Της Νίκης Κώτσιου.
Το «…Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»(εκδ. Αντίποδες) είναι ένα εντυπωσιακό, αλησμόνητο μυθιστόρημα (σ’αυτό βοηθά και η αξεπέραστη μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά). Η συγγραφέας Φλάνερι Ο’Κόνορ(1925-1964), πιστή καθολική,πέθανε νέα αλλά πρόλαβε με το εμβληματικό έργο της να καθιερωθεί ως μια σπουδαία φωνή που ενοφθάλμισε στο λεγόμενο γοτθικό μυθιστόρημα του Νότου την πυρετική ένταση μιας διαρκώς παλλόμενης θρησκευτικής πίστης. Στο «…Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», μέσα από μια ιστορία δέους και επώδυνης υπαρξιακής αγωνίας που μοιάζει με βιβλική παραβολή, φτιάχνει ένα βαθυστόχαστο φιλοσοφικό μυθιστόρημα ιδεών, που δε σχετίζεται μόνο με τη μεταφυσική διερώτηση αλλά και διερευνά ψυχολογικά την ανθρώπινη φύση σε ακραίες διλημματικές συνθήκες. Το περί θεού ερώτημα και η αρχέγονη πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό είναι οι βασικοί άξονες που προσδιορίζουν τον τόνο και το ύφος προσδίδοντας μια στιβαρή αυστηρότητα κι επισημότητα. Η καταιγιστική πλοκή προκύπτει από τη συγκρουσιακή, εκρηκτική αλληλεπίδραση μεταξύ τριών πρωταγωνιστών που μεταβολίζουν εντελώς διαφορετικά την περί θεού ιδέα. Ο νεαρός Ταργουότερ καλείται να επεξεργαστεί μέσα στο θολωμένο του μυαλό τα αντικρουόμενα, ανταγωνιστικά και αντιθετικά πρότυπα ζωής που ενσαρκώνουν με τρόπο εξόχως γλαφυρό οι δύο θείοι του. Από τη μια η ανένδοτη και αταλάντευτη θρησκοληψία του γερο-Μέισον που παραδίδεται άνευ όρων στη βούληση ενός εκδικητικού θεού, και από την άλλη η ελευθεροφροσύνη του λογοκρατούμενου Ρέυμπερ που αρνείται ευθαρσώς το θεό αλλά πάσχει από έλλειμμα αγάπης και ανικανότητα δράσης. Για τον Ταργουότερ, όλα όσα αποτελούν τη ζωή, τη δική του και των άλλων, είναι ανεξιχνίαστα σημεία που οφείλει να αποκρυπτογραφήσει. Στο τέλος, ο νεαρός χάνεται ολοκληρωτικά μέσα στην απόπειρα «μετάφρασης» ενός κόσμου που τον υπερβαίνει.
Ο Μέισον είναι ένας εκκεντρικός, ημι-παράφρων(από μια άποψη) γέρος, αυτόκλητος προφήτης και ερημίτης που ζει απομονωμένος σε ένα δάσος μεγαλώνοντας τον δεκατετράχρονο ανιψιό του Ταργουότερ. Προσπαθεί να δώσει αυστηρή χριστιανική αγωγή στο παιδί μυώντας το στις χριστιανικές αρχές και προαλείφοντάς το κι εκείνο για προφήτη. Ωστόσο, ο Ταργουότερ δεν φαίνεται να πείθεται στα πύρινα κηρύγματα του θρησκόληπτου θείου του και, όταν αυτός πεθαίνει, εγκαταλείπει την εστία τους και πηγαίνει στην πόλη , με σκοπό να αναζητήσει έναν άλλο θείο, το δάσκαλο Ρέυμπερ που ζει μόνος με το πνευματικά καθυστερημένο γιο του, τον μικρό Μπίσοπ. Ο γερο-Μέισον είχε θέσει, όσο ζούσε, δύο προαπαιτούμενα στον Ταργουότερ, να του εξασφαλίσει χριστιανική ταφή και να βαφτίσει τον Μπίσοπ με κάθε τίμημα. Ο άθεος Ρέυμπερ υποδέχεται με χαρά τον ανιψιό του και υπόσχεται να τον καθοδηγήσει σωστά ώστε να λάβει ικανοποιητική μόρφωση και να απελευθερωθεί από τις φανατισμένες διδασκαλίες του Μέισον. Καλλιεργημένος και ορθολογιστής, με λεπτούς τρόπους και επιδεξιότητα, αρχίζει να διαπαιδαγωγεί τον Ταργουότερ και να τον μυεί στον αστικό τρόπο ζωής. Ωστόσο, η προθυμία και η καλοσύνη του Ρέυμπερ προσκρούουν εξακολουθητικά στην απροθυμία έως και εχθρότητα του Ταργουότερ, που δεν εννοεί να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες και τις εμμονές που του είχε ενσταλάξει ο Μέισον.
Μέισον, Ρέυμπερ, Ταργουότερ. Δυο πατρικές φιγούρες με ολωσδιόλου διαφορετικό παιδαγωγικό πρόγραμμα και ψυχοσυναισθηματική προσέγγιση που διεκδικούν με πάθος έναν απρόθυμο, αναποφάσιστο γιο. Ο Μέισον, περίπου βιβλική πατριαρχική μορφή, εξαπολύει ευχές και κατάρες σε τόνους αρκούντως προφητικούς ώστε να προκαλεί δέος και κατορθώνει να στιγματίσει ανεξίτηλα το νεαρό με τα εντυπωσιακά του λόγια αλλά και πράξεις. Από την άλλη ο Ρέυμπερ, μοντέρνος και εντελώς απαλλαγμένος από θρησκευτικά αισθήματα, υπόσχεται στον ανιψιό του μια ζωή αυτογνωσίας και αυτοσυνείδησης ,μακριά από αυταπάτες και ψέματα, με μόνη τη δύναμη του ορθού λόγου και της ελεύθερης απόφασης. Και στη μέση ο Ταργουότερ, αντιδραστικός και απότομος, αγνώμων και αλαζόνας, χαμένος ανάμεσα στη χριστιανική ομίχλη του Μέισον και τον διαυγή ουρανό του Ρέυμπερ, αποφασισμένος να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Ο άτεκνος Μέισον βλέπει πάνω στον ανιψιό τη μοναδική ευκαιρία να πλάσει έναν ιδανικό γιο κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσίν του. Ο Ρέυμπερ, ήδη πατέρας ενός καθυστερημένου παιδιού που όμως δεν αγάπησε ποτέ, βλέπει πάνω στον Ταργουότερ το γιο που θα ήθελε και θα μπορούσε να έχει.
Και πάνω απ’όλους, η υπέρτατη πατρική φιγούρα, ο ίδιος ο θεός, στον οποίο υπόκεινται και οι τρεις πρωταγωνιστές, καθένας τους υπό διαφορετικούς όρους αλλά εξίσου αμετάκλητα και αναπόδραστα. O Μέισον πιστεύει ότι δρα κατ’εντολή του θεού, ο Ρέυμπερ τον αρνείται, ο Ταργουότερ τον αμφισβητεί προς στιγμή αλλά τελικά τον επιλέγει, μετά από ένα φριχτό γεγονός που το εκλαμβάνει ως σημάδι. Ο Μέισον επιμένει να βαφτίσει τον καθυστερημένο Μπίσοπ και τον αποδέχεται ως ιερό και αναπόσπαστο μέρος της θεϊκής δημιουργίας, ο Ρέυμπερ τον ανέχεται χωρίς αγάπη αλλά μόνο από καθήκον επειδή είναι γιος του, ο Ταργουότερ τον απεχθάνεται. Ο Μπίσοπ είναι κομμάτι μιας ηθικής δοκιμασίας, στην οποίο ο καθένας δίνει μια διαφορετική απάντηση. Το καθυστερημένο παιδί που, για τον Ρέυμπερ είναι μόνο ένα λάθος της φύσης, αποτελεί για τον Μέισον όχημα της θεϊκής βούλησης ενώ για τον Ταργουότερ παραμένει ανεξιχνίαστος και σκανδαλώδης γρίφος. Ο Μέισον διευθετεί ολόκληρη τη ζωή του γύρω από την έννοια της πατρότητας και προσπαθεί απεγνωσμένα να γίνει κι αυτός ένας υπάκουος γιος του θεού και συγχρόνως ένας παραδοσιακός, αυταρχικός πατέρας για τον ορφανό ανιψιό του. Ο Ρέυμπερ απορρίπτει το θεό-πατέρα και αρνείται να αποδεχθεί πρόθυμα το ρόλο του πατέρα απέναντι στον δύστυχο, ελαττωματικό Μπίσοπ. Ο Ταργουότερ αρνείται στην αρχή τον οποιοδήποτε πατέρα και την οποιαδήποτ ε εξουσία, καλή ή κακή, μέχρι που μία απροσδόκητη συμφορά -άραγε τιμωρία;- τον κάνει να αναθεωρήσει . Ο Μπίσοπ γίνεται ο καταλύτης μιας σειράς δραματικών εξελίξεων, που θα οδηγήσουν τον αναποφάσιστο Τάργουοτερ σε μια οδυνηρή στιγμή αυτογνωσίας και φώτισης. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο των πληγωμένων πατέρων και γιων, εντύπωση προκαλεί η παντελής απουσία μητρικής φιγούρας, μια απουσία που βοά εκκωφαντικά θέτοντας ερωτήματα.
Αυτό το εμπύρετο μυθιστόρημα της μεταφυσικής οδύνης είναι σίγουρα γεμάτο από συγκινήσεις και αγωνία. Τα πρόσωπα δοκιμάζονται διαρκώς και τίθενται προ διλημματικών καταστάσεων που κόβουν την ανάσα. Αφουγκραζόμαστε την αγωνία τους και αγωνιούμε κι εμείς μαζί τους καθώς καλούνται να δώσουν απαντήσεις σε επείγοντα κι επιτακτικά ερωτήματα, που επανέρχονται εξακολουθητικά και θα επανέρχονται όσο υπάρχουν άνθρωποι.
info: Φλάνερι ο’Κόνορ :…Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, μτφρ. Αλέξ. Κοτζιάς, επίμ.:Ρ. Τζιαννόνε, σελ. 304,εκδ. Αντίποδες,2016