Αρσένι Ταρκόφσκι: Αυτοβιογραφικές σημειώσεις

0
1894

(Μετάφραση από τα ρωσικά: Δ.Β.Τριανταφυλλίδης).

Εγώ, ο Αρσένι Αλεξάντροβιτς Ταρκόφσκι, γεννήθηκα το 1907, στην πόλη Κιροβογκράντ (τότε Ελιζαβέτγκραντ) στην Ουκρανία (στο τότε Κυβερνείο της Χερσόνας).

 

Ο πατέρας μου – Αλεξάντρ Κάρλοβιτς – συνελήφθη για την υπόθεση της απόπειρας δολοφονίας του Κυβερνήτη του Χάρκοφ· ήταν μέλος του κόμματος της Λαϊκής Βούλησης. Συνελήφθη στα φοιτητικά έδρανα, σπούδαζε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρκοφ.

 

Ο πατέρας μου για δύο ή τρία χρόνια ήταν στην απομόνωση, πέντε χρόνια στη φυλακή, μετά από αυτό για είκοσι χρόνια έζησε εξόριστος στο χωριουδάκι Τούνκα (στην περιοχή Τουρουχάνσκι).

 

Μέχρι να μπει φυλακή και να εξοριστεί ήταν παντρεμένος με την Αλεξάνδρα Αντρέγιεβνα Σορόκινα, – η οποία επίσης συνελήφθη ταυτόχρονα με τον πατέρα μου, σύντομα όμως απελευθερώθηκε και, αφού γέννησε ένα κοριτσάκι – την αδελφή μου Λεονίλλα Αλεξάντροβνα, πέθανε, νομίζω, από χολέρα.

 

Στην εξορία πήγαινε να επισκεφτεί τον πατέρα, η θεία Βέρα Κάρλοβνα, η οποία αγαπούσε πολύ τον «Σάσενκα». Όταν μετέφεραν τον πατέρα μου από τη μια φυλακή στην άλλη, τον συνόδευσε μάλιστα και στη μακρινή Τούνκα.

 

Ο πατέρας έλεγε ότι η πιο σκληρή φυλακή ήταν του Ορλόφ, πολύ πιο σκληρή από την φυλακή του στο Φρούριο του Πέτρου και Παύλου, όπου έμεινε, επίσης, φυλακισμένος.

 

Στη συνέχεια, επιστρέφοντας στο Ελιζαβέτγκραντ, ο πατέρας, όντας υπό στενή παρακολούθηση από την αστυνομία, υπηρέτησε στην τράπεζα της πόλης. Προς το τέλος της αυτοκρατορίας ήταν σύντροφος του διευθυντή της τράπεζας. Δεν τον διόρισαν διευθυντή της τράπεζας, ανεξάρτητα από το μεγάλο κύρος που διέθετε σε αυτόν τον κλάδο.

 

Με την μητέρα μου, την Μαρία Ντανίλοβνα, παντρεύτηκε το 1902. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν ο Βαλέρι, ο αδελφός μου (1903) και εγώ.

 

Ο πατέρας μου μιλούσε ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά, πολωνικά, σερβικά. Το 1915 άρχισε να τον επισκέπτεται κάποιος Εβραίος που έμοιαζε με ραβίνο: ο πατέρας έμαθε αρχαία εβραϊκά.

 

Δυστυχώς, δεν κληρονόμησα την έφεση του προς τις ξένες γλώσσες. Σπούδασα στο γυμνάσιο του Κριζανόβσκι, όπου είχε εξαιρετικούς δασκάλους. Το γυμνάσιο (ιδιωτικό) ήταν «κλασσικό», αλλά η διδασκαλία των θετικών επιστημών εκεί ήταν πάντα άριστη, το εργαστήριο της Φυσικής, το εργαστήριο της Χημείας ήταν πολύ καλά εξοπλισμένα, οι διάφορες συλλογές – εντόμων, πετρωμάτων – ήταν ιδιαίτερα πλούσιες· μας τις έδειχναν συχνά σ’ εμάς τους γυμνασιόπαιδες: ο Μιλέτι Κάρποβιτς Κριζανόβσκι, ήταν εραστής των θετικών επιστημών, παρότι ο ίδιος ήταν φιλόλογος.

Αφού φοίτησα τρία χρόνια (την 1η, 2η, και 3η τάξη) στο γυμνάσιο, πήρα μεταγραφή για την 6η ομάδα του σχολείου εργασίας, το οποίο μόλις είχε αρχίσει να οργανώνεται εκείνη την εποχή.

 

Από τους συμμαθητές μου θυμάμαι μόνο τον Μπονταρένκο, τον Σλιντσένκο, τον Ζαμάνσκι, τον Ποβολότσκι – άλλους να θυμηθώ δεν μπορώ.

 

Για τα σχολικά μου χρόνια θα μιλήσω αργότερα, επιστρέφω σε πολύ παλαιότερες εποχές.

 

Θυμάμαι πολύ καλά τον δόκτορα Μιχαλέβιτς.

 

Με τον Αφανάσι Μιχαήλοβιτς Μιχαλέβιτς ο πατέρας μου ήταν συνεξόριστος στη Τούνκα. Είχε εξοριστεί για την υπόθεση των Ουκρανών σοσιαλιστών.

 

Την εποχή εκείνη είχε πια γκριζάρει πολύ, και στο κεφάλι, και στα γένια, και στο μουστάκι, δεν είχε ούτε μία μαύρη τρίχα· ήταν πανύψηλος, γαλανομάτης, – τα μάτια του ήταν αγαθά και ακτινοβολούσαν. Χτένιζε πάντα τα μαλλιά του με αριστερή χωρίστρα. Το καλοκαίρι κυκλοφορούσε με ένα λευκό καυκασιανό καπέλο με μεγάλο γείσο, λινό σακάκι και βακτηρία. Ήταν γιατρός. Ήταν ο θεράπων μου ιατρός στην παιδική μου ηλικία. Μύριζε πάντα καθαριότητα, είχε μια ανάλαφρη μυρωδιά φαρμάκων και λευκού ψωμιού.

 

Ήμουν φιλάσθενος, μου έδιναν πολλά φάρμακα.

 

Εκείνος τα καταργούσε και με θεράπευε με κάτι πολύ νόστιμο, με σιρόπια. Μια χαρά, επιβίωσα.

 

Ο Αφανάσι Ιβάνοβιτς ήταν οπαδός του Σκοβοροντά. Ήξερε απ’ έξω τα έργα του γέροντα Γκριγκόρι, όμως θρησκευόμενος, σε κάθε περίπτωση, εμφανώς θρησκευόμενος δεν ήταν. Ίσως και να ήταν, αλλά όχι σε μεγαλύτερο βαθμό από τους υπόλοιπους γνωστούς μας.

 

Ο πατέρας μου έλεγε πως στη Τούνκα, όπου ζούσαν μαζί, τον ξυπνούσε τις νύχτες:

– Αλεξάντρ Κάρλοβιτς, κοιμάστε;

 

– Κοιμάμαι.

 

– Κοιμηθείτε, κοιμηθείτε λοιπόν.

 

Του άρεσε ακόμη, τις νύχτες επίσης, να παίζει βιολί και να ψάλλει. Νομίζω πως είχε σπουδάσει σε εκκλησιαστικό σεμινάριο.

 

Ήταν πολύ άτυχος στην προσωπική του ζωή. Αυτό αφορά στα παιδιά του· αγαπούσε πάρα πολύ τη γυναίκα του, κι εκείνη το ίδιο. Παντρεύτηκε στην εξορία μια χωρική, την διαπαιδαγώγησε, τις έμαθε γράμματα.

 

Ήταν πολύ έξυπνη, τα μάτια της, θαρρείς και σε διαπερνούσαν.

 

 

Τα παιδιά του – αρκετά άτομα, όλα ήταν αγοράκια – πέθαιναν το ένα μετά το άλλο: το ένα δηλητηριάστηκε με ποντικοφάρμακο, το άλλο αυτοπυροβολήθηκε ενήλικας πλέον, το τρίτο και το τέταρτο πέθαναν απλά.

 

Απέμεινε ζωντανός μόνο ένας γιος, ο οποίος ήταν στο πολεμικό ναυτικό. Δεν αγαπούσε και δεν σεβόταν τον Αφανάσι Ιβάνοβιτς, και όταν ήταν μπροστά ο Αφ(ανάσι) Ιβ(άνοβιτς) κι ανέφεραν τον γιο του, εκείνος σκυθρώπιαζε κι έμενε σιωπηλός.

 

Μια φορά κάποιος, μετά πια από το θάνατο του πατέρα, ήρθε να μας επισκεφτεί και είπε ότι Αφανάσι Ιβάνοβιτς πέθανε. Μαζί με την μητέρα μου βρήκαμε λουλούδια και τρέξαμε στο σπίτι του . . . όπου τον συναντήσαμε στο δρόμο: ήταν ζωντανός κι ερχόταν σπίτι μας. Τι χαρά που κάναμε! Θυμάμαι, πόσο χαρούμενα γελούσε, πόσο συγκινήθηκε με το γεγονός ότι με την μητέρα μου είχαμε στεναχωρηθεί τόσο πολύ ακούγοντας την είδηση του δήθεν θανάτου του.

 

Ο Αφανάσι Ιβάνοβιτς αγαπούσε πολύ τον πατέρα και μετέφερε όλη αυτή του την αγάπη και σ’ εμένα. Μόνο αυτός δεν γελούσε με τα ποιήματα που έγραφα τότε – τα οποία, άλλωστε, ήταν τόσο πρωτόγονα -, αφού τα άκουγε προσεκτικά, στη συνέχεια τα ερμήνευε και μου διάβαζε ποιήματα του Γκριγκόρι Σκοβοροντά, τα οποία θυμάμαι μέχρι σήμερα: «Κάθε πόλη έχει το δικό της ήθος και νόμο…» Με παρηγορούσε το γεγονός ότι η μαμά και άλλοι οικείοι γελούσαν όχι μόνο με τα δικά μου ποιήματα, αλλά και με τους στίχους του Σκοβοροντά, τους οποίους εγώ αγαπώ και οι οποίοι είναι τόσο όμορφοι.

 

Τότε μιμούμουν τον Σολογκούμπ, τον Σεβεριάνιν, τον Χλέμπνικοφ, τον Κρουτσενίχ και, σίγουρα, ακόμη μερικούς άλλους.

 

Έγραφα τέτοιους τερατώδεις στίχους που σήμερα δεν μπορώ να τους θυμηθώ χωρίς το αίσθημα της βασανιστικής ντροπής, και παρόλο που τώρα πια θεωρώ πως ήταν κρίμα, τους έκαψα.

 

Τότε στίχους (όχι, τους έμαθα αργότερα) έγραφαν ο Γιούρι Νικίτν, ο Κόλια Στανισλάβσκι, ο Μιχαήλ Χοραμάνσκι, ο οποίος στη συνέχεια κατέφυγε στην Πολωνία και εκεί έγινε διάσημος επιφυλλιδογράφος. Ο Χοραμάνσκι ήταν ο δάσκαλός μας. Έγραφε στίχους ανθρώπινους, μετέφραζε από τα γαλλικά Βερχάρν και συμβολιστές, ήταν ο πρώτος που μας έδειξε και μας εξήγησε μέσες – άκρες τη «νέα ποίηση».

 

Ο Γιούρι Νικίτιν και ο Κόλια Στανισλάβσκι ήταν θεατρικοί τύποι, στη συνέχεια, νομίζω, έγιναν και ηθοποιοί. Ασχολήθηκα κι εγώ λίγο με το θέατρο, έπαιξα στη σκηνή, αυτό μου όμως το ενδιαφέρον έχει χαθεί ανεπιστρεπτί χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.

 

9 Αυγούστου 1945

 

 

Οι Σνεγκέλι  μου

 

Ήμουν δεκαέξι χρονών, όταν ήρθα στην Μόσχα. Σ’ εμάς στο Νότο δεν είχαν προλάβει ακόμη να συνέλθουν από τον εμφύλιο πόλεμο. Πριν από δύο τρία χρόνια τα παιχνίδια των συνομηλίκων μου αλλά και τα δικά μου ήταν χειροβομβίδες, σφαίρες, πιστόλια και, μάλιστα, βλήματα πυροβολικού. Μας είχε διαπαιδαγωγήσει ο ρομαντισμός του εμφυλίου πολέμου. Το τεθωρακισμένο τραίνο ήταν για μας πολύ πιο ρεαλιστικό από το γυμνάσιο. Για τα παιδιά της ηλικίας μου το να βγει στο δρόμο δίχως να οπλοφορείς από το κεφάλι μέχρι τα νύχια ήταν απλά απαράδεκτο.

 

Και εγώ και οι φίλοι μου ήμασταν πολύ φτωχοί. Είχαμε συνηθίσει να ζούμε στα όρια της πείνας και να φοράμε ρούχα, ραμμένα από στρατιωτικές χλαίνες και φανέλες. Πολύ σπάνια μπορούσες να συναντήσεις ένα καλοντυμένο παλικαράκι. Τους θεωρούσαμε κατοίκους άλλου πλανήτη.

 

Έτσι, ήμουν δεκαέξι χρονών, όταν ήρθα στην Μόσχα. Έφερα μαζί μου ένα τετράδιο με ποιήματα και την ικανότητα να μπορώ να ζω χωρίς να έχω φάει δύο ημέρες στη σειρά. Στην Μόσχα ήρθα για να σπουδάσω.

 

Μετά τις εξετάσεις, οι οποίες ήταν η ανάγνωση των ποιημάτων μου και συζητήσεις για τη λογοτεχνία, έγινα δεκτός στο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου, όπως και σήμερα, το Λογοτεχνικό Ινστιτούτο, νεαροί, χωρίς διακρίσεις – ταλαντούχοι ή ατάλαντοι – προσπαθούσαν να σπουδάσουν για να γίνουν επιφυλλιδογράφοι ή ποιητές. Ένας από τους εξεταστές μου ήταν ο Γκεόργκι Αρκάντιεβιτς Σενγκέλι. Ποτέ δεν είχα δει άνθρωπο ντυμένο όπως αυτός. Φορούσε ρεντιγκότα – μια μακριά, καθηγητική ρεντιγκότα, κοντό μέχρι τα γόνατα παντελόνι, το οποίο ζούσε μια δεύτερη ζωή: κάποτε ήταν μακρύ, παραφορέθηκε, στη συνέχεια – το έκοψαν και με τα κομμάτια του μπάλωσαν τα φθαρμένα μέρη. Στα πόδια του ο καθηγητής φορούσε στρατιωτικά κουρέλια. Στη μύτη του επιδέξια στεκόταν ένα πενσνέ σαν του Τσέχωφ. Ο Σενγκέλι ήταν νέος, ιδιαίτερα για καθηγητής. Η φωνή του είχε μια βαθιά μαλακή χροιά, ήταν χαμηλή και πολύ ευέλικτη. Μάντεψα αμέσως: ο καθηγητής είναι από τα μέρη μας, άνθρωπος του Νότου. Και αλήθεια – ήταν από το Κέρτς, στη Μόσχα είχε έρθει προσφάτως. Ήταν κομισάριος των τεχνών στη Σεβαστούπολη. Αγαπούσε τα όπλα όπως κι εγώ. Θα περάσει καιρός – θα κάνει μαθήματα στη φυλακή, στον λογοτεχνικό κύκλο των κρατουμένων. Γι’ αυτό και θα του δώσουν περίστροφο, εκείνος μου το έδειξε, κι εμείς θα το καθαρίζαμε παρέα, τρεις φορές την εβδομάδα.

 

Μου φαινόταν παράξενο που ο Σενγκέλι ήταν καθηγητής. Για μένα ήταν ποιητής. Δεν πίστευα πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ποιητής και επιστήμονας. Όσο ήμουν παιδί, πάνε τρία χρόνια πριν τον γνωρίσω, είχα διαβάσει ένα βιβλίο με τα ποιήματά του, με τίτλο «Όστρακο». Εκείνη την εποχή μου χάρισε το «Δοκίμιο για τον ρωσικό στίχο» που είχε γράψει.

 

Εκείνη την εποχή υπήρχαν δύο είδη ποιητών: οι πρώτοι ήταν οι επαναστάτες (ο Ντεμιάν Μπέντι, ο Κυρίλλοφ, ο Γκάστεφ, ο Αλεξαντρόβσκι, ο Γκερασίμοφ). Οι άλλοι ποιητές έσπευσαν στη Ρωσικής Σοβιετική Ομοσπονδία Σοβιετικών Δημοκρατιών από την πρώην αυτοκρατορία και ήταν απλά ποιητές (ο Κουζμίν, ο Σολογκούμπ, ο Αντρέι Μπέλι, ο Βασίλι Κάμενσκι).

 

Τότε δεν είχα καλή εικόνα της γραμματείας μας, οι έννοιες δεν μου ήταν απολύτως ξεκάθαρες. Θαύμαζα τον Σενγκέλι.

 

Ήταν ποιητής, «απλώς», έγραφε ποιήματα για την επανάσταση: «Ανθυπασπιστής Μερτβετσόφ», «Θωρηκτό Ποτέμκιν», «Πέντε χρόνια, πέντε σιδερένια κρανία», ποιήματα για το πώς αγαπάει τις λέξεις, στις οποίες ενώνονται ο στόχος και η δύναμη «υαλοθραύστης», «μαλλινοτρίφτης», «τσοχένιος» . . .

 

Τότε δημοσίευσαν κάθε είδους ποιήματα, ακόμη και στις κρατικές εκδόσεις. Τα ποιήματα του Σενγκέλι ήταν απολύτως ειλικρινή: δεν ήταν ικανός να γράψει υποκρινόμενος άλλες σκέψεις ή αισθήματα. Ανακάλυψα πως μπορώ να γράφω στίχους και για ζητήματα συγκαιρινά. Έμεινε έκπληκτος: δεν το ήξερα αυτό πριν από τη γνωριμία μου με τον Γκεόργκι Αρκάντιεβιτς. Μέχρι πρόσφατα υπέθετα πως ποιήματα πρέπει να γράφουμε γύρω από τα παλιά, δοκιμασμένα, κλασσικά θέματα, για την πτώση της Τροίας, για παράδειγμα, και ερωτικά, και μάλιστα η σύγχρονη εποχή μπορεί να υπάρχει στα ποιήματα μόνο της τελευταίας κατηγορίας, – τα ερωτικά. Ήταν μια πλάνη, όχι λιγότερο, άλλωστε, εντυπωσιακή, από οποιαδήποτε άλλη πλάνη. Ο Σενγκέλι την διέλυσε.

 

Έγινε δάσκαλος μου σε όλα όσα αφορούν στην ποιητική δημιουργία. Πριν απ’ όλα, μου δίδαξε τη σύγχρονη ποίηση. Όταν ανέβαινα πολύ ψηλά στα αρχαία όρη, εκείνος μ’ άρπαζε από τα πόδια και με κατέβαζε στη γη. Μου έλεγε: – γιατί δεν γράφετε ένα ποίημα, – ας πούμε, για τον αστυνομικό; Αυτός, βλέπετε, εκπληρώνει εξαιρετικά σημαντικές αποστολές: ενσαρκώνει την εξουσία του κράτους σε αυτό το σταυροδρόμι.

 

Μου έλεγε: – Νομίζω πως πρέπει οπωσδήποτε να πάτε σε ένα μεγάλο εργοστάσιο μεταλλουργίας και να δείτε πως δουλεύουν εκεί. Στα ποιήματα πρέπει να εξοικονομείτε κινήσεις, έχοντας προκαταβολικά συσσωρεύσει δυνάμεις.

 

Ο Σενγκέλι ζούσε την εποχή εκείνη στην πάροδο Μπορίς και Γκλέμπ, σε κάποιον ψηλό όροφο, σε ένα δωμάτιο, μαζί με τη σύζυγό του Νίνα Λεόντιεβνα. Είχα ένα σκύλο, τον Βορόν, ράτσας ντόμπερμαν – πίντσερ.

 

Η σκεπή έσταζε. Οι σπιτονοικοκύρηδες έβαζαν λεκάνες, κουβά και κουτιά από κονσέρβες, και τα ρυάκια του νερού απεχθέστατα χτυπούσαν πάνω στους ντενεκέδες. Το δωμάτιο ήταν στενάχωρο, κι έγινε ακόμη πιο πολύ, όταν οι Σενγκέλι με εγκατέστησαν κάτω από το γραφείο. Εκεί ήταν το κρεβάτι και η ηλεκτρική μου λάμπα.

 

Δεν είχα χρήματα. Ο Γκεόργκι Αρκάντιεβιτς με τάιζε και με υποχρέωνε να γράφω ποιήματα.

 

Κυλούσαν οι μήνες. Ζούσα πια όχι κάτω από το γραφείο, αλλά στο δωμάτιο κάποιου κοτετσιού πίσω από την Ταγκάνκα. Άρχισα να έχω χρήματα. Έγινα δημοσιογράφος. Να πως συνέβη αυτό. Ο Γκεόργκι Αρκάντιεβιτς μου είπε: – Ξέρετε κάτι; Φεύγω από τον «Γκουντόκ». Δεν έχω χρόνο. Σ’ αυτή την εφημερίδα είμαι υπεύθυνος για ένα χρονογράφημα με διεθνή θέματα και το δικαστικό ρεπορτάζ. Ασχοληθείτε εσείς λοιπόν μ’ αυτό.

 

– Δεν ξέρω, – είπα.

 

Φοβήθηκα. Νόμισα ότι καλύτερα να πεθάνω, παρά να γράψω μια επιφυλλίδα σε στίχους για κάποιο θέμα της διεθνούς επικαιρότητας. Φυσικά, είναι πιο εύκολο, απ’ ότι σε πρόζα, αλλά ποτέ, ποτέ δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω.

– Καλύτερα να πεθάνω, παρά να γράψω επιφυλλίδα, – είπα.

 

– Τι άλλο θ’ ακούσω. Ορίστε η εφημερίδα, βρείτε ένα θέμα! Πήρα την εφημερίδα και όντως βρήκα ένα θέμα.

 

– Ορίστε, – είπα, – κοιτάξτε, Γκεόργκι Αρκάντιεβιτς: Ο Πιλσούντσκι στη συνεδρίαση της Βουλής . . .

 

Δεν θυμάμαι, τι σκάνδαλο είχε κάνει τότε ο Πιλσούντσκι, αλλά ο δάσκαλος μου είπε: – Έκτακτα! Γράψτε για τον Πιλσούντσκι! Αμέσως ! Όταν το γράψετε, θα πάμε στο «Γκουντόκ» και θα γίνεται συνεργάτης της σύνταξης.

 

Έτσι ο Σενγκέλι συνέδεσε τη ζωή μου με την εφημερίδα, ώστε, – αν αυτός με τη Νίνα Λεόντιεβνα φύγουν από την Μόσχα για το καλοκαίρι, – εγώ να μην πεθάνω από την πείνα και να δω τι θα πει εργασία και πραγματική ζωή.

 

Χάθηκε ο Βορόν, το ντόμπερμαν – πίντσερ. Ήταν γέρικο. Έφυγε για να πεθάνει. Τα ζώα ξέρουν, πόση θλίψη και φροντίδες συνδέονται με τον θάνατο τους, και, αν έχουν ακόμη δυνάμεις, φεύγουν για να πεθάνουν μακριά από το σπίτι. Ο Βορόν έφυγε. Οι Σενγκέλι έγραψαν επιστολές σε διάφορα μέρη, όπου τα σκυλιά δεν επιβιώνουν, αν βρεθούν εκεί. Έγραψαν περισσότερες από τριακόσιες επιστολές με την παράκληση να τους επιστραφεί ο σκύλος ή να ενημερωθούν για το που βρίσκεται. Τους βοήθησα λίγο σ’ αυτό, πήγα σε διάφορες διευθύνσεις, στα μέρη θανάτωσης των σκύλων. Ο Βορόν δεν υπήρχε πουθενά. Ο Γκεόργκι Αρκάντιεβιτ ήταν πολύ φίλος με τον Βορόν. Χάθηκε ο φίλος. Ο Γκεόργκι Αρκάντιεβιτς θρηνούσε και τα μαλλιά του έγιναν γκρίζα. Ήταν φίλος με τους ανθρώπους. Η φιλία ήταν γι’ αυτόν έννοια ιερή. Πιστεύω ότι εν ονόματι της φιλίας μπορούσε να ριχτεί στη φωτιά δίχως καν να το σκεφτεί.

 

Έκανε πολλά καλά σε ανθρώπους μα ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτό.

 

Είχε πολλά από εκείνο το αγόρι που μεγάλωσε στο Νότο στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Του άρεσαν τα πιστόλια, ακόμη και τα ψεύτικα, αγαπούσε τα σπαθιά, του άρεσε να παλεύει με τους φίλους του: ποιος θα κινήσει ποιον, ποιος θα κατεβάσει το χέρι του αντιπάλου στο τραπέζι . . . του άρεσε το σκάκι, ήταν καλός ξιφομάχος.

 

Κάποτε πέταξε και με ένα αυτοσχέδιο αεροπλάνο. . .

 

Η μαύρη θάλασσα είναι το μοναδικό φόντο του πορτραίτου του.

 

Αγαπούσε τα ιστιοφόρα.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ο Σενγκέλι έγινε διευθυντής του τμήματος λογοτεχνίας των λαών της Ε.Σ.Σ.Δ. στον εκδοτικό οίκο «Κρατικές Εκδόσεις». Κάλεσε στον εκδοτικό οίκο μερικούς συνομηλίκους μου, τους οποίους ντάντευε, όπως κι εμένα, κάλεσε κι εμένα και μας έμαθε να μεταφράζουμε ποιήματα.

 

Αρχές του πολέμου. Όλοι οι γνωστοί μου έφυγαν. Μερικές φορές φυλάω σκοπιά μαζί με τον Σενγκέλι στην σκεπή του σπιτιού, όπου ζει, στην οδό 1η Μεστσάνσκαγια. Πάνω από την Μόσχα με το βουητό των κινητήρων τους πετούν τα Γιούνκερς. Ο Σενγκέλι αντιλαμβάνεται την ταραχή μου και αρχίζει μια εξαιρετικά ήρεμη συζήτηση, προκειμένου να νιώσω καλύτερα στον κόσμο τούτο – κάτω από τον μαύρο θορυβώδη ουρανό, τυφλωμένο από τους γαλάζιους προβολείς, στην σκεπή ενός επταώροφου κτιρίου, στη μέση ενός φλεγόμενου δακτυλίου γύρω από την Μόσχα, στον οποίο έβαλαν φωτιά οι εχθρικοί πιλότοι.

 

Ο φλόγες – εδώ κόκκινες, πιο πέρα – πράσινες: καίγονται οι αποθήκες Λακοκράσκι στην Κράσναγια Πρέσνα. Το πρόσωπο του Σενγκέλι όμορφο και πολύ ήρεμο – δεν είναι αδιάφορος, είναι η αποφασιστική ηρεμία του παλιού πολεμιστή, που πιστεύει ακράδαντα μέσα του ότι όλα θα τελειώσουν με τη νίκη μας.

 

Όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου σπάνια και για λίγο επισκεπτόμουν την πρωτεύουσα, – τον επισκεπτόμουν στο παγωμένο, χωρίς θέρμανση διαμέρισμά του και του έλεγα για το πώς κατόρθωσα να δω την εξόντωση των χιτλερικών έξω από την Μόσχα, αλλά και για τις μάχες στην πεδιάδα του Κούρσκ.

 

– Βλέπετε, – μου έλεγε, – δεν ήταν τυχαίο που σας πήγα στο «Γκουντόκ»: σας ωφέλησε πολύ. Τώρα θα σας ήταν πολύ πιο δύσκολο να δουλέψετε στην εφημερίδα – χωρίς προετοιμασία . . . Τι πιστόλι έχετε; Για δείξτε το μου! Έπιασε το πιστόλι, έβγαλε τη γεμιστήρα, πέταξε τις σφαίρες από τη θαλάμη, σκόπευσε τη γωνία και πάτησε τη σκανδάλη.

 

– Το χέρι μου δεν τρέμει, δείτε, – έτσι δεν είναι; Το χέρι του όντως ήταν πολύ σταθερό.

 

Μένει στο σπίτι, δεν βγαίνει έξω καθόλου. Είναι άρρωστος. Αδύνατος, σαν πουλάκι, παλεύει με τις «φυσαρμόνικες» του.

 

Είναι διαγράμματα, στα οποία φαίνεται η σχέση του ρυθμού των στίχων και της προφοράς του στίχου. Ο Σενγκέλι έκανε τιτάνια εργασία, υπολογίζοντας πως θα κρατήσει σχεδόν είκοσι χρόνια. Πέθανε, χωρίς να προλάβει να την ολοκληρώση. Άφησε πολλά δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ποιήματα, μεταφράσεις όλων των έργων του Μπάιρον, τόμους με μεταφράσεις του Ουγκό, του Βερχάρεν, σοβιετικών ποιητών. Οι δημοσιευμένες και αδημοσίευτες έρευνες του πάνω στη θεωρία της λογοτεχνίας, ένα τεράστιο λεξικό της γλώσσας του Πούσκιν, και, μάλλον, ξεχνάω πολλά ακόμη απ’ όσα έκανε, πολύ σημαντικά για τον πολιτισμό του λαού μας.

 

Έγραψε: «η σφηνοειδής μου μνήμη» … Πόσα ήξερε! Πόσα θυμόταν! Τον ενδιέφεραν: οι ξένες γλώσσες, η στατιστική, η πολιτική, η οικονομία, τα μαθηματικά, η φυσική (ιδιαίτερα η ακουστική), η ιστορία, η σύγχρονη πολιτική ζωή, η αστρονομία, η ιατροδικαστική ψυχιατρική, η ψυχολογία των ονείρων, η ιατρική, η γεωγραφία, η αισθητική, η φιλοσοφία, η χημεία.

 

Κάποτε ήμουν πολύ νέος, όπου κι αν πήγαινα ήμουν ο νεότερος. Τώρα συχνά, πολύ συχνά, είμαι ο μεγαλύτερος όλων. Όταν γνώρισα τον Σενγκέλι, ήταν ακόμη πολύ νέος. Αλλά, εννοείται, ήταν πάντα μεγαλύτερος από εμένα. Κι αν μου ήταν πολύ δύσκολο να του ζητήσω μια συμβουλή, εκείνος πάντα μου έδινε μια σωστή συμβουλή. Προσπάθησα να μάθω πολλά από αυτόν και του οφείλω πολλά.

 

Όταν πέθανε, εγώ, όπως και πολλοί άλλοι που τον γνώριζαν, συγκλονιστήκαμε από αυτή την παράδοξη ατυχία που του έδωσε τόσο πόνο . . . Φυσικά, θα πρέπει να εκδοθούν όλα τα ποιήματα του, να δημοσιευτούν όλες οι επιστημονικές του εργασίες.

Εκείνο όμως που είχε, πέραν των ποιημάτων του και της επιστήμης – ήταν ότι ο ίδιος ήταν ένας πανίσχυρος και αρμονικός μηχανισμός ζωτικότητας, πράγμα που για μένα προσωπικά είναι πολύ πιο σημαντικό  όχι μόνο από την ποίησή του, αλλά γενικά από οποιοδήποτε ποίημα, όσο κι αν κι εγώ ασχολούμαι με την στιχοπλοκή. Ο Σενγκέλι ήταν, αν μου επιτρέπεται να πω – πιο ποιητικός από οποιοδήποτε ποίημα, το οποίο θα μπορούσε να γραφτεί για εκείνον. Το λέω αυτό προκειμένου έστω και κατ’ ελάχιστον να διατυπώσω την ουσία του, η οποία μας είναι τόσο αναγκαία και η απώλεια της είναι τόσο βαριά. Θα ήθελα όλοι οι νέοι άνθρωποι που αναζητούν το κλειδί για την τέχνη, να βρουν τον Σενκγέλι του, γιατί χωρίς αυτόν είναι τόσο δύσκολα.

 

Φεβρουάριος 1958

 

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροO μικρός αγωνιστής Νικηφόρος Βρεττάκος
Επόμενο άρθροAlbert Camus: από την Πτώση στον Ξένο του Βισκόντι

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ