Ατομικότητα, πολιτικοποίηση και κοινωνία του ρίσκου

0
852

Του Νικόλα Τζήμου.

Στο τελευταίο του βιβλίο Τεχνολογικές Καταστροφές και Πολιτικές του Κινδύνου ο Παναγής Παναγιωτόπουλος (επίκουρος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) καταπιάνεται με τους όρους διαχείρισης των καταστροφών στην ελληνική κοινωνία. Προσπαθεί και εν πολλοίς καταφέρνει να συστήσει την (εθνική) κοινωνική ιστορία των τεχνολογικών καταστροφών, μια γενεαλογία του ρίσκου για τη χώρα μας. Μια μελέτη της ατομικότητας και των μετασχηματισμών της στην Ελλάδα με όρους της ανακλαστικής κοινωνιολογίας.

Η εισαγωγή της «ελληνικής περίπτωσης», δεν προσθέτει μία ακόμη εθνική περίπτωση στην βιβλιογραφία, αλλά ολόκληρη την ιδιαιτερότητα της ανάπτυξης της ατομικότητας στην Ελλάδα. Καθώς δεν πρόκειται για μια ευθύγραμμη πορεία ή τέλος πάντων μια πορεία που συμβαδίζει με τον πολιτικό εκσυγχρονισμό. Πρόκειται για μια συνεχή παλινδρόμηση μεταξύ των κλειστών-δομημένων ταυτοτήτων, από τη μία, και δυναμικών κοινωνικού εκσυγχρονισμού που αναδεικνύουν νέα ήθη και πρακτικές.

Επιδιώκοντας να φωτίσει αυτές τις καινοφανείς κοινωνικές πρακτικές αλλά και τα πισωγυρίσματα, ο Παναγιωτόπουλος επιλέγει ως πεδίο μελέτης τις τεχνολογικές καταστροφές, οι οποίες:

α) «αμφισβητούν το συνεχές της ευμάρειας», και την γραμμική – συνεχώς βελτιούμενη – πορεία της ζωής των ατόμων·

β) μέσα από τον ακραίο χαρακτήρα τους,  καθιστούν εμφανείς ανακατατάξει και διαδρομές τις οποίες υποκρύπτει η ομαλότητα·

γ) αποτελούν «βιτριόλι στο πρόσωπο», εξόφθαλμες προσβολές της ατομικής ταυτότητας·

δ) αναδεικνύουν την κοινωνική ανισότητα με διαφορετικούς όρους από εκείνους που έχουμε συνηθίσει·

ε) αποτυπώνουν τις κοινωνικές εντάσεις· και

στ) καταδεικνύουν πώς «συμβιώνει» η ανασφάλεια και η ευδαιμονία στις σύγχρονες κοινωνίες.

Επιπλέον, η επιλογή τεχνολογικών καταστροφών στη διάρκεια ταξιδιού καθιστά ευκρινέστερη την προσβολή του ευδαιμονισμού και του ελεύθερου χρόνου καθώς και την εξατομίκευση του κινδύνου και την εξίσωση στη βάση της κοινής τραυματικής εμπειρίας… Της κοινής αδικίας που υφίστανται τα θύματα.

Με αυτή την μεθοδολογική επιταγή, μελετά τρεις μεγάλες τεχνολογικές καταστροφές, σε τρεις διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές περιόδους: το ναυάγιο του «Χειμάρρα» (19-1-1947), που συνέβη μέσα στο εμφυλιοπολεμικό περιβάλλον· το ναυάγιο του «Ηράκλειον» (8-12-1966), την περίοδο της «καχεκτικής δημοκρατίας» και της οικονομικής ανάπτυξης· και τέλος το ναυάγιο του «Σάμινα» (26-9-2000), στην περίοδο του πολιτικού «εκσυγχρονισμού».

Επιλέγοντας ένα αποκλειστικά εθνικό πεδίο έρευνας, ο Παναγιωτόπουλος, επανεθνικοποιεί – γειώνει – αλλά δεν περιορίζει στο εθνικό κέλυφος την «κοσμοπολίτικη» φυσική και τεχνολογική καταστροφή στην εποχή της κοινωνίας του ρίσκου. Σε ολόκληρο το έργο υπάρχουν αναφορές τεχνολογικών καταστροφών στο εξωτερικό, πρωτίστως για λόγους συγκριτικούς. Διότι η διαχείριση του ρίσκου δεν ακολουθεί μια κοινή πορεία από χώρα σε χώρα, παρά λαμβάνει διαφορετικές όψεις και εθνικές προσαρμογές.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο ανασυστήνεται η «γενεαλογία» της διακινδύνευσης. Το πέρασμα, δηλαδή από την θεομηνία στην τεχνολογική καταστροφή, σε μια παράλληλη ιστορία οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών και προσλήψεων της καταστροφής.

Ο συλλογικός θάνατος της θεομηνίας στο Παλαιού Καθεστώτος δεν ήταν παρά ένα θρησκευτικό-τιμωρητικό σημάδι, με ενδογενείς για τον άνθρωπο αιτίες, αλλά εξωτερικό προς την κοινωνία. Δεν προκαλούσε, με άλλα λόγια, αναταράξεις στην «φυσική» κοινωνική ομαλότητα. Σταδιακά, στον αιώνα των Φώτων ο συλλογικός θάνατος έλαβε,  εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου, της επιστημονικής επανάστασης και του ουμανιστικού πνεύματος, στοιχεία που συναντούμε σε όλο τον 20ο αιώνα: ο φυσικός κόσμος χάνει την αυτοδυναμία του, η ευθύνη κοινωνικοποιείται, η ζωή αποκτά απόλυτη αξία. Ρόλο καταλύτη, έπαιξε η ανάδυση του «Κοινωνικού Ζητήματος», το οποίο θέτει στην πρώτη γραμμή της διεκδίκησης και της δημόσιας αντιπαράθεσης την αναζήτηση της ασφάλειας και της σωματικής ακεραιότητας των βιομηχανικών εργατών.

Στην τρίτη «περίοδο» θα προστεθούν η μεγάλη εμπιστοσύνη προς τους ειδικούς και οι αυξημένες διεκδικήσεις των πολιτών προς τις δημόσιες εξουσίες.  Η στατιστικοποίηση του κινδύνου και η αναδιανομή του, δημιουργούν μια βεβαιότητα ασφάλειας: καθιστούν περισσότερο σκανδαλώδες το δυστύχημα. Ωστόσο, η περίοδος αυτή συνέπεσε με την περίοδο της μαζικής δημοκρατίας και της αποκλειστικής κοινωνικής αντιπροσώπευσης – την περίοδο των συνεκτικών ταυτοτήτων που αποτελούν ανάχωμα στην άρθρωση νέων διεκδικήσεων και «απαγορεύουν» την τυχαία ταύτιση. Η απώλεια, καίτοι οδυνηρή, παρέμεινε ανεκτή στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα.

Από την άλλη, στον ύστερο 20ο αιώνα του μεταφορντισμού και των μεσοστρωμάτων, νέες ταυτότητες επινοήθηκαν. Οι απαιτήσεις αναδιατυπώθηκαν και εμφανίστηκαν νέου τύπου μορφές αλληλεγγύης – νέες κοινότητες – όπως αυτή των «θυμάτων». Βασισμένη στην τυχαία ταύτιση, την αυξημένη ανασφάλεια και ταυτόχρονα την αυξημένη προσδοκία προστασίας, η κοινότητα των θυμάτων διαθέτει εσωτερική οικειότητα μεταξύ των μελών της. Δεν εκπορεύεται ούτε εντάσσεται σε παλαιές διαιρετικές τομές και ταυτότητες.

Τα «θύματα», αντλούν νομιμοποίηση από τον σκανδαλώδη χαρακτήρα των δυστυχημάτων, τα οποία προσλαμβάνονται πλέον ως ανοίκειες εκπλήξεις που προσβάλλουν την αυτοβιογραφική ικανότητα των θυμάτων, και προβάλλουν δημόσιες διεκδικήσεις στο όνομα του γενικού συμφέροντος. Το δυστύχημα, πλέον, ανάγεται σε κοινωνικό γεγονός.

Όλα αυτά συνέχονται από μια έννοια συχνά ξεχασμένη στις ελληνικές κοινωνικές επιστήμες: την ανάδυση της ατομικότητας, τον εποικισμό της συλλογικής δράσης και κάθε ταυτότητα από την ευδαιμονική απάιτηση του ατόμου.

Αυτή την κοινωνική σημασία των δυστυχημάτων, στην ελληνική επικράτεια, προσπαθεί να εντοπίσει και να ανασύρει στην επιφάνεια, στο δεύτερο μέρος του πονήματός του, ο Παναγής Παναγιωτόπουλος. Σε μια χώρα όπου η πολιτική αντιπαράθεση μοιάζει να είναι ο μοναδικός άξονας κατασκευής των κοινωνικών σχέσεων, ο συγγραφέας υποστηρίζει πως υπάρχουν ενδιαφέρουσες υπόγειες διαδρομές που μαρτυρούν και για το αντίθετο.

Για κάθε ένα από τα τρία δυστυχήματα η συγγραφή οργανώνεται μέσα από πέντε πεδία μελέτης: α) τους όρους του δυστυχήματος (πραγματικές συνθήκες και κοινωνικές απαιτήσεις, διασωστικοί μηχανισμοί, περιγραφές του Τύπου), β) την διερεύνηση του δυστυχήματος (πραγματογνωμοσύνη και αντί-πραγματογνωμοσύνη, εκτιμήσεις της αυτονομίας του κράτους από την αγορά, διαδικασία απόδοσης ευθυνών), γ) την εξατομικευμένη εμπειρία (βαθμός οικειότητας και εξατομίκευσης του κοινωνικού συνόλου, σχέση με τα θύματα), δ) την δημόσια καταγγελία (το ιδίωμα του δημόσιου σκανδαλισμού), και ε) την ανάπτυξη νέων ταυτοτήτων (οργάνωση διεκδικητικών συλλογικοτήτων πάνω και γύρω από την ταυτότητα «θύμα».

Το ναυάγιο του «Χειμάρρα» έλαβε χώρα εν μέσω πολεμικών συνθηκών. «Μοιραία» οι επιβάτες του θεωρήθηκαν εμπόλεμοι και όχι πολίτες. Έτσι, η υπερπολιτικοποίηση της περιόδου, παρά την απουσία μονοπώλησης της θεσμικής εξουσίας και του δημόσιου λόγου, προσέλαβε το δυστύχημα ως παράπλευρη απώλεια του Εμφυλίου, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε ταύτιση με τα θύματα. Εξάλλου δεν συγκροτείται κανένα συλλογικό αφήγημα της καταστροφής. Ο θάνατος δεν ενώνει, παρά διατηρεί και αναπαραγει τις υπάρχουσες (πολιτικές) ταυτότητες. Δεν υπήρξε, επίσης, καμία έγερση διεκδίκησης οποιασδήποτε μορφής είτε από τους ειδήμονες είτε για καταβολή αποζημίωσης. Τέλος, ενώ παρουσιάστηκαν οι απαρχές της σχολαστικής διερεύνησης, δεν δημιουργήθηκε ένα συνεκτικό αιτιακό σενάριο για το δυστύχημα. Τα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν παρατακτικά, από Τύπο και ερευνητές, σε ένα ναυάγιο που θεωρήθηκε μονοαιτιακό αλλά για την αιτία του οποίου οι διάφορες πολιτικές παρατάξει έριζαν στα όρια της πολεμικής και της συνωμοσιολογίας.

Από την άλλη, το ναυάγιο του «Ηράκλειον» το 1966 αποτέλεσε σχεδόν εμβληματική περίπτωση σύγχρονων και κατά τον όρου του Ούλριχ Μπεκ υπό-πολιτικών μορφών διαχείρισης της καταστροφής. Υπήρξε πλήρης περιγραφή και έγκαιρη κατανόηση των συνθηκών του ατυχήματος και αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας. Παράλληλα, αναπτύχθηκε ένα κοινωνικό αίτημα διαλεύκανσης αποσυνδεδεμένο από το στενό πολιτικό πεδίο. Έτσι, το ναυάγιο του Ηράκλειον, το «ναυάγιο της Φαλκονέρας» όπως είναι ευρύτερα γνωστό, αποτέλεσε την πρώτη τεχνολογική καταστροφή που έγινε αντικείμενο οικειοποίησης και ελέγχου από την ελληνική κοινωνία.

Η έννοια «θύμα» εμπεδώθηκε, με τη συγκρότηση συλλόγου, και η αποκατάστασή των θυμάτων αποτέλεσε αντικείμενο κοινωνικής διεκδίκησης. Επίσης, η «αρχή της προφύλαξης μπήκε στην καθημερινότητα της διαχείρισης των ελληνικών θαλασσίων μεταφορών (θέσπιση απαγορευτικού πλόων βάσει της έντασης του ανέμου). Ενώ, μια τελευταία όψη εκσυγχρονισμού υπήρξε η ίδρυση της ΑΝΕΚ, μιας εταιρείας λαϊκής βάσης για αξιόπιστες και ασφαλείς μεταφορές από και προς την Κρήτη η οποία ήρθε με σύγχρονους και καινοτόμους όρους να αντιμετωπίσει και να διασπάσει την εξάρτηση ακτοπλόων και πολιτικών.

Τέλος, το ναυάγιο του «Σάμινα» ήταν, για τον Παναγιωτόπουλο, μια μορφή οπισθοδρόμησης. Παρά την εμφάνιση περισσότερο σύνθετων μορφών διεκδίκησης και την αποθέωση του πνεύματος του ατομικισμού ως προς την ταύτιση της κοινωνίας με τα θύματα δεν συστήθηκε ενιαίος φορέας εκπροσώπησης των θυμάτων. Ο διαχωρισμός «θυμάτων» και «υπευθύνων» από τα ΜΜΕ έγινε χωρίς έρευνα και ιεράρχηση και πνίγηκε σε μια γενικόλογη καταγγελία. Ο σκανδαλισμός από το ναυάγιο, τον αναπάντεχο συλλογικό θάνατο, δεν προκάλεσε επίσης καμία κοινωνική δυναμική, εξαιτίας των κομματικών σκοπιμοτήτων. Έτσι, σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο, η κρίση εκσυγχρονισμού της ακτοπλοΐας βιώθηκε ως κρίση του πολιτικού εκσυγχρονισμού, λόγω της αδυναμίας χειρισμού σύνθετων καταστάσεων κρίσεως. Με άλλα λόγια, για τον ελληνικό ατομικιστικό ευδαιμονισμό του 2000, η διαχείριση του ρίσκου, μια ακραία ατομικιστική προσδοκία, απευθύνεται ολοκληρωτικά στο Κράτος και η αυξημένη κοινωνική ανασφάλεια τρέπεται σε αίτημα ενίσχυσης της κρατικής ισχύος.

Μονάχα το επίπεδο της εξατομίκευσης της εμπειρίας κινήθηκε στον ιδεότυπο της μετανεωτερικής περιόδου, ενσωματώνοντας για πρώτη φορά και τους συγγενείς στην εμπειρία του ναυαγίου. Από την άλλη, δεν μπόρεσαν να δημιουργηθούν νέες ταυτότητες ούτε η κοινότητα «θύματα» – ελλείψει συλλογικής οργάνωσης και έκφρασης – ούτε να αξιοποιηθούν οι εκδηλώσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, ο απολογητικός λόγος και η ανάληψη ευθύνης από την πλευρά της πλοιοκτήτριας εταιρείας.

Εν κατακλείδι, κατά τον Παναγιωτόπουλο η ελληνική ατομικότητα υπήρξε [και εξακολουθεί να είναι(;)] δέσμια των μεγάλων αφηγήσεων. Δεν αρκούν ούτε οι σύγχρονες τεχνολογίες ούτε οι απρόβλεπτες συνέπειες της τεχνολογικής μεγέθυνσης ως παράγοντες κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Είναι απαραίτητες ευρύτερες κοινωνικές μεταβολές όπως: κουλτούρα μεταϋλιστικών αιτημάτων, υπόστρωμα ταύτισης με το «θύμα», αίσθηση εναλλαξιμότητας των κοινωνικών θέσεων και γεωγραφική κινητικότητα, και τέλος κοινωνική ειρήνευση. Συμπερασματικά, η εξοικείωση με το ρίσκο και η εξατομίκευση συναισθημάτων και διεκδικήσεων είναι αντιστρόφως ανάλογα με την κυριαρχία των πολιτικών ταυτοτήτων και των συλλογικών δεσμεύσεων.

Σε συνθήκες κρίσης, όπως η σημερινή, το σημαντικότερο διακύβευμα, μετά τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, είναι η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των «αρχαϊκών δομών» και των «υπερμοντέρνων αντιλήψεων». Όχι με τον αναποτελεσματικό λειτουργικό εκσυγχρονισμό των πρώτων αλλά με πραγματικό συγχρονισμό τους, αντίστοιχο των σύγχρονων απαιτήσεων.

Η μεγαλύτερη προσφορά του πονήματος του Παναγή Παναγιωτόπουλου είναι ο διπλασιασμός του πεδίου έρευνας στην ελληνική κοινωνιολογία και πολιτική επιστήμη. Ανοίγει τον δρόμο για να περάσουμε από την μελέτη της υψηλής πολιτικής και του μακρο-επιπέδου στην υπό-πολιτική και το μικρο-επίπεδο· να ανακαλύψουμε μικρότερες αλλά σίγουρα όχι λιγότερο σημαντικές ταυτότητες από την φυλή, το έθνος ή την τάξη για να θυμηθούμε το γνωστό σχήμα των Ουόλερσταίν-Μπαλιμπάρ που επικαλείται ο συγγραφεάς. Αλλά και να αναστοχαστούμε μονοσήμαντα αρνητικά φορτισμένες έννοιες στο ελληνικό πλαίσιο όπως η ατομικότητα και να την καταστήσουμε εργαλείο μελέτης του πολιτικού στην εποχή της κοινωνίας του ρίσκου.

 

 

(*)O Νικόλας Τζήμος  είναι  υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)

 INFO:

Παναγής Παναγιωτόπουλος, Τεχνολογικές Καταστροφές και Πολιτικές του Κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000, Πόλις, Αθήνα, 483 σελ.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΙρλανδοί για το ManBooker;
Επόμενο άρθροΑς θυμηθούμε τους Τιποτένιους

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ