Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του Πάνου Τσίρου κινούνται στο τοπίο μιας παντελώς αφανούς καθημερινότητας, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως παραμένουν και όμηροι των πραγμάτων τα οποία έρχονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τους περιβάλουν και να τους προσδιορίσουν. Μπορεί να δουλεύουν υπό τη σκέπη μεγάλων εταιρειών, αλλά δυσκολεύονται να υπομείνουν τα μετεκπαιδευτικά τους προγράμματα, τρομάζοντας με τις υποδείξεις των υπευθύνων ή δίνοντας εφιαλτικές διαστάσεις και στην πιο αθώα (αθώα όντως;) φράση του διευθυντή τους. Μπορεί επίσης να βγαίνουν για φαγητό με τους γονείς φίλων ή να ανταλλάσσουν ανύποπτες κουβέντες με τους καθηγητές και τους συμφοιτητές τους για να καταλήξουν αίφνης σε ένα άγριο παιχνίδι ανταγωνισμού. Μπορεί ακόμα άλλα να φοβούνται και άλλα να συμβαίνουν – κι αυτά που συμβαίνουν να κάνουν δια μιας πέρα τον ανομολόγητο πανικό τους. Μπορεί επιπροσθέτως να νιώθουν ένοχοι για παραλείψεις ή ανευθυνότητες των άλλων, να καταδικάζουν εαυτούς για ασήμαντα παραστρατήματα, να επιβραβεύονται εμμέσως πλην σαφώς για τις εκτροπές τους, να πληρώνουν με μια γροθιά στο στομάχι της ψυχής την ατολμία ή τον ερωτικό δισταγμό τους, να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν όταν οι παλιοί τους σύντροφοι ψεύδονται ασυστόλως, όπως και να ταξιδεύουν μέσα στα πιο παράδοξα και ασυντόνιστα όνειρα.
Όλες οι καταστάσεις τις οποίες στήνει ο Τσίρος στα διηγήματά του αποσπώνται από τη ρεαλιστική τους βάση με έναν εντελώς απροσδόκητο τρόπο. Στόχος, να αποκαλυφθούν το αδιάγνωστο βάθος και η αφανέρωτη γλώσσα της πραγματικότητας: οι τόποι στους οποίους είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να μετακινηθούμε υπό τον όρο ότι θα μεσολαβήσει μια ανεπαίσθητη πλην απολύτως δραστική μεταβολή των αισθημάτων μας ή ότι θα ανακαλύψουμε μιαν αδιόρατη διάσταση των εικόνων που περνούν μπροστά από ένα κατά τα άλλα αδιάφορο, κουρασμένο ή και μισοκοιμισμένο βλέμμα. Ο Τσίρος τινάζει στον αέρα τον ρεαλισμό του, αλλά ο ρεαλισμός αυτός θα εμφανιστεί προηγουμένως με μια παντελώς αδιατάρακτη μορφή. Είναι σαν να θεσμοθετούνται ορισμένοι κανόνες με σκοπό να έλθει αμέσως ένα χέρι από το πουθενά για να τους σαρώσει κατά κράτος, κλείνοντας τα πάντα στην ομίχλη και τη σιωπή. Ανάλογη γραμμή εφαρμόζει ο Τσίρος και ως προς τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του, οι οποίοι ξηλώνονται εκ των ένδον και (εκ νέου) χωρίς την παραμικρή τυμπανοκρουσία. Ας σημειωθεί ότι πολλοί εξ αυτών κυκλοφορούν από διήγημα σε διήγημα, έχουν κοινές αναφορές (τη λογική φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν επί παραδείγματι) και δεν αποκλείεται να έλκουν την καταγωγή από ένα αυτοβιογραφικό υλικό.
Ξεχωρίζω σαφώς από το σύνολο, για την υποδειγματικά οργανωμένη δράση και το ακαριαίο τους αποτέλεσμα, που προϋποθέτει μιαν αφηγηματική πύκνωση υψηλού βαθμού, τα κομμάτια «Ο κύριος και η κυρία Φόβου», «Λάζαρος», «Χαρταετός», «Ο τοπογράφος» και «Σάρα». Ο Τσίρος έδειξε τις ικανότητές του και με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, η οποία κυκλοφόρησε προ πενταετίας υπό τον τίτλο Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα. Τώρα, όμως, μοιάζει να ωριμάζει εντυπωσιακά, αποδεικνύοντας πως η τέχνη του διηγήματος παραμένει στην Ελλάδα μια τέχνη σοβαρών απαιτήσεων την ώρα που το μυθιστόρημα γίνεται όλο και πιο αμήχανο.
INFO: Πάνος Τσίρος: Δεν είν’ έτσι; Διηγήματα. Εκδόσεις Μικρή Άρκτος. Σελ. 93.