Καμιά ζωή δεν αντέχει ένα ακυρωμένο παρελθόν (της Κατερίνας Σχινά)

0
793

της Κατερίνας Σχινά.

 

Ανταγωνιστική, εξουσιαστική, συγκρουσιακή, πολύπλοκη, ενίοτε αδύνατη, η σχέση πατέρα-γιού αποτέλεσε προνομιακό πεδίο της μυθολογίας (ο Δίας φονεύει τον Κρόνο και του παίρνει τα σκήπτρα), της τραγωδίας (ο Οιδίποδας φονεύει τον Λάιο), της ψυχανάλυσης, εσχάτως, όμως, επανέρχεται στη λογοτεχνία με μερικά ιδιαίτερα αξιανάγνωστα βιβλία, αυτοβιογραφικού, κατά κύριο λόγο, χαρακτήρα. Βεβαίως, έχει προηγηθεί ο Τουργκένιεφ με το “Πατέρες και γιοι” (1862), το πρώτο “μοντέρνο μυθιστόρημα” της ρωσικής λογοτεχνίας, όπως το αποκάλεσαν, με θέμα το χάσμα των γενεών, ο Ντοστογιέφσκι και οι «Αδελφοί Καραμάζοφ» (1880), ο Έντμουντ Γκος και το “Πατέρας και γιος”  (1907), όπου αποτυπώνεται η σύγκρουση ανάμεσα σ’ έναν πατέρα αγκιστρωμένο στις θρησκευτικές του ιδέες και έναν γιο που προσβλέπει προς την νεωτερικότητα , ο Κάφκα με το « Γράμμα στον πατέρα του Κάφκα».  Αργότερα, ο Φίλιπ Ροθ θα γράψει την «Πατρική κληρονομιά», αναδεχόμενος το βάρος της προϊούσας κατάρρευσης του πατέρα του, προσπαθώντας να τον προστατεύσει από τον φόβο και τον εξευτελισμό εν όψει του επερχόμενου θανάτου του. Με μόνο μέσο τον λόγο: αδιάκοπα μιλούν πατέρας και γιος στην Πατρική Κληρονομιά, αδιάκοπα αναζητάει ο Ροθ αφορμές για συζήτηση διεγείροντας το παρελθόν, αναμοχλεύοντας αναμνήσεις. Απεναντίας, το κυρίαρχο στοιχείο στο βιβλίο του Πωλ Ώστερ «Η Επινόηση της μοναξιάς» , είναι η σιωπή:  Ο πατέρας του Ώστερ  είναι “αόρατος” – απρόθυμος να αποκαλυφθεί, μοναχικός και απομονωμένος, “για να μην είναι υποχρεωμένος να κοιτάξει τον εαυτό του, να μην είναι υποχρεωμένος να βλέπει τους άλλους να τον κοιτάζουν”. Η κουβέντα μαζί του είναι δοκιμασία: “Ή θα ήταν απών, όπως συνέβαινε συνήθως, είτε θα σου επετίθετο με έναν αιχμηρό αστεϊσμό, που αποτελούσε απλώς μια διαφορετική μορφή απουσίας”. Ποτέ δεν μιλάει για τον εαυτό του, λες και “ο εσωτερικός του βίος διέφευγε και από αυτόν τον ίδιο”. Είναι ένας πατέρας-κενό, ένας πατέρας-απουσία. Σιωπηλός, επί της ουσίας, επειδή είναι μακρινός και ριζικά ξένος, είναι ο πατέρας στο βιβλίο του Πασκάλ Μπρυκνέρ “Ο καλός γιος”, ένας πατέρας αντισημίτης, ρατσιστής, που έγινε το “παράδειγμα προς αποφυγήν” για τον γιο του. Σιωπηλοί, αλλά διαρκώς παρόντες, είναι οι πατέρες στα βιβλία του Ρενάτο Σισνέρος «Η απόσταση που μας χωρίζει» (εδώ ο πατέρας είναι ο βίαιος Υπουργός Πολέμου και Εσωτερικών στην κυβέρνηση του δικτάτορα Μπερμούδες του Περού) και του Χισάμ Ματάρ «Η επιστροφή», μια σπαρακτική αναζήτηση του πατέρα, η πολιτική εναντίωση του οποίου στο καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι του κόστισε τη ζωή σε μια φυλακή της Τρίπολης το 1996.

Δεν ισχύει το ίδιο στο βιβλίο του Καρλ Αντερόλντ «Οι κόκκινοι», που μόλις κυκλοφόρησε, έξοχα μεταφρασμένο από τον Κώστα Κατσουλάρη. Εδώ δεν υπάρχει σιωπή. Εδώ ο πατέρας, ο ηθοποιός Πιερ Αντερόλντ, γνωστός στον κόσμο του θεάματος ως Πιερ Ντεκάζ, είναι λαλίστατος: πιστός κομμουνιστής, έχοντας καταστήσει τον ιδεολογικό του προσανατολισμό επίκεντρο του βίου του και μέτρο κάθε επιλογής του, δεν σταματά να κανοναρχεί και να διδάσκει. Δογματισμός και αυταρχισμός συνδυάζονται στο πρόσωπό του: ο λόγος του είναι νόμος, έχει υπερβολικές απαιτήσεις από μητέρα και παιδιά,  συχνά καταφεύγει σε λεκτική και σωματική βία, κι όταν δεν ξεσπάει στα πρόσωπα τα βάζει με τοίχους, καθρέφτες και πιατικά. Αλλά ο αναγνώστης μένει πάντα με την υποψία πως πίσω από τον αυστηρό και απόλυτο χαρακτήρα του πατέρα που επιθυμεί να εξουσιάζει κρύβεται ένα φοβισμένο άτομο με επισφαλή ταυτότητα, που τρέμει στην ιδέα ότι, αν πάψει να λειτουργεί σαν εκφραστής απόλυτης αλήθειας (εξ ου και κομμουνιστής) θα καταρρεύσει. Μήπως η μέθη, στην οποία τόσο συχνά εγκαταλείπεται, δεν είναι άλλος ένας τρόπος διαφυγής από τον εαυτό;

Ο Πιερ Αντερόλντ δεν αφήνει το γιο του σε χλωρό κλαρί, ιδίως αφότου εισέρχεται στην εφηβεία. “Ενηλικίωση για μένα σήμαινε την είσοδο στην εποχή των δακρύων”,, γράφει ο συγγραφέας. Του δίνει να διαβάσει κλασικά κείμενα του μαρξισμού, τον εξετάζει αυστηρά, κεφάλαιο το κεφάλαιο, χωρίς να του περνάει από το μυαλό πως το παιδί ίσως και να μην καταλαβαίνει, του απαγορεύει να ακούει τη μουσική των ομηλίκων του, του απαγορεύει τα κόμικ, του απαγορεύει τα πάρτυ, σκαλίζει τα χαρτιά του, απαγορεύοντάς του κάθε ιδιωτικότητα, ειρωνεύεται τις συγγραφικές του απόπειρες («τα καρτούν που γράφεις εσύ», του λέει) , επικρίνει τους φίλους του («Μικροαστούς και αριστεριστές» τους χαρακτηρίζει) τον καθιστά όμως κοινωνό της ερωτικής του ζωής – η φυσικότητα του έρωτα βρίσκεται στους αντίποδες του μικροαστισμού, που τόσο απεχθάνεται ο πατέρας. Μέθυσος, βίαιος, απελπισμένος, κουβαλώντας το βάρος του αδικαίωτου (ο γιος αφήνει υπαινιγμούς για ένα ανεπαρκές ταλέντο), και βέβαια το ψυχολογικό βάρος μιας ιδεολογικής εμμονής μέσα στην οποία δεν χωράνε οι παρεκκλίσεις του και τις οποίες χρειάζεται μεγάλη επινοητικότητα για να δικαιολογήσει, είναι το πρόσωπο που στοιχειώνει την παιδική του ηλικία συγγραφέα.

Βεβαίως υπάρχουν και οι ηθικές αρχές, που μεταγγίζονται στο παιδί από πολύ τρυφερή ηλικία. Ειλικρίνεια, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια. Ανάληψη ευθύνης για τα πράγματα. Εντιμότητα. “Ίσως αυτό να ήταν, τελικά, το να είσαι κομμουνιστής. Να κρατάς την πόρτα, να προστρέχεις να βοηθήσεις”, γράφει ο Καρλ. Να μιλάς με το εμείς, ξεχνώντας το εγώ “Σπίτι μου δεν λέγαμε ποτέ ‘εγώ’», γράφει. «Η ψυχολογία, οι συναισθηματικές καταστάσεις, είχαν κάτι το χυδαίο, πρόδιδαν μια κλίση προς τον εγωισμό. Ο πατέρας μου ισχυριζόταν ότι η παρακμή του Κομμουνιστικού Κόμματος είχε ξεκινήσει όταν ο Ζωρζ Μαρσέ άρχισε να μιλάει προτάσσοντας το εγώ του». Να μοιράζεσαι τα πάντα: «Οφείλαμε να αποτινάξουμε από πάνω μας κάθε αίσθημα ιδιοκτησίας, κάθε ανταγωνιστική διάθεση», σημειώνει. «Ο πατέρας μου με συνέχαιρε όλος περηφάνεια όταν του έλεγα ότι είχα μοιραστεί το κολατσιό μου με ένα άλλο παιδί. Κάθε χρόνο γινόμουν πρώτος φίλος με τον μοναδικό μαύρο, ή τον μοναδικό Άραβα της τάξης μου. Ελλείψει Μαύρου ή Αραβα, έπεφτα με τα μούτρα στα παιδιά Πορτογάλων ή Ισπανών μεταναστών. Αρκούσε ένας φίλος μου να μου ζητήσει ένα παιχνίδι για να του το χαρίσω. Η περηφάνια που ένιωθα από τη μη προσκόλληση σε αντικείμενα ήταν μεγαλύτερη από τη στέρηση να τα αποχωρίζομαι». Και βέβαια, να διαβάζεις σοβαρά βιβλία, να ακούς επαναστατικά τραγούδια, να βλέπεις σοβαρές ταινίες.

Αλλά και να τα κάνεις αυτά χωρίς ανάσα, να μη σου επιτρέπεται να παίξεις, να χαζολογήσεις, να σαχλαμαρίσεις. Κάποια στιγμή, στην εξέλιξη της αφήγησης, ο πατέρας, ο οποίος αντιπαθεί τα παιχνίδια (μόνο βιβλία δωρίζει)  δέχεται να παίξει Μονόπολη με τον γιο και τη γυναίκα του. Έκπληκτος, ο γιος τον πιάνει να κλέβει ασύστολα. Ένας άνθρωπος σαν τον πατέρα μου, κήρυκας της εντιμότητας, να κλέβει έτσι ανερυθρίαστα; Αναρωτιέται. Μόνο στο τέλος της παρτίδας καταλαβαίνει ότι ο πατέρας δέχτηκε να παίξει εν είδει μαθήματος στον «ανελέητο καπιταλισμό».

Η πολιτική καταλαμβάνει ολόκληρη τη ζωή της οικογένειας. Αλλά παρότι επιβάλλει απαγορεύσεις, “μας κρατούσε σε εγρήγορση”, σημειώνει ο συγγραφέας, “μας έδινε την επιθυμία να γίνουμε σπουδαιότεροι, μας προστάτευε ενάντια στον κυνισμό όπως και απέναντι σε κάθε πικρία. Όσο κι αν χάσαμε τα μυαλά μας, ακόμη και σήμερα προτιμώ αυτή τη δίχως πυξίδα πλεύση στο άγνωστο, από μια εκπαιδευση που στερείται οράματος και συγκίνησης”. Έστω και με τίμημα τη σύνθλιψη ή τη στρέβλωση της προσωπικότητας του παιδιού, που μαθαίνει να βλέπει μανιχαϊστικά τον κόσμο και γίνεται ένας «μικρός σταλινικός» προσπαθώντας να μοιάσει και να ξεπεράσει αυτόν τον πατέρα, που ποτέ δεν του χαρίζεται.

Καμιά ζωή δεν αντέχεται όταν το παρελθόν – και δη ένα παρελθόν τόσο έντονο, τόσο φορτισμένο – ακυρώνεται, όταν αδειάζει από το περιεχόμενό του. Χρειάζεται πολλή δουλειά, πολύς μόχθος, για να δεχτείς το σφάλμα, και την κατασπατάληση ενός βίου σε μια αυταπάτη, την ολοκληρωτική διάψευση. Κι αυτό νομίζω ότι κάνει ο Αντερόλντ. Μια εργασία μνήμης. Μια ανασύσταση ενός βίου κατακερματισμένου, που τα σπαράγματά του αναδύονται καθαρά περιγραμμένα, μετά την κρίση που θα υποστεί ο συγγραφέας. Τότε θα συμβεί και το σημαντικό. Η οπτική γωνία θα μετατοπιστεί, ο Αντερόλντ, θα αρχίσει να γράφει πια σαν πατέρας ο ίδιος  και όχι σαν γιος.

Στο βιβλίο του για τον πατέρα του, ο Πωλ Ώστερ ανακαλεί τον “Πινόκιο”, για να σταθεί στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του Κολόντι, όταν το μικρό ξύλινο νευρόσπαστο, αφού έχει βγάλει τον πατέρα του από τα σωθικά του Σκυλόψαρου που τον έχει καταπιεί, κολυμπάει μέσα στο σκοτάδι κουβαλώντας τον Τζεπέτο  “που δεν ξέρει κολύμπι” στους ώμους του. Είναι μια σκηνή με συμβολικό βάρος: το παιδί, puer aeternus, αιώνιος γιος, αναλαμβάνει τον πατέρα. Ο Πινόκιο, αποσπώντας τον πατέρα του από την αρπάγη του θανάτου, τον απελευθερώνει και απελευθερώνεται κι αυτός με τη σειρά του από τη φυλακή του ξύλινου κορμιού του: γίνεται άνθρωπος. Και ο Καρλ Αντερόλντ, σαν άλλος Πινόκιο, κολυμπάει στη θάλασσα της μνήμης, κινδυνεύει να πνιγεί (αφού την περίοδο της κρίσης του έχει εφιάλτες, τρέμουλα, κάθε λογής άγχη, εκρήξεις παράνοιας, εμμονές), ωστόσο, διασώζοντάς τη μνήμη του πατέρα του στο πεδίο της γραφής, βγαίνει στην άλλη όχθη σώος, και ενδεχομένως λυτρωμένος, πατέρας πια ο ίδιος και όχι γιος. .

Έρχεται κάποια στιγμή, που το παιδί γίνεται γονιός του γονιού του, ο γιος, πατέρας του πατέρα του· κάποια στιγμή που τούτη η αμφίθυμη σχέση, αδιάκοπα ταλαντευόμενη ανάμεσα στο μίσος (ο γιος επιζητεί να εκτοπίσει τον πατέρα-εξουσιαστή/ανταγωνιστή) και την τρυφερότητα, γέρνει οριστικά προς την πλευρά της τελευταίας. Και τότε, όλη η σκέψη που έχει επενδυθεί στη διερεύνηση της σχέσης πατέρα-γιου –στους μύθους, στις θρησκείες, στην ψυχανάλυση– παραμερίζει, για να αναδυθεί εκείνο το βαρύ συναίσθημα, μια αγάπη που δακρύζει προκαταβολικά μπροστά στον φόβο της απώλειας. «Έκλαψα με λυγμούς», ομολογεί ο Καρλ Αντερόλντ, όταν βρίσκεται μπροστά σ’ έναν πατέρα νικημένο από την άνοια, σιωπηλό πια, ένα βήμα από τον θάνατο. “Ήρωας είναι εκείνος που εναντιώνεται με θάρρος στον πατέρα του και τελικά τον νικά”, έγραψε ο Φρόυντ. “Ήρωας είναι ο γιος που σώζει τον πατέρα”, αντιτείνουν τα παραμύθια . Όμως η ενσυναίσθηση βρίσκεται πέρα από την εναντίωση: στο τέρμα της μακράς αντιδικίας πατέρα-γιου αχνοφέγγει η αμοιβαία συγγνώμη.

 

 

info: Καρλ Αντερόλντ: «Οι Κόκκινοι» Μετάφραση Κώστας Κατσουλάρης. Εκδόσεις «Στερέωμα».

 

Προηγούμενο άρθροΟ φωτογράφος Κ. Πίττας και η νοσταλγία της αθωότητας (Του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΚεκλεισμένων των αιώνων (της Ελευθερίας Δημητρομανωλάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ