Από την ειδική στη γενική πατρίδα (του Ευριπίδη Γαραντούδη)

1
1116

Ευριπίδης Γαραντούδης [1]

 

 

Σε άλλη δημόσια περίσταση, συγκεκριμένα στην τελετή αναγόρευσης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 29 Νοεμβρίου 2013, αλλά και σε δημοσιευμένα γραπτά μου, διατύπωσα ρητά τη γνώμη μου ότι η υψηλή αισθητική αξία της ποίησης του Χαραλαμπίδη τον αναδεικνύει σε έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές.[2] Ειδικότερα, η εκτίμηση της μεγάλης αξίας της ποίησής του πιστεύω ότι συναρτάται κατά βάθος με όλα εκείνα τα διακριτικά γνωρίσματά της που την κάνουν να διαφέρει αισθητά, αν όχι να βρίσκεται στους αντίποδες, σε σύγκριση με τις κυρίαρχες τάσεις της ελληνικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών, σχηματικά της ποίησης της μεταπολίτευσης, αν την ορίσουμε με γνώμονα την ελλαδική ιστορία, ή της ποίησης ύστερα από την τουρκική εισβολή, αν την ορίσουμε με γνώμονα την κυπριακή ιστορία. Μια που αναφέρθηκα στην αντιστοίχιση της ποιητικής πορείας και παραγωγής του Χαραλαμπίδη με τον ιστορικό χρόνο στην Ελλάδα και στην Κύπρο (ή αντιστρόφως), επισημαίνω ότι ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της ποίησής του είναι ακριβώς η σύνθεση των εννοιών που σχηματικά ονομάζουμε ελλαδικότητα και κυπριακότητα σ’ ένα καθολικό αίσθημα και νόημα ελληνικότητας.

Το γεγονός που μας συγκέντρωσε απόψε εδώ είναι η παρουσίαση του δέκατου τρίτου κατά σειρά ποιητικού βιβλίου του Χαραλαμπίδη, της συλλογής ποιημάτων του Ηλίου και Σελήνης άλως, που εκδόθηκε στις αρχές του 2017. Πάντως προσωπικά, διαβάζοντας το έργο του Χαραλαμπίδη τα τελευταία τριάντα πέντε περίπου χρόνια και έχοντας τη χαρά και την τιμή να γνωρίζω τον άνθρωπο εδώ και πολλά χρόνια, νιώθω απόψε την ανάγκη και την επιθυμία να του απευθύνω ένα οφειλόμενο εγκώμιο. Του οφείλω αυτό το εγκώμιο για να του ανταποδώσω την αισθητική απόλαυση που η ποίησή του μου χάρισε και μου χαρίζει· κι αυτή η αισθητική απόλαυση είναι άρρηκτα δεμένη με τη συνειδητοποίηση μιας ευθύνης. Για να εξηγήσω με λίγα λόγια για ποια ευθύνη πρόκειται, πρέπει προηγουμένως να ανατρέξω στην περίφημη φράση του Γιώργου Σεφέρη, γραμμένη πριν περίπου 60 χρόνια, το 1955, ότι «η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη».[3] Αυτή η φράση υπαγόρευσε σταθερά και τη δική μου εμπειρία, όσες φορές επισκέφτηκα την Κύπρο. Θέλω να πω ότι κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ προσπαθώ να βρω, όπως βρήκε ο Σεφέρης, τα ίχνη του θαύματος ενός ελληνικού τόπου και, σε ορισμένες περιστάσεις, βρίσκω εδώ αυτά τα ίχνη. Αυτή την καθοδηγητική για εμένα αρχή της κυπριακής εμπειρίας μου συμπλήρωσε και σημάδεψε, συμπληρώνει και σημαδεύει, το ποιητικό έργο του Χαραλαμπίδη. Όπως είπα, μέσα από τη συνειδητοποίηση μιας ευθύνης. Η ευθύνη αυτή μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση «Η Κύπρος υπάρχει», έτσι όπως αυτή η φράση, ως συνειδητοποίηση ευθύνης, εκπορεύεται από το σύντομό ποίημά του «Περί κλάδου ελαίας»:

 

– Προσέξτε· το κακό φαντάζει αχειροποίητο.

Για να παραγραφούν ανόσιες πράξεις

θα πρέπει να παραγραφεί αυτό το ανόσιον.

Για να παραγραφεί αυτό το ανόσιον

ο χώρος όπου εγένετο πρέπει να μην υπήρξε.

 

Ψεύτικος σκύλος ψεύτικη μάντρα φυλάγει.

 

Η Κύπρος δεν υπάρχει· καταργείται

ως χώρος τραγικών συμβάντων.[4]

 

Ως εμπειρική απόρροια αυτού του ποιήματος, θα μπορούσα, επίσης, να περιγράψω με άλλα λόγια τον πυρήνα της αναγνωστικής σχέσης μου με την ποίηση του Χαραλαμπίδη, ανακαλώντας ξανά μερικές από τις φράσεις με τις οποίες ο Σεφέρης περιέγραψε τη δική του κυπριακή εμπειρία: «Η αποκάλυψη ενός κόσμου και […] ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος που, όποιες και να ’ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας».[5] Η αναγωγή της αναγνωστικής σχέσης μου με την ποίηση του Χαραλαμπίδη στην κυπριακή εμπειρία μου ήταν αναπόφευκτη, καθώς έρχομαι από την Ελλάδα κι ελπίζω να μου συγχωρήσετε την μέχρις εδώ περιαυτολογία.

Ξαναπιάνω, λοιπόν, το νήμα της συλλογής Ηλίου και Σελήνης άλως, οργανική συνέχεια μιας διαδρομής που ξεκίνησε το 1961 με τη συλλογή Πρώτη πηγή και συνεχίστηκε με τα κατοπινά δώδεκα ποιητικά βιβλία. Η συλλογή περιλαμβάνει 54 ποιήματα, γραμμένα, σύμφωνα με τις χρονικές ενδείξεις που τα συνοδεύουν, στο εξαετές διάστημα από το 2011 μέχρι το 2016. Συγκεκριμένα, δύο ποιήματα γράφτηκαν το 2011, οκτώ το 2013, δέκα το 2014, είκοσι ένα το 2015 και δεκατρία το 2016. Αν λάβουμε υπόψη ότι το προηγούμενο ποιητικό βιβλίο του Χαραλαμπίδη, με τίτλο Στην γλώσσα της υφαντικής, εκδόθηκε το 2013, αντιλαμβανόμαστε ότι η συλλογή Ηλίου και Σελήνης άλως περιλαμβάνει κατά βάση την ποιητική παραγωγή του των ετών που ακολούθησαν εκείνο το βιβλίο.

Στη συλλογή τα ποιήματα δεν χωρίζονται σε ενότητες, αλλά οργανώνονται καθαρά γύρω από θεματικούς κύκλους, όπως συνέβη και στη συλλογή Ίμερος, αποτελούμενη αποκλειστικά από ερωτικά ποιήματα.[6] Έτσι τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής Ηλίου και Σελήνης άλως είναι αρχαιόθεμα, ακριβέστερα αρχαιόμυθα, με την έννοια ότι αντλούν το θεματικό υλικό τους από αρχαιοελληνικούς μύθους, και επίσης είναι αρχαιογνωστικά,[7] με την έννοια ότι προϋποθέτουν βαθιά γνώση της σχετικής με το θέμα τους γραμματειακής παράδοσης με την οποία αναπτύσσουν έναν είτε πρόδηλο είτε κρυπτικό διάλογο. Στην αρχή της συλλογής και στο κέντρο των αρχαιόμυθων και αρχαιογνωστικών ποιημάτων πρωταγωνιστεί η μορφή της Αφροδίτης, όπως και στην αρχή της συλλογής Ίμερος, της θεάς του έρωτα που ενώνει την Κύπρο με την Ελλάδα. Στη συνέχεια, την κεντρική μορφή της Αφροδίτης πλαισιώνουν άλλες μορφές της αρχαιοελληνικής αλλά και της ρωμαϊκής ιστορίας και του μύθου, γύρω από τις οποίες κεντρώνονται ποιήματα, μορφές όπως ο Ήφαιστος, ο Άρης, ο Απόλλων, ο Άδωνις, η Ήρα, ο Κρόνος, η Ρέα, η Σαπφώ, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Λεωνίδας, ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίωνας, η Αγριππίνα, και αρκετές άλλες ακόμα. Ένας επίσης ποσοτικά πλούσιος θεματικός κύκλος, ένας δεύτερος πόλος του βιβλίου, ύστερα από εκείνον της αρχαιότητας, είναι εκείνος των χριστολογικών και γενικότερα των χριστιανικών ποιημάτων, υπό την έννοια ότι το θέμα τους αντλείται από την ιστορία του Χριστού ή άλλων προσώπων της χριστιανοσύνης. Σε ορισμένα από τα ποιήματα αυτού του κύκλου το θέμα τους διασταυρώνεται με ιστορικές περιστάσεις και πρόσωπα των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων και της βυζαντινής εποχής. Τέλος, ορισμένα ποιήματα, προς το τέλος του βιβλίου, πηγάζουν θεματικά από ιστορικές περιόδους μεταγενέστερες ακόμα, όπως η οθωμανική κυριαρχία στον ελληνικό χώρο, ο αιματηρός για την Ευρώπη 20ός αιώνας, η τουρκική κατοχή της Κύπρου. Έτσι, τα ποιήματα του βιβλίου διανύουν μια ιστορική διαδρομή που εκκινεί από τον κόσμο του αρχαιοελληνικού μύθου και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Αλλά, χωρίς να απαλείφεται στα ποιήματα η απόσταση από το κάθε φορά παρελθόν, οι τρόποι με τους οποίους αυτό το παρελθόν, τα πρόσωπά του, οι ιστορίες, οι επιθυμίες και τα πάθη τους ανακαλούνται είναι τέτοιοι που αναδεικνύεται η διαχρονία: το παρελθόν είναι παρελθόν αλλά συνάμα βιώνεται και ως παρόν. Κι αυτοί οι τρόποι είναι πολλοί, για να εκτεθούν και να αναλυθούν εδώ, καθώς συναρτώνται με το δαιδαλώδες εργαστήρι και την εκλεπτυσμένη ποιητική του Χαραλαμπίδη. Ένας τρόπος είναι η αφηγηματικότητα. Σε μερικά ποιήματα ένας παντογνώστης εποπτικός αφηγητής σχολιάζει με την εκ των υστέρων ασφαλή του γνώση· αυτή του προσφέρει το πλεονέκτημα του ειρωνικού σχολιασμού που επικαιροποιεί τον πανάρχαιο μύθο. Έτσι, π.χ., στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, «Ο νανοτεχνολόγος» (σ. 9-10), η ιστορία του Ήφαιστου, που τον απάτησε η Αφροδίτη με τον Άρη, καταλήγει στον ειρωνικό σχολιασμό της με τους υπαινιγμούς, στην τελευταία στροφή, στη σύγχρονη πορνογραφία του διαδικτύου. Αντιθέτως στο ποίημα «Αλέξανδρος για Ηφαιστίωνα» (σ. 63-64) η αφηγηματική επιλογή είναι εκείνη του πρωτοπρόσωπου και αυτοδιηγητικού αφηγητή: μιλά ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Αλλά και πάλι η ειρωνική προοπτική και η σύνδεση με το σύγχρονο βίωμα υπάρχουν, καθώς το τέλος του ποιήματος υπαινίσσεται τη σύγχρονη ανασκαφή στον λόφο Καστά της Αμφίπολης και τις φήμες που κυκλοφόρησαν περί της ανακάλυψης του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Έτσι λοιπόν η εντύπωση ότι ο Χαραλαμπίδης επιχειρεί μια λόγια καταφυγή ή και απόδραση από το παρόν στο μυθικό και ιστορικό παρελθόν, στηριγμένος στη βαθιά και στέρεα γνώση του μύθου, της ιστορίας και της γραμματειακής παράδοσης, είναι φαινομενική. Κατά βάθος δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Θα εξηγήσω αναλυτικότερα γιατί. Έχει ήδη διαπιστωθεί από τους μελετητές ότι ο ποιητικός λόγος του Χαραλαμπίδη ζωοποιείται κυρίως από τον εκλεπτυσμένο διάλογό του με την ποίηση του Καβάφη και του Σεφέρη.[8] Στο κέντρο της σχέσης του με την ποίηση του Καβάφη βρίσκεται η ειρωνική ή και σαρκαστική στάση του Χαραλαμπίδη έναντι της Ιστορίας. Στη σχέση του πάλι με τη σεφερική ποίηση εντοπίζονται αφενός το θεματικό και ηθικό επίκεντρο της ποίησής του, ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί, με σεφερικούς όρους, «ο καημός της ρωμιοσύνης», και, αφετέρου, η αναγωγή της Ιστορίας στον χώρο του μύθου. Εννοώ ότι, όπως ο Σεφέρης, έτσι και ο Χαραλαμπίδης στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του προβάλλει και μνημειώνει τη σκληρή μοίρα, τις αντιξοότητες, τις δυσκολίες και τις αδικίες που χαρακτηρίζουν τη διαχρονική πορεία του ελληνισμού, ιδίως του κυπριακού ελληνισμού, μέσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας. Επίσης, όπως συμβαίνει στη σεφερική ποίηση, έτσι και σε εκείνη του Χαραλαμπίδη η έκφραση του «καημού της ρωμιοσύνης» μεταδίδεται στον αναγνώστη επειδή κατορθώνεται ο συγκερασμός της ατομικής με τη συλλογική εμπειρία και του σύγχρονου με το διαχρονικό βίωμα. Θα έλεγα ότι ο Χαραλαμπίδης και ιστορεί όπως ο Καβάφης και μυθολογεί όπως ο Σεφέρης· πέτυχε, με άλλα λόγια, αυτόν τον συγκερασμό να τον κάνει δική του ποιητική μέθοδο. Συνεπώς, η ποιητική μέθοδος δεν είναι πια καβαφική και σεφερική, αλλά ο κρυσταλλωμένος ποιητικός τρόπος του Χαραλαμπίδη να ανατρέχει στο παρελθόν για να φωτίσει το παρόν, να αναγάγει τη σύγχρονη ιστορία στον διαχρονικό μύθο, μέσα από εκλεπτυσμένους αναχρονισμούς που κάνουν τις παλιές ιστορίες να είναι σύγχρονες και τις σύγχρονες να είναι πανάρχαιες. Είναι, επίσης, ο ίδιος κρυσταλλωμένος ποιητικός τρόπος που επιτρέπει στον Χαραλαμπίδη να συνθέτει στα ίδια ποιήματα τον καβαφικής καταγωγής ρεαλισμό και την ειρωνεία με την σεφερικής προέλευσης δραματικότητα και τη λυρικότητα.

Πιστεύω ότι αυτή η ποιητική μέθοδος, που υλοποιείται θαυμάσια και στα ποιήματα της συλλογής Ηλίου και Σελήνης άλως, συγκροτήθηκε, με καιρό και με κόπο, στη βάση ενός ηθικού αιτήματος, του αιτήματος που συνοψίζει η φράση του Χαραλαμπίδη «λαχταρώ να προεκτείνω την ειδική πατρίδα Κύπρο σ’ αυτό που θα καλούσαμε “γενική πατρίδα των ανθρώπων”».[9] Η γνώμη μου είναι –και ήδη την έχω υποστηρίξει δημόσια– ότι ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης εξακολουθεί να γράφει, με βαθιά γνώση και αφομοιωμένη αξιοποίηση της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, με ενεργή ιστορική συνείδηση και ηθική εγρήγορση, με σπάνια γλωσσική ευαισθησία και με πρωτότυπο ποιητικό ρήμα, εθνική ποίηση, ενώ οι άλλοι, άξιοι λόγου, σύγχρονοί του Έλληνες ποιητές δεν πράττουν κάτι ανάλογο. Αντιθέτως, όσοι από αυτούς θεματοποιούν εκδοχές της συλλογικότητας ή όψεις του δημόσιου χώρου, όχι μόνο στην τελευταία δεκαετία, στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, αλλά και προηγουμένως, έγραψαν και γράφουν μια ποίηση που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε “αντεθνική”, με την έννοια ότι η πατρίδα αντιμετωπίζεται αρνητικά, ως πληγή ή ως μητριά πατρίδα, ενώ η συλλογικότητά της απωθεί. Είναι προφανές ότι οι χαρακτηρισμοί «πληγή» και «μητριά» προέρχονται από ποιήματα αντιστοίχως  του Γιώργου Σεφέρη και του Μάρκου Μέσκου.

Συγκεκριμένα, ο τύπος εθνικού ποιητή που ανέπτυξε ο Χαραλαμπίδης αντλεί την καταγωγή του από την ποίηση του Σεφέρη και το βασικό γνώρισμα αυτής της καταγωγικής σχέσης μπορεί να συνοψιστεί με τη διαπίστωση του Δ.Ν. Μαρωνίτη για το τι διακρίνει και ξεχωρίζει τον τύπο εθνικού ποιητή στον Σεφέρη. Γράφει ο Μαρωνίτης: «Θα τον ονόμαζα “ποιητική μελέτη της ιστορίας”, κριτική δηλαδή και αυτοκριτική της με τα ανυποχώρητα, εμπειρικά και στοχαστικά, μέτρα της ποίησης, που αντιστέκονται στις υπεραισιόδοξες ή τις υπεραπαισιόδοξες προτάσεις της ηρωικής ή της αντιηρωικής ιδεολογίας της εθνικής ή της επαναστατικής επιλογής».[10] Μέσα από μια τέτοιας αντίληψης ποιητική μελέτη του γενέθλιου και εθνικού τόπου του και του ιστορικού καιρού του, ανατρέχοντας διαρκώς και θεμελιώνοντας στο παρελθόν τη θεώρηση του εδώ και του τώρα, ο Χαραλαμπίδης καθοδηγήθηκε και έφτασε στη βαθιά ουμανιστική και υπερεθνική διάσταση της ποίησής του. Γιατί η ποίησή του αποβλέπει σ’ ένα οικουμενικό νόημα που υπερβαίνει τα όρια της οποιασδήποτε εθνότητας και δεν είναι άλλο από το νόημα της ιστορίας ως του μηχανισμού άσκησης της βίας και της αδικίας εις βάρος των αδυνάτων από την πλευρά των ισχυρών. Έτσι, η διαρκής ενάσκηση του Χαραλαμπίδη στο ερώτημα της ελληνικής ταυτότητάς του είναι το μέτρο της αυτοσυνειδησίας του ως πολίτη στη «γενική πατρίδα των ανθρώπων», σύμφωνα με τα δικά του λόγια. Αν θεωρήσει κανείς εποπτικά το σύνολο της ποίησης του Χαραλαμπίδη θα διαπιστώσει ότι ένα μόνο μέρος της ποίησής του θεματοποιεί άμεσα την ιστορική εμπειρία, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τις συνέπειές της, την εμπειρία επάνω στην οποία εδράζεται η εθνική ποίησή του. Αλλά, βέβαια, ο Χαραλαμπίδης, όντας ένας ποιητής με συνειδησιακή εγρήγορση και βαθιά αισθητική καλλιέργεια, δεν έμεινε αγκυλωμένος στην ιστορική εμπειρία. Συνάμα, όμως, και στην υπόλοιπη ποίησή του, εκεί όπου τα ίχνη της ιστορικής εμπειρίας δεν είναι άμεσα ορατά ή εκεί όπου θεματοποιούνται άλλες πλευρές της ανθρώπινης περιπέτειας, η μέριμνα του για τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας παρέμεινε και παραμένει ενεργή. Έτσι και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Ηλίου και Σελήνης άλως, το «Τέλος τρίτου μέρους του πρώτου κεφαλαίου» (σ. 84-85), με αυτόν τον τίτλο που υποδεικνύει τη συνέχιση της προσπάθειας και της αναζήτησης, ανατρέχει σε ένα από τα παλιά προσωπεία της ποίησής του, τον Ριμάκο, που ως Έλληνας στοχάζεται για το νόημα του να είμαστε Έλληνες σήμερα, στον καιρό της οικονομικής κρίσης. Αυτό λοιπόν το ποίημα λειτουργεί ως συμπερασματική κατακλείδα και επιστέγασμα των κυπροκεντρικών και ελληνοκεντρικών ποιημάτων που προηγήθηκαν.

Κλείνω αυτή την εντελώς συνοπτική αναφορά μου στον Χαραλαμπίδη ως εθνικό και συνάμα οικουμενικό ποιητή με ένα σχόλιο. Τις τελευταίες δεκαετίες επικράτησε στον ελληνικό πνευματικό χώρο, και συνεπώς και στο λογοτεχνικό και το κριτικό περιβάλλον, η αντίληψη ότι το να αγαπάς και να προβάλλεις την αγάπη σου για την ιστορία του έθνους σου και του πολιτισμού του, της γλώσσας σου και της γραμματειακής παράδοσής της, της καταγωγής σου και του τόπου σου, για ό,τι με δύο λέξεις συνοψίζεται στη φράση «εθνική ταυτότητα», σε κάνουν αυτομάτως εθνικιστή. Προφανώς δεν είναι κατάλληλη η περίσταση για να σχολιαστούν οι ιστορικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αιτίες μιας τέτοιας, στρεβλής κατά την κρίση μου, αντίληψης. Περιορίζομαι λοιπόν να πω την πιθανώς αφελή γνώμη μου ότι η αγάπη για ό,τι το εθνικό δεν είναι εθνικισμός. Ο εθνικισμός είναι μια μορφή διαστροφής αυτής της αγάπης. Χαρακτήρισα πιθανώς αφελή τη γνώμη μου, επειδή συγκροτήθηκε κυρίως με βάση τη γνώση μου των ελλήνων ποιητών. Είμαι πεπεισμένος, με άλλα λόγια, ότι ούτε ο Σολωμός, ούτε ο Παλαμάς, ούτε ο Σεφέρης, ποιητές που χαρακτηρίστηκαν εθνικοί, είχαν ίχνος εθνικισμού. Το να τους αποδίδεται εθνικισμός, όπως συνέβη και συμβαίνει ενίοτε, είναι αποτέλεσμα ιδεοληπτικής ανάγνωσης των ποιητών και ιδεολογικής προκατάληψης των αναγνωστών τους.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τον χαρακτηρισμό του Χαραλαμπίδη ως εθνικού ποιητή, στη βάση όχι αξιολογικών αλλά τυπολογικών κριτηρίων, θεωρώ δεδομένη την υψηλή αισθητική αξία πολλών ποιημάτων του. Αυτή η αξία είναι ο γνώμονας της εστίασης της κριτικής ματιάς στο έργο του. Παραθέτω, χάριν παραδείγματος, το σύντομο ποίημά του «Οπώρα» (σ. 36):

 

Αυτά που κάποτε ήταν στήθη

καμαρωτά σαν κόκορας, τώρα τα δέρνει

μιας ατελείωτης θλίψης Γαλαξίας.

Στήθη που δεν στοχάζονται πια τώρα

το μάρμαρο και τη φωτιά.

Ωσάν θεάς, που έχασε την πίστη της

στο πορφυρό σκοτάδι τ’ ουρανού.

 

Ελάτε, νάρκη κι όνειρα,

στους πεζοδρόμους του Άδη

τον ύμνο μου στιχοθετήστε,

να μη θωρώ το Κλέος της Ήρας

να πιπιλίζει των αιθέρων τ’ άστρα·

η ευκολία με την οποία γερνούν,

τα χείλη γέμει αυλού με σκότος.

 

Με σημείο αναφοράς αυτό το ποίημα, μεταφέρω εδώ σκέψεις μου διατυπωμένες για τη συλλογή Ίμερος: «Ο ίμερος του έρωτα γίνεται ίμερος της ποιητικής έκφρασης, με σπάνια μεταφορικότητα, με στίλβουσες στη λάμψη τους εικόνες, με καταβυθίσεις στο βάθος της γλωσσικής μας μνήμης και αναδύσεις στο φως της ποιητικής λεξιπλασίας, και γίνεται εντέλει αυτός ο ίμερος η οικειότητα μιας λόγιας ποίησης για όσους την αισθάνονται και την καταλαβαίνουν ακόμα με ουσιαστικό θέμα την αρχαιοελληνική ιδίως ιδέα του έρωτα».[11] Και, συμπληρωματικά, δύο υποθέσεις εργασίας για μελλοντική μελέτη που επίσης παρουσιάστηκαν αναφορικά με τη συλλογή Ίμερος. Η πρώτη υπόθεση εργασίας έγκειται στην ακριβέστερη διερεύνηση των θεματικών, γλωσσικών και εκφραστικών τρόπων με τους οποίους μια αρχαιογνωστική και συνάμα αρχαιόθεμη ποίηση κατορθώνει να είναι τόσο σύγχρονη στις μέρες μας. Η δεύτερη είναι η σπάνια ρυθμική ενορχήστρωση των ποιημάτων, σε τέτοια υψηλή στάθμη δεξιοτεχνίας ώστε για ορισμένα ποιήματα θα μπορούσα να κάνω λόγο για μια ποιητικά δραστική αναβίωση αρχαίων μέτρων. Έτσι και στο «Οπώρα» όλοι οι στίχοι ακολουθούν το ιαμβικό μέτρο, από τον οκτασύλλαβο μέχρι τον δεκατρισύλλαβο.

Θα αναφερθώ κάπως αναλυτικότερα σ’ ένα μονάχα ποίημα της συλλογής Ηλίου και Σελήνης άλως, επειδή νομίζω ότι το ποίημα αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως ένα απτό παράδειγμα όσων υποστήριξα παραπάνω για τη σχέση του Χαραλαμπίδη με την ιστορική εμπειρία και τη λειτουργία του ως εθνικού ποιητή. Πρόκειται για το ποίημα «Νυμφίου αγνοουμένου» που λειτουργεί ιδίως ως παράδειγμα της αναγωγής της σύγχρονης ιστορίας σε διαχρονικό μύθο. Η σύγχρονη ιστορία είναι εκείνη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και των οδυνηρών συνεπειών της. Ξανά, για άλλη μια φορά, η λογοτεχνία ανατρέχει σ’ αυτή την παλιά ιστορία; – θα ρωτούσε ίσως κάποιος με σκεπτικισμό στην Ελλάδα ή και στην Κύπρο. Η απάντηση δόθηκε –αυτή είναι η γνώμη μου– από τον στίχο του Μανώλη Αναγνωστάκη: «Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!».[12] Στο τέλος της συλλογής του ο Χαραλαμπίδης παραθέτει συνοπτικές επεξηγηματικές σημειώσεις για μερικά από τα ποιήματά του. Η σημείωση για το ποίημα ««Νυμφίου αγνοουμένου» είναι η εκτενέστερη, επειδή το ποίημα βασίζεται όχι σε κάποια γραμματειακή πηγή, αλλά σε μια σχεδόν σύγχρονή μας πραγματική ανθρώπινη ιστορία. Παραθέτω λοιπόν πριν από το ποίημα αυτή τη σημείωση, για να μάθουμε ποια είναι η ιστορία:

 

Το ποίημα στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα: Η Βασιλική Χριστοδούλου, πρόσφυγας από το χωριό Κοντεμένος, είχε ένα γιο, τον Νικόλα, που σκοτώθηκε στην Κερύνεια την πρώτη μέρα της τουρκικής εισβολής (20 Ιουλίου 1974)· θεωρείται αγνοούμενος, δεν βρέθηκαν τα οστά του. Όταν εκείνη απέθανε (2014), η θυγατέρα της Ελένη βρήκε στο ερμάρι της μητέρας φυλαγμένες τεράστιες λουρίδες (λούρες στα κυπριακά) κροσέ, πλεγμένες με το βελονάκι. Δε γνώριζε την ύπαρξή τους, γιατί η καλή μας μάνα έπλεκε όλη τη νύχτα στα κρυφά, προσμένοντας τον γιο της. Η Ελένη συνάρμοσε τις λουρίδες κι έφτιαξε, ως τάμα και εις μνημόσυνο μάνας και αγνοούμενου αδερφού, το κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας και του περιζώματός της, και άλλο για την κόγχη της Ιεράς Προθέσεως, και πέπλα για τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας μπροστά στην Ωραία Πύλη, και για τα Εξαπτέρυγα περίτεχνα κεντήματα. «Όταν πέθανε η μάνα μου», είπε, «ένιωσα πως έπρεπε να σηκώσω για λογαριασμό της τον πόνο του αγνοούμενου γιου της. Έκρινα πως ταίριαζε να τον αποθέσω στην Αγία Τράπεζα της Εκκλησίας». (Πρόκειται για την Εκκλησία Αποστόλου Ανδρέα στον προσφυγικό συνοικισμό Στρόβολος 3, στη Λευκωσία. Στο ποίημα αλλάζουν, για λόγους συμβολικούς, τα ονόματα των ηρώων, αλλά και του ίδιου του ναού). (σ. 88).

 

Αυτή είναι η πραγματική ιστορία και έπεται το ποίημα. Πριν το διαβάσω νιώθω την ανάγκη να ομολογήσω, κυρίως στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, γιατί το επέλεξα έναντι των άλλων ποιημάτων της συλλογής του. Το επέλεξα, λοιπόν, κυρίως επειδή το ποίημα αυτό υποχρεώνει έναν Έλληνα που έρχεται από την Ελλάδα να προσπαθήσει να εκφέρει τη γλώσσα του τόπου σας, το κυπριακό ιδίωμα – σημειώνω ότι το «Νυμφίου αγνοουμένου» είναι το μοναδικό ποίημα της συλλογής όπου εν μέρει χρησιμοποιείται το ιδίωμα και αυτό συμβαίνει επειδή μιλά η μάνα του αγνοούμενου Χρίστου. Η λογοτεχνία μάς μαθαίνει να γινόμαστε οι άλλοι και το «Νυμφίου αγνοουμένου» κάνει κι εμένα να προσπαθώ να γίνω η μάνα του Χρίστου, να συλλαβίσω τα δικά της ως δικά μου λόγια:

 

Καθημερνά φορούσε τα καλά

κυριακάτικά της πάθια,

χρόνους σαράντα τον ακαρτερούσε.

 

Κάτω απ’ τη λάμπα, π’ αναδάκρυζε το φως της,

έπλεκε ατέλειωτη μια λούρα – μην τελειώσει

το νήμα της ζωής του – ξαγρυπνούσε

μην έρθει αυτός μεσάνυχτα και κάτι

και της χτυπήσει αργά την πόρτα.

 

Κάτι σαν όνειρο πήρε τ’ αυτί της,

κάποια στιγμή το χέρι απ’ το σμιλί της

γλιστράει και τραντάχτηκε η ψυχή της.

 

«Χρίστο, γρουσέ μου γιε, μεν έσεις έννοιαν,

τ’ αμμάθκια μου ’εν θα ξανακαμμύσουν.

’Που τωροπίς μού ’κάστηκεν αγροίκουν

το χρώμαν της φωνής σου –

να ’τουν ψέμαν,

να πλέκετουν, να γίνετουν αλήθκεια!

Φιλώ σταυρόν: θα κάμνω παννυχίδαν

για σέναν το πλεχτόν μου. Δε την νύχταν

που ξαγρυπνά μιτά μου τζαι λαλεί μου

“Άντεξε, Πηνελόπη μου, τζι αντέχεις”.»

 

Τέτοια στο γιο η γραία μονολογούσε.

Και κείνος, που την άκουγε απ’ το χώμα,

κάθε φορά σκιρτούσε. Δε λαλούσε,

γιατί δεν έπρεπε η μάνα του να ξέρει

σε ποια πλαγιά η άτροφη ψυχή του

τα κόκαλά του, αλίμονο, σκεπάζει.

 

Η μάνα του συνέχιζε να πλέκει

και μετά θάνατον, συνέχιζε να πλέκει.

 

Στην έξοδο χορός γερόντων ψέλνει:

«Πιο τυχερή, σ’ αυτή την ιστορία,

η Άγια Τράπεζα της εκκλησίας

Τιμίου Σταυρού στην πόλη μας εστάθη –

ότι με το πλεχτό της εστολίστη.» (σ. 59-60).

 

Στο βιβλίο το ποίημα συνοδεύεται από την επεξήγηση λέξεων του κυπριακού ιδιώματος που εδώ η παράθεσή τους είναι περιττή. Δεν θα σχολιάσω, κλείνοντας το αποψινό εγκώμιο μου στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, παρά μόνο ότι το ποίημά του και η ποίησή του γενικότερα σηκώνουν για λογαριασμό μας τον πόνο της ιστορικής εμπειρίας και τον αποθέτουν στην Αγία Τράπεζα της συλλογικής μνήμης. Κι επίσης η ποίηση του στολίζει για εμάς την πικρή μνήμη του κόσμου, του αλλοτινού και του τωρινού. Προσπάθησα να διαβάσω χαρμόσυνα το ποίημα «Νυμφίου αγνοουμένου», επειδή τελειώνει δοξαστικά κι επειδή διατρανώνει τη δύναμη της ψυχής που υπερνικά την υλική δύναμη των ισχυρών και του θανάτου που προκάλεσαν. Κι αν το συγκεκριμένο ποίημα και η ποίηση γενικότερα αυτά μπορεί και τα κατορθώνει, τα κατορθώνει επειδή είναι η ειδική και η γενική πατρίδα του ποιητή και των ανθρώπων που τον διαβάζουν.

 

 

 

 

[1] Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε στην εκδήλωση «Μουσείο και μούσα» (Λευκωσία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, 18 Ιανουαρίου 2018), που διοργανώθηκε από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Στιγμές στο μουσείο», και έγινε στον χώρο του Μουσείου Συλλογής Γεωργίου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη. Προστέθηκαν οι υποσημειώσεις.

[2] Βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Η αντοχή του εθνικού ποιητή στις μέρες μας», Ο αναγνώστης, 28 Ιανουαρίου 2014, ηλεκτρονική δημοσίευση: http://www.oanagnostis.gr και Τα αιτωλικά, τχ. 21, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013, σ. 29-37. Βλ. επίσης το κείμενό μου «The Responsibility of Testimony. Literature and History in Contemporary Cypriot Literature», Études Helléniques / Hellenic Studies, τ. 15, αρ. 2, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2007, σ. 319-326.

[3] Παραθέτω τη φράση στα συμφραζόμενά της: «Συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος που το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Πρόκειται για μέρος της σημείωσης που συνόδευσε την πρώτη έκδοση της σεφερικής συλλογής …Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν… το 1955. Βλ. Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Νέα έκδοση, Αθήνα, Ίκαρος 2014, σ. 443-444.

[4] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Αθήνα, Άγρα 1995, σ. 120. Το ποίημα μετά το τέλος του φέρει την χρονική ένδειξη: Μάης 1993.

[5] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, ό.π., σ. 443.

[6] Βλ. σχετικά τη βιβλιοκρισία μου για τη συλλογή: «Ο ίμερος του έρωτα και της υψηλής ποίησης. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ίμερος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012», Ποιητική, τχ. 10, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2012, σ. 274-278.

[7] Για τη διάκριση των όρων αρχαιόθεμα, αρχαιόμυθα και αρχαιογνωστικά ποιήματα, βλ. τη μελέτη μου «Η ποιητική γενιά του 1970 και η ελληνική αρχαιότητα», Ελληνική αρχαιότητα και νεοελληνική λογοτεχνία. Πρακτικά, Επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας 2009, σ. 25-40.

[8] Βλ. ενδεικτικά τα κριτικά κείμενα για την ποίηση του Χαραλαμπίδη που ανθολογήθηκαν στο βιβλίο Για τον Χαραλαμπίδη. Κριτικά κείμενα, Εισαγωγή, ανθολόγηση κειμένων Θεοδόσης Πυλαρινός, Λευκωσία, Εκδόσεις Αιγαίον 2009. Βλ. επίσης την πρόσφατη διδακτορική διατριβή της Ντίας-Τροοδίας Αριστοδήμου, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο ποιητής και ο κριτικός. Μια προσέγγιση της ποίησης και της ποιητικής του, Αθήνα, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Σχολή Επιστημών Αγωγής, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών 2017.

[9] Παραθέτω τη φράση μέσα στα συμφραζόμενά της, από την απάντηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, σε συνέντευξή του το 2006, στο ερώτημα πώς σχολιάζει τον χαρακτηρισμό του ως «του σύγχρονου εθνικού ποιητή του κυπριακού, αλλά και του ευρύτερου ελληνικού χώρου»: «Η γενική εντύπωση παραμένει: ότι ένας Κύπριος ποιητής, βεβαρημένος με εθνικές ευαισθησίες, εξακολουθεί να λειτουργεί με φόντο την πατρίδα. Η συνείδηση του Έθνους, σύμφωνα με την εκτίμηση των πολλών, παραμένει ως το βασικό λογότυπό μου. Αλλά και εγώ δεν έχω λόγους να το απορρίψω, εφόσον, ούτως ή άλλως, λαχταρώ να προεκτείνω την ειδική πατρίδα Κύπρο σ’ αυτό που θα καλούσαμε “γενική πατρίδα των ανθρώπων”, άλλωστε το πρότυπο το δίνει ο Διονύσιος Σολωμός: μιλά για την Ιδέα, που υψώνεται στο κέντρο και απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους της» (Άντρεα Κωνσταντίνου, «Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Η ευγενής πτωχεία της ποίησης», εφ. Η σημερινή [Λευκωσία], 13 Αυγούστου 2006, σ. 32).

[10] Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ο τύπος του εθνικού ποιητή», Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, Γραφή και Ανάγνωση 4 2008, σ. 55-82: 81-82. Πρώτη δημοσίευση της μελέτης στο περ. Πολίτης, τχ. 32, 1980.

[11] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ο ίμερος του έρωτα και της υψηλής ποίησης», ό.π., σ. 277.

[12] Από το ποίημα «Ο πόλεμος», περιλαμβανόμενο στην πρώτη συλλογή του Αναγνωστάκη Εποχές το 1945. Βλ. Μανόλη Αναγνωστάκη, Τα ποιήματα, Αθήνα, Πλειάς 198010, σ. 34-35.

 

 

info: Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ηλίου και Σελήνης άλως, Αθήνα, Ίκαρος 2017, σσ. 93.

 

Προηγούμενο άρθροΟ Ρόθκο, η τέχνη, τα βιβλία για παιδιά  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΙσπανική ερωτική λογοτεχνία (επιμέλεια: Μαρία Ρουσάκη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Εξαιρετική μελέτη για έναν σπουδαίον Ελληνα ποιητή.
    Ιδιαιτέρως συγκινητικό το ποίημα “Νυμφίου Αγνοουμένου”, με την (σοφή) παράθεση του γεγονότος που ενέπνευσε το ποίημα να εντείνει ακόμα πιό πολύ τη συγκίνηση.

    Χρήστος Τσιάμης
    Νέα Υόρκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ