Ειρήνη Σταματοπούλου, τέσσερα ποιήματα

0
863
Andrew Newell Wyeth

                                  Ανεπίδοτες επιστολές

 

Όταν ο Μπόρχες συνάντησε τον άλλο του εαυτό,

γυμνή καραδοκούσα.

 

Τυφλοί τυφλούς δεν τους φοβούνται.

Η αδελφοκτονία καλά κρατεί

και θα ’ρθουν καιροί

που θ’ αδειάσει από θεατές το αμφιθέατρο.

 

Πήρα πολλές μορφές, με άκουσα να λέω,

και σκότωσα πολλούς θεούς που τύχαινε να είναι άνθρωποι.

Πολλές οι γρίλιες στα παράθυρα και γυρισμός κανένας.

 

Λίγες λίρες κάλπικες που μου ’δωσε μια φωνή αμετάκλητη

που πόνεσε σαν πέτρα,

τις έπαιξα στα ζάρια.

 

Τώρα σκορπιέμαι στον πλανήτη

και δεν μιλώ με λέξεις.

Ορνιθοσκαλίσματα ενός ονείρου μας κοινού,

κι άγρια καμώματα μιας παραλυμένης οχλαγωγίας.

 

Γνωριζόμαστε πολύ καλά για ν’ αποχαιρετιστούμε.

 

 

Σπαράγματα λήθης

 

Ξενύχτησα στα ποιήματα,

νύφη αγέννητη από νωρίς,

μαύρο σκυλί που είπες.

Με παραξενεύει το φως.

Στο διπλανό παράθυρο, ανθρωπόμορφες λεχώνες κλαψουρίζουν αναίτια.

 

Φίλοι που χάθηκαν στις βουνοκορφές,

πιστωτές αδίστακτοι μιας άνευρης χειρονομίας,

άλογα κούρσας που δεν άντεξαν το μαραθώνιο άλμα οι αντοχές τους.

 

Τα νέα δεν είναι ευχάριστα

έστειλα γράμμα να σου πω.

Η Μαρίνα, άκουσα προχθές, πήδηξε από τους βράχους

και σώθηκε εκ θαύματος προς χάριν της πατρίδας.

Την είδε κάποιος στα Πετράλωνα, μονόχρωμη και ζωηρή,

με σπίτι ημιυπόγειο και δανεική καφετιέρα .

 

Αργότερα, δεν νοιάστηκα να δω

ποιος λιποτάκτης άγιος έδεσε τον κόμπο στο χτένι.

Λερωμένες μπουγάδες ξεπλένουν τη μούχλα στα ακροδάχτυλα.

Με πήρε ο κόπος παραμάσχαλα

και ξεχάστηκα σε μιαν άλλη παρτίδα.

 

Θέλει συχνή εξάσκηση για να ζήσει κανείς.

                          

                               Αναγκαστική συνθήκη

 

Στάθηκα σ’ ένα σκαμπό

με το κεφάλι ανάποδα, το ένα δάχτυλο στο χώμα.

Απόκοσμες οι αντοχές του ανθρώπου.

 

Με κοίταξε ένας γέρος μοναχός

ξύνοντας την ανοιχτή κοιλιά του –

ένα φαλακρό αγόρι πέντε, πενήντα πέντε ετών,

γλείφοντας τη σοκολάτα απ’ τα σαγόνια του μ’ αποτρόπαιη γλώσσα.

Μάρτυρες πέρασαν πολλοί –

στιγματισμένοι κι έτοιμοι.

 

Ο Κόμης θα γελούσε φλογερά με την αιματοχυσία,

σκέφτηκα –

καλοπιάνοντας το φάντασμα εντός μου.

 

Τρεις αιώνες μετά προσγειώθηκα σ’ έναν ουρανό

προστατευτικό και άκαμπτο,

για να δω τον κόσμο

όπως ποτέ δεν θα ’πρεπε να ξεπροβάλλει.

 

                                 Παραλλαγές ασυναρτησίας

 

Για ύπνο ούτε να το διανοηθώ.

Άντρες σωρό, σεντόνια βουβά, μέλη αχάριστα.

 

Θα φάω ή θα μείνω νηστική,

θα τρέξω να σωθώ ή θα με φάει ο λύκος.

Νέοι, γέροι και σκιές, όλοι στα γόνατα.

 

Οίκτο δεν έχει ο μισεμός,

δεν γνώρισα καμιά πατρίδα.

Λάθος θυμίζω στη στεριά,

με κοιμήθηκαν όλες οι θάλασσες.

 

Φύτρωσα κι έσπειρα γιορτές,

έζησαν μέσα μου παιδιά σαν σε κουφάλα αιωνόβιου δέντρου.

Με πρόδωσε το ηλιοβασίλεμα

και πήρα το αίμα μου πίσω σε βιολογική σακούλα.

Κοστίζει η αγρύπνια κάποτε.

 

Ξύπνησα θνητή μετά από καιρό,

στη σελίδα 9 του ένατου βιβλίου μου –

λίγο πριν τα καθέκαστα μιας άγαρμπης αυτοχειρίας.

 

Επισκέπτομαι το μπάνιο κάθε πρωί

και η λιακάδα ζεσταίνει τα σπλάχνα μου.

 

Αυτό να πείτε στον πρώτο αναγνώστη.

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ ποιήτρια Μελισσάνθη και το δημοτικό τραγούδι
Επόμενο άρθροΒασιλεία Οικονόμου, Elikon

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ