Μίλτος Πεχλιβάνος:Περισσότερη Ελλάδα στο Βερολίνο (συνέντευξη στην Έλενα Χουζούρη)

0
2644

 

Συνέντευξη στην Έλενα Χουζούρη

«Περισσότερη Ελλάδα στο Βερολίνο»!Mε τον τίτλο αυτό υποδέχτηκε ο γερμανικός  τύπος την ίδρυση του Κέντρου Νέου Ελληνισμού, τον Ιούνιο του 2014, με την δωρεά του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου, και συγχρηματοδότηση του  Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Βερολίνου, στο πλαίσιο του οποίου εντάχθηκε.  Αξιοσημείωτη πολιτική-διπλωματική χειρονομία σε μια εποχή κατά την οποία οι σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Γερμανία ήταν έντονα διαταραγμένες; Γέφυρα πολιτισμού μεταξύ των δύο χωρών; Υπενθύμιση της μακράς, μέσα στο χρόνο,  ελληνογερμανικής  συνάντησης σε ποικίλα μέτωπα- με εξαίρεση του σκοτεινού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της ναζιστικής κατοχής; Πρόκληση για δημιουργικές  ελληνογερμανικές συνέργειες και  ευκαιρία για την επαφή και γνωριμία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού με  την Γερμανία του 21ου αιώνα;

Τρία και πλέον χρόνια μετά το Κέντρο Νέου Ελληνισμού [Centrum Moderne Griecheland-CeMoG] έχει να επιδείξει ένα αξιόλογο έργο σε εύρος και δυναμική, σε ποικίλα επίπεδα.  Η Έλενα Χουζούρη συνάντησε στο Βερολίνο,  τον  καθηγητή νεοελληνικής φιλολογίας και ιστορίας των ιδεών στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών,  στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο και Διευθυντή του Κέντρου Νέου Ελληνισμού,   Μίλτο Πεχλιβάνο με τον οποίο  είχε μια εξαιρετικά διαφωτιστική συνομιλία  σχετικά με την ταυτότητα, τους στόχους, το έργο και τα σχέδια  του CeMoG.

 

Γιατί θεωρήθηκε αναγκαία η ίδρυση και λειτουργία του Κέντρου Νέου Ελληνισμού εφόσον υπήρχε ήδη η Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο πλαίσιο του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου; Τι επιπλέον ήρθε  να προσφέρει σε σχέση με την προϋπάρχουσα  Έδρα ;

H Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών του Ελεύθερου Πανεπιστημίου προωθεί τη διδασκαλία και την έρευνα στο πεδίο των φιλολογικών και ιστορικών σπουδών για τον Νέο Ελληνισμό με τα προγράμματα προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών που προσφέρει, αλλά και με τα ερευνητικά προγράμματα στα οποία συνεργάζεται. Το Κέντρο ενισχύει προφανώς το έργο αυτό με επιμέρους ερευνητικές του δράσεις (λ.χ. με τη συστηματική μελέτη της ιστορίας των ελληνογερμανικών σχέσεων) ή με την καλλιέργεια της διεπιστημονικότητας (εντάσσοντας λ.χ. την προβληματική των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, χάρη σε θέση επισκέπτη καθηγητή που χρηματοδότησε στο πλαίσιο του Κέντρου για δύο χρόνια η Γερμανική Υπηρεσία Μορφωτικών Ανταλλαγών), αλλά και το διευρύνει, καθώς απευθύνεται τόσο με τις εκδηλώσεις του όσο και με το εκδοτικό πρόγραμμα της Edition Romiosini  και στην εξωπανεπιστημιακή δημόσια σφαίρα του Βερολίνου ή και ευρύτερα της Γερμανίας. Σε τελική ανάλυση το Κέντρο αυξάνει την ορατότητα ενός, για τα διεθνή δεδομένα, μικρού πανεπιστημιακού γνωστικού αντικειμένου, καθώς επιχειρεί να λειτουργήσει σαν γέφυρα ανάμεσα στο Βερολίνο και την Ελλάδα, σαν δυναμικός κόμβος συνάντησης όσων ενδιαφέρονται για τις σπουδές του Νέου Ελληνισμού στο εξωτερικό και την καλλιέργεια των διμερών ελληνογερμανικών σχέσεων.

 

Πριν προχωρήσω στην επόμενη ερώτηση Κύριε Πεχλιβάνο, τι  εννοούμε , όταν λέμε «Κέντρο Νέου Ελληνισμού», με ποια κριτήρια ορίζουμε το «Νέο Ελληνισμό», χρονικά, πολιτιστικά, ιστορικά; Από πού τον ξεκινάμε και τι χωράμε μέσα σ’ αυτόν;

Εξαπλουστεύοντας, ας πω πως πρόκειται για ένα Κέντρο που δεν το απασχολεί ούτε η ελληνική αρχαιότητα ούτε ο μεσαιωνικός ελληνισμός (παρά μόνο στη διαπλοκή τους με την Ελλάδα των νεότερων και σύγχρονων χρόνων). Στα γερμανικά κάνουμε, προκλητικότερα, λόγο για «Modernes Griechenland», αντλώντας συνειδητά από την πολυσημία του επιθέτου «modern», που σημαίνει, όπως γνωρίζετε, νεότερος, σύγχρονος, νεοτερικός αλλά και εφήμερος. Όσο για την περιοδολόγηση, ας θυμηθούμε μόνο πως τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα την Ευρώπη την αναστατώνει η έριδα των «αρχαίων» και των «συγχρόνων», όσων δηλαδή πίστευαν πως η αρχαιότητα υπήρξε το αξεπέραστο μέτρο και των μοντερνιστών που  εστίαζαν στο παρόν και προσδοκούσαν από το μέλλον.

 

Το ότι η έναρξη της λειτουργίας  του, το 2014,  συνέπεσε με την ελληνική οικονομική κρίση και τις δύσκολες ελληνογερμανικές σχέσεις εκείνη την περίοδο, ήταν τυχαίο γεγονός ή αντίθετα μια εξαιρετικά έξυπνη, ανεπίσημη, διπλωματική κίνηση;

Η σκέψη για τη δημιουργία του Κέντρου προϋπήρξε της ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης αλλά και της κρίσης στις αμοιβαίες ελληνογερμανικές σχέσεις. Ήδη πριν από μία δεκαετία, όταν με εξέλεξαν καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, το 2007, είχα ξεκινήσει με τις σχετικές επεξεργασίες. Η όξυνση της ιστορικής συγκυρίας λειτούργησε προς επίρρωση των σχεδιασμών, καθώς οι πρωτοβουλίες αυτού του τύπου εύρισκαν ευήκοα ώτα τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.

Θα θέλατε να μας αποκαλύψετε κάποιες πτυχές, από το παρασκήνιο, των προβληματισμών και των διεργασιών που προηγήθηκαν της τελικής απόφασης για την δημιουργία του Κέντρου; Για παράδειγμα, ποιανού ιδέα ήταν η λειτουργία ενός τέτοιου Κέντρου; Πώς αποφάσισε το Ίδρυμα Νιάρχου να προχωρήσει στη γενναία χρηματοδότηση του Κέντρου και μάλιστα για μια οκταετία; Πώς πείστηκε;

Δεν υπήρξε ανάγκη να επινοηθούν περίπλοκα επιχειρήματα ή να ασκηθεί κανείς στη ρητορική πειθώ. Η ίδια η καθημερινότητα των τελευταίων χρόνων έπειθε για το ότι ένα Κέντρο Νέου Ελληνισμού στο Βερολίνο είχε έργο να επιτελέσει, ότι μία, ας πούμε, σταθεροποιητική, αντικυκλική επένδυση αποτελούσε ώριμο αίτημα. Τόσο το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος όσο και η Πρυτανεία του ίδιου του Ελεύθερου Πανεπιστημίου το είδαν αυτό αμέσως, ώστε αρκούσε να προταθεί ένας αποτελεσματικός προγραμματισμός δράσεων υλοποιήσιμων, αναπτυξιακών και βιώσιμων. Η γενναιόδωρη χρηματοδότηση του ΙΣΝ συναρτήθηκε ευθύς εξαρχής με την εξίσου γενναία υποστήριξη του Κέντρου από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο και άλλους γερμανικούς θεσμούς.

 

Όσον αφορά στις λειτουργικές δομές του νέου Κέντρου ακολουθήσατε κάποια πρότυπα δεδομένου ότι παρόμοια Κέντρα λειτουργούν ήδη σε άλλες ευρωπαικές χώρες, π.χ Γαλλία;

Δεν χρειάστηκε να ψάξουμε τα πρότυπα εκτός του ίδιου του Ελεύθερου Πανεπιστημίου, καθώς σε αυτό λειτουργούσαν ήδη αντίστοιχα Κέντρα για την Ιταλία και τη Γαλλία, των οποίων τις λειτουργικές δομές υιοθετήσαμε στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού. Προφανώς προσαρμόσαμε τα πρότυπα την ίδια στιγμή στις δικές μας ανάγκες, επί παραδείγματι τα δύο άλλα Κέντρα δεν διαθέτουν εκδοτικό πρόγραμμα, όπως είναι η δική μας Edition Romiosini.

 

Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις από γερμανικής πλευράς  όταν  έγινε γνωστό ότι επρόκειτο να δημιουργηθεί ένα τέτοιο Κέντρο;

Τα δημοσιεύματα του γερμανικού τύπου τον Ιούνιο του 2014, μετά την τελετή των εγκαινίων με την ομιλία του Β. Σκουρή, τότε Προέδρου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τόνιζαν με έμφαση τη σημασία του Κέντρου ως γέφυρας ελληνογερμανικής αλληλοκατανόησης. Στην ιστοσελίδα μας μπορείτε να διαβάσετε μιαν επιλογή των σχετικών δημοσιευμάτων, πάνω από εξήντα, της τελευταίας τετραετίας. Ότι πάντως δεν πρόκειται απλώς και μόνο για ένα ακόμη «πεντάλεπτο της δημοσιότητας» το πιστοποιούν οι συστηματικές συνεργασίες του Κέντρου με πολλούς γερμανικούς φορείς τα τελευταία χρόνια, είτε πρόκειται για τη Γερμανική Υπηρεσία Μορφωτικών Ανταλλαγών (DAAD) και το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών είτε για τα Ιδρύματα των επιμέρους πολιτικών κομμάτων της Γερμανίας αλλά και την Einstein Stiftung του κρατιδίου του Βερολίνου, που χρηματοδοτεί ένα ερευνητικό μας πρόγραμμα σε συνεργασία με την Ακαδημία Επιστημών Βερολίνου και Βραδεμβούργου για την παρουσία της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας και ρομαντικής ποιητικής στον Ιόνιο πολιτισμικό χώρο τον 19ο αιώνα.

 

Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί μια σειρά αρνητικά στερεότυπα τόσο στη Γερμανία για τους Έλληνες όσο και στην Ελλάδα για τους Γερμανούς. Πιστεύετε ότι το Κέντρο Νέου Ελληνισμού θα μπορέσει να υπερβεί αυτά τα στερεότυπα και να λειτουργήσει σαν γέφυρα διαδραστικού διαλόγου, και γόνιμης αλληλοεπίδρασης ανάμεσα στους δύο λαούς;  Αυτά τα τρία χρόνια λειτουργίας του Κέντρου είχατε κάποιες αισιόδοξες ενδείξεις;

Θυμάμαι πάντοτε τον δάσκαλό μου Παν. Μουλλά που έλεγε πως τα στερεότυπα είναι ο φόρος που πληρώνουμε στη συλλογικότητά μας. Είναι αφελές, συνεπώς, να πιστέψουμε πως τα στερεότυπα μπορούν να εξαφανιστούν πλήρως, καθώς, είτε μας αρέσει είτε όχι, αποτελούν τμήμα της συλλογικής μας ταυτότητας. Μπορούμε όμως μέσα από την ιστορική μελέτη των αμοιβαίων διαπολιτισμικών  εικόνων να κατανοήσουμε τις συλλογικές νοοτροπίες, την ιδεολογία εν τέλει μιας κοινωνίας, και να επιχειρήσουμε να ξανασκεφθούμε ο ένας την εικόνα του άλλου στην προοπτική του κοινού ευρωπαϊκού μας συνανήκειν. Αυτή η εργασία συνιστά βασικό πυλώνα της λειτουργίας του Κέντρου και αποτυπώνεται σε πολλές από τις δράσεις των τελευταίων χρόνων: στην πληθώρα λ.χ. των εκδηλώσεων για το τραύμα της επίκοινης ελληνογερμανικής ιστορίας, τη γερμανική κατοχή, το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων και τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα πολέμου, αλλά και σε εκείνες τις δράσεις που συζήτησαν τη διαχείριση της Ελλάδας της κρίσης στη γερμανική δημόσια σφαίρα, στον τύπο, αλλά και στην καλλιτεχνική παραγωγή των τελευταίων χρόνων, από τις σκηνές της θεατρικής πρωτοπορίας έως την documenta Αθήνας και Kassel. Από την άλλη επιδιώξαμε να αναδείξουμε τις, ας πούμε, καλές στιγμές των ελληνογερμανικών συναντήσεων: από τον φιλελληνισμό του 19ου αιώνα (ως προς τον οποίο συνεργαστήκαμε με το Πανεπιστήμιο Κύπρου για τη διοργάνωση ενός σχετικού συνεδρίου, τα πρακτικά του οποίου είναι υπό έκδοση) στην κινητοποίηση της γερμανικής κοινωνίας των πολιτών κατά της χούντας των συνταγματαρχών, στη μελέτη της οποίας αφιερώθηκαν αρκετές πρωτοβουλίες και συνεργασίες.

 

Μιλήστε μας για τους βασικούς πυλώνες λειτουργίας του Κέντρου, τους στόχους του και μέσα από ποιες δράσεις  βλέπετε αυτοί να επιτυγχάνονται;

Τρεις είναι οι βασικοί πυλώνες του Κέντρου, και προφανώς βρίσκονται σε συνέργεια μεταξύ τους. Συντονίζονται στη δημιουργία δικτύων, ο πρώτος ερευνητικών δικτύων και συνεργασιών, ο δεύτερος δικτύων ιστορικής πληροφορίας και ο τρίτος αναγνωστικών δικτύων. Δεν αναπτύσσω εδώ τον τρίτο, το εκδοτικό πρόγραμμα της Edition Romiosini, καθώς αυτό θα συμβεί αναλυτικά στο δεύτερο μισό της συνέντευξης. Ο επόμενος πυλώνας αφορά σε ό,τι επέμεινα ώς εδώ, στη μελέτη των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων και πολιτισμικών μεταφορών. Προς την κατεύθυνση αυτή, της διαχείρισης και δικτύωσης της ιστορικής πληροφορίας έχουμε δημιουργήσει μια καινοτομική βάση δεδομένων, η οποία θα είναι διαθέσιμη στους ενδιαφερόμενους ερευνητές μέσα στο 2018, και σχεδιάζουμε ένα μακροπρόθεσμο εγχείρημα, μιαν Εγκυκλοπαίδεια για την ιστορία των σχέσεων του Νέου Ελληνισμού και του γερμανόφωνου κόσμου. Χωρίς όμως τον πρώτο πυλώνα τίποτε από τα παραπέρα δεν θα ήταν δυνατό: τη συνάντηση και συνεργασία όσων νιώθουν την ανάγκη να συναντηθούν και να εκτεθούν στη συνεργασία. Αναφέρομαι στις πολυάριθμες συναντήσεις εργασίας που έχουμε προκαλέσει, στα συνέδριά μας, τις διαλέξεις και τις γιορτές βιβλίου. Τα επίπεδα της διμερούς συνεύρεσης εδώ ποικίλλουν,από τη δημόσια εκδήλωση με τον Κώστα Γαβρόγλου και τον ομόλογό του από γερμανικής πλευράς Thomas Rachel για τη συνεργασία σε ζητήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, στη συζήτηση του Τάσου Γιαννίτση με τους Ulf-Dieter Klemm και Wolfgang Schultheiß, επιμελητές μιας σημαντικής έκδοσης για την  ελληνική κρίση, έως τη συνάντηση εργασίας για τη μετάφραση, έκδοση και προώθηση της περιφερειακής ελληνικής λογοτεχνίας στη Γερμανία με τη συμμετοχή επαγγελματιών του βιβλίου, μεταφραστών και εκδοτών. Και σπεύδω να προλάβω μιαν εύλογη, στη βάση της παραπάνω απαρίθμησης, παρεξήγηση: παρά την εξωστρέφειά του το Κέντρο δεν παραμελεί τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα του. Αυτό το πιστοποιούν εύκολα τα επιστημονικά μας συνέδρια, λ.χ. τα αφιερώματα στους κορυφαίους πεζογράφους μας Θανάση Βαλτινό και Πέτρο Μάρκαρη, αλλά και η σημαντικότερη μέχρι στιγμής επιστημονική μας συνάντηση,το «12ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας»το 2015, τα πρακτικά του οποίου αριθμούν 1287 σελίδες και έχουν ενταχθεί στο εκδοτικό πρόγραμμα της Edition Romiosini.

 

To γεγονός ότι το Κέντρο Νέου Ελληνισμού λειτουργεί στο Βερολίνο, μια πόλη με μακρά και έντονα φορτισμένη ευρωπαική Ιστορία, στο κέντρο της Ευρώπης του 21ου αιώνα, μια πόλη με ποικίλους συμβολισμούς και αναφορές, και όχι σε μια άλλη γερμανική μεγαλούπολη, παίζει κάποιο ιδιαίτερο ρόλο σχετικά με τους στόχους του Κέντρου;

Παρότι το Κέντρο φιλοδοξεί να έχει παρουσία και σε άλλες γερμανικές πόλεις, λ.χ. πρόσφατα στη Φρανκφούρτη, όπου στο πλαίσιο της έκθεσης βιβλίου έλαβε χώρα μια ιδιαίτερα επιτυχημένη εκδήλωση με τον Θανάση Βαλτινό με αφορμή την πρώτη συστηματική παρουσίαση του έργου του στην Edition Romiosini, το Βερολίνο σφραγίζει αναπόφευκτα με την ιστορία του τους σχεδιασμούς μας. Το ίδιο άλλωστε το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο δεν νοείται έξω από την ιστορία αυτής της μέχρι το 1989 διχασμένης πόλης. Δεν είμαι βέβαιος πως, εάν είχαμε αλλού την έδρα μας, θα είχαμε προχωρήσει σε ένα τόσο ενδιαφέρον συνέδριο και τόμο πρακτικών όσο εκείνο για τους Έλληνες στην υπερορία της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, με συμβολές λ.χ. για τον Πέτρο Κόκκαλη ή τον Αχιλλέα Παπαπέτρου αλλά και για τις διασταυρώσεις του ελληνικού θεάτρου με το έργο των Μπρεχτ ή Heiner Müller.Ή πάλι ότι θα εκδίδαμε σε γερμανική μετάφραση την Κάδμω της Μέλπως Αξιώτη, ή θα σχεδιάζαμε την επανέκδοση της ανθολογίας Antigone lebt, που είχαν ετοιμάσει το 1960 η Αξιώτη και ο Δημήτρης Χατζής. Αλλά και πολύ πριν από τον μεταπολεμικό ερειπιώνα το Βερολίνο έδωσε το παρών στη νεοελληνική ιστορία των ιδεών, ως πόλος έλξης τόσων Ελλήνων φοιτητών, διανοουμένων και καλλιτεχνών, των οποίων τις διαδρομές δεν μπορούμε παρά να ιχνηλατήσουμε. Το ερευνητικό πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από την Einstein Stiftung και στο οποίο ήδη αναφέρθηκα, φέρει για παράδειγμα τον τίτλο Viaggio da Berlino a Zante, από το ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Ερμάννου Λούντζη, ενός Hermann της επτανησιακής λογιοσύνης του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο των σπουδών στο Βερολίνο και της επιστροφής του στη Ζάκυνθο.

Παρά τα όσα  πιστεύουμε που, κυρίως, ξεκινούν από τα χρόνια της γερμανικής-ναζιστικής  κατοχής στην Ελλάδα, με έξαρση τα πρόσφατα χρόνια της κρίσης, οι ελληνογερμανικές σχέσεις, πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές, έχουν μακρά παράδοση. Σε αρκετές  γερμανόφωνες πόλεις είχε ακμάσει το ελληνικό στοιχείο, ήδη από τον 18ο αιώνα, αναφέρω ως παραδείγματα τη Λειψία, το Μόναχο και τη Δρέσδη. Σε γερμανικές πόλεις ζει σήμερα ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων , απόγονοι των μεταναστών των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Η ερώτησή μου λοιπόν είναι αν το Κέντρο Νέου Ελληνισμού θα λειτουργήσει ως πόλος στον ευρύτερο γερμανόφωνο κόσμο και όχι μόνον στο Βερολίνο, αναδεικνύοντας το βάθος και το εύρος  των παμπάλαιων ελληνογερμανικών σχέσεων. Σκέφτομαι τώρα καθώς σας γράφω αυτές τις ερωτήσεις, για παράδειγμα, την αποδοχή που είχε ο Σκαλκώτας από τους Γερμανούς, σε αντίθεση με τους εδώ συμπατριώτες του. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν κι άλλες πολλές παρόμοιες περιπτώσεις που θα μπορούσε το Κέντρο να αναδείξει. 

Περιγράφετε, αγαπητή κυρία Χουζούρη, ακριβώς ό,τι έχουμε σχεδιάσει ως εγκυκλοπαιδικό εγχείρημα για την εξιστόρηση των σχέσεων του Νέου Ελληνισμού και του γερμανόφωνου κόσμου, και ελπίζουμε να το υλοποιήσουμε μέσα στην ερχόμενη πενταετία. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο έργο αναφοράς στο διαδίκτυο, που θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει με διεπιστημονικό άνοιγμα τους πολλούς παλαιότερους και νεότερους ερευνητές (και άλλες τόσες ερευνήτριες) γύρω από τις ελληνογερμανικές διασταυρώσεις και να προσφέρει ένα δίγλωσσο εκδοτικό forum για την τακτοποίηση των όσων γνωρίζουμε και την παραγωγή νέας γνώσης. Την εγκυκλοπαίδειά μας την έχουμε δομήσει σε μικροϊστορίες (καλή ώρα το παράδειγμα του Σκαλκώτα), σε μακροϊστορίες και σε μετα-αφηγήματα.  Ελπίζω να είμαι σύντομα σε θέση να αναφερθώ αναλυτικότερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς τη χρηματοδότηση σε αυτή την πρωτοβουλία, που τη θεωρώ ως τη σημαντικότερη στην οποία έχουμε προβεί στο Κέντρο.

 

Η δημιουργία του Κέντρου Νέου Ελληνισμού τόνωσε το ενδιαφέρον για τις νεοελληνικές σπουδές; Πόσοι/πόσες σπουδαστές/στριες έχει σήμερα το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών,  από πού προέρχονται και πού επικεντρώνεται το ενδιαφέρον τους;

Κερδίσαμε αναμφίβολα σε ορατότητα του γνωστικού αντικειμένου προς τα έξω και σε τόνωση του ενδιαφέροντος, της στράτευσης των φοιτητών μας στην Έδρα. Χαίρομαι πάντως κάθε φορά που ακούω να λέγεται πως είμαστε από τις λίγες εστίες ελληνογνωσίας στην Ευρώπη που ο αριθμός προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών είναι τέτοιος που δεν δημιουργεί υπαρξιακό πρόβλημα ως προς τη  βιωσιμότητα του κλάδου, χωρίς να συνυπολογίζω τους φοιτητές άλλων ακαδημαϊκών κλάδων που μαθαίνουν απλώς την ελληνική γλώσσα σε εμάς. Οι προπτυχιακοί φοιτητές έρχονται, κατά κανόνα, από τη Γερμανία και αρκετοί από αυτούς έχουν ήδη δίγλωσση παιδεία. Οι περισσότεροι μεταπτυχιακοί αντίθετα έρχονται από προπτυχιακές σπουδές σε ελληνικά ή άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επιλέγουν το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο και εξαιτίας του διεθνούς προσανατολισμού του. Στις μεταπτυχιακές σπουδές, έτσι, η γνώση της γερμανικής δεν θεωρείται αναγκαία συνθήκη για την εγγραφή, ενώ οι διδακτορικές διατριβές συντάσσονται μετά από σχετικό αίτημα του υποψήφιου και στην αγγλική ή την ελληνική γλώσσα. Για να σας δώσω μιαν εικόνα των ενδιαφερόντων των νεότερων ερευνητών αναφέρω απλώς τους τίτλους των διδακτορικών διατριβών που ολοκληρώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια και επίκειται η έκδοσή τους στη σειρά «Hermeneumata» της Edition Romiosini: «Οι μεταφράσεις του Νικολού Λούντζη για τον Διονύσιο Σολωμό. Ποιητική, συμφιλοσοφία και πολιτισμικές μεταφορές» (Μιχαήλ Λειβαδιώτης)· «Η στροφή προς το παρ<ελθ>όν. Ορίζοντες του ιστορικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα (1935-1950)» (Bart Soethaert)· «Μουσικές πρακτικές στη νεοελληνική πεζογραφία. Η διακαλλιτεχνικότητα από τον συμβολισμό στον μοντερνισμό» (Όλγα Μπεζαντάκου)· «Όψεις του παρελθόντος του ‘νέου ελληνισμού’ στο σύγχρονο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Αφηγηματική τροπικότητα και ιστορική ποιητική» (Μαρία Ακριτίδου).

 

Ας δούμε όμως, συνολικά,  τι έχετε κάνει έως σήμερα και ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;

Έχω δώσει ήδη στις προηγούμενες απαντήσεις μου αρκετά παραδείγματα επιμέρους δράσεων και πρωτοβουλιών, και συγχρόνως δεν θα ήθελα να απαντήσω εδώ με ποσοτικά και μόνο στοιχεία, του τύπου ότι έχουμε 2.500 συνδρομητές στην τετράμηνη περιοδική ενημερωτική μας έκδοση (http://www.cemog.fu-berlin.de/newsletter), περίπου 550 εγγεγραμμένες ήδη αναγνώστριες και αναγνώστες στην ψηφιακή βιβλιοθήκη της Edition Romiosini ή 8.400 χτυπήματα ανά μήνα στην ιστοσελίδα του Κέντρου. Επιτρέψτε μου μόνο να τονίσω πως πολλές από τις εκδηλώσεις μας μπορούν όποιες και όποιοι ενδιαφέρονται να τις παρακολουθήσουν βιντεοσκοπημένες στην ιστοσελίδα του Κέντρου, όπου θα βρείτε ούτως ή άλλως αναλυτική τεκμηρίωση για όλες (http://www.cemog.fu-berlin.de/el/index.html), και πως όλες οι εκδόσεις μας είναι online προσβάσιμες για ελεύθερη ανάγνωση (http://bibliothek.edition-romiosini.de/). Όσο για τα άμεσα, βραχυπρόθεσμα, σχέδια ένα πυκνό πρόγραμμα εκδηλώσεων είναι σε προετοιμασία για το 2018 και πρόκειται να ανακοινωθεί με το Newsletter μας τον Ιανουάριο.

 

Ο  ελληνογερμανικός εκδοτικός οίκος «Romiosini» των Χανς και Νίκης Αντενάιερ, που επί τριάντα και πλέον χρόνια εξέδιδε έργα νεοελληνικής λογοτεχνίας και γενικότερα γραμματείας, με έδρα την Κολωνία, περιήλθε πλέον, κατόπιν δωρεάς,  στη δικαιοδοσία του Κέντρου Νέου Ελληνισμού. Μπορείτε να μας πείτε τι περιλαμβάνει αυτή η «προίκα» και με ποιο σκεπτικό αποφασίσατε να την εντάξετε στις δράσεις σας;

Η ασυνέχεια συνιστά μια από τις μεγαλύτερες κακοδαιμονίες μας, ασφαλώς στη διοίκηση, θα έλεγα πάντως και στα πνευματικά μας πράγματα. Έχει αντίθετα κεφαλαιώδη σημασία να μπορείς να συνεχίσεις εκεί όπου σταμάτησε η προηγούμενη προσπάθεια. Αυτό ήταν το σκεπτικό μου, όταν πρότεινα στη Νίκη Eideneierνα δώσειστο Κέντρο Νέου Ελληνισμού του Ελεύθερου Πανεπιστημίου τη σκυτάλη,ώστε να δημιουργήσουμε την Edition Romiosini στο Βερολίνο στα χνάρια του Romiosini Verlag της Κολωνίας.Το δώρο ήταν μεγάλο, καθώς ως συμβολικό κεφάλαιο μάς δόθηκε μια εκδοτική παραγωγή τριάντα χρόνων, αφιερωμένη στη μετάφραση και διάδοση των ελληνικών γραμμάτων, της λογοτεχνίας, του δοκιμίου και της επιστημονικής σκέψης. Πολλοί τίτλοι της παραγωγής εκείνης έχουν ήδη ενταχθεί στο εκδοτικό πρόγραμμα του Κέντρου, και άλλοι ακόμη πρόκειται να ενταχθούν, έπειτα από νέα επιμέλεια, νέα στοιχειοθεσία και με τη συνοδεία νεότερων εισαγωγών ή και επιμέτρων με πληροφορίες που ίσως χρειάζεται το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό. Πλάι στους τίτλους και το αρχείο του Romiosini Verlag μας κληροδοτήθηκε ωστόσο και κάτι ακόμη, ίσως περισσότερο κρίσιμο:τοδίκτυο των συνεργατών και συνεργατριών, των φίλων του εκδοτικού οίκου, με την πείρα τους στη μετάφραση και την επιμέλεια, τη γνώση τους για το πώς διαμεσολαβείς μεταξύ ελληνικής και γερμανικής γλώσσας και εμπειρίας, την κριτική τους στάση απέναντι σε λάθη που έγιναν και ρίσκα που πρέπει να αποφευχθούν ή να αποτολμηθούν.

 

Υπήρχε ένας σχετικός προβληματισμός παλιότερα στην Ελλάδα για τα βιβλία που εξέδιδε η «Romiosini» που αφορούσε τόσο στις επιλογές του εκδοτικού οίκου όσο και στην ανταπόκριση που είχαν στο γερμανόφωνο κοινό.  Πόσο είχε συμβάλλει τελικά η Romiosini στην διάδοση της ελληνικής λογοτεχνίας στο γερμανόφωνο κοινό, και τι σκοπεύετε να κάνετε εσείς προς αυτήν την κατεύθυνση;

Ο μετασχηματισμός του Romiosini Verlag σε Edition Romiosini/CeMoG, η ένταξη δηλαδή ενός εκδοτικού προγράμματος σε πανεπιστημιακά συμφραζόμενα, συνεπάγεται και την αλλαγή ορισμένων προτεραιοτήτων.

Κατά πρώτο λόγο, ως εκδοτικό ενός Κέντρου Νέου Ελληνισμού δεν έχουμε ως αποκλειστικό στόχο τη διάδοση της λογοτεχνίας· με τις δύο από τις τρεις σειρές μας τη σειρά Sachbuch/Πραγματογνωσία και τη σειρά Fachliteratur/Επιστήμη παρουσιάζουμε στο γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό εκδόσεις για τη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα που λείπουν από τη γερμανική βιβλιογραφία, μονογραφίες, πρακτικά συνεδρίων και διδακτορικές διατριβές. Ας αναφερθώ μόνο στη μονογραφία του Γιάννη Βούλγαρη για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, ένα βιβλίο αναγκαίο για να κατανοήσει ο Γερμανός αναγνώστης τη σημερινή Ελλάδα, ή στη μελέτη της Ρίκας Μπενβενίστε για την αντίσταση, την εκτόπιση και την επιστροφή όσων Εβραίων της Θεσσαλονίκης επέζησαν από το Ολοκαύτωμα.

Κατά δεύτερο λόγο, ως εκδοτικό ενός Κέντρου Νέου Ελληνισμού δεν έχουμε ως αποκλειστικό στόχο μας τη διάδοση της σύγχρονης λογοτεχνίας, εκείνης δηλαδή που γράφεται σήμερα· η μέριμνά μας είναι η δημιουργία μιας ευρύχωρης μεταφρασμένης βιβλιοθήκης της ελληνικής λογοτεχνίας πρωτίστως του 20ού αιώνα, και οι επιλογές μας από το αρχείο των εκδόσεων της Νίκης Eideneier τον χαρακτήρα αυτόν έχουν. Χάρη στη χρηματοδότηση της Edition Romiosini από το ΙΣΝ κατά τα πρώτα χρόνια της Edition επανεκδόθηκαν ή πρόκειται να επανεκδοθούν με τις νέες προδιαγραφές στη σειρά Belletristik/Λογοτεχνία κάποιοι από τους κλασικούς της πεζογραφίας, λ.χ. ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Στράτης Μυριβήλης ή ο Άγγελος Τερζάκης, αλλά κυρίως ακολουθήθηκαν οι καλές επιλογές του Romiosini Verlag στα της μεταπολεμικής (και μεταπολιτευτικής) πεζογραφίας, ποίησης και θεατρικής γραφής. Κάποια αφηγηματικά έργα επανεκδόθηκαν ή πρόκειται να επανεκδοθούν (όπως τα Ματωμένα χώματα και η Εντολή της Σωτηρίου, το Διπλό βιβλίο του Χατζή, το Contre-Temps και οι Φιλέλληνες της Κρανάκη, το Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου του Δημητρίου ή το Καλαμάς και Αχέροντας του Μηλιώνη), για άλλους συγγραφείς προχωρήσαμε σε πληρέστερη από την υπάρχουσα επιλογή από το έργο τους (όπως με τους τόμους με κείμενα του Δημήτρη Νόλλα, του Γιώργου Χειμωνά και φυσικά του Θανάση Βαλτινού, στον οποίο αναφέρθηκα ήδη), προσθέσαμε τέλος στη βιβλιοθήκη νέους τίτλους, τους οποίους θα σας απαριθμήσω στην οικεία θέση αμέσως παρακάτω. Ας αναφερθώ μόνο εν είδει καταλόγου στις επιλογές μας από την ποίηση (Μανώλης Αναγνωστάκης, Χάρης Βλαβιανός, Μιχάλης Γκανάς, Κική Δημουλά, Γιάννης Κοντός, Τίτος Πατρίκιος, Μίλτος Σαχτούρης, Τάκης Σινόπουλος, και φυσικά Κ.Π. Καβάφης) και το θέατρο (Λούλα Αναγνωστάκη, Δημήτρης Κεχαΐδης &Ελένη Χαβιαρά, Γιώργος Μανιώτης, Πέτρος Μάρκαρης), για να μην καταχραστώ την υπομονή σας.

Κατά τρίτο, τέλος, λόγο, θα χρειαστεί να επιμείνω σε μία κρίσιμη καινοτομία της Edition Romiosini, ώστε να απαντήσω και στο ερώτημά σας για την ανταπόκριση του γερμανικού κοινού και τη διάδοση των βιβλίων τότε και τώρα. Κατά την εκτίμησή μου ένας εξειδικευμένος σε μία μικρή λογοτεχνία, όπως η νεοελληνική, παραδοσιακός εκδοτικός οίκος δεν μπορεί στο πλαίσιο της γερμανικής βιβλιαγοράς παρά να απευθύνεται σε ένα περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως εκείνη πρωτίστως του Πέτρου Μάρκαρη, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία επιλέξαμε ως πανεπιστημιακό εκδοτικό πρόγραμμα μιαν εναλλακτική κατεύθυνση: όλες μας οι εκδόσεις, όπως το τόνισα ήδη, είναι online προσβάσιμες για ελεύθερη ανάγνωση στην ιστοσελίδα της Edition. Ως εγγεγραμμένος αναγνώστης έχεις τη δυνατότητα είτε να διαβάσεις στο ψηφιακό περιβάλλον το βιβλίο στο σύνολό του ή, εφόσον το επιθυμείς, να το παραγγείλεις σε έντυπη μορφή: σε όλα τα παραδοσιακά γερμανικά βιβλιοπωλεία, από την ίδια την ιστοσελίδα μας, είτε πάλι σε κάποιο από τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία τύπου Amazon. Τα τελευταία δύο χρόνια έδειξαν πως η καινοτομία αυτή αποδίδει, αυξάνοντας την ορατότητά μας και συντελώντας στη διάδοση των τίτλων.

 

Εσείς ως νέα Romiosini πια έχετε στο ενεργητικό σας νέες εκδόσεις και ποιες; Πώς γίνονται οι επιλογές των υπό μετάφραση ελληνικών βιβλίων; Υπάρχουν κάποια κριτήρια και ποια είναι αυτά;

Στη σειρά της Belletristik/Λογοτεχνίας, στην οποία φαντάζομαι ότι αναφέρεστε, ως «νέες» εκδόσεις θα πρέπει να εννοήσουμε τις μεταφράσεις στις οποίες έχουμε προχωρήσει πέραν του αρχείου του Romiosini Verlag. Το εκδοτικό μας πρόγραμμα το εγκαινίασε πράγματι μια τέτοια μετάφραση, εκείνη των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα. Το αναφέρω σε πρώτη θέση, και εξαιτίας της προφανούς σημασίας αυτής της έκδοσης, αλλά και γιατί η καθυστερημένη πρόσληψη του Τσίρκα στη γερμανική βιβλιαγορά βοηθάει να κατανοήσουμε τα εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει η νεοελληνική λογοτεχνία για να συναντήσει το γερμανικό κοινό. Σύμφωνα πράγματι με τα επίσημα στοιχεία, τη μερίδα του λέοντος από τις μεταφράσεις έχουν τα αγγλικά, γύρω στο 65% των μεταφράσεων, ενώ τα γαλλικά κυμαίνονται γύρω στο 10%, τα ιταλικά και τα ισπανικά στο 2,8% και 1,4% αντιστοίχως. Αν γλώσσες όπως τα ιταλικά και τα ισπανικά κινούνται συνεπώς στη μη μετρήσιμη περιοχή, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό για «μικρές» γλώσσες, όπως τα ελληνικά.

Πιστεύουμε πάντως ότι δημοσιεύοντας κείμενα που έχουν καθιερωθεί στα καθ’ ημάς, συμβάλλουμε στην καλή εικόνα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στις γερμανόφωνεςχώρες. Πρώτιστο μέλημά μας έτσι με τις νέες εκδόσεις είναι να συμπληρωθεί η αντιπροσωπευτική βιβλιοθήκη της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην οποία προσβλέπουμε: εκδώσαμε στην κατεύθυνση αυτή την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα, την Κάδμω της Αξιώτη ή προσθέσαμε στον παλαιότερο τόμο του Νόλλα το Ναυαγίων πλάσματα ή σε εκείνον του Βαλτινού μεταξύ άλλων τον Τελευταίο Βαρλάμη και τον Ανάπλου. Ένα δεύτερο κριτήριο έχει να κάνει με ό,τι ονόμασα παραπάνω αναγνωστικά δίκτυα. Τα βιβλία του προγράμματός μας θέλουμε να επικοινωνούν μεταξύ τους, να οδηγούν το ένα στο άλλο, ας πούμε ο αναγνώστης να μπορεί να πιάσει το νήμα από την την Ιστορία ενός αιχμαλώτου στα Ματωμένα χώματα, από τον Κορδοπάτη στο Ναυαγίων πλάσματα ή στο Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου. Θα ευχόμουν έτσι να δικτυώναμε τη γερμανική μετάφραση των καβαφικών ποιημάτων με μία ιστορική βιογραφία για τον Αλεξανδρινό και, γιατί όχι, με το Τι μένει από τη νύχτα της Έρσης Σωτηροπούλου. Τέλος, υπάρχουν και ειδικότεροι θεματικοί άξονες που συντελούν στο να επιλεγεί προς μετάφραση ένα κείμενο· δεν θα εκπλαγείτε, θεωρώ, ακούγοντας πως αφηγηματικά κείμενα με ελληνογερμανικό θέμα δεν μπορεί παρά να έχουν προτεραιότητα. Ένα βιβλίο λ.χ. που θα μας ενδιέφερε να παρουσιάσουμε στο γερμανικό κοινό είναι και για τον λόγο αυτόν το Άθος, ο δασονόμος της Μαρίας Στεφανοπούλου. Και κάτι τελευταίο: για να καταλήξουμε στην επιλογή ενός τίτλου ζητάμε πάντοτε τη γνώμη επαρκών αναγνωστών και αναγνωστριών με δίγλωσση, ελληνογερμανική παιδεία· στη βάση των δικών τους εισηγήσεων οργανώνεται το πρόγραμμα της Edition Romiosini.

 

Ποια είναι τα άμεσα σχέδια του εκδοτικού σας προγράμματος;

Από τις εκδόσεις που βρίσκονται ήδη στην ιστοσελίδα μας στη σειρά Belletristik/Λογοτεχνία η συντριπτική πλειοψηφία ανήκει στο αφηγηματικό είδος. Αυτή την εικόνα θέλουμε το επόμενο διάστημα να την ανατρέψουμε. Αναφέρθηκα ήδη παραπάνω στις επιλογές μας από την περιοχή της ποιητικής και θεατρικής γραφής, στις οποίες θα στραφούμε στο αμέσως επόμενο διάστημα. Ας αναφερθώ εδώ από τα άμεσα σχέδιά σε ένα μόνο, ιδίως καθώς διορθώνει μιαν ακόμη προβλέψιμη παρανόηση: ότι δηλαδή επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας βιβλιοθήκης της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα (κυρίως του δεύτερου μισού του) αδιαφορούμε για τη διάδοση της σύγχρονής μας λογοτεχνίας , εκείνης του 21ου αιώνα. Η Μαρία Τοπάλη έχει ετοιμάσει για την Edition μιαν ανθολογία ελληνικής ποίησης του 21ου αιώνα, η οποία θα εκδοθεί σε μετάφραση του Torsten Israel μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο. Σας προσκαλούμε στην καθιερωμένη πια Γιορτή Βιβλίου του καλοκαιριού στη Wannsee του Βερολίνου για την παρουσίαση τόσο αυτής της ανθολογίας όσο και των υπόλοιπων νέων τίτλων μας!

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΛουλούδι με glitter και χαρακτήρα    (της Ελένης Σβορώνου)
Επόμενο άρθρο18 μη λογοτεχνικά βιβλία για να προσέξουμε (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ