Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα,ή/και Λόγος περί Προόδου (του Θανάση Καράβατου)

0
999

 

 

 

 

Του Θανάση Καράβατου

 

Η επιστήμη «δικαιούται» να σφάλλει. Κάτι περισσότερο, υποχρεούται να σφάλλει αν θέλει να λέγεται επιστήμη. Κι αυτό γίνεται προφανές αν σταθούμε στην υπενθύμιση του Παναγιώτη Πεφάνη πως, για τον Georges Canguilhem, «το σφάλμα με τις ποικίλες πτυχές του και η εξ αυτού προκύπτουσα πολωτική λειτουργία αποτελούν σημαντικούς μοχλούς κίνησης της καθημερινής πρακτικής του επιστήμονα, του ιστορικού της επιστήμης, του επιστημολόγου».[1] Όπως επίσης, αν σταθούμε και στη διαπίστωση του Thomas Kuhn πως τα σφάλματα, όταν γίνουν υπέρτερα και προκαλέσουν «κρίση», γίνονται «χρήσιμα», επειδή συμβάλλουν στην αλλαγή των παραδειγμάτων, δηλαδή των θεωρητικών και πρακτικών παραδοχών που υιοθετεί η επιστημονική κοινότητα και τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους όντας ασύμμετρα. Ως κοινωνική πρακτική, η επιστήμη προχωρούσε πάντα με την ανάδειξη αντιφάσεων στο εσωτερικό της. Κι ας προσθέσω ακόμα ότι δεν έχει πάψει η διαψευσιμότητα του Popper να θεωρείται κριτήριο επιστημοσύνης, παρά τους όποιους περιορισμούς που έχουν διατυπωθεί. Σε γενικές γραμμές, τα επιστημονικά δεδομένα είναι πάντα δεδομένα στο φως θεωριών που ισχύουν όσο καιρό αντέχουν στη βάσανο της διάψευσης.

Πρόβλημα, επομένως, δεν είναι το «σφάλειν» της επιστήμης, αλλά η ιδεολογική της χρήση που γνωρίσαμε στο παρελθόν και βλέπουμε να οξύνεται στις μέρες μας. Όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με το «δόγμα του DNA», που περιέγραφε ο Richard Lewontin στο βιβλίο του Η βιολογία ως ιδεολογία.[2] Όπως το βλέπουμε σήμερα στην πληθωρική πλέον χρήση μιας αρχικά μεταφορικής διατύπωσης, όπως η έκφραση «είναι στο DNA μου/μας», που έχει μετατραπεί σε συλλογική κοινότοπη αντίληψη, για να προσθέτει τη βαρύτητα της βιολογίας σε κάποιο επιχείρημα ανωτερότητας ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός έθνους, μιας «φυλής» και να γίνεται έτσι αυτονόητα αποδεκτή. Χώρια η καταχρηστική επίκληση του DNA σε συζητήσεις πάσης φύσεως και επί παντός επιστητού, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη λέξη «φιλοσοφία».

Απλά δείγματα όλα αυτά του τρόπου με τον οποίο μπορούν να «διαχέονται στο ευρύ κοινό οι φυλετικές θεωρίες», για να «ταξιδέψουν  από χώρα σε χώρα», να «προσαρμοστούν στις εκάστοτε συνθήκες», να «εκλαϊκευτούν, να «ενσωματωθούν σε κρατικές πολιτικές», όπως γράφει η Έφη Αβδελά, εισάγοντάς μας στον συλλογικό τόμο Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα – Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Η πολύτιμη αυτή προσφορά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης και των Εκδόσεων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, έχει την αφετηρία της σε σχετικό Συνέδριο που διεξήχθη το 2014 από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη και το περιοδικό Τα Ιστορικά που γιόρταζαν τα 30χρονά τους. Γόνιμη η απόσταση από την αφετηρία γιατί, όπως σημειώνει η Έφη Αβδελά, τα κείμενα των ανακοινώσεων «έγιναν αντικείμενο συστηματικής επεξεργασίας από τους συγγραφείς, έπειτα από παρατηρήσεις ανώνυμων κριτών».

Ο συλλογικός αυτός τόμος των 500 σελίδων, με την εκτεταμένη εισαγωγή και τα 19 κεφάλαια  21 συγγραφέων, επιμερίζεται σε 4 μέρη που αναφέρονται:

ü  στη συγκρότηση της επιστήμης (ανθρωπολογία, υγιεινή, εγκληματολογία),

ü  τις πολιτικές χρήσεις (π.χ. στην υποδοχή μαρξισμού και δαρβινισμού),

ü  τη λογοτεχνία & ιστορία της τέχνης (π.χ. η θεωρία του εκφυλισμού),

ü  τις σύγχρονες αντιφάσεις (ρατσισμού, εθνικισμού, αντισημιτισμού).

Η μεγάλη εμβέλεια αυτής της ευρύτατης θεματολογίας κάνει αναγκαία την αναζήτηση ενός κοινού τόπου που να δένει όλον αυτόν τον όγκο υλικού που προσφέρεται όχι μόνο στους ειδικούς, αλλά και στο ευρύτερο κοινό. Κι αυτός δεν είναι άλλος από την έννοια της απρόσκοπτης και ευθύγραμμης προόδου που ανέδειξε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός του 18ου αιώνα, με την προώθηση του οπτιμισμού – αισιοδοξίας και αποκορύφωσε ο άκρατος επιστημονισμός του 19ου αιώνα, η απόλυτη δηλαδή πίστη στις δυνατότητες των φυσικών επιστημώνˑ αυτή η φαντασιωσική επιστημονική παντοδυναμία, που οδήγησε στη μεγάλη χίμαιρα της απόλυτης βεβαιότητας ότι η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας θα ήταν ικανή να θεραπεύσει με τα επιτεύγματά της όλα τα τρωτά του κόσμου, του ανθρώπου και της κοινωνίας. Η θεωρία της εξέλιξης δρούσε ενισχυτικά προς την ίδια κατεύθυνση.

Ήταν η εποχή του απόλυτου θετικισμού που, σε γενικές γραμμές, απέρριπτε κάθε μεταφυσική εξήγηση των φαινομένων, εγκατέλειπε δηλαδή το «γιατί» και προσηλωνόταν στο «πώς», για να διατυπώσει στη γλώσσα των μαθηματικών τους νόμους της φύσης έπειτα από ενδελεχή παρατήρηση, μέτρηση και πειραματισμό. Στο πλαίσιο αυτό, το μέγεθος και το σχήμα του κρανίου, ο σωματότυπος, το χρώμα του δέρματος άρχισαν να συσχετίζονται με τον πολιτισμό, τη νόηση και τον ψυχισμό των ανθρώπων, καθορίζοντας και ιεραρχώντας έτσι φυλές. Ο κυρίαρχος αυτός λόγος θα διαποτίσει, πέραν της ανθρωπολογίας, την ιατρική και την εγκληματολογία, την πολιτική και την τέχνη.

Στον ίδιο χώρο ρίζωνε και ο σκεπτικισμός που τροφοδοτούσε την εμφανή [κατά Κονδύλη[3]] «ταλάντευση» μεταξύ «αισιοδοξίας-απαισιοδοξίας», που βρήκε πρόσφορο έδαφος και στην Ελλάδα, όπως και τη λογοτεχνική της αποτύπωση. Στον Άγιο Σώστη του Ροΐδη, για παράδειγμα, όπου ο συνομιλητής του Ροΐδη, ένας ρώσος αναρχικός καθηγητής των φυσικών επιστημών, δημηγορεί υπέρ των απόψεων του  Max Stirner, μεταξύ των οποίων και για την «ηλιθιότητα» της πίστης στην «πρόοδο του πολιτισμού».[4]

Η αισιοδοξία του εξελικτικισμού και άκρατου βιολογισμού του Spencer, που προωθούσε την ιδέα ότι ο πολιτισμός είναι η επιτυχέστερη μορφή προσαρμογής, δεν άντεξε στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Το οικοδόμημα του πολιτισμού θεωρήθηκε εύθραυστο, με τον κίνδυνο της παρακμής να ελλοχεύει, όπως εξειδικεύτηκε στον χώρο της ψυχιατρικής με τη θεωρία του εκφυλισμού – «εκφυλισμού» ως προς τον ιδεατό τύπο ανθρώπου που κατασκεύασε ο Θεός (Morel 1857) ή σε σχέση προς τους γεννήτορες (Magnan 1874). Η θεωρία αυτή συνδύαζε τις τότε επικρατούσες σχετικά με την κληρονομικότητα ιδέες με τις γενικότερες κοινωνικο-πολιτισμικές αντιλήψεις, για να ερμηνεύσει την ψυχική νόσο. Ο «πρωτόγονος άνθρωπος», κατώτερος και ανώριμος, αντιπροσώπευε την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, αλλά και υπενθύμιζε στο παρόν τη δυνατότητα έκπτωσής της.[5] Μέσα απ’ αυτό το γενικό κλίμα θα προκύψουν: η εγκληματολογική ανθρωπολογία του Lombroso (1835-1909) με την αναζήτηση σωματικών και ψυχικών στιγμάτων για τον προσδιορισμό του «εκ γενετής εγκληματία ανθρώπου», της «γυναίκας πόρνης», του «εκφυλισμένου» ή της «ιδιοφυΐας», που εκλαϊκεύτηκαν από τον MaxNordau (Εκφυλισμός, 1898 – σε μετάφραση Α. Βλάχου το 1911) και, φυσικά, συζητήθηκαν ιδιαίτερα στη χώρα μας.

Αποδείχθηκε τελικά πως οι ουτοπίες μπορούσαν να γίνουν και έγιναν δυστοπίες. Παράδειγμα, ο «μαλθουσιανικής έμπνευσης» ευγονισμός [eugenism], η μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας εκτροπή μιας ιδιάζουσας αντίληψης κοινωνικής προστασίας και διόρθωσης μέσω της προληπτικής ιατρικής, που χρησιμοποιούσε το κύρος της για να νομιμοποιεί πολιτικούς σχεδιασμούς: από την αποφυγή του κινδύνου κάποιοι «στιγματισμένοι» να γεννήσουν «εκφυλισμένα» παιδιά, προτείνοντας ή επιβάλλοντας την απαγόρευση του μεταξύ τους γάμου,[6] μέχρι την επικρότηση των στειρώσεων σε ομάδες «εκφυλισμένων», ακόμα και στην εξόντωσή τους, όπως στα χρόνια του ναζισμού.[7] Άλλο παράδειγμα, ο βιολογισμός της διάκρισης των «ανθρώπινων φυλών» που κατέληγε στον ρατσισμό και τα συνεπακόλουθά του με την απόλυτη πίστη σε μια ιεραρχημένη κατά επίπεδα διανοητικότητα που «πέρναγε» από τις λεγόμενες κατώτερες φυλές στην κορωνίδα της δημιουργίας και του πολιτισμού, τον λευκό ευρωπαίο άνθρωπο.

Θα τα δούμε όλα αυτά μέσα από τις σελίδες του τόμου που χαρτογραφεί «την εκτεταμένη διάχυση των φυλετικών θεωριών στην Ελλάδα και τα πολλαπλά νοήματα που παίρνει στον χρόνο η έννοια της φυλής», ενώ ταυτόχρονα ιχνηλατεί «τις διαδρομές μέσα από τις οποίες διαδόθηκαν» οι θεωρίες αυτές, «όσο και τους εγχώριους μετασχηματισμούς τους, τις προσαρμογές τους στα ελληνικά ζητούμενα, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, με ασαφή έμφαση στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και ιδίως στον μεσοπόλεμο», όπως εισαγωγικά καταγράφει η Έφη Αβδελά.

Διατρέχοντας εν συνεχεία τα κείμενα του τόμου θα εκθέσει τις ακόλουθες συμπερασματικές διαπιστώσεις που εν συντομία παραθέτω:

ü  Υπήρξε σύζευξη των φυλετικών ιδεών με τον ελληνικό εθνικισμό, αλλά και οριοθέτηση της αποδοχής και της εμβέλειάς τους.

ü  Οι εν λόγω ιδέες προσαρμόστηκαν έτσι ώστε να συναρμολογήσουν ιδιότυπες θεωρίες για την ελληνική φυλή, λειτουργώντας ανασχετικά στην αποδοχή των πιο βιολογικών εκδοχών τους.

ü  Κεντρικός υποδοχέας των φυλετικών ιδεών υπήρξε το Πανεπιστήμιο Αθηνών μέσω των γερμανόφωνης, λόγω σπουδών, επιρροής μεταξύ των επιστημόνων του. Οι ιδέες αυτές όμως δεν απόκτησαν ούτε θεσμική ούτε ιδεολογική εμβέλεια. Η μεταπολεμική αναπαραγωγή τους βασίστηκε στο γεγονός ότι η διδασκαλία τους δεν συνάντησε σοβαρή αμφισβήτηση. Οι εκλαϊκευμένες εκδοχές τους, που κυριάρχησαν ευρύτατα μεταξύ διανοουμένων, λογοτεχνών και κριτικών τέχνης, ήταν επιφανειακές και αποσπασματικές. Οι κρατικοί θεσμοί, συγκυριακά μόνο χρησιμοποίησαν τις φυλετικές θεωρίες και απέρριψαν τη θέσπιση ευγονικών μέτρων.

ü  Ο εθνοφυλετικός λόγος έχει εμφανή παρουσία στο παρόν.

 

*

Όσο για την πρόοδο της επιστήμης, να προσθέσω εν κατακλείδι την επισήμανση του Dominique Lecours πως έχει αναδειχθεί τελευταίως στη σύγχρονη κοινωνία μας ένα «δίπολο» μεταξύ των δυνατοτήτων της επιστήμης και των κινδύνων που αυτή επιφέρει [επιστημονισμός vs καταστροφισμός], που δεν είναι παρά δύο παραλλαγές της αυτής «μυθολογίας» που κολακεύει τον ανθρώπινο ναρκισσισμό, συντηρώντας πάντα μια εσχατολογική αντίληψη με την απλή εναλλαγή του πρόσημου που θέτει στην επιστήμη, «παράδεισος ή κόλαση».[8]

 

[1] Παναγιώτη Πεφάνης. Το σφάλμα ως αξία και μέτρο ορθολογικότητας στο έργο του Georges Canguilhem και η προοπτική για μια διαλεκτική του σφάλματος. Σύναψις, 2005, 2, 40-51.

[2] Richard Lewontin Η βιολογία ως ιδεολογία: το δόγμα του DNAΜτφ Σπ. Σφενδουράκη, πρόλογος του ακαδημαϊκού Κώστα Κριμπά. Σύναλμα, Αθήνα 2000.

[3] Παναγιώτης Κονδύλης. Ευρωπαϊκός διαφωτισμός. Θεμέλιο, Αθήνα 1987, Τ. Β΄, 142-166.

[4] Θανάσης Καράβατος. Ο Ροΐδης και η «νευροεπιστήμη» του 19ουυ αιώνα. ΜΟΤΙΒΟ-Συνάψεις 2017, 163-169.

[5] Jean-Yves Pautrat. L’homme primitif et l’imaginaire de la préhistoire au XIXe siècle. Revue des Sciences Humaines 1992-93, 227, 11-35.

[6] Βλ στα καθ’ ημάς τη διάχυση αυτών των ιδεών στο μυθιστόρημα του Ξενόπουλου Η νύχτα του εκφυλισμού. Θανάσης Καράβατος. Ο έρωτας στα χρόνια της θεωρίας του εκφυλισμού. Σύναψις2017, 44, 15-20.

[7] Θανάσης Καράβατος. Η εκφραστική δύναμη της παραφροσύνης και η ναζιστική αντίληψη περί εκφυλισμένης τέχνης. Εισήγηση στο Στρογγυλό Τραπέζι Η εκφραστική δύναμη της παραφροσύνης της Ημερίδας Παραφροσύνη και Δημιουργικότητα – Ψυχασθένεια και καλλιτεχνική έκφραση, που έγινε στο Ινστιτούτο Γκαίτε [11-2-2011], με την ευκαιρία της Έκθεσης της Συλλογής Prinzhorn στο Μουσείο Μπενάκη, υπό τον τίτλο Αιτία θανάτου: Ευθανασία. Βλ. Σύναψις 2011, 20, 10-15.

[8] Dominique Lecours. Réflexions sur l’avenir de la science. Le Philosophoire 2011, 35, 33-38.

 

info: Φυλετικές θεωρίες στην ΕλλάδαΠροσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα

[Συλλογικός Τόμος], Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Ηράκλειο 2017, σελ. 518.

Επιστημονική Επιμέλεια: Ε. Αβδελά, Δ. Αρβανιτάκης, Ε.-Α. Δελεβερούδη, Ε. Μαθιόπουλος, Σ. Πετμεζάς, Τ. Σακελλαρόπουλος

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΜεταφρασμένη λογοτεχνία, 20 επιλογές (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΕικόνες και ιστορίες της Έφης Καραλέξη (του Θανάση Αγάθου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ