Συνέντευξη Ι. Λύκαρη στον Θανάση Μήνα.
Το δεύτερο μυθιστόρημα του Ιερώνυμου Λύκαρη με τον τίτλο Μαύρα κουφέτα (Καστανιώτης) είναι ένα πολιτικό νουάρ που καταπιάνεται με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, με τη μετάλλαξη της παλιάς κομματικής νομενκλατούρας και με την ανάδειξη μιας νέας οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα. Η διείσδυση του τελευταίου στο ελληνικό έδαφος μεταφέρει το επίκεντρο της δράσης του μυθιστορήματος στα καθ’ υμάς.
Κεντρικός ήρωας στο βιβλίο είναι ένας ανώνυμος αριστερός δημοσιογράφος. Πρώην μέλος του Κόμματος, σπούδασε φιλοσοφία στη Μόσχα επί Μπρέζνιεφ, έχοντας ως καθηγήτρια την Όλγα, η οποία τον μύησε στη διαλεκτική και στους νόμους κίνησης της Ιστορίας. Μετά την κατάρρευση του συστήματος, η Όλγα εγκαθίσταται στην Ελλάδα και ύστερα από χρόνια έρχεται σε επαφή με τον παλιό μαθητή της. Του ζητά να αναζητήσει την εξαφανισμένη εγγονή της, τη Σόνια, άλλοτε «βασίλισσα της ομορφιάς» στη Ρωσία και νυν προστατευόμενη ενός επικίνδυνου κακοποιού. Μόνο που ο τελευταίος βρίσκεται σε δυσμένεια και κρύβεται στην Αθήνα, ενώ οι αντίπαλες φατρίες της ρωσικής μαφίας τον καταδιώκουν. Ο δημοσιογράφος, από σεβασμό στην παλιά καθηγήτριά του αλλά και από δημοσιογραφική ευσυνειδησία, δέχεται την αποστολή αν και γνωρίζει εξαρχής ότι η υπόθεση τον υπερβαίνει∙ θα λέγαμε ότι αναλαμβάνει τα καθήκοντά του «με την απαισιοδοξία της γνώσης, με την αισιοδοξία της βούλησης και της πράξης». Με τη βοήθεια ενός πρώην συντρόφου και νυν «οπορτουνιστή», θα ψάξει να βρει τα ίχνη της εξαφανισμένης κοπέλας και φυσικά θα εμπλακεί σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών που θα αποκαλύψει την αόρατη σχέση του οργανωμένου εγκλήματος με την πολιτική εξουσία. Μόνο ξεκάθαρο happy end δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς με έναν τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων.
Η αναζήτησή του δημοσιογράφου θα εξελιχθεί συγχρόνως σε ένα προσωπικό ταξίδι αυτογνωσίας, σε έναν αναστοχασμό πάνω στο τι πήγε στραβά. Ο ήρωας εξάλλου φέρεται να έχει κάνει από καιρό την αυτοκριτική του. Έχει απαλλαγεί από το φαντασιακό του επίγειου σοσιαλιστικού παράδεισου (παρά τις αναντίρρητες κοινωνικές κατακτήσεις του), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει περάσει στην άλλη πλευρά. Τουναντίον, όσο θλίβεται και προβληματίζεται από την τραγωδία της ιστορικής κατάληξης του υπαρκτού σοσιαλισμού άλλο τόσο αγανακτεί με την επανάληψη της Ιστορίας ως φάρσα στα χρόνια από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και εντεύθεν.
Το πολιτικό νουάρ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εκτός από γενικές συγγραφικές αρετές (γλώσσα, πλοκή κλπ.), προϋποθέτει μια βαθιά, κατασταλαγμένη γνώση του θέματος με το οποίο ασχολείται ο συγγραφέας, ειδάλλως μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε εκτενές αστυνομικό-δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Αυτή την κατασταλαγμένη γνώση την διαθέτει και με το παραπάνω ο Λύκαρης, και δεν αναφέρομαι μόνο σε θέματα ιστορίας ή πολιτικής φιλοσοφίας. Όσο βαθιά μελετημένο είναι το ιστορικό-πολιτικό υπόβαθρο, η «βάση» του μυθιστορήματος, άλλο τόσο προσεκτικά συντεθειμένο είναι και το «εποικοδόμημα», η ψυχολογία των χαρακτήρων: πρώτα από όλα, το μυθιστόρημα του Λύκαρη εξερευνεί το βίωμα, το τραύμα που άφησε η κατάρρευση του Υπαρκτού στην ψυχολογία και στη συνείδηση χιλιάδων αριστερών.
Ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του μυθιστορήματος είναι οι διάλογοι (άλλη καθόλου εύκολη υπόθεση). Τα ευκόλως εννοούμενα και τα τετριμμένα ευτυχώς απουσιάζουν τελείως. Παρά μια ελαφρά τάση προς την υπερβολή, οι διάλογοι στην περίπτωσή μας μεταφέρουν τους πολιτικούς, φιλοσοφικούς και ηθικούς προβληματισμούς των ηρώων και μαζί του συγγραφέα – κάτι που με παραπέμπει στους διαλόγους του Τόμας Πύντσον. Όπως αναφέρεται και στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Πύντσον συγκαταλέγεται στους συγγραφείς που εκτιμά ιδιαίτερα ο Ιερώνυμος Λύκαρης.
Η συνέντευξη
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αποκόμισα την εντύπωση ότι το νουάρ δεν είναι αυτοσκοπός για σας. Περισσότερο χρησιμοποιείτε τη φόρμα του νουάρ προκειμένου να μιλήσετε για τις αιτίες της κατάρρευσης του Υπαρκτού, για το πώς εκείνο το ελπιδοφόρο κοινωνικό σύστημα οδηγήθηκε τελικά στη «λαιμητόμο της Ιστορίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρετε. Θα συμφωνήσετε; Πώς κρίνετε την πορεία αυτή ύστερα από τόσα χρόνια;
Και στο πρώτο μυθιστόρημα, Το ρομάντζο των καθαρμάτων, και στα Μαύρα κουφέτα, αλλά και στα διηγήματά μου, αξιοποιώ τη φόρμα και τις αφηγηματικές δυνατότητες του νουάρ με σκοπό να μιλήσω για την Ιστορία και την επίδρασή της στη διαμόρφωση της σύγχρονης πραγματικότητας. Προσπαθώ να το κάνω μέσα από τις ζωές επινοημένων ηρώων που, είτε επειδή πάνε γυρεύοντας, είτε επειδή εξαναγκάζονται από τι περιστάσεις, μπλέκουν σε παιχνίδια δύναμης και εξουσίας.
Στα Μαύρα κουφέτα, δεν φιλοδόξησα να αναλύσω το γιατί και το πώς ολοκληρώθηκε ο ιστορικός κύκλος της γέννησης και του θανάτου αυτού που γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα ως «παγκόσμιο σύστημα του υπαρκτού σοσιαλισμού»· ή το γιατί έπαψε να έχει λόγο ύπαρξης, γιατί κατέρρευσε και οδηγήθηκε στη λαιμητόμο της Ιστορίας, όπως έλεγε κάπου ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Νύξεις και αναφορές στην εξέλιξη της αφήγησης ασφαλώς υπάρχουν. Αλλά ο στόχος μου δεν ήταν αυτός εξαρχής.
Εκείνο που επιδίωξα να αναδείξω είναι το πως βίωσαν, πως προσαρμόστηκαν ή το πως άδραξαν τις ευκαιρίες διαφορετικοί χαρακτήρες, είτε υπήρξαν υποστηρικτές είτε πολέμιοι του συστήματος. Τόσο κατά την περίοδο που συνέβη η άδοξη και ταπεινωτική κατάρρευση, όσο και αργότερα, κατά τη μεταβατική περίοδο, όταν πραγματοποιήθηκε η ληστρική μεταφορά κρατικής ιδιοκτησίας στα χέρια μιας ολιγαρχίας, η οποία προήλθε από τερατογένεση: μέσα από την πολύχρονη συνύφανση της ελίτ του πολιτικού συστήματος, της διεύθυνσης της οικονομίας και του οργανωμένου εγκλήματος, που είχε απλώσει τα πλοκάμια του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της πρώην ΕΣΣΔ και είχε εισχωρήσει σε όλες τις δομές της «σοσιαλιστικής» εξουσίας.
Σήμερα, εκ του αποτελέσματος πια, η κατάληξη είναι προφανής: Μια φορά και ένα καιρό, στον 20ό αιώνα, υπήρξε ένας μεταβατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, που προήλθε από κοινωνική επανάσταση. Για μια ορισμένη χρονική περίοδο ταλαντεύτηκε ανάμεσα στη δυνατότητα να αξιοποιήσει, ως εξουσία, τους νόμους κίνησης της Ιστορίας και να ολοκληρωθεί σε σοσιαλιστική και κομμουνιστική κατεύθυνση, ή να βρει και πάλι διέξοδο κάνοντας άλμα προς τα πίσω. Δυστυχώς, συνέβη το δεύτερο. Κι από μια άποψη καλύτερα γιατί έπεσαν οι μάσκες της υποκρισίας.
Οι ήρωες, πρώην ή και νυν κομουνιστές, παρουσιάζονται σαφώς κουρασμένοι όχι όμως και παραιτημένοι. Είναι αποσυνάγωγοι που όμως δεν αυτομόλησαν στον αντίπαλο, όπως γράφετε. Συμμερίζεστε τα ίδια αισθήματα με αυτούς;
Συμμερίζομαι τους αποσυνάγωγους που προσπάθησαν να συνέλθουν από το σοκ και να διαχειριστούν την απογοήτευσή τους, αναζητώντας ειλικρινείς απαντήσεις και για το παρελθόν και για το μέλλον. Είναι συνήθως όσοι ένιωσαν προδομένοι αλλά δεν αιφνιδιάστηκαν κιόλας.
Άλλοι, ξέκοψαν εντελώς και έπνιξαν την απογοήτευσή τους στην ιδιώτευση. Άλλοι βρήκαν άλλοθι στη μηδενιστική απόρριψη των πάντων. Υπάρχουν ακόμη και αυτοί που εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι ο παραμερισμός του Υπαρκτού από την Ιστορία υπήρξε αποτέλεσμα συνωμοσίας κορυφής και εξακολουθούν να συμπεριφέρονται λες και παρακολουθήσαμε στη τηλεόραση από τον καναπέ μας την πιο φυσιολογική πανωλεθρία του κόσμου.
Τέλος υπάρχουν και οι χειρότεροι. Οι υποκριτές και οι φαρισαίοι που εντυπωσιακά γρήγορα, αλαλάζοντας και σείοντας σημαίες ευκαιρίας, αυτομόλησαν στον αντίπαλο και, με ή χωρίς άλλοθι, έχουν ακόμη και τώρα το θράσος να σηκώνουν το δάκτυλο, αποποιούμενοι ανερυθρίαστα το παρελθόν και τις ευθύνες τους. Ορισμένοι δε από αυτούς το έκαναν με εντυπωσιακή ευκολία, λες και ήταν έτοιμοι από καιρό. Στους οπορτουνιστικούς χαρακτήρες η εθελοτυφλία και ο καιροσκοπισμός είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος και εκδηλώνονται όταν οι καταστάσεις ζορίζουν και παίρνουν απότομη, αναπάντεχη τροπή.
Σε κάποιο σημείο κάνετε λόγο για «ανθρωπάκους» αναφερόμενος στους άκαμπτους γραφειοκράτες. Μου έφερε στο μυαλό τον «Ανθρωπάκι» στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα.
Το αναφέρω επακριβώς: «Ανθρωπάκια Ακυβέρνητων Πολιτειών», εννοώντας εκείνους που εξακολουθούν όχι μόνο να κρύβουν την πραγματικότητα κάτω από το χαλί της Ιστορίας, αλλά και να επαγγέλλονται, στην ουσία, ως προοπτική απελευθέρωσης, την επιστροφή σε αυτό που εκφυλίστηκε, ξεβράστηκε και αυτοδιαλύθηκε, επειδή δεν είχε πια λόγο ύπαρξης.
Το «Ανθρωπάκι», ως χαρακτήρας, είναι αυτό που ξεκινάει με τις πιο αγνές ιδεολογικές και αγωνιστικές αφετηρίες και καταλήγει από ματαιοδοξία, ανικανότητα ή μικρότητα στο να αυτοανακηρύσσεται διαχειριστής της Ιστορίας (που έγραψαν άλλοι με το αίμα τους, τις σωστές και λανθασμένες επιλογές τους). Διαχρονικά, το «Ανθρωπάκι» αντιπροσωπεύει το τύπο του κομματικού στελέχους που, στο όνομα των αγώνων και των θυσιών του, επιφυλάσσει για τον εαυτό του το διαρκές καθοδηγητικό προνόμιο του αλάνθαστου κριτή, του ισόβιου εγγυητή μιας συνέχειας που στην ουσία της οδηγεί προς τα πίσω και μάλιστα ανεξάρτητα από τις συνέπειες των πολιτικών επιλογών του.
Διακρίνω μια νοσταλγία για τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Πώς κρίνετε όλους αυτούς που βάλουν την εν λόγω περίοδο τώρα τελευταία;
Θα έλεγα ότι είναι και δεν είναι νοσταλγία. Εξαρτάται από ποια σκοπιά το κρίνεις. Τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, ένα τμήμα της νεολαίας, κυρίως της φοιτητικής, βγήκε δυναμικά στο προσκήνιο με προίκα τους αντιδικτατορικούς της αγώνες για Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία. Στη συλλογική της συνείδηση κυριαρχούσε η ελπίδα, η έντονη πολιτική δράση, το όραμα για τη ριζική αλλαγή, μέσα σε έναν κόσμο όπου τον τόνο έδιναν τα απελευθερωτικά κινήματα, οι τοπικοί πόλεμοι και η εναλλαγή στρατιωτικών πραξικοπημάτων και επαναστάσεων. Ακολούθησε η περίοδος της στασιμότητας, και μετά το 1989 ήλθε η μεγάλη απογοήτευση, που σε πολλούς εκδηλώθηκε με αδυναμία παραδοχής και άρνηση προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.
Στα Μαύρα κουφέτα οι περισσότεροι ήρωες έζησαν έντονα σε αυτή την περίοδο, έδρασαν μέσα από διάφορες πολιτικές παρατάξεις, με δογματική αθωότητα, διαμορφώθηκαν σαν προσωπικότητες και, ανάλογα με το χαρακτήρα τους, γύρισαν την πλάτη στην κοινή αφετηρία τους, και πήραν διαφορετικούς δρόμους στη ζωή τους. Τι ήταν αυτό που τους έκανε να κάνουν τη μία ή την άλλη επιλογή; Γιατί άλλοι αντέδρασαν έτσι και άλλοι διαφορετικά;
Το να αφορίζεις λοιπόν γενικά και αόριστα μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο δεν έχει κανένα νόημα. Υπάρχουν χίλιοι δυο παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμάς τόσο στην περίοδο που προηγήθηκε όσο και στην περίοδο που ακολούθησε.
Το βιογραφικό σας αναφέρει ότι πήρατε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Ήσασταν ενταγμένος σε κάποια συγκεκριμένη αντιδικτατορική οργάνωση;
Προκύπτει από την ανάγνωση του μυθιστορήματος.
Ο κεντρικός σας χαρακτήρας είναι δημοσιογράφος. Έχετε εξασκήσει και ο ίδιος το δημοσιογραφικό επάγγελμα; Κατά πόσο είναι –αν είναι- αυτοβιογραφικό το βιβλίο σας;
Για λίγο καιρό. Θα παρατηρήσατε ίσως ότι ο κεντρικός χαρακτήρας στα μέχρι τώρα δημοσιευμένα διηγήματα και μυθιστορήματά μου δεν έχει όνομα. Πουθενά δεν αναφέρεται «με λένε τάδε». Άρα δικαίως κάποιος μπορεί να τον ταυτίσει με το συγγραφέα. Δεν είναι όμως έτσι. Πρόκειται απλώς για ένα «εύρημα».
Τα Μαύρα κουφέτα δεν είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, με τη στενή έννοια, ή προσωπική ιστορία ξεκαθαρίσματος λογαριασμών του αφηγητή με το παρελθόν του. Πιστεύω πως στη ζωή, τέτοια ξεκαθαρίσματα, δεν υπάρχουν σε απόλυτη μορφή. Σε όλους τους ήρωες του μυθιστορήματος προσπάθησα να προσδώσω αντιπροσωπευτικά συμβολικά χαρακτηριστικά που θυμίζουν συγκεκριμένους τύπους χαρακτήρων. Όλοι τους όμως, συμπεριλαμβανομένου και του ανώνυμου αφηγητή, είναι αποκυήματα μυθοπλασίας.
Συντάσσεστε με όσους υποστηρίζουν ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα τείνει να γίνει το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας;
Βεβαίως. Θεωρώ ότι η φόρμα του νουάρ δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για συγκρούσεις συμφερόντων, για την πολιτική και την κρατική διαφθορά που είναι ενδημικό στοιχείο του συστήματος και που χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρξει. Για τις συνωμοσίες, τις ίντριγκες, τις προδοσίες και τους εμφύλιους που ξεσπούν στα αντίπαλα στρατόπεδα, για το οργανωμένο έγκλημα ως καταλύτη και διαμεσολαβητή κοινωνικών διεργασιών.
Πιστεύω ότι στις μέρες μας το οργανωμένο έγκλημα, στις διάφορες εκφάνσεις του, αποκτά, με τη βοήθεια της διαφθοράς, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, τη δύναμη να παρεμβαίνει σε αυτό που συμβατικά αποκαλούμε νόμιμη σφαίρα της οικονομίας. Να συμμετέχει στα παιχνίδια δύναμης και εξουσίας, να ανταλλάσσει διευκολύνσεις, να ξεπλένει χρήμα, να βοηθά την ανάληψη μεγάλων έργων από επιχειρήσεις που κινούνται στη σφαίρα της νομιμότητας, να χρηματοδοτεί προεκλογικές εκστρατείες και να κατευθύνει ψηφοφόρους. Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι υπάρχει και δυναμώνει μόνο στο βαθμό που δεν θίγει τα ιερά και τα όσια, την υπόληψη των «ευυπόληπτων» συνεταίρων του.
Στη μυθοπλασία σας ενσωματώνετε με ιδιαίτερη άνεση στοιχεία από τη ρωσική γλώσσα, τη ρωσική κουλτούρα κλπ. Έχετε ζήσει στην πρώην ΕΣΣΔ; Αν ναι, σε ποια εποχή και τι εντυπώσεις σας άφησε αυτή η εμπειρία;
Είχα μάθει λίγα ρωσικά τουριστικού επιπέδου, αλλά με τα χρόνια τα ξέχασα. Κατά την επιμέλεια του βιβλίου ζητήθηκε από συνεργάτες του εκδοτικού οίκου η επιβεβαίωση της απόδοσης κάποιων λέξεων-κλειδιά, που παίζουν ρόλο στην πλοκή της αφήγησης.
Τη ρωσική κουλτούρα την προσέγγισα κυρίως μέσα από τα λογοτεχνικά και πολιτικά μου διαβάσματα.
Είχα επισκεφθεί την ΕΣΣΔ την περίοδο της «στασιμότητας», λίγο πριν και λίγο μετά την περεστρόικα, για διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Μια συμπύκνωση αυτών των εντυπώσεων, περνάει στο μυθιστόρημα ως αναγκαίο πραγματολογικό υλικό, για να στηθεί το σκηνικό της πλοκής.
Εντυπωσιακές επίσης είναι οι γνώσεις σας αναφορικά με το modus operandi του ρωσικού οργανωμένου εγκλήματος. Θέλετε να μας περιγράψετε τη διαδικασία της έρευνας που -φαντάζομαι ότι- κάνατε;
Έκανα την κλασική έρευνα που κάνει κάποιος σε αυτές τις περιπτώσεις. Διάβασα σχετική βιβλιογραφία, εκθέσεις διεθνών οργανισμών, ρεπορτάζ εφημερίδων ξένων και ελληνικών, είδα ταινίες και ντοκιμαντέρ έψαξα στο διαδίκτυο.
Από την περίοδο της περεστρόικα αλλά και από τη μεταβατική περίοδο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, είχα κρατήσει κάποια δημοσιεύματα που αποκάλυπταν σημεία και τέρατα για τα πολυδαίδαλα συμπλέγματα του οργανωμένου εγκλήματος με την κομματική και διευθυντική γραφειοκρατία, κατά τη σοβιετική περίοδο. Εκείνες αλλά και οι μεταγενέστερες αποκαλύψεις έκαναν πολλούς να πέσουν από τα σύννεφα, να μείνουν με το στόμα ανοιχτό, να δαγκώνουν τη γλώσσα τους, και άλλους να στρουθοκαμηλίζουν και να χώνουν ακόμη βαθύτερα το κεφάλι τους στην άμμο.
Όλα αυτά τα έριξα κάποια στιγμή στο μίξερ και έτσι προέκυψαν οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις που διαβάσατε στα Μαύρα κουφέτα.
Πάντως, ξεκίνησα να το γράφω όταν, τριγυρίζοντας στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε αυτή τη φωτογραφία:
Ψάχνοντας διαπίστωσα ότι το κορίτσι είναι μια πόρνη, που ο καλλιτέχνης φωτομοντέρ είχε «δανειστεί» από ένα πολωνικό πορνοσάιτ.
Υπάρχουν στάνταρ χαρακτήρες που επανεμφανίζονται στα τρία μυθιστορήματά σας – καθώς και στα διηγήματα σας. Σκοπεύετε στη δημιουργία – καθιέρωση μιας σειράς βιβλίων, όπως συμβαίνει συχνά στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας;
Δύο από τους κύριους ήρωες και δύο από τους δευτερεύοντες του νέου μου βιβλίου εμφανίζονται στα διηγήματα Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους και Πάσα Θανάτου, που δημοσιεύτηκαν στους συλλογικούς τόμους Ελληνικά Εγκλήματα 2 και 3, σε επιμέλεια του κ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, το 2008 και το 2009. Μαζί με τα Μαύρα κουφέτα αποτελούν μια άτυπη θεματική τριλογία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ανάγνωση του ενός προϋποθέτει την ανάγνωση των άλλων.
Ένας από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες στα Μαύρα κουφέτα, ο αστυνόμος Ηρακλής Βάρδας ή FBI, ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους, είναι ο βασικός ήρωας ενός επόμενου μυθιστορήματος που ολοκληρώνεται, με τίτλο Τα φρούτα του κακού.
Γενικά προτιμώ να έχω την ευχέρεια να επαναφέρω στο προσκήνιο έναν ήδη διαμορφωμένο χαρακτήρα, που έχει παίξει το ρόλο του σε μια ιστορία, και να τον βάζω να παίζει και σε άλλες.
Στις μυθιστορηματικές σειρές όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος ήρωας, στήνεις τη πλοκή και η αφήγηση αποκτά μια καθορισμένη, λίγο πολύ, δομή. Από βιβλίο σε βιβλίο οι αναγνώστες γνωρίζουν το στιλ, τα χούγια και τον αναμενόμενο ρόλο του πρωταγωνιστή, και έτσι μπορώ να επιτύχω μεγαλύτερη οικονομία στην αφήγηση. Εδώ όμως είναι που παραμονεύουν και οι κίνδυνοι της επανάληψης, της προβλέψιμης συμπεριφοράς, της τυποποίησης και τελικά της κόπωσης του αναγνώστη.
Πώς εμπνέεστε τα παρατσούκλια των ηρώων σας (Σαράκι, Ντουλαπίνο, Nut–Crackerκλπ.). Η χρήση τους πιστεύετε ότι συμβάλλει στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας νουάρ ή μήπως γίνεται υπερβολική κάποιες φορές;
Όπως γνωρίζετε τα παρανόμια στον υπόκοσμο είναι συστατικό στοιχείο της κουλτούρας του, του τρόπου ζωής, της παράδοσής του, της ιδιαίτερης γλώσσας τους, της αργκό, ή της κωδικοποιημένης γλώσσας που επινοούν για να συνεννοούνται συνωμοτικά.
Παντού σε όλο τον κόσμο, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι εγκληματίες έχουν προσωνύμια. Φέρτε στο νου σας κάποιους από αυτούς και θα το διαπιστώσετε. Στη δεκαετία του ’70 στην κορυφή του οργανωμένου εγκλήματος ήταν ο Βαλεριάν Κουτσολόρια ή Πίσο, που στα γεωργιανά σημαίνει αλεπού. Η πανουργία υπήρξε θρυλική. Όταν πέθανε έκαναν το φέρετρό του λιτανεία στους κεντρικούς δρόμους της Μόσχας.
Τα παρατσούκλια στους κακοποιούς τους τα «κολλάει» το περιβάλλον τους, η πιάτσα, οι διωκτικές αρχές, οι δημοσιογράφοι, ο λαϊκός τύπος. Συνήθως προέρχονται από τα χαρακτηριστικά της εγκληματικής δράσης τους, από στοιχεία την εμφάνισής τους, από κάποια ιδιότροπη συνήθεια ή αδυναμία τους.
Μερικά από τα παρατσούκλια που χρησιμοποιώ είναι πραγματικά. Τα έχω διαβάσει σε αστυνομικά ρεπορτάζ ή τα έχω ακούσει. Άλλα τα επινοώ, ανάλογα με την εμφάνιση και το ρόλο του ήρωα στην ιστορία. Νομίζω ότι η γελοιότητα που εκπέμπουν βοηθά στο να αναδειχθεί στην αφήγηση, όσο δραματική και αν είναι, το κωμικοτραγικό στοιχείο που πάντα ενυπάρχει στις ιστορίες με κλέφτες, αστυνόμους, πολιτικούς και επιχειρηματίες.
Το μυθιστόρημα εισάγεται με αποσπάσματα από έργα του Μπρεχτ (Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν) και του Τόμας Πύντσον. Όσο αφορά τον δεύτερο, έχετε επιλέξει ένα κομμάτι από το Mason & Dixon, που νομίζω ότι συνοψίζει την αντίληψη του Πύντσον για την Ιστορία: «Η Ιστορία προσλαμβάνεται ή εξαναγκάζεται μόνο για να εξυπηρετήσει συμφέροντα που πάντα αποδεικνύονται χυδαία». Σας βρίσκει σύμφωνο αυτή η θέση, που μάλλον αντιβαίνει κάπως στη φιλοσοφία του ιστορικού υλισμού; Ποια είναι γενικά η σχέση σας με το έργο του Πύντσον;
Το απόσπασμα από το Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (Αξιότιμο κοινό, ας μην κρυβόμαστε: / Δεν είν’ αυτό τέλος καλό και το παραδεχόμαστε / Μέσα στο νου μας είχαμε ευτυχισμένο παραμύθι / στην πράξη όμως πίκρισε και το κουκί και το ρεβίθι / Στεκόμαστε κι εμείς μ’ απογοήτευση και θλίψη έξω εδώ /η αυλαία έχει κλείσει, μα το τέλος ανοιχτό) νομίζω ότι συμπυκνώνει το ηθικό δίδαγμα που πλανάται στο φόντο της υπόθεσης των Μαύρων κουφέτων.
Σε ό,τι αφορά το απόσπασμα του Πύντσον για την Ιστορία, το παρέθεσα γιατί εκφράζει μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Θυμίζω τι λέει πιο κάτω: «Είναι πολύ αθώα (η Ιστορία), και δεν πρέπει να την αφήνουμε στο έλεος των ισχυρών – που, αν την αγγίξουν, όλη η αξιοπιστία της χάνεται στη στιγμή, σαν να μην υπήρξε ποτέ». Επίσης, συμφωνώ με την άποψή του ότι μπορείς να βρεις περισσότερη αλήθεια και σεβασμό στην πρόσληψη των πραγματικών κινητήριων δυνάμεων της Ιστορίας, στους «μυθοπλάστες» και γενικά από τους «αριστοτέχνες της μεταμφίεσης», και όχι στους οσφυοκάμπτες ακαδημαϊκούς που τη γράφουν για λογαριασμό των εκάστοτε νικητών.
Πάντως, για να είμαστε και σίγουροι, μπορούμε άνετα στο «που πάντα αποδεικνύονται χυδαία» να προσθέσουμε νοερά: «τουλάχιστον μέχρι σήμερα».
Η σχέση μου με το έργο του Πύντσον είναι πρώτα από όλα παιδευτική. Σχέση διαρκούς μαθητείας. Διαβάζω τα βιβλία του με μολύβι και χαρτί και προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τους αφηγηματικούς λαβυρίνθους, την ιδιόμορφη γραφή του και τους λόγους για τους οποίους αξιοποιεί όλον αυτόν τον εγκυκλοπαιδικό του πλούτο, που κάνει την αφήγησή του να μοιάζει χαοτική, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Δεν γνωρίζω άλλον συγγραφέα για τον οποίο να έχουν γραφτεί τόσοι οδηγοί ανάγνωσης του έργου του. Και εσείς με την ομάδα του www.thezone.gr κάνετε εξαιρετική δουλειά, όπως και ο μεταφραστής του στα ελληνικά στο μπλοκ του http://pynchonikon.wordpress.com/.
Αρκετά επεισόδια εκτυλίσσονται στο Low Profile. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο μπαρ;
Στην αρχική μορφή του βιβλίου τα επεισόδια αυτά διαδραματίζονταν σε ένα επινοημένο μπαρ. Όταν το διάβασε ο κ. Δημήτρης Ποσάντζης, ο υπεύθυνος της ελληνικής λογοτεχνίας του εκδοτικού οίκου, μου μίλησε για το Low Profile και μου το σύστησε σαν ένα μπαρ που θα ταίριαζε καλύτερα στο ύφος και το στιλ του αφηγητή. Το επισκέφθηκα βράδυ τρεις φορές, στη δεύτερη μάλιστα παίζατε εσείς μουσική και διαπίστωσα ότι ο κ. Ποσάντζης είχε δίκιο. Έτσι λοιπόν ξαναπήρα πίσω το δοκίμιο και έκανα τις σχετικές προσαρμογές.
INFO: Ιερώνυμος Λύκαρης, Μαύρα κουφέτα
Εκδ. Καστανιώτη
σελ. 410