Γιάννης Παπακώστας (*)
Ο Γιώργος Βέης πολυγραφότατος, πολυτάλαντος, πολυταξιδεμένος. Εννέα πεζά και δεκατρείς ποιητικές συλλογές, χώρια οι μεταφράσεις και τα κριτικά κείμενα. Όλα αυτά συνθέτουν το corpus της θητείας του στα Γράμματα. Τώρα επανεμφανίζεται με τη συλλογή, Για ένα πιάτο χόρτα. Η συλλογή περιλαμβάνει πενήντα ποιήματα, ποικίλης μορφής και τεχνοτροπίας. Λάτρης του σονέτου, παλαιότερα, τώρα αφήνεται στον ελεύθερο στίχο, τον πολύ καλά ζυγισμένο, στηριγμένο στην επιμελώς επιλεγμένη λέξη, ενίοτε δε και στην απλή καθημερινή και οικεία. Ο λόγος του απλός, κατανοητός, τα συμφραζόμενα όμως δύσκολα.
Του Βέη η πορεία είναι γνωστή: Ποιητής και πρέσβης σε όλα τα μήκη και πλάτη της γής, από την Ινδονησία στη Νέα Υόρκη κι από το Χαρτούμ στο Παρίσι αποκόμισε πλούσια εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο για τούτο που το γράψιμό του, συμπυκνώνοντας έναν κόσμο ολόκληρο, ακτινοβολεί, ενώ ο ποιητικός νους του εκτινάσσεται από την πατρώα γη σε άλλους τόπους, πέραν των ωκεανών σε άλλα μέρη, με άλλα ήθη. Δεν παύει όμως να παραμένει δέσμιος ενός λώρου που τον συνδέει με το εθνικό κέντρο και, όσο ο λώρος του το επιτρέπει, με παλίνδρομη κίνηση βρίσκεται και μέσα και έξω, διασταυρώνοντας έτσι την εντοπιότητα με την πολυπολιτισμικότητα, το εδώ με το εκεί. Και παντού ο κόσμος είναι ίδιος με τα ίδια δεινά, όπως ο ίδιος ομολογεί σε ένα άλλο έργο του, στο Παντού (2015). Παντού ο άνθρωπος με τις πληγές του, παντού ο πόλεμος και η συμφορά, η ταλαιπωρημένη φύση, παντού ο αέρας και τα δηλητήρια, η εξάρτηση από τις ουσίες, ο πόνος, αλλά και ο στοχασμός. Όλα είναι μέρος του παιχνιδιού και στην πλατιά σκακιέρα όλα συμμετέχουν κι έπειτα παίρνουν το δρόμο της απωλείας.
Η οικειότητα με την οποία αντιμετωπίζει το «άλλο» είναι ενδεικτική, όπως ενδεικτική είναι και η ελεητική του ματιά στα πάθη των άλλων.
Δάσκαλός του ωστόσο η φύση, παρόλο που τη ζωή του όλη την πέρασε σε αστικά κέντρα. Αυτήν παρατηρεί, αντιμετωπίζοντάς την ως γενεσιουργό δύναμη. Είναι αυτή που με το παράδειγμά της μας δίνει το μέτρο του ανθρώπου. Η επιμονή του Βέη να παρατηρεί τα πλάσματα της φύσης δεν εκπηγάζει από τη φυσιολατρία του. Είναι γιατί η φύση αποτελεί σχολείο, στο οποίο διδάσκεται πως ό,τι συμβαίνει σ’ ένα πλάσμα πετούμενο ή σερνάμενο, το ίδιο συμβαίνει και στον άνθρωπο. Η κλίμακα αλλάζει. Η τραγωδία του «χρυσαετού» θα μπορούσε να είναι ίδια με του λεβέντη στο δημοτικό τραγούδι. Αν το βόλι τον βρήκε στην κοιλιά στον «Παραπόταμο του Νέστου», σαν να λέμε ότι ο Χάρος το ζήλεψε και του ’στησε καρτέρι, έτσι και
τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό
τα ελάφια όταν σκύβουν για νερό,
όπως λέει το δημοτικό τραγούδι. Το ετοιμοθάνατο πουλί, ξεψυχώντας, ξεμακραίνει από τη φωλιά του και από τον ορίζοντα. Η φυσική αυτή εικόνα, όπως εύκολα εννοείται, έχει στόχο όχι βέβαια να μας δείξει πώς ξεψυχάει ή τι σκέφτεται ένας χρυσαετός, αλλά πώς νιώθει ένα στοχαστής μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, που είναι ανάλογο με αυτό της ανθρώπινης απώλειας. Το ίδιο θέμα σε εξέλιξη παρακολουθούμε στο ποίημα «Σκηνή θεάτρου», όπου το πτώμα μιας πέρδικας σε πλήρη αφυδάτωση, αποτελεί την αλληγορία της ανθρώπινης κατάληξης. Σκουπίδια του Χάρου, οι τραγωδίες, λέει ο καταληκτικός στίχος, βάζοντας έτσι στην ίδια μοίρα όλα τα πετεινά του ουρανού, και τα επίλεκτα και τα ξεχωριστά. Μπορεί και ο χρυσαετός και η πέρδικα, αποτελούν διακριτά μέλη της οικογένειας των πτηνών, που όμως ούτε αυτά δεν γλιτώνουν από το Χάρο. Η ζωή είναι οδοστρωτήρας που όλα τα παρασύρει χωρίς διακρίσεις. Η «πυροβολημένη πάπια», η «πεταλούδα» με τις «μετρημένες ορθοπεταλιές ως το θάνατο», όλα συμμετέχουν στην φριχτή ανωνυμία ή τη δικαιοσύνη του θανάτου. Χάρος η φύση, αλλά και μητέρα που γεννά και αφομοιώνει ό,τι θανατώνει. Ανακύκλωση. Ανακύκληση.
Ως προς τους τόπους, ο κάθε μνημονευόμενος τόπος έχει την αιτία της ονομαστικής του διάκρισης. Παρακολουθώντας τους τίτλους βλέπουμε ότι μνημονεύονται με τα ονόματά τους πόλεις ελληνικές και βουνά ελληνικά, περισσότερες φορές από δέκα, αν συμπεριλάβουμε και τα πράγματα τα οποία ανήκουν σε τόπο, αλλά δεν φαίνονται στον τίτλο, και αρκετές είναι οι φορές που τα ξένα ονόματα εισβάλλουν στη συλλογή. Με αυτή την αλληλοδιείσδυση στα εντός και εκτός Ελλάδος τοπία ο ποιητής καταφέρνει να ενώσει το κέντρο με την περιφέρεια. Τόπος του είναι ο κόσμος όλος, τα πάντα. Οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι, τα δεινά επανερχόμενα και η μοίρα κοινή. Στο ποίημα «Ορεινή Πολίχνη» διακρίνω μια τάση αυτοέρευνας:
να βρεις την αρχαία πηγή
γι’ αυτό δεν ήρθες εδώ
οδηγώντας ανάμεσα στα μυστικά των βράχων
αρχαιολόγος του εαυτού σου.
Αυτό το πρώτο πρόσωπο, που δείχνει αποστασιοποιημένο, αυτό είναι στο προσκήνιο κρυμμένο ως εσύ, που επιμένει να αφήνεται στη γοητεία της σειρήνας:
Για σένα μόνο για σένα / και μόνο γι’ απόψε/ θα σου τραγουδήσει σειρήνα/ ανυστερόβουλη αυτή τη φορά/ ολόκληρη η προηγούμενη ζωή σου/ όπως ακριβώς τη θέλησες/ αναπαλλοτρίωτη/ ελαφρώς διορθωμένη
στο ποίημα «Ήταν κούτσουρο, μα αλάβαστρο πάλι θα γίνει», όπου το τραγούδι έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τον κόσμο, το κούτσουρο σε αλάβαστρο αλλά για σένα μόνο για σένα / και μόνο γι’ απόψε και μόνο κάτω από ειδικές ονειρικές συνθήκες, αποπνέοντας έτσι έναν απύθμενο ερωτισμό.
Ο χρόνος που περνάει κάτι μας κλέβει. Ο άνθρωπος αμετανόητος όμως ζητά: «Η μέρα έχει σχεδόν σωθεί στη λέξη ακόμη/ μα ζήτησε όμως τα πάντα πάλι από μένα/ μέλη πρόσφορα κύματα πλούσια ξανθιά κόμη/ ζητά τα πάντα ή δυνατόν όλα, κύματα και πλούσια ξανθιά κόμη/ το κάθε λεπτό αξίζει η χαρά του υμένα». (Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου, αναφώνησε κάποτε ο Ανδρέας Εμπειρίκος ).
Η φύση συμμετέχει στο ανθρώπινο δράμα και με τα άψυχα. Παίρνω αφορμή από το ποίημα -βουνό «Κέρκης», της Σάμου. Είναι γνωστό πως τα πατρογονικά νησιά του Βέη είναι η Σάμος και η Σαντορίνη. Ο Κέρκης, έχω την αίσθηση ότι είναι το ανάλογο με τον Ταΰγετο του Νικηφόρου Βρεττάκου. Είναι το βουνό δάσκαλος, σοφός πατέρας, φίλος, σύντροφος. Το σύριγμα που κάνουν οι πευκοβελόνες του είναι μήπως οι φωνές των προγόνων που καταφθάνουν όλες μαζί για να ενισχύσουν τη φωνή του επιγόνου; Είναι το γενικώς εμψυχωμένο τοπίο? Αρχαία συνήθεια, οικεία ελληνική παράδοση, επιβάλλει να έχουν πρόσωπο τα βουνά, να είναι ανθρωπόμορφα. Θυμίζω το ποίημα VII «Εμμονές Ζωγράφου» από τη συλλογή του Ν, όπως Νοσταλγία (2008), όπου συναντάμε τον ίδιο ανθρωπομορφισμό Έτοιμα σχέδια πάνω σε βράχους/ προσωπογραφίες σε κορμούς δένδρων». Οι μεταμορφώσεις είναι συχνές στο δημοτικό τραγούδι· ο κλέφτης μιλάει με τα βουνά και τα λαγκάδια, ζει στα βουνά.
Μια άλλη του Βέη λανθάνει στο ποίημα «Οία, Σαντορίνη». Βεβαίως πρόκειται για ένα μοναδικό αξιοθέατο, ένα ηλιοβασίλεμα φημισμένο από το κόκκινο σαν αίμα χρώμα του. Ο ποιητής βεβαίως δεν στέκεται στην επιφάνεια. Δεν αρκείται σ’ αυτή την όψη. Η Σαντορίνη έχει την αρχαία ιστορία της, έχει το ηφαίστειό της που με την ορμή του έγινε μοίρα της, σαν να έχει προκαταβάλει η Σαντορίνη το αίμα της στο θυσιαστήριο για να εξασφαλίσει αυτό το αιματοβαμμένο ηλιοβασίλεμα. Και αυτή η θυσία νομίζω πως υποδηλώνει την ομορφιά μιας ζωής που γέρνει με όλα όσα της επεφύλαξε το ταξίδι στης γης την πλάτη, κατά τη ρήση του Γ. Σεφέρη. Αντίστιξη σ’ αυτό το χρώμα είναι η άμμος από το «Χαρτούμ», τόπος που ο Βέης του έχει αφιερώσει και ένα από τα λεγόμενα ταξιδιωτικά του. Εκεί στο Χαρτούμ η άμμος είναι το κυρίαρχο στοιχείο, «σκόνη καθεστώς», «ορμή μιας φύσης, ανώτερης του θανάτου». Άμμος και το αίμα ωραία έως θανάτου και τα δύο.
Όσο για την τεχνική, αυτή τη φορά ο Βέης δεν επέμεινε στη μοναδικότητα του σονέτου, όπως είπαμε, ούτε άλλωστε και στην προηγούμενη συλλογή ΒΛΕΠΩ είχε επιμείνει. Παίζει με όλες τις φόρμες, χρησιμοποιεί όλα τα τεχνάσματα για να δώσει μουσική υπόσταση στο στίχο του, στίχο υπαινικτικό, δύσκολο ωστόσο, που απαιτεί και πρώτη και δεύτερη ανάγνωση. Θέλει «Γερούς Λύτες», όπως λέει και στο ανάλογο ποίημα, για να βρεις ποιος είναι τελικά ο κατονομαζόμενος.
Για ένα πιάτο χόρτα, λοιπόν, για μια απέριττη, λιτή, σεμνή και νηστήσιμη διατροφή, για ένα ελάχιστο ο Βέης ανάλωσε ζωή, χαρτί και μελάνι, βιβλία και γραψίματα.
info: Γιώργος Βέης, Για ένα πιάτο χόρτα, Εκδόσεις Ύψιλον
(*)Ο Γιάννης Παπακώστας είναι ομότιμος καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών