του Πέτρου Χρυσικού.
1. Όταν διάβασα το Η αθανασία των σκύλων (Κώστας Μαυρουδής, Πόλις, 2013) αναρωτήθηκα για το πραγματικό νόημα και τις παραπομπές του τίτλου, μολονότι η απάντηση φαίνεται να δίνεται στη δεύτερη κιόλας από τις 70 σύντομες (καμιά δεν ξεπερνά τις τρεις σελίδες) αριθμημένες και άτιτλες ιστορίες του βιβλίου: «Αθάνατος» είναι ο σκύλος, και κάθε ζώο, που δεν ξέρει ούτε σκέπτεται το θάνατό του. Αυτό λέει στον συγγραφέα το αφεντικό ενός ηλικιωμένου Σέτερ Λάβερακ, όταν κάποιο απόγευμα συναντιόνται τυχαία στο πάρκο. «Ο Ερμής, κύριε, αγνοεί το τέλος, όπως το δάσος δεν ξέρει τίποτε για το πριονιστήριο. Έζησε χωρίς να υποψιάζεται την απουσία του. Πεθαίνουν μόνον εκείνοι που το γνωρίζουν». Δεν μου αρκούσε. Αυτά τα σύντομα σε έκταση αφηγήματα είναι περιήγηση σε έναν κόσμο από χαμένα πρόσωπα, γεγονότα και τόπους. Τι ευφημισμός, λοιπόν, είναι αυτός που χαρακτηρίζει τη σιωπή και την απουσία ως αθανασία; Ή μήπως, αντίθετα, αυτό το υλικό του εφήμερου, βιωματικό το πιθανότερο, θέλει να συντηρηθεί, να γίνει μια ανθεκτική («αθάνατη») πινακοθήκη γεγονότων;
2. Η αθανασία των σκύλων είναι κυρίως σύντομες ιστορίες ποιητικού ρεαλισμού, που διαβάζονται σαν «αφηγήματα του λεπτού» και μιλούν για πρόσωπα, βιβλία, πίνακες, ελληνική Ιστορία, ταξίδια. Από σελίδα σε σελίδα αλλάζει εντυπωσιακά το αντικείμενο, τα θέματα, ο φωτισμός. Είχα μπροστά μου ένα ανεξάντλητο καλειδοσκόπιο εντυπώσεων: το παιδί-θαύμα που ξέρει απέξω την Οδύσσεια, το πρώτο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο των Βαυαρών το 1833 στο Ναύπλιο, ο δεξιοτέχνης κατασκευαστής χαρταετών που ζει πια στο γηροκομείο, ο διαρρήκτης που ο γείτονάς του τον νομίζει για χρόνια επιχειρηματία, ο τυφλός που αγγίζει έναν περαστικό σκύλο και αναγνωρίζει τη ράτσα και το χρώμα του, το παιδί από την επαρχία που επισκέπτεται τα γραφεία του Μικρού Ήρωα. Βρίσκω, ωστόσο, σε όλα ένα κοινό στοιχείο: τη διακριτική αφήγηση, τη ραφινάτη μελαγχολία του χαμένου, την ποίηση που δοκιμάζει πεζογραφική φορεσιά, τις πυκνές εικόνες χαρακτήρων και εποχών.
3. Διαβάζω λοιπόν σαν ευφημισμό τη λέξη Αθανασία στον τίτλο. Διακρίνω εύκολα ότι αυτός ο τίτλος αφορά τα ανθρώπινα, ότι δεν είναι κυρίως οι σκύλοι, αυτοί που ο συγγραφέας θέλει να αναμετρηθούν με τη λήθη. Tην αθανασία ζητούν τα πρόσωπα και η εποχή. Διότι μπορεί να υπάρχουν πολλοί αφηγητές στις ιστορίες (δυο τρείς φορές εντόπισα γυναίκα αφηγήτρια), μπορεί να είναι οι τόποι διαφορετικοί (πότε η πόλη να έχει λιμάνι και πότε σιδηροδρομικό σταθμό), μπορεί το περιβάλλον του αφηγητή να είναι κάθε φορά άλλο, αλλά ένα αναγνωστικό ένστικτο με σπρώχνει να πιστεύω ότι όλες οι θείες είναι μία θεία, οι πατέρες ένας πατέρας, αυτός που μιλά ένας και μόνον, που κάθε φορά αλλάζει ταυτότητα. Το μόνιμο αίσθημα κατάνυξης απέναντι στο παρελθόν (ένδειξη προσωπικής εμπλοκής) ενοποιεί όλες τις ξένες μεταξύ τους ιστορίες, τα σκηνικά, τους χρόνους.
4. Η νοσταλγία, περιοχή υψηλού κινδύνου για τη λογοτεχνία, οδηγεί εύκολα στην αισθηματολογία. Δεν φαίνεται να το αγνοεί ο συγγραφέας. Πιστεύω μάλιστα πως επειδή το φοβάται, αυτοσαρκάζεται, ανατρέπει συμβάσεις, παρεμβάλλει μικρές δοκιμιακές σπουδές και χτίζει έναν ρεαλισμό περισσότερο μαγικό παρά πραγματικό. Όταν, π.χ., μια καλοκαιρινή μέρα του 1957 ένας ηλικιωμένος, μοναχικός άνδρας (αφήγημα Νο 29) κινδυνεύει να ενταχθεί στις συμβάσεις της ηθογραφίας, διαβάζει στην εφημερίδα του ένα παράδοξο γεωλογικό φαινόμενο. Αρκετό καιρό αργότερα, βλέποντας στον ημεροδείκτη την πρώτη ημέρα του φθινοπώρου, κάνει ορισμένες σκέψεις που θεωρεί ιδιαίτερες. Πριν να τον δούμε ως συμβατική φιγούρα, μια επιγραμματική ιδέα του απογειώνει την αφήγηση: «…Γι’ αυτό λοιπόν δεν έγραψα ποτέ. Τι αξίωση! Για όλα εκείνα που αισθάνομαι, να ψάχνω ξένους που θα τα καταλάβουν!»
5. Στον Μαυρουδή πολύ συχνά υπάρχει η αρωγή ξένων κειμένων. Οι ιδέες, οι μεταφορές, οι εικόνες είναι δάνεια και χρήσεις που βαθαίνουν την εντύπωση και το νόημα. Η διακειμενικότητα (εκλεκτικές συγγένειες, θα λέγαμε, προσθέτοντας ότι αυτό που μας αρέσει είναι πάντα κάτι που θα θέλαμε να έχουμε γράψει εμείς) εμφανίζεται σε όλα τα κείμενά του. Στην ιστορία Νο 25, ο αφηγητής συναντά συχνά στο Μοναστηράκι έναν νεαρό από τη Βουλγαρία που εισάγει και πουλά καθαρόαιμα Μπουλ Τερριέ. Μια Κυριακή συζητούν για τη βουλγαρική ταινία Ο κλέφτης των ροδακίνων. Είναι η ιστορία ενός αιχμάλωτου Σέρβου αξιωματικού (βαλκανικοί πόλεμοι), που συχνά καταφέρνει να απομακρυνθεί απ’ το σημείο κράτησής του. Κάποτε γνωρίζει τυχαία μια γυναίκα (σύζυγο εκείνου που διοικεί το στρατόπεδο) με την οποία συνδέονται απελπισμένα. Στο τέλος της ταινίας, όταν αποκαλύπτεται η σχέση, ο Σέρβος αιχμάλωτος εκτελείται σε ενέδρα από την ορντινάτσα του διοικητή. Ο συγγραφέας των σκύλων, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, θυμάται ότι στο φιλμ ο στρατιώτης, μετά την πράξη του, φάνηκε φευγαλέα δακρυσμένος, και είχε τότε αναρωτηθεί τι άραγε να σήμαινε η σιωπηρή συντριβή του. Παραθέτω: «Μπορεί κάθε δάκρυ να ζητά μιαν απαλλακτική απόφαση, αλλά αν, όπως λένε, πονά κανείς ανάλογα με την αξία του, οι τύψεις πολύ συχνά γίνονται κρυφή τέρψη. Δεν ήμουν εξαίρεση. Βρήκα μετά από πολλά χρόνια κάποια δική μου σημείωση για μιαν απώλεια που φοβόμουν. “Μολονότι δεν τολμώ να σκεφτώ το θάνατο (αναφερόμουν στο αγαπημένο μου ζώο) η λύπη αποζημιώνει σαν μια αυτάρεσκη επιβεβαίωση αξίας, σαν σκοτεινός έπαινος, ένα Honneur de souffrir”. Yπάρχει στο Καπούτ του Μαλαπάρτε η φράση ενός ευγενή που, ακούγοντας το συγγραφέα-αφηγητή να περιγράφει τη θηριωδία στο ρωσικό μέτωπο, τον ζηλεύει που βασανίστηκε απ’ τη φρίκη και το απόλυτο κακό: “Αχ να μπορούσα να υποφέρω κι εγώ όπως εσείς”, του λέει, δείχνοντας ότι ξέρει καλά τις προσόδους απ’ το ορυχείο της κολάσεως». Σινεμά, μυθιστόρημα, αφορισμοί, είναι η παρακαταθήκη των δημιουργικών εμμονών του συγγραφέα. Και επειδή είμαι αναγνώστης με καλή μνήμη, θα τολμούσα να προσθέσω κι εγώ ένα παράθεμα για την τέρψη της λύπης: τη φράση του μοναχού που θα παντρέψει κρυφά με την Ιουλιέτα τον Ρωμαίο, ερωτευμένο και απαρηγόρητο, «μεθυσμένο απ’ τα δάκρυά του» όπως μας λέει ο Σαίξπηρ.
6. Η ευφάνταστη ευρηματικότητα θεμελιώνει το χαρακτήρα του ποιητικού ρεαλισμού της Αθανασίας: μια πόλη του ’50 όπου φωτογραφίζουν τα σύννεφα αν τύχει κάποιο να θυμίζει πρόσωπο ή αντικείμενο, μια κοπέλα που ολοκληρώνει μετά 40 χρόνια το μισολυμένο σταυρόλεξο του απόντα πια πατέρα της, ένας κατασκευαστής γιγάντιων χαρταετών με σχήματα που εμφανίζουν ιστορικές φιγούρες, και άλλα πολλά. Στο παρελθόν ο Μαυρουδής έχει μετατρέψει μικρά πεζά των βιβλίων του σε ποιήματα. Όχι δύσκολο, γιατί τα κείμενά του έχουν ποιητικό πυρήνα. Στην ιστορία Νο 13, ο συγγραφέας παίζει με μιαν ιδέα παραμυθιού, ότι τάχα το γνωστικό παρελθόν στους σκύλους κληρονομείται απ’ τους μεταγενέστερους. Και ενώ, όπως λέει, ξέρουμε πόσο υποτυπώδης είναι η μνήμη τους που «απλώς αναγνωρίζει και δεν αναπαριστά», εν τούτοις υπάρχουν εκείνοι που θα τους γοήτευε η υπόθεση ότι η παλιά εμπειρία (γνώση) μεταβιβάζεται. Έτσι, ένα καλοκαίρι στη Ρόδο, φαντάζεται τους σύγχρονους σκύλους να μεταφέρουν κάτι από τη μνήμη των προγόνων τους, εκείνων που έζησαν κατά την ιταλική διοίκηση (1912-1943), έβλεπαν γύρω την απαράμιλλη αρχιτεκτονική, ή «άκουγαν μαγεμένοι την οβερτούρα της Αida στην εξέδρα της προκυμαίας». Ωραία αυτή η φιλοπαιγμοσύνη, σκέπτεται ο συγγραφέας, θεωρεί όμως τις υποθέσεις του «ένα παιχνίδι αργόσχολου». Τι θα γίνει λοιπόν η ιδέα του, πώς θα τη χειριστεί; Και να η έξοδος, υπολογισμένος ποιητικός επίλογος: «…αν υπήρχε παρελθόν για τους σκύλους θα ήταν, όπως και σε μας, μια αναπάντητη εκκρεμότητα. Τίποτε δεν θα εξηγούσε το χαμένο, την απουσία όσων προηγήθηκαν, το κενό που αφήνει το γεγονός. Μόνον απλοϊκά ερωτήματα θα τους απασχολούσαν. “Τι είναι η αναπόληση;”, “Τι σημαίνει αυτό που πέρασε;”, “Γιατί κρύβονται σαν παιδιά που παίζουν, τα παλιά γεγονότα;”». Τα υποτιθέμενα ερωτήματα, φυσικά, δεν είναι καθόλου «απλοϊκά», όπως τα χαρακτηρίζει εκ του πονηρού ο συγγραφέας. Είναι κύρια ζητήματα της ζωής μας, το αναπάντητο υποστασιακό ερώτημα, η ουσία αυτού του βιβλίου, που πολλοί κινδυνεύουν να το δουν σαν ζωοφιλικό.
7. Μίλησα προηγουμένως για «το βιωματικό υλικό που επιθυμεί να στερεωθεί από την αφήγηση». Δεν πρωτοεμφανίζεται εδώ αυτή η στάση. Στη δεύτερη κιόλας ποιητική του συλλογή (έντονα αφηγηματική κι αυτή) υπάρχει μια εικόνα συγκεντρωμένων προσώπων που ο ποιητής βλέπει, διασχίζοντας μια ευρωπαϊκή πόλη: «[…] Μπροστά στην εκκλησία με τα στέφανα μιλούσε χαμηλόφωνα η συγκέντρωση. Θα ξεκινούσε η άμαξα σε λίγο. Μνημόνευσέ με, έγνεφε το λυπημένο γεγονός, που ήθελε μάρτυρες για να υπάρξει.» («Απόγευμα σε πόλη γαλλική», Το δάνειο του χρόνου, Κέδρος 1990).
8. Ο σκύλος, έγραψε η κριτική, είναι ένα πρόσχημα (Το Βήμα, «Σκιώδεις σκύλοι», του Β. Χατζηβασιλείου). Πρωταγωνιστούν, όντως, τα πρόσωπα, και το ζώο φαίνεται να είναι το νήμα που συνδέει τις ετερόκλητες ιστορίες. Έτσι συμβαίνει και σε προηγούμενα βιβλία του Μαυρουδή (Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια) και μένει στη δεξιοτεχνία του να μην επιτρέψει αυτό να γίνει μανιέρα χωρίς εκπλήξεις. Στο ποιητικό Τέσσερις εποχές (Κέδρος, 2012) η άνοιξη, το καλοκαίρι, κλπ) ήταν πάλι πρόσχημα για να έχουν συνδετικό ιστό τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα της συλλογής. Κι εκεί, όπως στην Αθανασία των σκύλων, ξεδιπλώθηκαν εικόνες μιας άτυπης (κρυμμένης) αυτοβιογραφίας. Υπάρχει κάτι που μου θυμίζει την ιδέα της Νέκυιας, με διαφορετικά βέβαια συμφραζόμενα, μια ζωηρή ποικιλία προσώπων, ρεαλιστική φαντασμαγορία, κατάνυξη, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Συμπτωματικά στην Αθανασία των σκύλων οι ιστορίες είναι 70, όσα τα πρόσωπα στον πίνακα της Νέκυιας του Πολύκλειτου, που απ’ τον Παυσανία έχουμε μάθει ότι υπήρχε στους Δελφούς. Η “Νέκυια”, αναφέρεται στη λ’ ραψωδία της Οδύσσειας, στην οποία περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα σε έναν σκοτεινό τόπο όπου συναντά τις σκιές των νεκρών. Ο συγγραφέας, στις 70 ιστορίες και σπουδές αυτού του βιβλίου, εικονίζει και σκηνοθετεί, κι αυτός, το παρελθόν, θυμάται ή επινοεί ιστορίες προσώπων που δεν υπάρχουν πια. Στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου, ψηλά από ένα σύννεφο, κοιτάζει τον κόσμο. Ανήκει πια κι αυτός στο παρελθόν.