεις σου μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές και στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικές καταστάσεις.

Το πρόβλημα των λεχθέντων και μη λεχθέντων, όμως, οδηγεί και κάπου αλλού. Γιατί και τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα, και τα γραφέντα και τα μη γραφέντα, έχουν έναν κοινό χαρακτήρα, έναν διπλό –και εδώ είναι δύο πράγματα– χαρακτήρα. Το ένα είναι η έκφραση του ψυχοπνευματικού κόσμου του υποκειμένου. Το άλλο δεν είναι απλώς η έκφραση του εσωτερικού κόσμου του υποκειμένου αλλά είναι και η αναζήτηση της αλήθειας, την οποία εκφράζεις είτε λέγοντάς την είτε μη λέγοντάς την. Αλλά και όταν λέμε αναζήτηση της αλήθειας, είναι και αυτό διπλό. Και όσο σκαλίζει κάποιος τα πράγματα τόσο βλέπει ότι όλα είναι διπλά.

Αυτό που λέμε αλήθεια είναι δύο πράγματα και πάλι. Από τη μια πλευρά είναι η πιστή αναπαράσταση των γεγονότων. Έχουν συμβεί, δηλαδή, κάποια πράγματα, εσωτερικά ή εξωτερικά, και τα αναπαράγεις «αληθώς», δηλαδή πιστά, οπότε λες την αλήθεια, ή τα αναπαράγεις «ψευδώς», οπότε λες ψέματα. Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση της αλήθειας είναι η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων, η αναζήτηση, τελικά, μιας άγνωστης και κρυμμένης έως εκείνη τη στιγμή αιτίας των πραγμάτων, όπως είναι η αναζήτηση της αλήθειας στην επιστήμη, τη φυσική, την αστροφυσική, η αναζήτηση της αλήθειας περί σύμπαντος, περί κοσμογονίας, η αναζήτηση της αλήθειας περί των ψυχικών λειτουργιών, της αλήθειας περί του πού εδρεύει η ψυχή, στην καρδιά ή τον εγκέφαλο, ή περί του αν υπάρχει ψυχή. Όλα αυτά είναι η αναζήτηση κάποιας αλήθειας και δεν έχουν σχέση με τη «φιλαλήθεια» της καθημερινής ή της κοινωνικής ζωής.

Με όλα αυτά θέλω να καταλήξω στο εξής: η διπλή συνείδηση και η διαπλοκή λεχθέντων και μη λεχθέντων, ενώ από τη μια μεριά είναι ηθικά καταδικαστέα, από την άλλη μεριά, πολλές φορές, σώζει. Πιστεύω ότι, χωρίς μια επικουρική, δεύτερη, ψευδή –έστω– συνείδηση, θα είχαμε όλοι παραφρονήσει. Χρειαζόμαστε όλοι μια επικουρική ψευδή συνείδηση των πραγμάτων, ει δυνατόν περιορισμένη και προσωρινή. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα, ίσως και ακόμη χειρότερα, αν είχαμε επίγνωση ότι αυτή η συνείδηση περί των πραγμάτων και περί του εαυτού μας είναι ψευδής.

Από όλα αυτά προκύπτει ότι, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μάς είναι αναγκαία, όπως αναγκαίο θα ήταν για τον σεμνό και ταπεινό υπάλληλο τα λεχθέντα που είπε να είχαν μείνει μη λεχθέντα. Αυτό συμβαίνει, πολύ περισσότερο, στην πολιτική ζωή και, βεβαίως, στις ατομικές μας σχέσεις. Η ειλικρίνεια, δηλαδή η πιστή και πλήρης έκφραση όσων κανείς σκέπτεται ή αισθάνεται, θεωρείται πως αποτελεί μια πράξη ηθικής συνέπειας ή ακόμα κι έναν τρόπο εσωτερικής απελευθέρωσης. Όταν όμως λειτουργεί σε βάρος της ελευθερίας και της ισορροπίας του άλλου γίνεται μια μορφή καταπίεσής του, και μαζί ακυρώνει την εσωτερική απελευθέρωση του υποκειμένου της. Τα πράγματα είναι και εδώ διπλά.

 

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων στη λογοτεχνία

 

Επανερχόμενος στη λογοτεχνία, θα ήθελα να προσθέσω λίγα λόγια για το πώς, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί στο πεδίο αυτό η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων.

Στη λογοτεχνία υπάρχει το πρόβλημα του αν μπορείς να τα πεις όλα. Εδώ συμβαίνει το εξής: όσο πιο νέος είναι κάποιος τόσο περισσότερο θέλει να τα πει όλα. Θα δείτε ότι τα γραπτά των νέων έχουν τη φιλοδοξία να τα καλύψουν όλα. Να μην τους ξεφύγει τίποτα. Να αποτυπώσουν τα πάντα και να απαντήσουν για τα πάντα. Όμως, όταν κάποιος μεγαλώνει, βεβαίως και χάνει τον αυθορμητισμό του, βεβαίως και χάνει τη δροσιά του και, βεβαίως, φθείρεται, αλλά, από την άλλη μεριά, εξίσου βεβαίως, συσσωρεύει κάποιες εμπειρίες και βλέπει ότι «όλα» δεν μπορούν να ειπωθούν ποτέ. Και όπου ειπώθηκαν, τελικά, το έργο που τα αποτύπωσε αυτά τα «όλα» κάπου πάσχει. Θα μου πείτε ότι σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν κάποιοι, πέντε ή έξι, που το κατάφεραν. Για παράδειγμα, ο Όμηρος, ο Dante, ο Shakespeare. Αυτές, όμως, είναι οι εξαιρέσεις –έστω– που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Στην αρχή της λογοτεχνικής δημιουργίας σου, λοιπόν, θέλεις να τα πεις όλα. Σιγά σιγά, όμως, βλέπεις την αναγκαιότητα της αφαίρεσης. Αυτά ακριβώς τα αφαιρεθέντα είναι τα μη λεχθέντα. Πολλές φορές, δηλαδή, τα μη λεχθέντα είναι αναγκαία, ώστε να πάρουν δύναμη τα λεγόμενα μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο. Ταυτόχρονα, όμως, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα εκφράζουν –και εδώ πάλι είναι κάτι διπλό– την αυτολογοκρισία που κάνουμε. Αφαιρούμε, δηλαδή, πράγματα, όχι γιατί βαραίνουν το κείμενο και το αδυνατίζουν, αλλά γιατί είναι επικίνδυνα είτε για τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας είτε για τη σχέση που έχουμε με τους άλλους είτε, ακόμη χειρότερα, για τη θέση που έχουμε μέσα στην κοινωνία.

Από την αυτολογοκρισία, από αυτή, δηλαδή, τη λειτουργία τού εκουσίως μη λεχθέντος, κανένας λογοτέχνης δεν μπορεί να απαλλαγεί πλήρως, ποτέ. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη του λόγου και, κυρίως, ανάμεσα στην πεζογραφία, στο μυθιστόρημα ειδικότερα, και την ποίηση.

Το μυθιστόρημα, σε σχέση με την ποίηση, μου έχει φανεί σαν ένα ανοιχτό ειλητάριο. Το ειλητάριο είναι το «ρολό». Παλιά, έγραφαν τα έργα χειρόγραφα σε τέτοια ειλητάρια, τα οποία στις παλιές βιβλιοθήκες ήταν τυλιγμένα και έμπαιναν στα ράφια. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, μου φαίνεται σαν ένα ανοιγμένο ειλητάριο που είναι μπροστά σου, το διαβάζεις, μετά το συμπτύσσεις και, τέλος, κρατάς κάτι ή και πολλά. Η ποίηση, αντιθέτως, μου φαίνεται σαν ένα κλειστό, τυλιγμένο ειλητάριο που σιγά σιγά το ανοίγεις και μπαίνεις σε αυτό.

Στην ποίηση, επομένως, ανακαλύπτεις ότι τα μη λεχθέντα είναι περισσότερα από τα λεχθέντα, ενώ στο μυθιστόρημα βλέπεις ότι τα λεχθέντα, πολλές φορές, είναι περισσότερα και ότι, τελικά, χρειάζονται και κάποια μη λεχθέντα. Για παράδειγμα, ο μαγικός ρεαλισμός, όπως αυτός της Λατινικής Αμερικής, που, αν και απολαυστικός, πολλές φορές είναι επαναληπτικός. Ένα μυθιστόρημα το οποίο αγαπώ και με έχει συνεπάρει, το Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcίa Ma΄rquez, μου έδωσε την εντύπωση ότι το δεύτερο μισό του είναι επανάληψη του πρώτου μισού.

Ένα ακόμη παράδειγμα: πρόσφατα που ήμουν στη Ρώμη, πήγα με φίλους και είδαμε μια πολύ ωραία παράσταση του Καλιγούλα του Camus. Αν και για το έργο είχα μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου, γιατί, όταν ζούσα στο Παρίσι, το είχα μάλλον διαβάσει, η πρώτη πράξη με συγκλόνισε. Είναι από τα πιο διεισδυτικά έργα. Είναι ένα έργο που, χωρίς να κάνει ρητορεία και πολιτική, κάνει καταγγελία τού τι μπορεί να είναι μια απεριόριστη δικτατορία, μια απεριόριστη τυραννία, η οποία, βεβαίως, δεν είναι πλέον του Καλιγούλα μόνο αλλά και όλων των σύγχρονων δικτατόρων. Ύστερα, όμως, ήλθε η δεύτερη πράξη, που την αισθάνθηκα ως επανάληψη της πρώτης. Εκεί ήταν τα υπερβολικώς λεχθέντα. Ο Camus τα είχε ήδη πει όλα σε μία πρώτη πράξη.

Κάποιες φορές, επομένως, χρειάζονται και στο μυθιστόρημα τα μη λεχθέντα, για να γίνει η λογοτεχνική συμπύκνωση του έργου. Και, κυρίως, χρειάζεται αυτό το σημαντικό που το έχει ήδη πει ο Αριστοτέλης και εμείς το επαναλαμβάνουμε πιο απλά, θεωρώντας το κάτι τετριμμένο, ενώ είναι η υπέρτατη αρχή της τέχνης: ένα έργο πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Διαφορετικά, δεν υπάρχει. Όπως γνωρίζετε, μάλιστα, όσοι γράφετε, το δυσκολότερο πράγμα είναι το τέλος. Το πώς να τελειώσεις κάτι.

Ένα άλλο σημείο για τα μη λεχθέντα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι και το εξής: οι συγγραφείς, ενώ στο έργο τους αφαιρούν αυτά που θα ήθελαν να πουν, αυτά που είπε ο ταπεινός υπάλληλος στον διευθυντή, γιατί το «μπλέξιμο» θα ήταν και με τον εαυτό τους και με τους άλλους, όσο ήταν και εκείνου του φουκαρά του υπάλληλου, αυτά τα αφαιρεθέντα δεν τα απορρίπτουν πλήρως. Τα αποτυπώνουν αλλού. Ο Ρίτσος πάντα μου έλεγε: «Απ’ ό,τι γράφεις πρέπει πάντα να αφαιρείς τα μισά. Αλλά να μην τα πετάς. Να τα κρατάς, γιατί αργότερα μπορεί να αντλήσεις κάτι από εκεί».

Τελικώς, τα μη λεχθέντα μπορούν να γίνουν λεχθέντα, αλλά περιθωριακώς λεχθέντα, στα ιδιωτικά κείμενα. Τέτοια κείμενα είναι οι επιστολές, κυρίως, οι οποίες απευθύνονται σε ένα μόνο πρόσωπο. Είναι άλλο θέμα αν ο παραλήπτης τις κοινοποιεί. Όμως αυτός που γράφει μια επιστολή δεν τη γράφει για να κοινοποιηθεί γι’ αυτό και εκεί βάζει μη λεχθέντα της καθημερινότητάς του. Αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει στα προσωπικά ημερολόγια των ανθρώπων, τα οποία είναι γεμάτα από μια μεγάλη σειρά μη λεχθέντων δημόσια.

Η παρουσία των μη λεχθέντων παίζει μεγάλο ρόλο και σε ένα άλλο λογοτεχνικό είδος –σε μας δεν είναι ανεπτυγμένο, αλλά σε άλλες χώρες είναι–, τις αυτοβιογραφίες. Στις αυτοβιογραφίες εμφανίζεται πληθώρα μη λεχθέντων. Ούτε και εκεί, όμως, μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, διότι τα μη λεχθέντα είναι και αυτά διπλά: είναι τα μη ειπωθέντα και τα μη γραφέντα. Κάποιες φορές, υπάρχουν ειπωθέντα που δεν γράφονται. Αλλά αυτά τα μη γραφέντα είναι ταυτόχρονα και λεχθέντα και μη λεχθέντα. Εδώ, δηλαδή, εμφανίζεται και πάλι το πρόβλημα των πολλαπλών λογοκρισιών. Διότι, όπως είπαμε, είναι πολλές οι λογοκρισίες που υπάρχουν. Είναι η εξωτερική, η εσωτερική, η ψυχολογική, η συνειδητή, η υποσυνείδητη και ούτω καθεξής.

Αλλά και η ελλειπτικότητα στην ποίηση, η οποία, στα έτη του ’30, λόγου χάρη, θεωρήθηκε βασικό στοιχείο του ποιητικού λόγου, πολλές φορές οδηγεί σε μια υπερβολή των μη λεχθέντων, σε μια υπερβολή ανάθεσης της ευθύνης στον αναγνώστη να αναπληρώσει τα μη λεχθέντα. Θα πρέπει να πούμε, όμως, ότι τα μη λεχθέντα ενός υποκειμένου δεν γίνονται εύκολα κατανοητά από τα άλλα υποκείμενα, γι’ αυτό και, πολλές φορές, δημιουργούνται παρερμηνείες και παρανοήσεις. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική ανάλυση της πραγματικότητας, στη διαφορετική σύλληψη των πραγμάτων από τις διαφορετικές συνειδήσεις των ανθρώπων. Διότι η συνείδηση, όσο και αν οι άνθρωποι συμπίπτουν ιδεολογικά ή πολιτικά, ευτυχώς, δεν γίνεται ποτέ μονολιθική και ενιαία. Έτσι, αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ως Α ο άλλος το αντιλαμβάνεται ως Ω, ως το αντίθετό του.

Κατά την άποψή μου, μια τέχνη που μπορεί να συλλάβει τα μη λεχθέντα είναι η ζωγραφική. Σε ορισμένα πορτρέτα ανακαλύπτεις μη λεχθέντα που δεν τα έχει πει ούτε το ίδιο το απεικονιζόμενο πρόσωπο. Στις άλλες τέχνες είναι δύσκολο να γίνει, διότι, στον βαθμό που γίνεται, γίνεται για συμβολικά και όχι για πραγματικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, ειδικά στο μυθιστόρημα, βλέπεις ότι κάθε τόσο αποκαλύπτονται από τους ήρωες μη λεχθέντα. Αυτά, όμως, αφορούν τους φανταστικούς ήρωες κάποιου έργου και όχι συγκεκριμένα πρόσωπα.

Στη ζωγραφική, αντιθέτως, βλέπεις πρόσωπα και διαπιστώνεις πόσα φοβερά μη λεχθέντα είχαν. Αυτό, βεβαίως, συμβαίνει στη μεγάλη ζωγραφική και, κυρίως, στη ζωγραφική της Αναγέννησης. Για παράδειγμα, στον Ticiano, τον El Greco ή τον Velazquez. Όλοι αυτοί οι άγιοι ή οι συγκεκριμένοι πρίγκιπες και καρδινάλιοι τους οποίους ζωγραφίζουν έχουν ατέλειωτα μη λεχθέντα. Από τη μοντέρνα ζωγραφική, πάντως, αυτό το έχω δει πολύ χαρακτηριστικά στον Picasso. Αναφέρω ως παράδειγμα τη σειρά των πορτρέτων που έχει κάνει για την Dora Maar –Η γυναίκα που κλαίει, Η γυναίκα που γελάει–, όπου βλέπεις πάρα πολλά μη λεχθέντα.

Επανερχόμενος στον ποίηση, νομίζω ότι, τελικά, η ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου αντί να οδηγεί σε μια συγκινησιακή συμπύκνωση, πολλές φορές, οδηγεί σε μια ακύρωση του αφηγηματικού –δηλαδή του λεχθέντος– στοιχείου που, πάντα κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο και στον ποιητικό λόγο. Δεν υπάρχει ποίημα το οποίο μπορεί να επιβιώσει, αν δεν λέει κάτι, και αν αυτό το κάτι δεν γίνει λεχθέν. Αν λόγου χάρη ο Καβάφης επιβιώνει τόσο έντονα, είναι γιατί σε κάθε ποίημά του λέει κάτι.

Η σουρεαλιστική ποίηση, καταργώντας τους φραγμούς και τα φίλτρα, κυρίως διά της αυτόματης γραφής, ήθελε να απελευθερώσει το εγκλεισμένο στο υποσυνείδητο μη λεχθέν, ακόμα και το μη συνειδητοποιηθέν, και να τα κάνει να λεχθούν. Οι σουρεαλιστές διάλεγαν μια τυχαία λέξη από ένα τυχαίο κείμενο –ο όρος ντανταϊσμός από μια τυχαία λέξη φτιάχτηκε– και ξεκινώντας από αυτήν έγραφαν αυτοματικά, χωρίς αυτοέλεγχο και χωρίς να σταματούν σ’ ένα καθορισμένο τέρμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια σειρά από πράγματα, τα οποία λόγω του εγκλεισμού τους στο υποσυνείδητο έμεναν ανείπωτα, γίνονταν –υποτίθεται– ειπωμένα. Εντούτοις ουδείς υπερρεαλιστής ετύπωσε τα ποιήματά του σ’ αυτή την αρχική, ακατέργαστη μορφή. Για να αποκτήσουν ποιητική υπόσταση όλοι τα ξαναδούλευαν. Βεβαίως, μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλές φορές έβγαιναν φοβερές επινοήσεις, φοβερά ευρήματα. Αλλά εάν αυτό το εγχείρημα δεν αποκτούσε αρχή, μέση και τέλος, δεν γινόταν ποίηση.

Όπως όλοι οι ποιητές της γενιάς μου, έχω περάσει και εγώ από τη γοητεία του σουρεαλισμού. Αυτή την άσκηση, αυτό το πείραμα το έκανα συστηματικά δύο φορές στη ζωή μου. Τη μία, μαζί με άλλους φίλους στην εξορία, στις αρχές των ετών ’50. Βέβαια δεν λέγαμε παραέξω πως κάναμε μια σουρεαλιστική απόπειρα γιατί εκεί ο σουρεαλισμός ήταν και ως όρος ακόμα καταδικασμένος. Την άλλη ήταν στο Παρίσι, στις αρχές του ’60, όπου νόμιζα ακόμη ότι είχα απαλλαγεί από πνευματικούς –κοινωνικοπολιτικής πηγής– καταναγκασμούς. Όμως όλα εκείνα τα γραφτά έγιναν υλικό για περαιτέρω επεξεργασία και, κυρίως, για μεγαλύτερη μετατροπή των έως τότε μη λεχθέντων σε λεχθέντα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο βλέπω την αναγκαιότητα του πλήρως λεχθέντος. Ταυτόχρονα βλέπω τη λειτουργία τού μη λεχθέντος ως συμπλήρωμα και όχι ως ακύρωση, ως υποβοήθηση και όχι ως μείωση του λεχθέντος.

Η ποίηση, βεβαίως, σε σχέση με το μυθιστόρημα έχει ένα πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές τυραννιών, δικτατοριών, καταπιέσεων και μεγάλων λογοκρισιών: με τον συμβολικό λόγο της και με τα σχήματά της, κυρίως τη μεταφορά και την αλληγορία, μπορεί να πει έμμεσα περισσότερα πράγματα από ό,τι το μυθιστόρημα, το οποίο είναι αναγκασμένο να τα πει ευθέως, οπότε υπόκειται πολύ περισσότερο στη λογοκρισία. Γι’ αυτό και θα δείτε ότι στις δικτατορίες –όχι ότι χρειαζόμαστε δικτατορίες– περισσότερο ανθεί η ποίηση παρά το μυθιστόρημα. Και τούτο, διότι η ποίηση μπορεί να «διαφύγει» περισσότερο. Όταν όμως η λογοκρισία συλλάβει τα μη λεχθέντα που περιέχουν τα λεχθέντα τότε συλλαμβάνονται οι ίδιοι οι ποιητές και κλείνονται σε κάποιο στρατόπεδο για να πεθάνουν, όπως έγινε στην τότε Σοβιετική Ένωση.

Και κάτι ακόμη. Τα μη λεχθέντα της ποίησης πολλές φορές γίνονται λεχθέντα μέσω της χρησιμοποίησης συμβόλων. Από τη στιγμή που στον λόγο υπάρχει σύμβολο, υπάρχει ταυτόχρονα και λεχθέν, το οποίο σε καλεί να ανακαλύψεις τι συμβολίζει, άρα να βρεις το μη λεχθέν. Γι’ αυτό και το σύμβολο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να σε οδηγήσει, όπως είπαμε, σε παρερμηνείες. Αλλά και το σύμβολο είναι κάτι διπλό. Είναι άλλο πράγμα ένα έργο το οποίο καταλήγει να γίνει σύμβολο –ο Οιδίποδας έγινε εκ των υστέρων σύμβολο· δεν τον δημιούργησε ο Σοφοκλής, για να φτιάξει ένα σύμβολο– και άλλο ένα σύμβολο που το παίρνεις εκ των προτέρων, για να το επιβάλεις ως έργο. Και θα δείτε ότι μια πολυάριθμη, αλλά κακή λογοτεχνία του προηγούμενου αιώνα ήταν η λογοτεχνία των συμβόλων και, κυρίως, των πολιτικοκοινωνικών συμβόλων.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι στην ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει το αφηγηματικό και το δραματικό στοιχείο. Και στην ποίηση υπάρχει η δυνατότητα να ακούγεται και «άλλη φωνή», μόνο που τότε η ποίηση τείνει να γίνει επική, ενώ, αν θέλετε, ο νόμιμος απόγονος του έπους είναι το μυθιστόρημα. Στον προηγούμενο αιώνα, πάντως, είχαμε εκτεταμένα ποιήματα, του Ρίτσου, του Neruda και του Hikmet, με ήρωες, με διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικές φωνές, αλλά παρέμεναν βαθύτατα ποιητικά. Αυτό, όμως, είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει κανείς. Στην ποίηση, άλλωστε, όλα είναι δύσκολα.

Κλείνοντας το κομμάτι της ποίησης, θα ήθελα να προσθέσω και το εξής: είναι γεγονός ότι, με βάση όσα είπαμε για τις δυσκολίες που εμπεριέχουν τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα του ποιητικού λόγου, εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στην άποψη ότι καλό θα ήταν ο ποιητής να μην απευθύνεται προς κάποιο κοινό αλλά να κρατά τα έργα του «στο συρτάρι». Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Διότι δεν υπάρχει λογοτεχνικός λόγος, αν ο δημιουργός γράφει μόνο για τον εαυτό του. Για το θέμα αυτό θα σας αναφέρω μια άλλη ιστορία, πραγματική, που παραθέτει ο Claudio Magris στο θαυμάσιο βιβλίο του Δούναβης, όπου αφηγείται την ιστορία των χωρών και των πόλεων που διασχίζει ο Δούναβης, από τη Γερμανία μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα όπου καταλήγει.

Σε μια πόλη από όπου περνά ο Δούναβης, λέει ο Magris, μια πόλη της Βαυαρίας, υπήρχε ένα θέατρο ποικιλιών της εποχής. Μιλάμε για το 1700. Κάποια μέρα, παρακολούθησε στο θέατρο αυτό την παράσταση ο βαρόνος Βίλμερ, ο πλουσιότερος τραπεζίτης της Γερμανίας και αυτοκρατορικός σύμβουλος. Εκεί μαγεύτηκε από τη Μαριάννα, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε ετών, το οποίο χόρευε, έκανε ακροβατικά, τραγουδούσε, κ.λπ. Το αποτέλεσμα ήταν να αγοράσει ο βαρόνος τη Μαριάννα, πληρώνοντας και τον θιασάρχη και τη μητέρα της –έτσι έπρεπε, για να του τη δώσουν– και την πήρε στο μέγαρό του στη Φρανκφούρτη. Εκεί της έφερε τους καλύτερους δασκάλους της Γερμανίας, τη μόρφωσε, και η Μαριάννα, μεγαλώνοντας, έγινε η ωραιότερη, η πιο μορφωμένη και η πιο έξυπνη γυναίκα όλης της Γερμανίας. Ήξερε τα πάντα –μουσική, λογοτεχνία, φιλοσοφία– ενώ ταυτόχρονα ήταν και μια καλλονή.

Όταν η Μαριάννα έγινε είκοσι ενός ετών, ο βαρόνος την παντρεύτηκε, και όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ήλθε ο Goethe στη Φρανκφούρτη, τη γενέτειρά του, από τη Βαϊμάρη, όπου έμενε. Ο Goethe, γνωστός γυναικοκατακτητής, όπως ξέρετε, ερωτεύθηκε τη Μαριάννα. Ομοίως, και η Μαριάννα ερωτεύθηκε τον Goethe, και ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας παθιασμένος δεσμός –επειδή η κοινωνία τότε ήταν πιο «φιλελεύθερη» από τη σημερινή, ο βαρόνος δεν στενοχωρήθηκε και πολύ–, μέχρι που ο Goethe –ήταν και αυτός σύμβουλος του ηγεμόνα– επέστρεψε στη Βαϊμάρη. Ο έρωτας, όμως, συνεχίστηκε δι’ αλληλογραφίας. Ύστερα από λίγο, ο Goethe εξέδωσε μια λυρική συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο Ανατολικό και δυτικό ντιβάνι –τη λέξη ντιβάνι την πήρε από τα περσικά, και σημαίνει ποιητική ανθολογία, διότι εκεί διάβαζαν τα ποιήματα καθισμένοι σε ντιβάνια. Αμέσως χαλάει ο κόσμος σε όλη την Ευρώπη. Όλοι λένε: «Ο νέος Goethe, η νέα φάση του Goethe, μετά τον Φάουστ, ο λυρικός, ο ερωτικός Goethe…».

Περνούν και άλλα χρόνια, και κάποτε πεθαίνει ο Goethe. Αργότερα πεθαίνει και η Μαριάννα Βίλμερ, η οποία, όμως, είχε κρατήσει το αρχείο της. Εκατό χρόνια αργότερα, κάποιος Γερμανός φιλόλογος μελέτησε αυτό το αρχείο και ανακάλυψε ότι τα ωραιότερα ποιήματα στη λυρική συλλογή του Goethe ήταν ποιήματα της Μαριάννας τα οποία του έστελνε με τα γράμματά της, και τα οποία πήρε ο Goethe και τα δημοσίευσε ως δικά του. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει ο Magris, η Μαριάννα δεν έχει καμία θέση στη γερμανική λογοτεχνία. Διότι, για να έχεις θέση στη λογοτεχνία, πρέπει να δημοσιεύσεις, να εκτεθείς ώστε να ενταχθείς στη λογοτεχνία.

Το φαινόμενο της Μαριάννας Βίλμερ, δηλαδή το ότι έγραψε μερικά πολύ ωραία ποιήματα, έχει μόνο υπαρξιακή σημασία. Διότι αυτά τα ποιήματα δεν εντάχθηκαν με το όνομά της μέσα στη διαδικασία της λογοτεχνίας. Επομένως, μπορεί κάποιος να γράψει το αριστουργηματικότερο ποίημα, αλλά, αν αυτό μείνει «στο συρτάρι», είναι σαν να μην το έγραψε.

Ανάλογα περιστατικά υπάρχουν και σε μας, περιστατικά που είναι ελάχιστα γνωστά. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Μακρής, που πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος από εσάς τον έχει γνωρίσει. Ήταν ένας ιδιοφυής άνθρωπος. Εγώ τον είχα δει στο Παρίσι, σε ένα μάθημα του πατέρα, τότε, της κοινωνιολογίας, του Gurvitch, στη Σορβόννη, ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή ανέλυε τον Hegel. Κατά τη συζήτηση, πήρε τον λόγο ο Γιώργος Μακρής και είπε: «Κύριε καθηγητά, αυτό που αναφέρατε από τον Hegel δεν είναι στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Είναι στην Εισαγωγή της φιλοσοφίας του δικαίου, στο δεύτερο κεφάλαιο». Και ο Gurvitch έμεινε εμβρόντητος. Ο Γιώργος Μακρής ήταν ένας ωκεανός γνώσεων, σκέψεων, στοχασμών και αδιεξόδων. Αυτός ο άνθρωπος πραγματοποίησε και την πιο «ωραία αυτοκτονία» που έχει γίνει ποτέ. Ένα μεσημέρι γύρισε στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, και ο θυρωρός τον ενημέρωσε ότι έχει κάποια αλληλογραφία. Εκείνος απάντησε ότι ανεβαίνει πρώτα στο σπίτι και ότι θα κατέβει αμέσως να την παραλάβει, αλλά σε λίγο ο θυρωρός άκουσε τον γδούπο από την πτώση του.

Όλα αυτά τα περιστατικά σας τα αναφέρω, διότι φίλοι του Γιώργου Μακρή, χρόνια μετά τον θάνατό του, δημοσίευσαν ποιήματά του της περιόδου 1939-1940, τα οποία εξέφραζαν, πρωτοποριακά θα έλεγα, τη σουρεαλιστική αντίληψη για την ποίηση. Εντούτοις, τα ποιήματα αυτά δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη λογοτεχνία. Εάν είχαν δημοσιευθεί τότε, εάν τότε είχαν γίνει λεχθέντα, θα έπαιζαν ρόλο. Το ότι δημοσιεύθηκαν εξήντα χρόνια αργότερα είναι, απλώς, κάτι το συγκινητικό για όσους είχαν γνωρίσει τον Γιώργο Μακρή. Εγώ ευχαριστήθηκα που τα είδα, αλλά αυτό αφορούσε εμένα και πέντε ανθρώπους ακόμη που τον θυμούνταν. Για να παίξει ρόλο το παραμικρό, πρέπει να ενταχθεί στις κοινωνικές διαδικασίες και συγκρούσεις. Διαφορετικά, ως μη λεχθέν παραμένει μια εντελώς προσωπική και άνευ γενικότερης σημασίας υπόθεση.

 

Συγκεφαλαίωση

 

Κλείνοντας το θέμα των λεχθέντων και μη λεχθέντων στα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και συγκεφαλαιώνοντας τη σύγκριση ανάμεσα στην ποίηση και το μυθιστόρημα, θα επαναλάβω ότι, σε σχέση με το μυθιστόρημα, η ποίηση είναι ένα ειλητάριο που ανοίγει, και εκεί βλέπεις ποια είναι τα λεχθέντα και ποια τα μη λεχθέντα.

Ένα άλλο γνώρισμα της ποίησης είναι η συγκινησιακή αλλά και η νοηματική της συμπύκνωση, ενώ, αντίθετα, το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αναλυτικό και αφηγηματικό.

Μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την ποίηση είναι ότι το μυθιστόρημα θέτει τα προβλήματα. Δεν υπάρχει μεγάλο μυθιστόρημα χωρίς να θέτει προβλήματα. Από τον Balzac, τον Stendhal και τον Ντοστογιέφσκι, έως δύο εξαιρετικές μυθιστοριογράφους που έχουμε σήμερα στην αίθουσα, τη Ρέα Γαλανάκη και την Άλκη Ζέη, στα μυθιστορήματά τους τίθενται προβλήματα. Η ποίηση, αντιθέτως, αναζητεί απαντήσεις αλλά για προβλήματα και ερωτήματα που ακόμη δεν έχουν τεθεί.

Ένας μεγάλος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας, ο Georg Lukacs, είχε πει ότι η φιλοσοφία δίνει απαντήσεις, ενώ το δοκίμιο θέτει ερωτήματα. Από αυτή την άποψη, θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα είναι πιο κοντά στο δοκίμιο, ενώ η ποίηση είναι πιο κοντά στη φιλοσοφία. Αλλά όχι τόσο κοντά, διότι η φιλοσοφία, αντίθετα με την ποίηση, δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν τεθεί.

Οπωσδήποτε, όμως, όταν μιλάμε για τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα στην πεζογραφία και την ποίηση, πρέπει πρωτίστως να κάνουμε μια μεγάλη διάκριση, τη διάκριση ανάμεσα στον καθημερινό και τον λογοτεχνικό λόγο, διότι είναι δύο σφαίρες που, ενώ είναι διαπλεκόμενες, είναι ταυτόχρονα και χωριστές.

Στον καθημερινό λόγο υπάρχει το πρόβλημα της –καμιά φορά και αναγκαίας– υπερβολής λεχθέντων. Στον λογοτεχνικό λόγο, πολλές φορές, είναι αναγκαία η υπερβολή των μη λεχθέντων. Και αυτό όχι με την έννοια της αυτολογοκρισίας αλλά με την έννοια της αφαίρεσης του περιττού στοιχείου, όπως ακριβώς και στη γλυπτική, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ουσία του έργου της τέχνης.

 

 

(****)

Ομιλία στο Αιγινήτειο, τη χρονιά 2011-2012 στο πλαίσιο ομιλιών με τίτλο «Ιδιότυποι λόγοι». Το κείμενο του Τίτου Πατρίκιου θα εκδοθεί με άλλα κείμενα- ομιλίες προσεχώς από τις εκδόσεις Συνάψεις  και τη Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών

Προηγούμενο άρθροΚρατικά Βραβεία παιδικών βιβλίων και μετάφρασης – μία παραίτηση
Επόμενο άρθροO “φυλακισμένος” Κάφκα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ