Ο μεγάλος αμερικανός θεωρητικός, συγγραφέας και κριτικός, που έγινε γνωστός στο ελληνικό κοινό με το πολυβραβευμένο του μυθιστόρημα «Χαμένοι» το οποίο κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις «Πόλις», επανέρχεται και πάλι με έναν τόμο από τις εκδόσεις «Πατάκη» αυτή τη φορά, όπου συγκεντρώνονται κείμενά του γραμμένα για τα αμερικανικά περιοδικά «New York Review of Books» και «New Yorker», μέσα από τα οποία μελετάται η άλλοτε δυσχερής και άλλοτε γόνιμη συνάντηση ανάμεσα στον αρχαίο και σύγχρονο κόσμο.
Ο Μέντελσον, δεδομένου του έντονου φιλελληνισμού του (η διδακτορική του διατριβή ήταν για τον Ευριπίδη ενώ έχει αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους μεταφραστές τού Καβάφη) τιτλοφορεί τον εν λόγω συγκεντρωτικό τόμο «Περιμένοντας τους βαρβάρους», με μια εμβληματική φράση δηλαδή που όπως λέει ο ίδιος «φαντάζει σαν απρόθυμη αποδοχή της αναπόφευκτης παρακμής της κουλτούρας, και το ποίημα καθαυτό σαν παραβολή σχετικά με την εύθραυστη φύση του πολιτισμού»[1] και επιχειρεί μέσω μιας προσωπικής ερμηνείας της βιογραφίας τού αλεξανδρινού ποιητή να προτείνει μια εναλλακτική «ανάγνωση» του βασικού πυρήνα του έργου του, μια ανάγνωση που διαπνέει και την δική του συλλογιστική προοπτική στα κείμενα που αποπειράται να προσεγγίσει.
Ο όγκος των κειμένων τού Μέντελσον χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, στο πλαίσιο των οποίων ο συγγραφέας σκύβει με στιβαρή γνώση, με σοβαρότητα αλλά και με χιούμορ πάνω στα θέματά του, και μέσα από ένα ευρύτατο φάσμα διαχρονικότητας επιχειρεί να ανιχνεύσει τους συγχρονικούς ερμηνευτικούς κώδικες μεγάλων κλασικών δημιουργών αλλά και πολυσυζητημένων έργων της αμερικανικής ποπ κουλτούρας, χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο του την αρχαιοελληνική γραμματεία.
Αναλύοντας την έννοια του «κιτς», ο Eco συνοψίζει τη λειτουργία της συγκεκριμένης (αν)αισθητικής στη χρήση εκφράσεων που είναι ήδη φορτισμένες με ποιητική φήμη, είτε στοιχείων που καθαυτά περιέχουν τη δυνατότητα της εκ προοιμίου ανακίνησης συναισθημάτων και διαρθρώνονται ως μια καλλιτεχνική δημιουργία όπου πρωταρχικός στόχος δεν είναι η εμπλοκή του αναγνώστη ή του δέκτη σε μια περιπέτεια ενεργητικών αποκαλύψεων, αλλά ο βίαιος εξαναγκασμός του να προσέξει μια προκαθορισμένη εντύπωση. Με αυτή τη λογική, το έργο αναλαμβάνει μεσολαβητικό ρόλο, προσφέροντας στο κοινό όχι τα αυθεντικά μηνύματα, αλλά απλούστερα μηνύματα στα οποία παρεμβάλλονται, εν είδη γοητευτικών αναφορών, λήμματα ύφους που αντλήθηκαν από μηνύματα φημισμένα για τις λογοτεχνικές ή ποιητικές τους αρετές.[2] Το «κιτς» ορίζεται έτσι ως ένα κολάζ λημμάτων που αποσπάστηκαν από το πλαίσιό τους και παρεμβλήθηκαν σε ένα νέο πλαίσιο, του οποίου η γενική δομή δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά ομοιογένειας και αναγκαιότητας της αρχικής, πρωτότυπης κατασκευής.
Το παραπάνω σκεπτικό φαίνεται να είναι εκείνο που καθοδηγεί τις αξιολογικές μελέτες του πρώτου μέρους τού βιβλίου τού Μέντελσον, που τιτλοφορείται «Τα κλασικά» και αναλύει τους λόγους της τελικής αποτυχίας κάποιων σύγχρονων κινηματογραφικών και θεατρικών εγχειρημάτων στην αναμέτρησή τους με τα αντίστοιχα κείμενα της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς.
Στην «Τροία», μια ταινία που σύμφωνα με τον Μέντελσον πάσχει από τις ίδιες αδυναμίες με δύο δικαίως κατά τη γνώμη του παραγνωρισμένα αρχαία κείμενα, τα «Κύπρια» και «Μικρά Ιλιάς», ο Βόλφγκανκγ Πίτερσεν δεν καταφέρνει να αποδώσει το «αριστοτελικό» επικό πνεύμα, με τον Αγαμέμνονα να μην παρακινείται από σκέψεις περί οικογενειακής τιμής αλλά από την επιθυμία του για παγκόσμια ηγεμονία, με τον Πάτροκλο να βαφτίζεται ξάδερφος του Αχιλλέα, παρερμηνεία που λαμβάνει όλο και πιο αστείες διαστάσεις κατά την εξέλιξη της δράσης, και με τη συνολική ματιά να μην επικεντρώνεται σε ένα μόνο στοιχείο, στην «οργή του Αχιλλέα» κατά το πρωτότυπο ή σε οτιδήποτε άλλο, αλλά να καταλήγει σε έναν μακρύ και ανούσιο κατάλογο κατορθωμάτων.
Τον «Μέγα Αλέξανδρο» του Όλιβερ Στόουν ο Μέντελσον τον βλέπει ως μια πολύωρη, επιδεικτική, ανιαρή και παράδοξα κενή βιογραφία, όπου η αυστηρότητα με την οποία πασχίζει ο σκηνοθέτης να παραμείνει πιστός στα ιστορικά γεγονότα προβαίνει σε βάρος της απόδοσης της προσωπικότητας τού «πρώτου ρομαντικού ήρωα της Δύσης», βάζοντας τους Μακεδόνες να μιλούν με βαριά ιρλανδέζικη προφορά και αποτυγχάνοντας οικτρά στην επιλογή τού Κόλιν Φάρελ ως κεντρικό πρωταγωνιστή.
To βιβλίο αποκαλύπτει την βαθιά έγνοια του συγγραφέα για την τρέχουσα κατάσταση όσο και για το μέλλον της μαζικής ψυχαγωγίας και του σύγχρονου πολιτισμού
Η κριτική τού συγγραφέα για την ταινία «300», από όπου, σε αντίθεση με τις αφηγήσεις του Ηρόδοτου, απουσιάζει οποιαδήποτε ιδεολογική διάσταση, δεν επικεντρώνεται τόσο στις πολυσυζητημένες συγκεκαλυμμένες πολιτικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις, με την βαρβαρική στρατιά να περιγράφεται ως ένα τσούρμο φαλακρών γιγάντων με λιμαρισμένα δόντια και με έναν «δίμετρο ανδρόγυνο Βραζιλιάνο για Ξέρξη, με ξυρισμένο κεφάλι, έντονη ροπή προς το πίρσινγκ και μεταλλική σκιά στα μάτια». Κύρια αιχμή του συγγραφέα αποτελεί το γεγονός της προβολής μιας φετιχοποιημένης αναπαράστασης της αρρενωπότητας και της σωματικής ρώμης, όσο και το γεγονός πως η ταινία δεν χαρακτηρίζεται καθόλου από την αισθητική τού κόμικ ή του graphic novel, αλλά θυμίζει περισσότερο βιντεοπαιχνίδι, όπου δεν υπάρχει καμία πλοκή, καμία δυναμική ή δραματική δομή και το μόνο νόημα είναι η δραστηριότητα τού να σκοτώνεις αρκετούς εχθρούς ώστε να φτάσεις στο επόμενο επίπεδο.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου κλείνει με τον σχολιασμό δύο παραστάσεων, της «Μήδειας» στο Μπρόντγουεη και των «Ηρακλειδών», σχετικά με τις οποίες ο Μέντελσον επισημαίνει την απουσία οποιουδήποτε πολιτικού τονισμού όπως και την εν λόγω σκιαγράφηση της Μήδειας ως μιας αναιμικής απογοητευμένης νοικοκυράς με έναν αποτυχημένο γάμο. Σχολιάζεται επίσης μια παράσταση των «Βατράχων» που πρωτοανέβηκε με κάποια μετέπειτα μεγάλα αστέρια όπως η Μέριλ Στριπ και η Σιγκούρνι Ουίβερ, μια παράσταση του «Ηρακλή» του Ευριπίδη όπου βασικό μοτίβο είναι η επιστροφή τού βετεράνου που υποκύπτει στο ψυχολογικό τραύμα της μάχης, και η ενότητα κλείνει με ένα κείμενο όπου αναπτύσσεται η «τραγική ειρωνεία» τού γεγονότος πως ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι κατάφυγε στην «Ορέστεια» του Αισχύλου μιλώντας στο συναισθηματικά τραυματισμένο πλήθος από το νέο της δολοφονίας τού Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Απρίλιο του 1968, όπως και με τον παραλληλισμό του J.F.K με τον ομηρικό Έκτορα.
Το δεύτερο μέρος τού βιβλίου φέρει τον τίτλο «Τραγικές ηρωίδες» και εστιάζει το αναλυτικό του βλέμμα στους γυναικείους χαρακτήρες του Τενεσί Ουίλιαμς, στα ποιήματα της Σύλβια Πλαθ και του Τεντ Χιουζ, στα μυθοπλαστικά κείμενα της Βιρτζίνια Γουλφ και στην ταινία «Οι ώρες» του Μάικλ Κάννινγκχαμ, στις πρωταγωνίστριες του Πέδρο Αλμοδόβαρ και τέλος σε μια κριτική τού «Brokeback Mountain», μια ταινία που δεν συνίσταται σε μια οικουμενική ερωτική ιστορία που τυγχάνει να έχει γκέι χαρακτήρες, όπως κατά κόρον προβλήθηκε υποβιβάζοντας την ομοφυλοφιλική διάσταση, αλλά σε «μια ξεκάθαρα γκέι ιστορία που τυγχάνει να είναι τόσο καλοειπωμένη ώστε οποιοσδήποτε άνθρωπος με αισθήματα να συγκινείται από αυτήν».
Στην τρίτη ενότητα με τίτλο «Κάποιοι σύγχρονοι», μελετάται ο Καβάφης, η βιογραφία, η διακειμενικότητα και η σχέση του με την εποχή του, και αναδεικνύεται η χρονικότητα τού έργου του σε μια από τις βασικότερες διαχρονικές αξίες της ποίησής του, μιας ποίησης που σύμφωνα με τον Μέντελσον «ενοικεί το παρελθόν ώστε να γίνεται παρόν».[3] Αναλύεται επίσης ο Ρεμπό ως ένας ποιητής που κατασκεύασε τον εαυτό του ως μυθοπλαστικό πρόσωπο, με κεντρική αναφορά στην περίφημη φράση του “Je est un autre”, ο Φίλιπ Ροθ ως «βίος παράλληλος» με τους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του, το Game of Thrones ως ένα φεμινιστικό έπος και το Avatar ως μια αλλοπρόσαλλη ταινία που πάσχει από έλλειψη αυτοσυνειδησίας, θέλοντας να έχει «και την ιδεολογική της πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», παρουσιάζοντας τους ήρωες της φυλής ταυτόχρονα ως «αξιοθαύμαστα προ-πολιτισμικούς και υπερ-πολιτισμένους, τεχνολογικά αδαείς και κατόχους υψηλής τεχνολογίας».[4]
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της συλλογής δοκιμίων του, ο συγγραφέας αναλύει την αρχαιοελληνική έννοια του ερμαρφρόδιτου στο μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδη “Middlesex”, ανατρέχει στον αισθητικό και αισθησιακό Όσκαρ Ουάιλντ ως μεταφραστή τραγωδιών, σχολιάζει την αλληλογραφία του Φόρστερ με τον Καβάφη και τον από μέρους τού πρώτου «μονόπλευρο έρωτα», μελετά τις γεωγραφικές και αφηγηματικές παρεκβάσεις στη ζωή και στο έργο τού μεγαλύτερου, σύμφωνα με κάποιους, ταξιδιωτικού συγγραφέα τού εικοστού αιώνα, του Πάτρικ Λη Φέρμορ, τη βαθιά στοργή και τον θαυμασμό του για τους Έλληνες που μαρτυράται από τη γραφή του και προσεγγίζει τα μυθιστορήματα της Μαίρη Ρενό, γραμμένα ως πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις αληθινών ή επινοημένων προσώπων από την ιστορία και τη μυθολογία, ως αντανακλάσεις ενός σπάνιου συναισθηματικού βάθους, ενδελεχούς έρευνας και ηθικής σοβαρότητας.
Εν τέλει, το κριτικό, επικριτικό πολλές φορές, ουδέποτε όμως αφοριστικό πανοραμικό βλέμμα τού συγγραφέα πάνω στην νεωτερική ή μετά-νεωτερική τέχνη, επικοινωνία και πρόσληψη, αποκαλύπτει την βαθιά του έγνοια για την τρέχουσα κατάσταση όσο και για το μέλλον της μαζικής ψυχαγωγίας και του σύγχρονου πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που εδράζει τις νοηματοδοτήσεις του σε εκείνο που αποκαλούν οι θεωρητικοί «φαντασμαγορία» και μεταξύ άλλων σχολιάζεται και από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, σε σχέση με την εξάπλωση των φαντασμαγορικών μορφών στο δημόσιο χώρο, για να περιγράψει έναν τρόπο παρουσίασης της πραγματικότητας που ξεγελά τις αισθήσεις μέσα από έναν επιδέξιο τεχνικό χειρισμό και έχει ως αποτέλεσμα την αναισθητοποίηση της συνείδησης και τού οργανισμού όχι μέσα από μια παράλυση των αισθήσεων αλλά από ένα «ξεχείλισμά» τους.[5]
info: (για το «Περιμένοντας τους βαρβάρους: Από τον Αριστοφάνη στο Avatar» του Ντάνιελ Μέντελσον, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πατάκη, 2016)
[1] D. Mendelsohn, Περιμένοντας τους βαρβάρους, σελ. 10.
[2] Βλέπε: Ομπέρτο Έκο, Κήνσορες και θεράποντες, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα: Γνώση, 1994, «Η δομή της κακογουστιάς».
[3] Περιμένοντας τους βαρβάρους, σελ. 355.
[4] Σελ. 443.
[5] Βλέπε: Μετα-μαρξιστικά ρεύματα στην αισθητική και στη θεωρία της λογοτεχνίας, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, Αθήνα: Futura, 2004, «Μια επανεξέταση του δοκιμίου του Βάλτερ Μπένγιαμιν για το έργο τέχνης».