Ονορέ ντε Μπαλζάκ: Η ευγνωμοσύνη του χαμινιού (μτφρ: Βίκυ Βασιλάτου)

0
1007

 

 

Ένα διήγημα για την Τσικνοπέμπτη από τον Μπαλζάκ σε μετάφραση της Βίκυς Βασιλάτου.

 

Μια Τσικνοπέμπτη, τριγυρνώντας κατά τις τρεις το μεσημέρι στα παρισινά βουλεβάρτα, πήρε το μάτι μου στη γωνιά του φομπούρ Πουασσονιέρ, ανάμεσα στο πλήθος, μια από κείνες τις μικροσκοπικές παιδικές φιγούρες που την ατίθαση ποιητικότητά τους μόνον ένας καλλιτέχνης μπορεί να την προεικάσει. Ήταν ένα χαμίνι, ένα γνήσιο χαμίνι του Παρισιού!… Κοκκινωπά, ανάκατα μαλλιά, μπουκλωτά από τη μία, ίσια σε διάφορα άλλα σημεία, ξασπρισμένα από γύψο, λερωμένα από λάσπη, ενώ διακρινόταν κι ένα αποτύπωμα από τα γαμψά δάχτυλα του γεροδεμένου χαμινιού με το οποίο θα πρέπει να είχαν πιαστεί προ ολίγου στα χέρια. Επίσης, είχε μια μύτη που ουδέποτε συνήψε συμφωνία με την κοσμική ματαιοδοξία τού μαντιλιού, μια μύτη που αστυνομευόταν μονάχα από δάχτυλα· καθώς κι ένα στόμα, φρέσκο και χαριτωμένο, δόντια μιας εντυπωσιακής λευκότητας. Όσο για την επιδερμίδα του, είχε έντονες αποχρώσεις, λευκές και καφετί, θαυμάσια αναμεμειγμένες με κόκκινο. Τα μάτια του, που ενίοτε σπινθηροβολούσαν, ήταν τώρα σκυθρωπά, μελαγχολικά και με έντονους μαύρους κύκλους. Τα βλέφαρά του, που τα κοσμούσαν όμορφες και πολύ γυριστές βλεφαρίδες, ενείχαν μια ακαθόριστη γοητεία… Ω συ παιδικότητα!…

Ντυμένο ατημέλητα, κι αδιαφορώντας για το ψιλοβρόχι, καθόταν πάνω σε ένα παγωμένο λιθάρι με τα πόδια να κρέμονται, ανεπαρκώς καλυμμένα από ένα φθαρμένο παπούτσι, που θύμιζε πυρήνα κλειδιού. Στεκόταν λοιπόν εκεί, έχοντας πάψει να φωνάζει: «Βρωμό…! Βρωμό… Βρωμομασκαράδες!…», ενώ ρουφούσε απρεπώς τη μύτη του.

Σκεπτικός σαν απατημένη σύζυγος, έμοιαζε τούτο το μέρος να το νιώθει σαν το σπίτι του. Τα όμορφα χέρια του, που τα ροζ νύχια στεφανώνονταν από μαύρο, δεν θα τα χαρακτήριζες βρώμικα μα λιγδιασμένα… Ένα καφετί πουκάμισο, του οποίου ο γιακάς ήταν άνισα ορθωμένος και περιέβαλε το κεφάλι του σαν κροσσόπλεγμα, φανέρωνε ένα στήθος τόσο λευκό όσο εκείνο μιας πρωτοεμφανιζόμενης σε χοροεσπερίδα της υψηλής κοινωνίας…

Χάζευε τα συνομήλικά του· κι όποτε εμφανιζόταν ένας ανήλικος μπουρζουάς, μεταμφιεσμένος σε λογχοφόρο, σε τροβαδούρο, ή ντυμένος με σακάκι, κι εξοπλισμένος με το επιβεβλημένο ρόπαλο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένας ποντικός κιμωλίας[1]… Ε, τότε!… τα μάτια τού χαμινιού φλογίζονταν από πόθο!… Τα παιδιά να ’ναι άραγε αφελή; αναρωτήθηκα. Δεν ξέρουν πώς να αποσιωπούν τα έντονα πάθη τους, τους φόβους τους, τις προσδοκίες μιας μέρας!…

Διασκέδασα για κάμποσα λεπτά με την ασυγκράτητη επιθυμία τού χαμινιού. Ω, ναι, δεν ήθελε παρά ένα ρόπαλο! Η μέρα του χαραμίστηκε. Εντόπισα ίχνη από αναρίθμητους ποντικούς κιμωλίας στα σκούρα ρούχα του. Η εκδίκηση του βάραινε την ψυχή… Αχ! Πώς στρέφονταν τα μάτια του με λατρεία προς το μαγαζί ενός παντοπώλη του οποίου τα πανέρια ήταν γεμάτα βόλους, πυραύλους και που, από τη βιτρίνα, διέκρινες, τοποθετημένα σταυρωτά, δυο ρόπαλα εφοδιασμένα με μπόλικη κιμωλία.

«Εσύ γιατί δεν έχεις ρόπαλο;…» τον ρώτησα.

Με κοίταξε γεμάτος υπερηφάνεια, κι από την κορφή έως τα νύχια, όπως φαντάζομαι ο κύριος Κυβιέ τον κύριο Σεν-Ιλέρ[2] όποτε του επιτίθεται απερίσκεπτα στο Ινστιτούτο.

«Ανόητε!…» σάμπως να μου είπε. «Αν είχα δυο πεντάρες, θαρρείς δεν θα γέλαγα, διασκέδαζα, κοπάναγα, φώναζα;… Γιατί με βάζεις σε πειρασμό;»
Πήγα στον παντοπώλη. Το παιδί μ’ ακολούθησε μαγνητισμένο και συνεπαρμένο από το βλέμμα μου. Το χαμίνι κοκκίνισε από ευχαρίστηση, τα μάτια του ζωήρεψαν… Απέκτησε το ρόπαλο…

Οπότε, το κραδαίνει, κι ενόσω το παρατηρώ, μου σημαδεύει την πλάτη ενός ολοκαίνουργιου ρούχου, με τον πρώτο μου ποντικό, φωνάζοντας περιπαικτικά: «Βρωμο…! Βρωμο… Βρωμομασκαράδες!…»

Συγκράτησα την οργή μου. Το έβαλε στα πόδια, αναστατώνοντας τους περαστικούς με τις διαπεραστικές και τραχιές του κραυγές… «Βρωμό…! Βρωμό…! Βρωμομασκαράδες!…»

Τούτο το παιδί μάς αντιπροσωπεύει όλους!…

 

 

Το διήγημα, La reconnaissance du gamin, δημοσιεύτηκε στη σατιρική εφημερίδα, La caricature, στις 11 Νοεμβρίου του 1830.

 

Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο περιοδικό Ο Αναγνώστης.

 

 

[1]Πρόκειται για ένα κομμάτι ύφασμα, σε σχήμα ποντικού, καλυμμένο με κιμωλία, και τυλιγμένο γύρω από την κορυφή ενός ρόπαλου, με το οποίο διασκέδαζαν τα παιδιά σημαδεύοντας περαστικούς, κατά την περίοδο των αποκριών.

 

[2]Ο φυσιοδίφης, Ζωρζ Κυβιέ (Georges Cuvier, 1769-1832), υπήρξε σπουδαίος ερευνητής, θεμελιωτής της Συγκριτικής Ανατομίας και ο σημαντικότερος υποστηρικτής τού καταστροφισμού στη γεωλογία. Αντιτέθηκε στις θεωρίες περί Σταδιακής Εξέλιξης των Σεν-Ιλέρ (Étienne Geoffroy Saint-Hilaire, 1772-1844) και Λαμάρκ (Jean-Baptiste Pierre Antoine de Monet, Chevalier de la Marck, 1744-1829).

 

Προηγούμενο άρθροΑραβική,εξαιρετική ποίηση χωρίς τη μαγεία της Ανατολής (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΤο φιλί της ζωής του Θ. Χατζόπουλου (του Γ.Λίλλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ