Καθώς είμαι σχετικά καινούρια στο facebook, ένα πράγμα που συνεχίζει να με εντυπωσιάζει είναι η ισχυρή παρουσία της ποίησης. Νομίζοντας (κακώς απ΄ ό,τι φαίνεται) ότι ελάχιστοι διαβάζουν ποίηση και ενδιαφέρονται γι αυτήν, βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε ένα τελείως διαφορετικό τοπίο: πολλοί φίλοι αναρτούν διαρκώς ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων ή στίχους τραγουδιών ενώ μια γρήγορη αναζήτηση στο ευρετήριο με τη λέξη «ποίηση» αποφέρει πολλές σελίδες χρηστών αποκλειστικά αφιερωμένες σ΄αυτήν. Στον χώρο των social media μοιάζει σαν η ποίηση να αποκτά ξανά τον κοινωνικό ρόλο που είχε σε παλαιότερες εποχές, ως μέσο επικοινωνίας. Ενώ η ίδια παραμένει πάντοτε έκφραση ατομικών αισθημάτων, το μέσον με το οποίο διαδίδεται έχει τη δύναμη να πολλαπλασιάζει τον αντίχτυπό της, να εκφράζει δηλαδή κάτι υπερατομικό, το συλλογικό αίσθημα μιας ορισμένης συγκυρίας.
Οφείλουμε να ξεφύγουμε άρα από την προκατάληψη ότι η ποίηση δεν διαβάζεται σήμερα, μια προκατάληψη η οποία μάλλον είχε δημιουργηθεί από την όντως χαμηλή έως μηδαμινή κίνηση των ποιητικών βιβλίων. Αν τα βιβλία ποίησης μένουν στα αζήτητα (μήπως άλλωστε είχαν ποτέ ιδιαίτερη ζήτηση πέρα από δυο τρεις διάσημους ποιητές;) τα ποιητικά κείμενα που είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο και διακινούνται στα social media είναι άπειρα και όλων των ειδών και των ποιοτήτων: μεγάλων ελλήνων ποιητών όπως του Σολωμού, του Καβάφη, του Σεφέρη και του Ελύτη, ξένων ποιητών (συνήθως γνωστών, όπως ο Μπρεχτ και η Σύλβια Πλαθ), έως και ποιητικές δημιουργίες νέων, πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών ή ακόμη και ανθρώπων που δεν διεκδικούν καμιά ποιητική ιδιότητα. Αν προσέξει κανείς τη στιγμή που γίνεται η ανάρτηση, το συνοδευτικό της κείμενο και τους ίδιους τους στίχους, γίνεται φανερό ότι εκείνος που αναρτά ένα ποίημα ενδιαφέρεται πρωτίστως να εκφράσει, μέσω αυτού, το προσωπικό του αίσθημα. Ανάλογα τώρα με τις προσωπικές του αναγνώσεις και το γούστο του, θα επιλέξει ένα καλό, μέτριο ή και κακό ποίημα. Όσοι τον διαβάζουν δείχνουν την ευαρέσκειά τους με τα like και τις κοινοποιήσεις και έτσι οι στίχοι αναπαράγονται και ταξιδεύουν. Ανάλογες χρήσεις της ποίησης γίνονταν πάντοτε είτε στις εποχές της προφορικής ποίησης και του δημοτικού τραγουδιού είτε αργότερα στις εθνικές εορτές και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Μια πρόσφατη εμπειρία που έζησαν πολλοί από μας είναι η εκτεταμένη μελοποίηση της ελληνικής ποίησης και το τραγούδισμά της σε μεγάλα γήπεδα στην εποχή της μεταπολίτευσης. Έκτοτε έμοιαζε η κοινωνική αυτή χρήση της να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο και η ίδια να κλείνεται σε στενούς κύκλους ποιητών και ειδικών περιοδικών, έως ότου ξαναεμφανίζεται με τα social media.
Το τελευταίο και σπουδαιότερο όμως που παρατηρώ στις αναρτήσεις στίχων στο facebook είναι ένας ορισμένος μελοδραματισμός, σαν η ποίηση να είναι η εύκολη έκφραση συναισθημάτων που γρήγορα καταναλώνονται
Η κοινωνική χρήση της ποίησης στο facebook, όπως κάθε χρήση, ενέχει κινδύνους. Καταρχάς, περιορίζεται στα αποσπάσματα. Μόνο μικρά ποιήματα μπορούν να αναρτηθούν ολόκληρα. Συνήθως επιλέγονται στίχοι, συνεχόμενοι ή όχι, οι οποίοι έχουν επιλεχθεί ακριβώς με κριτήριο να αποδώσουν το αίσθημα εκείνου που τους αναρτά, αδιάφορο εάν στη θέση που βρίσκονταν στο ποίημα είχαν κάποιο άλλο νόημα. Άρα είναι ακριβέστερο να μιλάμε για ανάρτηση στίχων και όχι ποιημάτων στις περισσότερες περιπτώσεις. Μετά έρχονται τα λάθη της αντιγραφής. Μόνον το σκανάρισμα από σελίδα βιβλίου μας δίνει τη βεβαιότητα ότι οι αναρτώμενοι στίχοι είναι έτσι όπως τους έγραψε ο ποιητής. Η αντιγραφή με το χέρι ή το copy paste από άλλες σελίδες του διαδικτύου κρύβουν πολλά λάθη στη στίξη και στη στιχουργία τα οποία μπορούν να αλλοιώσουν το νόημα. Οι εντυπώσεις εν τέλει που μπορεί να αποκομίσουν οι αναγνώστες των αναρτημένων στίχων για το εν λόγω ποίημα ή για τον ποιητή μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που θα τους δημιουργούνταν εάν γνώριζαν ολόκληρο το ποίημα ή είχαν ακριβέστερη εικόνα της τυπογραφικής του εμφάνισης. Το τελευταίο και σπουδαιότερο όμως που παρατηρώ στις αναρτήσεις στίχων στο facebook είναι ένας ορισμένος μελοδραματισμός, σαν η ποίηση να είναι η εύκολη έκφραση συναισθημάτων που γρήγορα καταναλώνονται (η ταχύτητα αποτελεί άλλωστε βασική σύμβαση του συγκεκριμένου μέσου). Προς τον σκοπό αυτόν επιστρατεύονται συχνά και εικόνες που συνοδεύουν εικονογραφικά τους στίχους για να επιτείνουν τη συγκίνηση και να εξασφαλίσουν τη διάδοση του νοήματος. Είναι όμως μόνον αυτό η ποίηση;
Δεν θα διακινδυνεύσω βέβαια εδώ μια απάντηση. Αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω μπορούν να εκληφθούν και ως φιλολογικός σχολαστικισμός. Δεν θέλω να μειώσω καθόλου τη σημασία της παρουσίας της ποίησης στα social media και χαίρομαι που πολλοί άνθρωποι την επιλέγουν για να επικοινωνήσουν. Η ποίηση είναι πολύμορφη και ανθεκτική στις αλλαγές των εποχών, δεν παθαίνει τίποτε η ίδια. Το αποδεικνύουν άλλωστε οι καλοί νέοι ποιητές μας που ανήκουν σε γενιές που μεγάλωσαν στον ψηφιακό κόσμο. Δεν βλάπτει ωστόσο να γνωρίζουμε τους περιορισμούς του.
Συμφωνώ με όλα όσα αναφέρει η κα Αποστολίδου μια και ασχολούμαι με τη ποίηση στο διαδίκτυο. Θέλω μονάχα να προσθέσω ότι και άνθρωποι που δεν ασχολήθηκαν σχεδόν ποτέ με τη ποίηση όταν τους δόθηκε το έναυσμα αναζήτησαν στο διαδίκτυο ποιήματα. Και φέρνω σαν παράδειγμα το Β’ Σχολείο Β΄Ευκαιρίας της Θεσσαλονίκης (Σχολείο όπου φοιτούν ενήλικοι που θέλουν να πάρουν απολυτήριο Γυμνασίου) και στο οποίο η φιλόλογος Βικτωρία Καπλάνη κάλεσε το ποιητή Τόλη Νικηφόρου στο σχολείο κι οι μαθητές αναζήτησαν ποιήματα του στο διαδίκτυο, διάλεξε ο καθένας το ποίημα που του άρεσε περισσότερο και ανέλυσε τους λόγους που του άρεσε, εντυπωσιάζοντας όλους με τη κρίση τους.
Η μετατόπιση προς ένα περιβάλλον αυξημένης διαμεσικότητας είναι γενικότερη: το κείμενο μόνο του μοιάζει πια να μην αρκεί, φαίνεται να ζητάει τη φωτογραφία ή το βίντεο. Όχι τόσο από μια ανάγκη να γίνει άμεσα κατανοητό, όσο από μια ανάγκη του συγγραφέα: να αντισταθεί στον ίδιο του τον θάνατο (βλ. Barthes) και να στενέψει το περιθώριο των πιθανών ερμηνειών του αναγνώστη (αυτό λειτουργεί και αντίστροφα, βέβαια. Μια εικόνα μόνη δεν είναι ίδια με μια εικόνα που έχει λεζάντα: η λεζάντα την περιορίζει, τη βάζει σε ένα πλαίσιο). Είναι αυτό ποίηση; θα με ρωτήσετε και θα σας απαντήσω πως δεν είναι ποίηση όπως τη μάθαμε και τη συνηθίσαμε εμείς, όμως προσωπικά θέλω να το παρακολουθήσω λίγο ακόμα το φαινόμενο, βρίσκω πως έχει ενδιαφέρον.
Στο Διαδίκτυο οι στίχοι μοιράζονται εύκολα και δεν απαιτούν την γνώση ολόκληρου του ποιήματος. Θυμίζουν sms και είναι τρόπος επικοινωνίας. Μέχρι εδώ καλά. Το θέμα είναι εάν η ποίηση μπορεί να “εκμεταλλευτεί” δημιουργικά το νέο της “κοινό” και να το κερδίσει. Εννοώ τόσο τους εκδότες όσο και τους ποιητές. Κι εγώ παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον το μέσο και τον τρόπο χρήσης του
Για την “περπατησιά” της Ποίησης…
Ανοίγοντας κάποια στιγμή, πριν δύο περίπου μήνες, τον υπολογιστή με περίμενε μια έκπληξη. Μια συμπαθέστατη κοπέλα, όπως φαίνεται και από τη φωτογραφία της, η Σ. Β., μου είχε κάνει αίτημα φιλίας στο facebook. Μπαίνοντας στο προφίλ της είδα ότι είναι συνάδελφος εκπαιδευτικός και αποδέχτηκα το αίτημά της. Και συνειδητοποίησα ότι είχε πάρει το ποίημά μου “Η λέξη “δασκάλα” που έγραψα και ανάρτησα με την αφορμή της λήξης της φετινής σχολικής χρονιάς και το είχε δημοσιεύσει στην ηλεκτρονική εφημερίδα e-mesara.gr της Κρήτης, με αναφορά στο όνομά μου. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση. Η αίσθηση ότι αυτό που γράφεις αγκαλιάζεται και διαβάζεται από τόσους ανθρώπους που δεν σε γνωρίζουν προσωπικά, αλλά κοινωνούν έτσι αυθόρμητα την ψυχή σου, είναι απαράμιλλη. Και είναι και ο λόγος για τον οποίο γράφουμε, πιστεύω, όσοι γράφουμε. Το μοίρασμα, η επικοινωνία, η νοητή συμπόρευση στο άδυτο, στην υπόγεια αλλά τόσο ορατή από τις ακατέργαστες ψηφίδες μας ρίζα της ζωής και της δημιουργίας είναι ευλογία και ευθύνη, είναι λόγος ύπαρξης, βελτίωσης και καταξίωσης του εαυτού. Αλλά επικοινωνείται σήμερα η ποίηση; Πως; Από ποιούς, Σε ποιες περιπτώσεις; Με ποιο σκοπό; Και με τι αποτελέσματα;
Η γενική εντύπωση είναι ότι “η ποίηση δεν πουλάει στις μέρες μας” και γι’ αυτό οι εκδότες αποφεύγουν να επενδύσουν σε αυτήν. Προσωπικά το έχω εμπεδώσει, όποια πόρτα και να χτύπησα προτείνοντας την έκδοση ποιημάτων μου για παιδιά και όχι μόνο, παρέμεινε κλειστή. Όμως, ταυτόχρονα, από τότε που δημιούργησα λογαριασμό στο facebook, εδώ και τρία περίπου χρόνια δηλαδή, παρατηρώ ότι όποτε αναρτώ κάποιο ποίημά μου, εκατοντάδες άνθρωποι εκδηλώνουν με κάθε τρόπο την αρέσκεια, τον ενθουσιασμό, την αγάπη, την αποδοχή τους. Από παιδί ονειρευόμουν να δω τυπωμένα τα ποιήματα που έγραφα. Οι κατά καιρούς δάσκαλοί μου αλλά και πάρα πολλοί άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα σε διάφορα πλαίσια στη συνέχεια, μου έλεγαν ότι η ποίηση είναι “το δυνατό μου κομμάτι”, να μην την εγκαταλείψω ποτέ (λες και θα μπορούσα), να προσπαθήσω να τη βγάλω στο φως, στον κόσμο. Να δημοσιεύσω. Αλλά πως;
Πραγματικά, θα ήθελα τη γνώμη σας για αυτό το πως. Κατανοώ, σέβομαι, αγαπώ τους εκδότες, χωρίς αυτούς όλοι όσοι γράφουμε πιθανόν να μην βλέπαμε ποτέ τα γραπτά μας τυπωμένα και τόσο όμορφα και εποικοδομητικά φροντισμένα. Μήπως μπορούμε όλοι μαζί να σκεφτούμε κάποιους τρόπους, δημιουργικούς και επωφελείς για την ευρύτερη οικογένειά μας, συγγραφείς, εκδότες, συνεργάτες, αναγνώστες, καλλιτέχνες, ώστε να στηρίξουμε και να αναδείξουμε περισσότερο την Ποίηση στη χώρα που τη γέννησε; Γιατί σίγουρα υπάρχουν πολλά ταλέντα “αδημοσίευτα” εκεί έξω, δίπλα μας…
Θα μου πείτε τι κάθομαι και σας λέω τώρα για ποίηση και ονειροφαντασιές, ενώ γύρω μας τα προβλήματα βοούν, η ζωή μας λεπτό το λεπτό υποβαθμίζεται και δυσκολεύει ακόμη περισσότερο. Σύμφωνοι. Αλλά μήπως αν σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά και αναζητήσουμε την ουσία που μας θρέφει και μας δονεί, καταφέρουμε να γυρίσουμε σελίδα; Μήπως;
Εξαιρετική παρατήρηση μιας μεγάλης αλήθειας.
Είμαι από τους πιο παλιούς στο FB και στο Διαδίκτυο και το επιβεβαιώνω
ΠΡΑΓΜΑΤΙ,ΚΥΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΆ ΘΛΙΜΜΕΝΑ,ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΑ,ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ,ΔΥΣΤΥΧΩΣ-.ΔΩΣΤΕ ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ,ΠΟΥ ΤΟΣΗ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΝ ΕΧΕΙ