Ίψεν, ο άνθρωπος – το έργο

1
963

Θεοδόσης Α.Παπαδημητρόπουλος (*)

 

Θάθελα νὰ ξεκινήσω ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο Ἑρρίκο Ἴψεν – τὸ πρόσωπο… Τὸ 1867 δημοσιεύεται μιὰ ἀρνητικὴ κριτικὴ γιὰ τὸ ποιητικό του δρᾶμα: Πέερ Γκὺντ ποὺ λίγο-πολὺ τὸ χαρακτηρίζει ἀντιποιητικό. Ὁ  δημιουργὸς γράφει σὲ μιὰν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Μπγιέρνστγιέρνε Μπγιέρνσον (τὸ συμπατριώτη του συγγραφέα):

     Ἂν εἶχα κοντά μου [] <τὸν κριτικό>,.. θὰ τοῦ ᾿ριχνα μιά νὰ τὸν ἀφήσω παράλυτο, προτοῦ καταφέρῃ ἕνα τόσο ὑπολογισμένο χτύπημα κατὰ τῆς Ἀλήθειας καὶ τοῦ Δικαίου. []

Τὸ βιβλίο μου εἶναι ποίηση! Κι ἂν δέν εἶναι, θὰ γίνῃ ποίηση. Ἡ ἔννοια τῆς Ποίησης θ᾿ ἀλλάξῃ στὴν πατρίδα μας, τὴ Νορβηγία, ὥστε νὰ συμμορφωθῇ σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο. []

Μὰ ἡ ἀδικία ποὺ μοῦ ᾿γινε, μὲ χαροποιεῖ. [] Νοιώθω τὶς δυνάμεις μου ν᾿ αὐξάνουν μαζὶ μὲ τὴν ὀργή μου. Ἂν θέλουνε πόλεμο, θὰ τὸν ἔχουν! Ἐφόσον δέν εἶμαι ποιητής, τί ἔχω νὰ χάσω;.. Θὰ τὰ καταφέρω ὡς φωτογράφος. Τοὺς σύγχρονούς μου κεῖ πάνω θὰ τοὺς πιάσω ἕναν-ἕναν… [] Δέ θ᾿ ἀφήσω οὔτε τὸ ἔμβρυο μές στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του. Σκέψεις, διαθέσεις πίσω ἀπὸ λέξεις – τίποτα δὲ θὰ μοῦ ξεφύγῃ ἀπ᾿ ὅποιον θάχῃ τὴν τιμὴ <νὰ τὸν ἁρπάξω>. []

Ὁπότε, ὁρμὴ δὲν ἔχει μονάχα ὁ Στόκμανν ἀπ᾿ τό: Ἕνας ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ, ἡ Νόρα στὸ Κουκλόσπιτο ἢ ἡ Ἕντα Γκάμπλερ (ποὺ οἱ δυὸ τελευταῖες εἶναι θηλυκά «alter ego» τοῦ Ἴψεν)· ὁρμὴ κινεῖ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ποιητῆ.

Μαζί, μάλιστα, μὲ μιὰν ὑψηλὴ εἰρωνεία – ἡρακλείτεια σχεδόν, ὅπως κ᾿ ἡ ὁρμή του. Ἡ εἰρωνεία, ἄλλωστε, εἶναι τὸ τελευταῖο καταφύγιο τοῦ αὐθεντικοῦ. Στὸν Πέερ Γκύντ ὑπάρχει ἕνας μονόλογος τοῦ διαβόλου (τοῦ ἀδύνατου προσώπου ὅπως λέγεται μές στὸ ἔργο), ὅπου μιλάει γιὰ τὰ βάσανα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς στὴν Κόλαση λές κ᾿ εἶναι τ᾿ ἀρνητικὸ φωτογραφίας:

 

Ἕνας Παριζιάνος, τώρα πρόσφατα,

κατάφερε νὰ φτειάχνῃ μὲ τὸ φῶς πορτραῖτα.[1]

 

Μπορεῖς νὰ φτειάξῃς ἕνα θετικὸ

ἢ ἕν᾿ ἀντίτυπο, ὅπως λέγεται, ἀρνητικό.

Τὸ τελευταῖο ἀντιστρέφει φῶς καὶ σκιὲς

καὶ φαίνεται ἄσχημο στὸ μάτι τὸ συνηθισμένο.

Ἡ ὁμοιότητα ὅμως κρύβεται –λανθάνουσα…–

καὶ περιμένει κάποιον νὰ τὴν βγάλῃ στὴν προφάνεια.

Τώρα, ἂν ἔχῃ βγῆ ἡ φωτογραφία μιᾶς ψυχῆς

στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς της ὡς ἀρνητικό,

ἡ πλάκα παραμένει χρήσιμη…

Ἁπλᾶ μοῦ τὴν παραδίδουν

κι ἀποτελειώνω τὴ δουλειά:

γίνεται, μὲ τὰ μέσα τὰ κατάλληλα, μιὰ μεταμόρφωση.

Τὴν καπνίζω, τὴ βυθίζω καὶ τὴν τσουρουφλάω,

τὴν πασπαλίζω καὶ μὲ θειάφι, ὅπως κι ἄλλα ὑλικά,

μέχρις ἡ εἰκόνα νὰ βγῇ σωστὰ στὴν πλάκα…

Τοὐτέστιν φτειάχνω τὸ θετικό…

 

Αὐτή, λοιπόν, ἡ κριτικὴ καὶ πύρινη στάση, μὲ τὸ σαρκασμὸ καὶ τὴν εἰρωνεία της, διαθέει ὅλα τὰ ἰψενικὰ δράματα ὥς τὰ τελευταῖα τέσσερα ποὺ ἐκδόθηκαν πρῶτα σὲ τούτη τὴ σειρὰ τῶν Ἁπάντων.

Οἱ ἥρωες, ἐδῶ, εἶν᾿ ἄνθρωποι καθημερινοί – ἔτσι τοὐλάχιστον φαίνεται διαβάζοντας τοὺς καταλόγους τῶν προσώπων. Καθὼς ξετυλίγεται, ὅμως, ἡ ὑπόθεση, οἱ διάλογοι γίνονται ὅλο καὶ πυκνότεροι, πιὸ ἀμφίσημοι· τὰ πρόσωπα γιγαντώνονται. Ἡ γυναῖκα, ποὺ φόνεψε τὴν καρδιά της ὁ ἄπληστος τραπεζίτης Ἰωάννης Γαβριὴλ Μπόρκμαν γιὰ τά «διψασμένα πλούτη» ποὺ ἀποζητοῦσε, τοῦ χρησμοδοτεῖ στὸ τέλος τοῦ ἔργου:

 

Καὶ γι᾿ αὐτὸ προφητεύω,

Ἰωάννη Γαβριὴλ Μπόρκμαν:

ποτέ σου δὲ θὰ λάβῃς κέρδος

γιὰ τὸ  φόνο πούκανες,

ποτέ σου νικητὴς δὲ θὰ γυρίσῃς

στὸ σκοτεινό, ψυχρό βασίλειό σου.

 

Τὰ λόγια αὐτὰ μεταφράζοντ᾿ ἔμμετρα, ἂν κ᾿ εἶναι σὲ πεζὴ μορφὴ στὸ πρωτότυπο, γιατὶ πιὰ ἡ ἰψενικὴ σύλληψη ἔχει περάσει σ᾿ ἄλλες σφαῖρες… Δὲν παλεύει νὰ πλάσῃ «ἁπλᾶ» ρεαλιστικὰ πρόσωπα – σμιλεύει σχεδὸν αἰσχυλικὲς μορφές, μονολιθικὰ πλάσματα τοῦ ἀρχαίου σκανδιναβικοῦ μύθου.

Ἀντίστοιχα σημεῖα ὑπάρχουν καί στὸν Ἀρχιμάστορα Σόλνες καί στὸν Μικρὸ Ἔγιολφ, ἐνῶ τό: Ὅταν ξυπνήσουμε ἐμεῖς οἱ νεκροὶ εἶν᾿ ἐσχατολογικὸ στὴ βαθύτερη σύλληψή του – δὲν τ᾿ ὀνομάζει τυχαῖα ὁ ἴδιος ὁ δραματουργὸς δραματικὸ ἐπίλογο πούλαχε κιόλας στὸν Ἴψεν νάναι κι ὁ ἐπίλογος τῆς δικιᾶς του πορείας.  Καὶ τὰ τέσσερα μαζί, ἀποκαλύπτουν τὴ γενικώτερη ἀτμόσφαιρα τῆς ἰψενικῆς δημιουργίας: δὲν εἶν᾿ ἁπλᾶ ἡ αἴσθηση τοῦ παγωμένου Βορρᾶ – εἶναι οἱ μῦθοι τῶν σκληροτράχηλων Βίκινγκς διαποτισμένοι ἀπὸ μιὰν ἄτεγκτη ἠθικὴ συνείδηση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ δομή τους εἶναι στρωτή, «εὐανάγνωστη». Συνεπῶς ἀποτελοῦν, συνολικά, μιὰ καλὴ εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν κατανόηση ὁλόκληρης τῆς ἰψενικῆς παραγωγῆς.

Μέσο γιὰ τὴν πραγμάτωση τούτης τῆς ἀτμόσφαιρας, ἡ γλῶσσα: ἕνα κράμμα τῆς τότε «καθαρεύουσας» στὴν εὐρύτερη ἐπικράτεια Δανίας-Νορβηγίας μὲ πολλὰ ἰδιωματικὰ στοιχεῖα ποὺ παραπέμπουν στὴ Νορβηγικὴ ὕπαιθρο καὶ στὶς ἀρχαιοσκανδιναβικὲς σάγκες. Στὰ δικά μας πράγματα ἀντίστοιχο παράδειγμα ὁ Βιζυηνός (ὁ εἰσηγητὴς τοῦ Ἴψεν στὴν Ἑλλάδα): γράφει στὴν καθαρεύουσα ἀντλῶντας ὑλικὸ ἀπ᾿ τὶς λαϊκὲς παραδόσεις.

Βεβαίως, ὁ Ἴψεν δὲν εἶν᾿ ἕν᾿ ἀπομονωμένο φαινόμενο στὶς ἐσχατιὲς τῆς Εὐρώπης. Τὸ 19ο αἰῶνα στέκονται πλάι του κι ἄλλοι σοβαροὶ Νορβηγοὶ δημιουργοί: ὁ Μπγιέρνσον, ὁ Ἰωνᾶς Λή, ὁ Ἀλεξάντερ Κήλλαντ.  Ὅλοι ἔχουν ἀπὸ πίσω τους –πέραν ἀπ᾿ τὰ νορβηγικὰ παραμύθια καὶ τὶς σάγκες– τὴν παράδοση τῆς δανέζικης λογοτεχνίας.

Τὸ ἰδιαίτερο στὴ γλῶσσα τοῦ Ἴψεν εἶν᾿ ἡ τρομακτικὴ ἱκανότητά της νὰ ψυχογραφῇ. Τὰ ποικίλα ρυθμικὰ σχήματα κ᾿ οἱ ἐλλειπτικὲς ἀποστροφὲς δίνουν τὴν ἐσωτερικὴ κίνηση τῶν προσώπων – προδιαθέτουν γιὰ τὶς χειρονομίες τῶν ἠθοποιῶν ποὺ θὰ τὰ σαρκώσουν ἐπὶ σκηνῆς. Συνεπῶς, ἀπαιτεῖται γνώση τῆς ὑποκριτικῆς τέχνης, γιὰ νὰ μεταφραστῇ σωστὰ ἕνα ἰψενικὸ δρᾶμα – «αὐτί» ἠθοποιοῦ·.. κάθε σκηνὴ νά «σκηνοθετηθῇ» γιὰ νὰ ἐξιχνιαστῇ τί διαμοίβεται μεταξὺ τῶν προσώπων. Τὸ συνολικὸ οἰκοδόμημα, ὅμως, εἶναι προσβάσιμο κι ἀπ᾿ τὸν ἁπλὸν ἀναγνώστη ποὺ δὲν ἔχει κάποιαν εἰδικὴ θεατρικὴ παιδεία.

Γιὰ νὰ δαμαστῇ τοῦτο τὸ ὑλικὸ καὶ νὰ μεταφερθῇ στὰ Ἑλληνικά, μελετήσαμε τὴ γερμανικὴ ἔκδοση τῶν Ἁπάντων ποὺ θεώρησε ὁ ἴδιος ὁ Ἴψεν κ᾿ ἐπιμελητής της ἦταν ὁ σημαντικὸς κριτικὸς Georg Brandes (πούκανε γνωστὸ τὸν Ἴψεν σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη – καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν Νίτσε, τὸν Κίρκεγκωρ καὶ τόσους ἄλλους Σκανδιναβούς), καθὼς καὶ κάποιες σύγχρονες γερμανικὲς μεταφράσεις. Συμβουλευτήκαμε καὶ τὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση ἀπ᾿ τοὺς εἰσηγητὲς τοῦ Ἴψεν στὴν Ἀγγλία –τὸν William Archer καὶ τὸν Edmund Gosse–, ὅπως καὶ τὴ γαλλικὴ σχολιασμένη ἔκδοση τῶν Πλειάδων.  Ὅλες αὐτὲς σ᾿ ἀντιβολὴ μὲ τὸ πρωτότυπο νορβηγικό. Παραπέρα, ἀνατρέξαμε στὴν ὀγκώδη παγκόσμια βιβλιογραφία: βιογραφίες, ἀπομνημονεύματα, δημοσιεύσεις κι ἀναλύσεις.

Ἑπόμενο δρᾶμα νὰ ἐκδοθῇ, ὁ Πέερ Γκύντ. Ὁ νεοελληνικὸς στίχος εἶναι σ᾿ ἕνα πρὸς ἕνα ἀντιστοιχία μὲ τὸν νορβηγικό, μ᾿ ἀκόμα βαθύτερη μελέτη τοῦ πρωτοτύπου – οἱ τέσσερεις ἀγγλικὲς μεταφράσεις, οἱ δυὸ γερμανικὲς κι ἄλλες δυὸ γαλλικές, ποὺ συμβουλευτήκαμε, ἀπεῖχαν αἰσθητά –σὲ διαφορετικὰ σημεῖα ἡ καθεμιά– ἀπ᾿ τὸ πρωτότυπο. Τὰ σχόλια ἔφτασαν τὰ τριακόσια μαζὶ μὲ τὶς ὑποσημειώσεις τῆς εἰσαγωγῆς. Κείμενο δαιδαλῶδες – ὁ «Φάουστ (ἀναποδογυρισμένος) τῆς Σκανδιναβίας». Ἔπρεπε νὰ φωτιστῇ ἡ κάθε λεπτομέρεια: τὰ νορβηγικὰ λαϊκὰ παραμύθια, οἱ λαϊκὲς ρήσεις καὶ παροιμίες, τὰ τεκταινόμενα τῆς τότε εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς σκηνῆς, οἱ σύνθετες βιβλικὲς ἀναφορές. Στὸ μέσο τῆς ἔκδοσης θὰ βρίσκεται καὶ χάρτης μὲ τὰ μέρη ἀπ᾿ ὅπου περνάει ὁ Πέερ κάνοντας τὸ τρελλό του ταξίδι.

Ἀκολουθεῖ τό: Ἕνας ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖ τὰ σχόλια θέλουν νὰ δικαιώσουν τὸ δρᾶμα ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό του, νὰ δείξουν πὼς δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ «κωμωδία» – ἢ τελοσπάντων εἶναι τόσο κωμωδία ὅσο ὁ μολιερικὸς Μισάνθρωπος. Καὶ μετά: οἱ Βρυκόλακες – τὸ κατεξοχὴν τραγικὸ κείμενο τοῦ Ἴψεν.

Καί, ἂν ὅλα πᾶνε κατ᾿ εὐχήν, νὰ φτάσουμε καὶ στὰ πρῶτα του ἀμετάφραστα στὰ ἑλληνικὰ δράματα, ὥστε ν᾿ ἀποκτήσῃ πιὰ τὸ εὐρύτερο κοινὸ κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ θεάτρου μιὰν ἐποπτεία τοῦ ἰψενικοῦ ἔργου· νὰ φανῇ ὁ ποιητὴς καὶ στοχαστὴς ποὺ σὲ κάθε του δημιουργία αὐτοβιογραφεῖται προσπαθῶντας ν᾿ ἀνακαλύψῃ τὸν ἑαυτό του. Ὁ῎Ιψεν βάζει στὸ στόμα ἑνὸς τρελλοῦ ψυχίατρου ἀπ᾿ τὸν Πέερ Γκύντ τὰ ἑξῆς λόγια:

 

Κατάρα κουβαλᾶμε, οἱ ἑαυτοί μας νάμαστε –

τίποτ᾿ ἄλλο, τίποτα περσότερο…

Νὰ σαλπάρουμε μ᾿ ἀνοιγμένα τοῦ ἑαυτοῦ μας τὰ παννιά.

Καθένας κλειδώνεται μές στὸ βαρέλι τοῦ ἑαυτοῦ του,

στοῦ ἑαυτοῦ του βουτάει τὴ ζύμωση,..

ἑρμητικὰ σφραγίζει τὸ βαρέλι μὲ τὸ πῶμα τοῦ ἑαυτοῦ του

καὶ πελεκάει τὸ ξύλο στοῦ ἑαυτοῦ του μέσα τὸ πηγάδι.

Κανένας δὲν κλαίει γιὰ τοῦ ἄλλου τοὺς καημούς.

Κανένας δὲν καταλαβαίνει τοῦ ἄλλου τὶς Ἰδέες.

Εἴμαστε οἱ ἑαυτοί μας, στὸ ὕφος καὶ στὴ σκέψη,

ὥς τὴν ἄκρη τῆς σανίδας…

 

(*) Ο Θεοδόσης Α.Παπαδημητρόπουλος, είναι μεταφραστής των έργων του Ίψεν και το κείμενο αυτό είναι η ομιλία του στην παρουσίαση των πρώτων έργων του Ε.Ίψεν από τις εκδόσεις Gutenberg



[1]    Ἐξυπονοεῖ ἐδῶ τὴν προδρομικὴ τῆς φωτογραφίας δαγκεροτυπία, ποὺ τὴν ἐφηῦρε ὁ Louis Daguerre (1787-851) τὸ 1839.

Προηγούμενο άρθροΗμέρες παιδικού βιβλίου
Επόμενο άρθροΗ λογοτεχνία παντού

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ