Είναι ο Τραμπ καλός για τη λογοτεχνία; (ανταπόκριση από Μανχάταν του Χρ. Τσιάμη)

0
226

Χρήστος Τσιάμης  (ανταπόκριση από Μανχάταν).

 

Is Trump good for literature?  Αυτό μάλλον είναι το τελευταίο πράγμα που διερωτάται η πλειοψηφία των Αμερικανών (που παρεμπιπτόντως δεν ψήφισε Τραμπ) ενώ οι υπόλοιποι (που ψήφισαν Τραμπ) δεν έχουν καν ερωτήματα αυτή τη στιγμή.  ‘Πιστεύουν είς έναν Θεόν…’  Τότε γιατί το κάνουμε θέμα μας εμείς εδώ;  Το κάνουμε για να απαντήσουμε πρακτικά στον καταιγισμό των λέξεων, φράσεων και λογισμών του νέου ‘πλανητάρχη’ και του κύκλου του που έχουν σκοπό πολιτικό με τέτοια τακτική να μας ‘τρελάνουν’ κι έτσι να κυβερνήσουν με το ανενόχλητο.  Στην τακτική τους  λοιπόν αυτή που αποσκοπεί στο να δημιουργεί μια «εναλλακτική πραγματικότητα» (‘alternative facts’), όπως μας είπαν πρόσφατα, θέτουμε κι εμείς αυτό το τρελό ερώτημα, που σε τελευταία ανάλυση ίσως να μην είναι και τόσο τρελό.  Παρακολουθείστε τη λογική μας (ή την έλλειψη αυτής…)

Από άποψη εμπορική οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι όντως ο Τραμπ είναι καλός για τη λογοτεχνία! (κι ας μην το έχει πάρει ο ίδιος χαμπάρι…γιατί αν το είχε θα έπρεπε να επαίρεται και γι αυτό όπως και για όλες τις άλλες ευνοϊκές συγκυρίες στη χώρα μετά την αναπάντεχη εκλογή του ως προέδρου της Αμερικής.)  Συγκεκριμένα απεδείχθη καλός για ένα είδος λογοτεχνίας.  Το είδος εκείνο που πραγματεύεται πολιτικές «δυστοπίες» του μέλλοντος. Όπως διαβάζουμε στις οικονομικές σελίδες της εφημερίδας Νιού Γιόρκ Τάϊμς, οι πωλήσεις του βιβλίου του Τζορτζ Όργουελ «1984» χτύπησαν, την πρώτη εβδομάδα της προεδρίας του Τραμπ, την πρώτη θέση στον κατάλογο πωλήσεων της τεράστιας επιχείρησης εμπορίου μέσω του διαδικτύου Amazon.  Από κοντά ακολουθούν το μυθιστόρημα του Σινκλαίρ Λιούις «Δεν Μπορεί να Συμβεί Εδώ» (It Can’t Happen Here”), στην ένατη θέση, του Αλντους Χάξλυ «Ένας Ηρωικός Νέος Κόσμος» (“A Brave New World”), στην 15η θέση, και «Η Φάρμα των Ζώων» (“Animal Farm”), επίσης του Όργουελ στην 49η θέση, ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία στο εμπόριο.  Το αξιοσημείωτο είναι ότι όλα τα προαναφερθέντα βιβλία είχαν πρωτοεκδοθεί πολλές δεκαετίες νωρίτερα (πριν 70 χρόνια το ‘1984’ και πριν 82 χρόνια το βιβλίο του Σ. Λίουις).  Σε τι λοιπόν οφείλεται το τρομερό ενδιαφέρον του κοινού για αυτά τα παλιά βιβλία αυτές τις μέρες;  Μα ακριβώς στη συμπεριφορά του νέου προέδρου της Αμερικής και του επιτελείου του!

Οι πρώτες δηλώσεις και αποφάσεις του νέου προέδρου και η προσπάθεια του, μαζί με την μικρή ομάδα των στενών συνεργατών του, να υποσκάψει την εμπιστοσύνη του κοινού προς τα μέσα επικοινωνίας και να διαμορφώσει μια πραγματικότητα δική του φαίνεται να έχει ομοιότητες με το καθεστώς που περιγράφεται στο μυθιστόρημα του Όργουελ.  Κι έτσι εκεί καταφεύγει ο κόσμος για να δει λίγο πολύ τι μπορεί να περιμένει.  Όπως επίσης πάει στο μυθιστόρημα του Σινκλαίρ Λιούις που την εποχή της ανόδου των Ναζί στη Γερμανία φαντάζεται έναν μαχητικό λαϊκιστή υποψήφιο για την προεδρία στην Αμερική που καταφέρνει να εκλεγεί και να εγκαθιδρύσει στην Αμερική το απίστευτο,μια εθνικο-λαϊκιστική- φασιστική κυβέρνηση, αυτό που όλοι πιστεύουν ότι επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μια χώρα με βαθιά δημοκρατική παράδοση (εξ’ ού κι ο τίτλος).  Όπως στο μυθιστόρημα αυτό, έτσι και στην (προοδευτική τουλάχιστον) Αμερική κανείς δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να εκλεγεί ο λαϊκιστής και ανεξάρτητος στην πραγματικότητα (και ας ποζάρει ως Ρεπουμπλικάνος) Ντόναλτν Τραμπ.  Και αυτό που υπήρξε μόνο στη φαντασία (του μυθιστοριογράφου τότε) ο κόσμος φοβάται πολύ πως ίσως τώρα να το ζει κι έτσι τρέχει στο μυθιστόρημα να δει τι του επιφυλάσσει το μέλλον!  (Ο συγγραφέας Φίλιπ Ροθ ξαναφαντάστηκε την ίδια ακριβώς περίπτωση στο μυθιστόρημα του «Η Συνωμοσία κατά της Αμερικής» [‘The plot against America’].  Με ήρωα μια αληθινή πολιτική προσωπικότητα , τον φιλογερμανό Λίντμπεργκ, τον πρώτο πιλότο που διέσχισε τον Ατλαντικό, και με πρωταγωνιστές τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας του Νιούορκ, στην πολιτεία Νιού Τζέρσεϋ απέναντι ακριβώς από τη Νέα Υόρκη, όπου είχε μεγαλώσει ο ίδιος– με την πραγματικότητα πια του Ολοκαυτώματος των Εβραίων να δίνει άλλο βάρος στου Ροθ το μυθιστόρημα.)  Και για να ξεδιαλύνουμε κάθε αμφιβολία σχετικά με το τι αναζητούσε ο κόσμος στα παραπάνω βιβλία, αναφέρουμε κι ένα άλλο βιβλίο του οποίου οι πωλήσεις είχαν ανεβεί κατακόρυφα στο ίδιο χρονικό διάστημα και του οποίου ο τίτλος είναι σαφέστατος:  το βιβλίο «Οι Αρχές του Ολοκληρωτισμού» της  Χάννα Αρεντ.

Ας κοιτάξουμε, τώρα, το ερώτημα που θέσαμε στην αρχή του κειμένου και από μια άλλη οπτική γωνία, μισο-αστεία και μισο- σοβαρά : είναι καλός ο Τραμπ για τη λογοτεχνία από άποψη στύλ;  Και για να προχωρήσουμε με αυτό το ερώτημα, ας θεωρήσουμε τη λογοτεχνία με την κυριολεκτική της σημασία, δηλαδή τέχνη του λόγου.  Και ας διευρύνουμε την τέχνη του λόγου για να συμπεριλάβουμε και την ρητορική που έχει μια μακράν και, φορές, λαμπρή παράδοση, ειδικά στον πολιτικό στίβο των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου ανά τους αιώνες, από τον Δημοσθένη και τον Κικέρωνα μέχρι τον Αβραάμ Λίνκολν και τον Μπαράκ Ομπάμα.  Με αυτόν τον τρόπο θα μας δοθεί η ευκαιρία να δημιουργήσουμε, προσωρινά, ένα πεδίο σύγκρισης των δυνατοτήτων, της αποτελεσματικότητας, και του επιθυμητού (ως πρακτικού τρόπου έκφρασης) ανάμεσα   στη γλώσσα που χρησιμοποιεί η  πολιτική (του Τραμπ επί του προκειμένου) και στη λογοτεχνία που γράφεται τις μέρες αυτές και που μελλοντικά θα γραφεί.

Αν το μέτρο της επιτυχούς χρήσης της γλώσσας είναι να βρουν τα λεγόμενα σου ένα δεκτικό ακροατήριο (κι όσο μεγαλύτερο αυτό τόσο το καλύτερο), τότε ο Τραμπ χρησιμοποίησε τη γλώσσα σωστά.  Κέρδισε τις εκλογές!  Που σημαίνει ότι το μήνυμα του βρήκε απήχηση.  Είναι μήπως παράδειγμα προς μίμηση και για έναν λογοτέχνη (του οποίου ίσως κρυφή φαντασίωση είναι εκατομμύρια ανθρώπων να κρέμονται απ’ τα χείλη του…);  Ας αναλύσουμε μεθοδικά και περιεκτικά τι στοιχεία είχε η έκφραση του Τραμπ στην προεκλογική του εκστρατεία.  Πρώτον είχε οικονομία του λόγου και ευκρίνεια.  Εκ πρώτης όψεως, σίγουρα πολύτιμα πράγματα προς μίμησιν από έναν συγγραφέα (κάτι που στη αμερικανική λογοτεχνία, τουλάχιστον στην ποίηση, αποτελούσε το χαρακτηριστικό του έργου σπουδαίων ποιητών όπως ο Γουϊλλιαμ Κάρλος Γουϊλλιαμς και η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ).  Η πολιτική του αντίπαλος, απ’ την άλλη, χρησιμοποίησε μια γλώσσα πολιτικά εξεζητημένη, του συρμού, ενδοσκοπική και μεταφορική μέχρι ασάφειας, σχεδόν κυκλοθυμική.  Πράγματα προς αποφυγή για έναν συγγραφέα.  Αν όμως κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά στη γλώσσα του Τραμπ διαπιστώνουμε την έλλειψη…βάθους.  Λέξεις ρηχές, κλισέ που δεν έχουν πια αντίκρυσμα στην πραγματικότητα.  Δεύτερον, το μήνυμα στη γλώσσα του Τραμπ έδειχνε ότι συνδεόταν με την πραγματικότητα και τις αναζητήσεις του ακροατή του που πολλαπλασιαζόταν κατά εκατομμύρια.  Εκεί θα πρέπει να αποσκοπεί και η λογοτεχνία.  Να βγαίνει δηλαδή απ’ το εγώ του συγγραφέα και της προέκτασης του, που είναι ο μικρός κύκλος της συντεχνίας του, και να ταυτίζεται με τον πολυπληθή «άλλον» που δεν τον γνωρίζει μεν, αλλά που θέλει να συνδεθεί μαζί του.  Και σε αυτό η γλώσσα του Τραμπ φαίνεται να είχε επιτυχία, και επομένως θα μπορούσε να γίνει παράδειγμα για τους φιλόδοξους συγγραφείς.  Φαινομενικά όμως.  Ώσπου να συζητήσουμε, αμέσως παρακάτω, το τελευταίο ζητούμενο μιας γλωσσικής έκφρασης που θέλει να απευθύνεται σε ένα πλατύ κοινό.  Και αυτό το βασικό στοιχείο είναι η αλήθεια της γλώσσας. Δηλαδή, στο τέλος, η γλώσσα θα πρέπει να παίρνει την υφή της από τον κόσμο της πραγματικότητας, είτε αυτό είναι ο κόσμος ο φυσικός που μας περιτριγυρίζει, είτε είναι ο κόσμος που ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει και εξακολουθεί να δημιουργεί με την ευρηματική του φύση.  Και αυτή η πραγματικότητα, βιωμένη και φιλτραρισμένη από τις προτιμήσεις του ατόμου διαμορφώνει μια ευκρίνεια ήθους που μεταφέρεται αυτούσια στη γλώσσα, η οποία μεταφέρει αυτό το ήθος στον παραλήπτη (τον αναγνώστη ή τον ακροατή).  Του λέει, αυτό είναι!  Έχεις εκλογή: μπορείς να το δεχτείς ή να το παρατήσεις.  Σε αυτό το βασικό στοιχείο η γλώσσα επικοινωνίας του Τραμπ απέτυχε οικτρά.  Γιατί μετέφερε την πραγματικότητα με μια πρωτοφανή τσαπατσουλιά που μουντζούρωνε τα πράγματα αντί να τα ξεκαθαρίζει και που ήταν γεμάτη αυτοαναφορικές οιήσεις.  Εν κατακλείδι, δεν είναι καθόλου καλός για τη λογοτεχνία ο Τραμπ από την άποψη μιας γλωσσικής έκφρασης που αφορά τους συγγραφείς…

Τέλος, τι άραγε προμηνύει η εκλογή του Τραμπ στην προεδρία για τη λογοτεχνία στις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα;  Ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή από τα μέσα του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα.  Πρώτα-πρώτα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απαρχή του ‘ψυχρού πολέμου’ νωρίς τη δεκαετία του 1950, με το φάσμα του πυρηνικού αφανισμού και την εξάπλωση του ‘βιομηχανικού-στρατιωτικού συμπλέγματος’ στις ΗΠΑ , είχε σαν επακόλουθο στη λογοτεχνία την επανάσταση των Μπήτ που κοίταξε να απαλείψει τις φοβίες μιας κοινωνίας που υπέθαλψαν αυτές οι πολιτικές..  Ο πόλεμος του Βιετνάμ, βέβαια, και η αντίδραση σ’ αυτόν, μας έδωσε κάποια αριστουργήματα της λογοτεχνίας με ίσως ύψιστο δείγμα το βιβλίο του Τίμ Ο’Μπράϊαν «Τα πράγματα που κουβαλούσαν»(‘The Things they Carried”).  Και οι πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, την τελευταία 25ετία, ακόμα προσφέρουν θέμα για μια ολόκληρη κατηγορία λογοτεχνίας, παρόλο που η σκόνη από αυτούς τους πολέμους (το λογοπαίγνιο σχετιζόμενο με τη γεωγραφία είναι επί τούτου ) λογοτεχνικά δεν έχει καταλαγιάσει.  Εκείνο όμως που κατά τη γνώμη μας μετράει περισσότερο από πολιτιστική άποψη για εκείνη την εποχή σχετίζεται με διάφορα πολιτικά συμβάντα στο εσωτερικό της Αμερικής.  Συγκεκριμένα, η δολοφονία των τεσσάρων φοιτητών διαδηλωτών στο Πανεπιστήμιο Κέντ Στέϊτ του Οχάϊο από την πολιτοφυλακή, κατά την προεδρία του Νίξον, τον Μάη του 1970, και έπειτα η ανάπτυξη του μεγάλου φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ καθ’ όλην τη δεκαετία του ’70. Αποτέλεσμα του πρώτου γεγονότος ήταν η σχεδόν άμεση σίγαση των φωνών διαμαρτυρίας, που έγινε χαρακτηριστικά αισθητή στη μουσική με την σχεδόν εξαφάνιση της μουσικής φολκ και του αναρχικού ροκ που προβλημάτιζαν είτε με τους στίχους είτε με τους ήχους, και με την επικράτηση μιας γλυκιάς αναισθησιογόνου μουσικής ντίσκο.  Εν αντιθέσει, η εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος γίνεται αφορμή για ένα ολόκληρο, πλουσιότατο σώμα λογοτεχνίας από γυναίκες συγγραφείς που αποτελούν πια μια μόνιμη παρουσία στα γράμματα.  Κατόπιν, παρατηρούμε ότι το τρομοκρατικό γεγονός της καταστροφής των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη το 2001 επηρεάζει την αμερικανική ψυχή και αυτό εκδηλώνεται στην τέχνη με ένα κύμα από έργα που καταπιάνονται με το αντίθετο της ουτοπίας, δηλαδή την απελπισμένη κατάσταση της «δυστοπίας» (όπως στο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ «Ο δρόμος» [‘The Road’] ή στην τηλεοπτική σειρά «Επανάσταση» [‘Revolution’], ή στο κινηματογραφικό έργο «Τα παιχνίδια της πείνας»[‘The Hunger Games’]).  Τέλος, παρατηρούμε ότι το μεγάλο πολιτικό γεγονός της εκλογής του πρώτου μαύρου Αμερικάνου προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, το 2008 φαίνεται να έχει γίνει ο καταλύτης μιας δημιουργικής αισιοδοξίας που έχει συντελέσει στην εμφάνιση μιας πολυπληθούς νέας γενιάς συγγραφέων στις ΗΠΑ από τις τάξεις των μειονοτήτων και ειδικά από τη μειονότητα των μαύρων.

Τι επιφυλάσσει για τη λογοτεχνία, λοιπόν, αυτή η ΄δραστική ‘αλλαγή’ που φαίνεται να φέρνει στην πολιτική και την κοινωνική συμπεριφορά στις ΗΠΑ το πρόσφατο ‘καθεστώς’ του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ;  Για την ώρα, απλώς παρατηρούμε και δεν ποντάρουμε σε τίποτα.  Όπως λένε οι Αμερικάνοι,  for now, all bets are off!

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΦεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης, Ejercicios de Memoria’ (Ασκήσεις Μνήμης) (ανταπόκριση 2 Ελ. Μακεδόνας)
Επόμενο άρθροΔώρο ασημένιο ποίημα (του Αντώνη Καρτσάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ